Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009

As Time Goes By



...έτσι μαθαίνει κανεις για πολλά πράγματα, ιδιαίτερα στις κορυφαίες ωρες της ζωής, ότι είναι ακριβώς όπως φέρονται να είναι.
Είναι καλύτερα να προσθέσουμε στο κρίνο, που έχει περιγραφεί τόσο συχνά, ακόμη μια παρόμοια λέξη, παρά να μην ανταποκριθούμε στο γόητρό του.....

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2009

σκιες

....Τι κατάφερες αυτά τα χρόνια; Τίποτε. Για κανέναν τίποτε. Για τον εαυτό σου τίποτε. Καμιά θέρμη, καμιά ορμή. Δόξα, έρωτας, εξουσία: τίποτε από αυτά...................Αδρανής, ανεπίδεκτος, δύσπιστος: η αρρώστια σου. Υπαρξη σχεδόν άσκοπη.Ανέρχεται σε μικροπράγματα. Αθόρυβη ανάλωση νεότητας. Να μη διακινδυνεύεις τίποτα. Να περιμένεις. Να κάθεσαι ήσυχος. Ζωή σχεδόν ανεπαίσθητη παρόρμηση. Για να μην εγγυάσαι τίποτα. Ούτε καν πιο απτός από μια σκια. Χωρις κάτι, χωρίς κάποιον. Απλώς δεν μετράς. Ωραίο συμπέρασμα. Η ζωή σου; Αθλια, επίπεδη, στενή.



Το δικό σου μερίδιο χαράς δεν το απαίτησες, το μερίδιο λύπης σου δεν το έδωσες......Τίποτε δεν είσαι και διατρέχεις τον κίνδυνο ποτέ να μην είσαι κάτι. Δούλε, δειλέ και οκνηρέ, τι έκανες με τα χαρίσματά σου; Καπετάνιε, ανήσυχε και χαζέ, πού την πήγες την τύχη σου;.......

μουσικές βραδιές



Σήμερα Σάββατο 28 Νοεμβρίου στην αίθουσα εκδηλώσεων του Ωδείου θα πραγματοποιηθεί η συναυλία με αφορμή το «επετειακό έτος 2009» για τρεις σημαντικούς συνθέτες:
G. Handel, J. Haydn, F.Mendelsoohn.

Παντα γοητευτικές οι εκδηλώσεις του τροφωνίου ωδείου. σημαντικοί συνθέτες σε επετειακό έτος. το επετειακο ίσως είναι κάπως αλλά το εξισορροπεί η ορμή της εφηβείας. ας βρεθούμε εκεί.

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

ολα είναι ύλη;

αληθινος διαλογος

..ρε, φιλενάδα,δεν είμαι καλά. και νιώθω τόση μοναξιά. τόσο ξένος, δεν έχω ένα χέρι να πιαστώ, δυο μάτια να με διαβάσουν... κι είναι και βράδυ, βλέπω μπροστά μου την απέραντη θάλασσα κι εγώ μικρός, μικρός κι ελάχιστος. τα παιδιά μακριά, τι να κάνουν κι αυτά, η νοσταλγία του μέλλοντός μου.
εγώ χαμένος, απελπισμένος, αλλά πρέπει να σταθώ ως άντρας, λέει.
μιλάω σε σένα ρε, λύγισα, δεν μπορώ άλλο αυτή τη φτώχεια της ψυχής, αυτό το τίποτα, αυτό το ίσωμα, αυτό το περιμένοντας τον Γκοντό, που ποτέ δε θάρθει. και φοβάμαι. φοβάμαι ότι θα χαθώ. κι ούτε και τότε κανείς δεν θα με θυμάται.
για όσα ζήτησα τιμωρήθηκα, και τιμωρήθηκα περισσότερο για όσα δεν είχα την τόλμη να ζητήσω.
τώρα μπορώ να σου μιλήσω, σε σένα που ξέρω πως ειρωνικά για να καλύψεις την αδυναμία σου θα πεις:
- έλα, να σηκώνουμε ψηλά το κεφάλι. έλα να μη μας συντρίβουν οι ατάλαντοι. όρθιος Τ Ω Ρ Α!
Παντα υπάρχει χρόνος και χώρος, αρχίζεις πάλι Τ Ω Ρ Α.
κι αυτά όλα θα σημαίνουν πως είσαι εδώ για μένα και σ ευχαριστώ. θ ανταμωθούμε συντομα.

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009

πηνελοπη δελτα--ίων δραγουμης


......Σηκωθήκαμε από το τραπέζι και κάποιος κάθησε στο πιάνο. Πήγα κι εγώ στο σαλονάκι και κάθησα στον καναπέ, παράμερα. Σε λίγο τον είδα που κοίταζε από το μέρος μου, πήγε παρακάτω στην είσοδο, ήρθε πάλι κοντά στην πόρτα με κλεμμένες ματιές, και τέλος μπήκε στο σαλονάκι, πλησίασε δειλά και κάθησε κοντά μου. Ηταν νευρικός, flurried, συγκινημένος. Ακουα το πιάνο και δε μιλούσα. Μου είπε λίγο δειλά: «Σας πείραξε αυτό που σας είπα στο τραπέζι;». «Τι πράμα;». «Πως είστε κοκέτα». «Μα πώς σας φάνηκε πως είμαι κοκέτα και από τις πιο επικίνδυνες; Κοσμική δεν είμαι, δε δίνω δυο παράδες για την τουαλέτα, και οι άντρες, όσοι γνωρίζω, με αηδιάζουν». «Γι' αυτό είπα η πιο επικίνδυνη». «Δεν καταλαβαίνω... Με λεν "Maman Vertu" και σχολαστική και βαρετή και δεν ξέρω τι άλλο...». «Το λεν από εκδίκηση γιατί δεν μπορούν να πλησιάσουν». «Λοιπόν;». «Για τον πολύ τον κόσμο είστε ίσως και αντιπαθητική, γιατί τον πολύ τον κόσμο τον βαστάτε μακριά, τον αποκρούετε. Είστε όμως φοβερά επικίνδυνη για όποιον σας πλησιάσει... για εκείνους που δουν την ψυχή σας...». «Δεν τη δείχνω σε κανέναν», διέκοψα απότομα, τρομαγμένη πάλι. Μια στιγμή δε μίλησε, και ύστερα είπε: «Είστε επικίνδυνη για όσους σας πλησιάσουν, ακριβώς επειδή είστε τόσο κλειστή για τους πολλούς».

oistros-reportaz1.blogspot.com

ΣΤΥΓΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΣ



Η στυγνη πραγματικότης εμφανίστηκε ένα πρωί στην πορτα μου. Φορούσε καπέλο ψάθινο με κεράσια και φορτωμένο με πολλές αναμνήσεις από το παρελθόν καθώς και με φοβερές απειλές για το μέλλον.
Μιλούσε με φωνή ένρινη και βαστούσε το χέρι της μπροστα στο στόμα της για να μη φανεί πως της έλειπαν δόντια.
Ήταν φυσικά σεμνότυφη και δε δεχόταν καμια πρόταση γάμου ή αλλης φύσεως. Καθώς θα ξέρετε είναι φιλόλογος,- και ξέρει απ΄έξω κι ανακατωτα όλα τα αρχαία κείμενα-και τα λεξικά πουχει αποστηθίσει. Η χρονιά που εμφανίστηκε ήταν δίσεχτη, όταν δηλ. κανείς δεν ήξερε πού πήγαιναν τα τέσσερα.

Η Πούλια με το γυμνό μάτι είναι ένας ακαθόριστος ορμαθός αστεριών μια διάχυτη λάμψη-ενώ με το τηλεσκόπιο- εφτα άστρα λαμπερά που ονομάζονται οι Εφτά Αδερφές στη λαική μυθολογία, κι αναρωτιέμαι καμια φορα αν τα μάτια των ανθρώπων δεν ήτανε κάποτε πιο διαπεραστικά απ τα δικά μας κι αν δε βλέπανε μέσα στο διάστημα, πράγματα που έχουν σβήσει για τα δικά μας μάτια.
Ήταν λοιπόν εκείνη μια απο τις Εφτά Αδερφές, η πιο άσχημη γι αυτό δεν είχε παντρευτεί και ούτε είχε ποτέ ελπίδα να βρει άντρα -μια γυναίκα ερμαφρόδιτη-σωστό τέρας--και σχεδόν μουστακοφόρος-τόσο που λίγο ακόμα και θα τανε τσολιάς- και η λαγνεία της κρυφή- τη φύλαγε μέσα της, μα για τα μάτια του κόσμου έκανε την αθώα και την παρθένα και την Παναγία.

Έβαλε ένα δίσκο στο γραμμόφωνο. Τσίριζε αφόρητα, μια χαλασμένη γραμμή και η βελόνα γρατζουνούσε το δίσκο, και τα νεύρα μου άρχισαν να σχίζονται. Έκρυψα το πρόσωπό μου μες στο μαξιλάρι να μην τη βλέπω και βούλωσα τ αυτιά μου.
Ήταν ο μόνος τρόπος να αποφύγω να κάνω έρωτα με τη στυγνή πραγματικότητα που χε τώρα μεταμορφωθεί σε γ υ μ ν ή πραγματικότητα.
Δηλαδή -σε ρεαλισμό-σοσιαλιστικό ή άλλο, το ίδιο κάνει...Παντού είναι εξίσου αφόρητη η αντιμετώπισή της, μ όποιο κοινωνικό σύστημα κι αν εμφανίζεται.

εκδρομη


Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2009

Συνταγές συγκίνησης Rose μου

Μερικά θραύσματα συγκίνησης -συγκίνηση με την έννοια του συναρτώμενου και παράλληλου με τον ορθολογισμό μας γνωστικού συστήματος –γι’ αυτή τη Μορφή ήχων –τις συνταγές μαγειρικής.
Η πηγή του Διονυσιακού ενθουσιασμού της παιδικής ηλικίας που γεύεται περισσότερο από κάθε άλλη την Ζωϊκότητα-την αίσθηση του ζώντος που αναδύεται από το ανόργανο.
Εκείνη η από τότε θλίψη της αυθόρμητης συνείδησης-με την έννοια της αισθητικής συγκίνησης και όχι η θανατερή μελαγχολία-που είναι μια διαισθητική μορφή γνώσης για την απώλεια αυτού του ενθουσιασμού που επίκειται αργά-αργά γιατί δε μπορεί παρά να υπάρχει δυϊσμός αφού η ευφορία θα μας σκότωνε σαν το ναρκωτικό.
Τα γυρίσματα της φωνής περισσότερο από την έννοια των λέξεων και φράσεων, η φωτιά, η αιθάλη, το τζάκι, η αγάπη που ενορχηστρώνεται σε μύριες μέριμνες για να γίνει φαγητό-αφού δεν υπάρχει παρά υλική αγάπη και όχι αφηρημένη-και όχι το ωραίο φαγητό που προσπαθεί να μιμηθεί την αγάπη, η ευχή των παππούδων, το ελάχιστο στο χωματόδρομο που πάνω του ανθιζαν οι προσδοκίες, η Νοσταλγία χωρίς αντικείμενο, το βαθύ άγριο ακόρεστο της ύπαρξης της αντιλαμβανόμενης πως ανοίγει ένα σύνολο δυνατοτήτων μέσα στο άπειρο…



Όλα αυτά που αν και είχα από τότε την επίγνωσή τους και ήταν το υλικό της ύπαρξης μου μόνο μετά από τόσα χρόνια μπoρούν και εκφράζονται μέσα από το γλωσσικό όργανο.
Το περιβάλλον αυτών των ζεστών ανθρώπινων σχέσεων μιας άλλης εποχής που λές και υπήρχε μέσα στη δομή των συναισθημάτων που σου απηύθυνε σε κάθε στροφή της ύπαρξης σου ως μέριμνα, αυτή η αδιόρατη αγάπη που μας πλαισίωνε, χωρίς να τη συνειδητοποιούμε.
Τέτοιου είδους συγκινήσεις δεν αναπλαισιώνονται θέλω να πω δεν κρίνονται γιατί γίνονται κάτι άλλο, που δεν μου ανήκει πια. Μόνο αφήνουμε μας συγκινήσουν.
Rose μου σχημάτισε μ’ αυτά τα θραύσματα το πεδίο που θα προσανατολίσει τη συγκίνηση σου σ’ αυτό το τραγουδάκι.

στη rose μου


Το θαύμα της Μορφής που επικοινωνεί με το ασυνείδητο και καθιστά περιττές τις διερωτήσεις για το Είναι, μας κάνει πάλι Ζωντανούς μπρος στην αφροδισιακά νεκρόφιλη καθημερινότητα της εποχής μας.

wrong? Let it so.

οι άνθρωποι που έχουν ένα είδος βιογραφικής συνείδησης, οχι μονο οι πετυχημένοι, λένε συχνά: -τίποτα δεν μπόρεσε να με βγάλει ποτέ από τον δρόμο μου...-
Σ αυτό μπορώ μονάχα να απαντήσω: όλα ξανα και ξανά με έβγαζαν από τον δρόμο μου.
Κρατώ σταθερή πορεία μόνον από τότε που έπαψαν να υπάρχουν διέξοδοι.

param>

Απειρες οι κλωστές και τα νηματίδια,ορατά κι αόρατα της βιας και του βιασμου της σκεψης και της συγκίνησης.ελάχιστοι όσοι τις "βλέπουν¨", και μοναδικοί όσοι αρνούνται να υποστούν τη βια και την βιαιότητα, ακόμα κι όταν είναι για το ¨καλό " τους.

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2009

ειδικώς αφιερωμένο για Ν


...λένε ότι ο Λάζαρος από την ώρα της ανάστασής του δεν αισθάνθηκε πια τίποτα άλλο από μια τρελή φρικη για τον θάνατο-- και αυτοί που ξανάσμιξαν;
αυτοί πώς θα συζήσουν μέσα στον ενημερωμένο φόβο για τον χωρισμό;....

Ταξίδι

....δωμάτιο πολυτελούς ξενοδοχείου. πίσω απ το τζάμι εισβάλλει αδιάκριτη η ανοιξη.ηχος κινητού. ο αντρας απαντα βιαστικά, λακωνικά. κλείνει. την κοιτάζει. να τον ρωτήσει. δεν το κάνει. αμηχανία. δεν ξέρει να χειριστεί τη σιωπή, τη νομίζει άρνηση...
-πάμε στο ποτάμι;
πρέπει να πούμε κάποια πραγματα, ξέρεις.
-να ξέρω; περνω ωραία, σε βλέπω, σε αισθάνομαι, σ αγγίζω, νιώθω όσα δε λες, μαγεύομαι
αύριο, μεθαύριο θα φύγεις.
-ναι, μάλλον θα φύγω.
-μάλλον;
-Θα ήθελα να με κρατήσεις. να μου ζητήσεις να μείνω, να με χρειάζεσαι.
-να σε κρατήσω; όσο κι αν σε χρειάζομαι στο ονειρόγραμμά μου δεν θα σχεδίαζα ποτέ να σε κρατήσω.
-πώς, δηλαδή, ζεις χωρίς σχέδιο;
-Ζω μόνο, δεν εξυφαίνω τη συγκίνησή μου............



Ν, καλώς ήρθες.

ΓΙΑ ζωη

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009

αν και....

Κυνηγέ,
υποπτεύομαι γιατί σκοτώνεις τα πουλιά,
Τα απωθημένα σου φτερά εκδικείσαι.

Λυτρώσου.
Όλων μας σχεδόν τα πετάγματα
κάποια τα βρήκε αζύγιαστη
ή ζυγιασμένη σφαίρα…

Ηρέμησε λοιπόν.
Έχω κι εγώ ένα σωρό απωθημένους ουρανούς
Μα δε σκοτώνω άστρα.



Και αν καμιά φορά από μανία αδέσποτη συμβεί
Κάποιο να σημαδέψω
Το πολύ να κλείσω τον τραυματία κελαηδισμό του
Σ’ ένα κλουβάκι στίχου φευγαλέου.

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

sis, σαπφώ,a lovely life!

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

στη νελη μου. Χρόνια πολλά

Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ

'Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους.
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της χίμαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια


- Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σου' λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
'Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.

'Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα πού γύριζες

Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
'Ηταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομά του
'Οπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας

'Ακουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
'Εχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι,
Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
'Η για να πας καβάλα στο μαίστρο.
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009

το διχτυ και το μονοπάτι




δεν....πας για ψάρεμα;



Για τον έρωτα και το Θάνατο
Θ.Πολλάτος

Γυρεύω την Αλμπερτίν, την απάντηση στο θάνατό μου.
Θανάσης Τριαρίδης, Τα μελένια λεμόνια


......Όσο κι αν τα δύο αυτά ορμικά ρεύματα, ο Έρωτας και ο Θάνατος, μοιάζουν απολήξεις μιας περισσότερο μεταφυσικής και λιγότερο ψυχαναλυτικής σκέψης, η αξία και η χρησιμότητά τους στη διαύγαση του ψυχικού παραμένει σημαντική.

Ο Καστοριάδης από τη μεριά του, πιστός φροϋδικός, αποδέχεται τη διάκριση μεταξύ λιβιδινικών και καταστροφικών ενορμήσεων , παρ’ όλο που δείχνει αρκετά επιφυλακτικός μπροστά στη γενική κοσμολογική προέκταση που δίνει στα δύο ρεύματα ο Φρόυντ . Χρησιμοποιεί επίσης τη φροϋδική διάκριση Έρωτα και Θανάτου -κάπως μεταλλαγμένη- στο κοινωνικο-ιστορικό πεδίο για να προσδιορίσει τη σημασία της επίγνωσης της θνητότητας για την αποχαλίνωση της φαντασιακής δημιουργικότητας της κοινωνίας . «Ο ελληνικός κόσμος κτίζεται πάνω στην επίγνωση ότι δεν υπάρχει φυγή από τον κόσμο κι από τον θάνατο, ότι ο άνθρωπος είναι θνητός. Στο σημείο αυτό θα τολμήσω να διορθώσω ένα μεγάλο Έλληνα ποιητή, τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Στο ποίημά του «Εις την οδό των Φιλελλήνων», ο Εμπειρίκος τελειώνει με την ευχή: να γίνει [...] πανανθρώπινη η δόξα των Ελλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμο εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής το, φόβο του θανάτου. Εγώ θα έλεγα: έκαμαν οίστρο της ζωής την γνώση του θανάτου. Ο φόβος του θανάτου διακατείχε παντού και πάντοτε όλους τους θνητούς. Ίσως αυτός μας εμποδίζει κι εμάς σήμερα, όπως εμπόδισε πολλές φορές στο παρελθόν τους ανθρώπους, να έχουμε τον απαιτούμενο οίστρο για την ζωή μας, να έχουμε δηλαδή την επίγνωση ότι είμαστε πραγματικά θνητοί, και ό,τι έχουμε να κάνουμε, αν γίνεται, θα γίνει εδώ, από μας, και εδώ θα το κάνουμε, εμείς
Συνεπώς, ο οίστρος της ζωής που δε μπορεί παρά να αναφέρεται στην έννοια της ανθρώπινης δημιουργικότητας, από την οποία καθορίζεται ολόκληρο το φιλοσοφικό έργο του Καστοριάδη αλλά και το πρόταγμα της αυτονομίας εν γένει, συνδέεται άμεσα με τη διαλεκτική του Έρωτα και του Θανάτου. Οι ορμές της ζωής (Eros) αποδεικνύονται η αφετηρία της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Αν παραλείπαμε δε τον περιοριστικό προσδιορισμό «ανθρώπινη» και αποδίδαμε στη δημιουργία έναν ευρύτερο, κοσμολογικό ρόλο (κάτι το οποίο μπορούμε να κάνουμε ως ένα μόνο σημείο), ο Μπερξόν θα συμφωνούσε απολύτως μαζί μας.
Υπό το φως αυτής της επισήμανσης οφείλουμε να ερμηνεύσουμε και τον όρο «βαρβαρότητα» που χρησιμοποιεί ο Καστοριάδης σε αντίστιξη με τον όρο «σοσιαλισμός» ή αργότερα «αυτονομία». Αν, όπως δηλώνει ο ίδιος, το νόημα που έδινε πάντα στον όρο «βαρβαρότητα» αναφέρονταν σε «μια κλειστή κοινωνία που λιμνάζει ή που δεν ξέρει παρά να γίνεται κομμάτια δίχως να δημιουργεί τίποτε» , τότε ο Θάνατος υπό τη μορφή των δυσχερειών και των αγκυλώσεων που προκαλεί η επίγνωση του ανυπέρβλητου χαρακτήρα του, τουτέστιν η ματαιότητα κάθε ανθρώπινης πράξης μπροστά στη βέβαιη κατάληξή της, μπορεί να συσχετιστεί με τις δυνάμεις εκείνες του Είναι –κι εδώ γινόμαστε λίγο μεταφυσικοί- που ρέπουν προς τη στασιμότητα, προς την ανάσχεση της ροϊκότητας του χρόνου, προς τις κοινωνίες εκείνες και τα υποκείμενα εκείνα που «λιμνάζουν» .




Έτσι, ο Θάνατος δεν εμφανίζεται εδώ ως πραγματικό ορμικό ρεύμα που κατευθύνει την ανθρώπινη ζωή προς την καταστροφή ή την αυτοκαταστροφή, δηλαδή δεν εμφανίζεται ως μια πραγματικά κινητήρια δύναμη. Αντιθέτως, ο φόβος της θνητότητας ως εκδήλωση της ορμής του θανάτου αποτελεί απλά ανασχετικό παράγοντα στην εκδίπλωση της δημιουργικότητας. Και χρειάζεται ενός συγκεκριμένου τύπου αντιμετώπιση του ζητήματος, μια συγκεκριμένη υπαρξιακή απάντηση στο ζήτημα της θνητότητας από μέρους της κοινωνίας και του υποκειμένου, ώστε να γίνει ο φόβος αυτός οίστρος και μάλιστα οίστρος δημιουργικός, αντιτιθέμενος στον ντε φάκτο μάταιο χαρακτήρα κάθε πράξης απέναντι στο θάνατο Συνεπώς, ο Θάνατος ως φόβος αδυνατεί σε πρώτο επίπεδο να υποκινήσει την κοινωνία ή το υποκείμενο προς ένα στόχο, έστω κι αν πρόκειται για το στόχο της επιστροφής στην ανόργανη ύλη, της εξαφάνισης, της απόλυτης άρνησης, της καταστροφής. Ο Θάνατος εδώ αποτελεί το φρένο σε κάθε κίνηση, ακόμα και στην κίνηση εκείνη που θα οδηγούσε στην επιβεβαίωσή του, δηλαδή στον οριστικό εκμηδενισμό. Το κριτήριο δεν είναι πια ο στόχος της κίνησης (συνένωση της οργανικής ζωής σε ολοένα μεγαλύτερες ενότητες ή επιστροφή στην ανόργανη ύλη, δηλαδή δημιουργία ή καταστροφή), αλλά η ίδια η κίνηση. Στις περιπτώσεις της βαρβαρότητας –αν και τέτοιες είναι αδύνατο να υπάρξουν σε απόλυτο βαθμό- ο Θάνατος δεν τοποθετείται στο τέρμα μιας καθ’ όλα παράλογης πορείας προς το Άουσβιτς, αλλά είναι ήδη εδώ και εκπληρωμένος ως εκπληρωμένη στο βαθμό του δυνατού ζώσα επιστροφή στην ανόργανη ύλη, ως γενικευμένη απάθεια.



Βέβαια, τη μη κινητική αυτή έκφανση της ορμής του θανάτου, ο Φρόυντ τη γνώριζε ήδη όταν μιλούσε για την «αρχή της νιρβάνα», δηλαδή την τάση εκείνη της ψυχικής ζωής να εξαλείφει κάθε εσωτερική ένταση και κατά μία έννοια να πραγματώνει μία κατάσταση απάθειας παρόμοιας του θανάτου πριν από την οριστική επίτευξη του τελευταίου. Αντιστοίχως, αυτό που ο Φρόυντ ονομάζει «καταναγκασμό σε επανάληψη» για να αποδώσει τον επαναστροφικό χαρακτήρα των ορμών μπορεί να ειδωθεί ως μία τάση για προσήλωση στο παρόν και μία επιθυμία για απορρόφηση στον αχρονικό (δηλαδή επαναστροφικό) χαρακτήρα του τραύματος. Η επανάληψη, από την οντολογική άποψη, δεν είναι παρά η άρνηση του δημιουργικού χαρακτήρα του χρόνου. Και επειδή ο χρόνος δεν είναι παρά διαρκής αυτοαλλοίωση, δηλαδή εκ του μηδενός (ex nihilo αλλά όχι cum nihilo ή in nihilo) δημιουργία, η επανάληψη αποτελεί τη διατύπωση της επιθυμίας κατάργησης του ίδιου του χρόνου, της καταδίκης σε ένα άχρονο παρόν. Το περιβάλλον αυτό δε του άχρονου παρόντος αντιστοιχεί στο χαρακτήρα του χρόνου στην κατάσταση της νιρβάνα.

Καταλήγουμε συνεπώς στο συμπέρασμα ότι η ορμή του θανάτου εμφανίζεται στην πιο διαυγή μορφή της ως εκδήλωση της αρχής της νιρβάνα, δηλαδή ως φαινόμενο διαδηλώνον κυρίως την ίδια την απάθεια και τη χαύνωση και δευτερευόντως ως ενεργητικές τάσεις προς το θάνατο και την καταστροφή Η δημιουργία ενός θεσμού ή η υπηρέτηση μιας σημασίας που υπηρετεί το θάνατο (π.χ. το Άουσβιτς ή η ολόψυχη συμμετοχή στον πόλεμο που τόσο προβλημάτισε το Φρόυντ) απαιτούν την πρόσμιξη των λιβιδινικών δυνάμεων, δηλαδή απαιτούν μία δημιουργικότητα και μία ενεργητικότητα που δεν αντιστοιχούν στην κατάσταση της νιρβάνας, όσο κι αν υπηρετούν το θάνατο ως άμεσο στόχο τους. Ασφαλώς, τέτοιου είδους προσμίξεις είναι γνωστές στην ψυχανάλυση σε πολλές περιπτώσεις, όπως σε εκείνες της εκδήλωσης μαζοχιστικών και σαδιστικών τάσεων στη σεξουαλική συμπεριφορά. Και στην περίπωση αυτή, και μάλιστα με ένα πιο προσιτό και σαφή τρόπο, η ορμή του θανάτου αναμειγνύεται με τις ορμές της ζωής για να υπηρετήσουν τρόπον τινά μεικτούς στόχους . Έτσι οδηγούμαστε στη διαπίστωση ότι η ψυχική ενέργεια που απαιτείται για οποιαδήποτε πράξη, για οποιαδήποτε κίνηση προς ένα σκοπό, ακόμα κι αν αυτός είναι η ίδια η καταστροφή, δε μπορεί παρά να προέρχεται από τα αποθέματα των ορμών της ζωής, δε μπορεί τουτέστιν να είναι παρά λιβιδινική . Φυσικά δεν πρόκειται για αποθέματα, αλλά γι’ αυτό που οι ορμές της ζωής είναι, η εκδίπλωση δηλαδή της ψυχικής ενέργειας που αποκαλύπτεται ως διαρκής δημιουργία παραστάσεων, δεδομένου ότι η παράσταση αποτελεί προϋπόθεση της επιθυμίας, της πράξης κ.λπ.



Χαρακτηρίζοντας τον άνθρωπο ο Καστοριάδης δύναμη μόρφωσης (vis formandi) και ταυτοχρόνως έρωτα και πάθος μόρφωσης και μορφοποίησης (libido formandi), όπως το Είναι εν τω συνόλω του , προσεγγίζει τις μεταφυσικές διατυπώσεις του Φρόυντ. Αν είναι κάτι, λέει, ο άνθρωπος είναι κυρίως αυτός ο δημιουργικός οίστρος που ακόμα και στις πιο ταπεινές και περιορισμένες του εκδηλώσεις αποκαλύπτει τη δυνατότητα συντονισμού του ανθρώπου με τον πρόσφορο, ανοικτό στη δημιουργία χαρακτήρα του κόσμου που αποδίδει μιαν «ανθοφορία του Είναι», κατά τη φράση του Μερλώ-Ποντύ. Επειδή αυτή η δύναμη και ο έρωτας, το πάθος της δημιουργίας απέχουν πολύ και μάλιστα αντιτίθενται στους όρους της αρχής της νιρβάνα, της πρωτογενούς μορφής της ορμής του θανάτου, οφείλουμε να τα αποδώσουμε στις δυνάμεις του έρωτα. Και γι’ αυτό οφείλουμε, όπως έχουμε κάνει ως τώρα, να συνδέουμε τις ορμές της ζωής, τις δυνάμεις του Έρωτα με τη δημιουργία. Γιατί αυτή η απερίσταλτη κινητική ενέργεια που είναι οι ορμές της ζωής, απαιτεί πρώτα και πριν απ’ όλα τη δημιουργία της παράστασης προς την οποία κατευθύνεται η κίνηση αυτή. Και η παράσταση αυτή είναι στην ψυχική σφαίρα προϊόν της δημιουργικότητας της ριζικής φαντασίας του υποκειμένου μη αναγώγιμο στους όρους που επιβάλλει το βιολογικό υπόστρωμα. Βρισκόμαστε μπροστά σε μία περίπτωση υπέρβασης της πρώτης φυσικής στιβάδας, ξεπεράσματος του γεγονότος ότι ο άνθρωπος είναι ένα μέλος του ζωϊκού βασιλείου. Ακριβέστερα, άνθρωπος δεν είναι πάνω απ’ το ζώο, είναι πέραν αυτού.

Ο Καστοριάδης όμως δεν ξεχνά ότι οι δύο αυτές δυνάμεις, η δημιουργία και η καταστροφή, ο Έρωτας και ο Θάνατος, παρότι αντιτιθέμενες συνιστούν ένα διαλεκτικό δίπολο και έτσι «υπάρχει δημιουργία επειδή υπάρχει καταστροφή» . Σε άλλη περίπτωση, κάνοντας μία ριζοσπαστική ερμηνεία ενός χωρίου του Αναξίμανδρου, καταλήγει: «Τα όντα αποδίδουν μεταξύ τους δικαιοσύνη και πληρωμή για την ύβριν τους και για το λόγο αυτόν, κατά το δέον, σύμφωνα με την ίδια αναγκαιότητα, την ίδια αρχή, γεννιούνται και καταστρέφονται. Ποιά είναι λοιπόν αυτή η αρχή; Απλούστατα –και εδώ έγκειται η τελική αντιστροφή- η ίδια η ύπαρξη αποτελεί , κατά μία έννοια, αδικίαν ή ύβριν, παράβαση. Η αδικία δεν είναι, όπως ειπώθηκε, το εμμένειν στην ύπαρξη πέραν του καθορισμένου χρόνου, το απλό υπέρ μοίραν. Εδώ ακριβώς ο Αναξίμανδρος πηγαίνει πιο μακριά από τον Όμηρο: αδικία είναι η ίδια η ύπαρξη. Και αυτή η ύπαρξη πρέπει να καταστραφεί σύμφωνα με την ίδια την αρχή που τη γεννά. Επικρατεί τελικά ένα είδος οντολογικής δικαιοσύνης, η οποία καταλύει την ύβριν την προερχόμενη από κάθε ιδιαίτερη ύπαρξη. Ίσως εδώ ακριβώς να βρίσκεται η πρωταρχική σημασία, διότι, δεδομένου ότι κάθε ιδιαίτερη ύπαρξη υπόκειται σε περιορισμό, πέρας, τέλος, οφείλει να επιστρέφει πάντα στο απροσδιόριστο» .




Για να υπηρετήσουμε τους δικούς μας σκοπούς, θα μπορούσαμε να διορθώσουμε τον Καστοριάδη ή καλύτερα να τον παραφράσουμε λέγοντας πως ύβρις δεν είναι η ύπαρξη, αλλά η δημιουργία. Αλλά έτσι κι αλλιώς δημιουργία ή ύπαρξη είναι ό,τι ξεφεύγει από τους εκμηδενιστικούς όρους του μη-όντος. Όπως λέει ο Πλάτων στο Συμπόσιο η δημιουργία (ποίησις) είναι το πέρασμα από το μη-ον στο ον και συνεπώς η καταστροφή το αντίθετο. Αν το ζήτημα της δημιουργίας έχει κάποιο οντολογικό νόημα είναι γιατί εγκαθιδρύει τη δυνατότητα του περάσματος από το μη-ον στο ον. Το πέρασμα αυτό υπήρξε πραγματικά σκανδαλώδες για ολόκληρη σχεδόν τη φιλοσοφική παράδοση, καθώς η αποδοχή της δυνατότητάς του παραλύει κάθε λογική σταθερότητας, κάθε παραμόνιμο θεμέλιο που μπορεί να μας προσανατολίσει στο πεδίο της σκέψης. Οι Ιδέες, οι κατηγορίες, οι σκοποί και οι νόμοι της ιστορίας, το αιώνιο πνεύμα, το ens relissimum et perfectissimum, το Είναι συντρίβονται κάτω από τους όρους της ενδεχομενικότητας και της περατότητας που επιβάλλει ο υπέρτατος οντολογικός νόμος της δημιουργίας και της καταστροφής. Κλονίζεται ολόκληρο το οικοδόμημα της κληρονομημένης σκέψης, σύσσωμη «η φιλοσοφία της καθοριστικότητας» κατά τον όρο του Καστοριάδη. Η κριτική αυτή δε, που εκφράζεται με τον πιο ρητό τρόπο μέσω του Μερλώ-Ποντύ και του Καστοριάδη, αποτελεί τη φυσική απόληξη της μεγάλης φιλοσοφικής, πολιτικής, ηθικής, καλλιτεχνικής και γενικότερης πολιτιστικής προσπάθειας που συντελείται από το μοντερνιστικό κίνημα.



Φυσικά, δεν το λέμε αυτό για να υποστηρίξουμε ότι η ιστορία φτάνει με τον Καστοριάδη σε κάποια ολοκλήρωση· κι αυτό όχι γιατί απλά δε φτάνει. Αλλά κυρίως γιατί τότε θα αντιφάσκαμε προς ό,τι μας έμαθε –αν μας έμαθε- η εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας, αλλά και η ίδια η εκτύλιξη της φιλοσοφικής σκέψης από την αρχαιότητα ως σήμερα: ότι δεν υπάρχει κανένας σκοπός στην ανθρώπινη ιστορία, ότι η ανθρώπινη ζωή δεν έχει κανένα εγγενές νόημα, ότι ό,τι είναι να γίνει ή να μη γίνει θα γίνει από εμάς εδώ και τώρα κ.λπ.

Επιπλέον, υποστηρίζω ότι η επιφύλαξη της παραδοσιακής σκέψης απέναντι στο γεγονός της δημιουργίας και της καταστροφής είναι αντίστοιχη με την άρνηση όλων (σχεδόν) των ιστορικών κοινωνιών να παραδεχθούν το γεγονός της περατότητας της ανθρώπινης ύπαρξης και του κόσμου. Ο Αλμπέρ Καμύ έχει, για έναν επιπλέον λόγο, δίκιο να αποκαλεί το πρόβλημα της αυτοκτονίας το σοβαρότερο φιλοσοφικό πρόβλημα στο Μύθο του Σίσυφου. Γιατί αν στον ορίζοντα της ανθρώπινης ύπαρξης τοποθετείται αμείλικτο και μοναδικό το ζήτημα της θνητότητας, περίπου σαν την Ιδέα του Αγαθού που στον πλατωνικό κόσμο των Ιδεών φωτίζει όλες τις άλλες Ιδέες, τότε κάθε ανθρώπινη πράξη αρχίζει να πάσχει και να γίνεται δίχως νόημα μπροστά στο αναπόφευκτο μηδέν που πρόκειται να την καταβροχθίσει. Αν η Ιδέα του Αγαθού φωτίζει της Ιδέες, η ιδέα του θανάτου ρίχνει τη σκιά της και σκοτεινιάζει τον κόσμο. «Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι πως αυτός ο κόσμος δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Παράλογο είναι το χάσμα ανάμεσα στο ότι δεν δικαιολογείται και στον μάταιο, μα δυνατό πόθο του ανθρώπου για σαφήνεια. Το παράλογο ισχύει και για τον άνθρωπο και για τον κόσμο. Για την ώρα είναι το μόνο που τους συνδέει» . Αν ο θάνατος είναι η αναπόφευκτη κατάληξη και αν δεν υπάρχει κανένα εγγυημένο νόημα στην πορεία προς αυτόν, τότε η ζωή γίνεται παράλογη. Λόγω της αναπόδραστης εμμονής σε μία λογική που χωρίς αυτήν είναι δύσκολο να κατοικήσουμε εδώ κάτω, πρέπει να έχει η ζωή ή ο θάνατος κάποιο νόημα. Ο πόθος του ανθρώπου για σαφήνεια στον οποίο αναφέρεται ο Καμύ είναι εκείνο το παραμόνιμο στήριγμα, ο Θεός, ο Λόγος, ο φορέας του νοήματος ή το νόημα πάνω στο οποίο θα μπορέσει να οικοδομηθεί η ανθρώπινη ζωή. Το ζήτημα του νοήματος της ανθρώπινης ζωής, το ζήτημα της εγγύησης για τη βασιμότητα του νοήματος αυτού, το ζήτημα της λογικότητας της ζωής και του κόσμου και το ζήτημα του θανάτου αποτελούν μέρη του κεντρικού ζητήματος της ανθρώπινης ύπαρξης, αυτού της οντολογικοϋπαρξιακής ασυμβατότητας του ανθρώπου με τον κόσμο.

Το θέμα αυτό, με βάση την ψυχαναλυτική θεωρία του Καστοριάδη, ανάγεται στο γεγονός του μαγνητισμού που έχει υποστεί ο ανθρώπινος ψυχισμός από την πρωταρχική του κατάσταση. Η κατάσταση αυτή προσδιορίζεται από την ενότητα της φιγούρας, του νοήματος και της ηδονής που το «υποκείμενο» γνώρισε στην εμβρυακή ή την βρεφική του περίοδο και την οποία έκτοτε αποζητά ασυνείδητα σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του. Η πρωταρχική κατάσταση του «υποκειμένου» είναι μία κατάσταση απόλυτου εγκλεισμού και κλειστότητας κατά την οποία «το υποκείμενο, αν υποκείμενο υπάρχει, δεν μπορεί να αναφέρεται παρά στον εαυτό του, μια διάκριση του εαυτού και του υπολοίπου κόσμου δεν τίθεται και δεν μπορεί να τεθεί» . Μιλάμε δηλαδή για μία κατάσταση «ολοκληρωτικού εγκλεισμού» η οποία χαρακτηρίζεται μονάχα από ένα «αίσθημα που είναι άμεσα παράσταση (του εαυτού) και πρόθεση άχρονης παραμονής αυτής της “ κατάστασης”» και της οποίας τους όρους το μετέπειτα υποκείμενο διαρκώς νοσταλγεί βρίσκοντας στα διάφορα σεξουαλικά ή κοινωνικά αντικείμενα ικανοποίησης απλά υποκατάστατά της. Νομίζω πως η κατάσταση αυτή μπορεί να παραλληλιστεί με την απάθεια και της χαύνωση προς την οποία αποβλέπει η αρχή της νιρβάνα, τουλάχιστον λόγω του γεγονότος ότι στην πρωταρχική κατάσταση υπάρχει ένα είδος πληρότητας από την οποία λείπει ο πόθος, η επιθυμία προς κάτι εκτός της κατάστασης αυτής, προς ένα αντικείμενο. Λείπει ακόμα και η ίδια η δυνατότητα εμφάνισης ενός αντικειμένου, ενός έτερου προς την κατάσταση αυτή, καθώς στα πλαίσιά της, όλα είναι ένα. Αν ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος –πράγμα που είναι βέβαια δύσκολο να αποδειχθεί- η αφετηρία της ορμής του θανάτου βρίσκεται κάπου εδώ , εν αντιθέσει προς τις ορμές της ζωής των οποίων η αφετηρία πρέπει να τοποθετηθεί στο αμέσως επόμενο στάδιο της ψυχικής εξέλιξης, όπου με ένα βίαιο αποχωρισμό, ο κόσμος και άρα τα αντικείμενα προς σεξουαλική ή κοινωνική (μετουσιωτική) μετέπειτα επένδυση αποκτούν υπόσταση αυθύπαρκτη, ανεξάρτητη και ξεχωριστή από τον πρωταρχικό μονήρη πυρήνα του «υποκειμένου». Στην κατάσταση της νιρβάνα, όπως και στην πρωταρχική κατάσταση του «υποκειμένου», επιθυμία δεν υπάρχει, αφού κατά μία έννοια η «επιθυμία» είναι ήδη πραγματωμένη μέσα στην απορρόφηση στο εναδικό σύμπαν. Και επειδή δεν υπάρχει επιθυμία, δεν υπάρχει και κίνηση προς το αντικείμενο, πόθος, vis και libido formandi, δύναμη και πάθος μορφοποιητικό, οίστρος δημιουργικός. Ο πόθος και η δημιουργία εμφανίζονται ως δυνατότητες μετά τη θραύση του πρωταρχικού αυτιστικού σύμπαντος και μάλιστα ως απέλπιδες προσπάθειες επανάκτησής του.

Πέραν αυτών, για τον Καστοριάδη η προσπάθεια επιβολής ενός απόλυτου ορθολογισμού εκεί που δεν υπάρχει όπως και η άρνηση του δημιουργικού χαρακτήρα του χρόνου, δηλαδή δύο από τις βασικότερες προκαταλήψεις της παραδοσιακής λογικής/οντολογίας, κατάγονται από ό,τι περιγράψαμε νωρίτερα ως πρωταρχική κατάσταση της ανθρώπινης ψυχής. Η ασυνείδητη αναζήτηση της κατάστασης αυτής που χαρακτηρίζει τη ζωή του υποκειμένου συνιστά την αναζήτηση της χαμένης ενότητας της φιγούρας, του νοήματος και της ηδονής που μερικά εκπροσωπείται από τις ενοποιητικές απαιτήσεις μιας ενικής οντολογίας με τις παρμενίδειες ρίζες της. «Ο άνθρωπος είναι ένα τρελό ζώο (που στην αρχή είναι τρελό) και που, γι’ αυτό επίσης το λόγο, γίνεται ή μπορεί να γίνει λογικό. Το σπέρμα της ratio περιέχεται επίσης στην ολοκληρωτική τρέλα του πρώτου αυτισμού. Μια ουσιαστική διάσταση της θρησκείας, δεν χρειάζεται να το υπομνήσουμε, αλλά και μια ουσιαστική διάσταση της φιλοσοφίας και της επιστήμης απορρέουν από αυτό. Δεν τοποθετούμε όπως πρέπει την ratio και, ακόμη σοβαρότερο, δεν αποκτούμε μια συνετή στάση απέναντί της, δεν της είμαστε τελικά πιστοί, αλλά μάλλον την προδίδουμε, όταν αρνούμαστε να τη δούμε, εκτός των άλλων, και ως μεταμόρφωση της ενοποιητικής τρέλας» .

Επιπλέον, η αποδοχή του θανάτου, δηλαδή η αποδοχή της δημιουργίας και της καταστροφής, θα σήμαινε την αποδοχή από μέρους της παραδοσιακής σκέψης του γεγονότος της περατότητας και της ενδεχομενικότητας των συστατικών της όρων, θα αναδείκνυε τα όριά της, πράγμα απαράδεκτο για την ίδια. Μπροστά στα όρια αυτά, η απόφαση είναι υπαρξιακή και πολιτική: «δεν θα περιπέσουμε σε αποχαύνωση από πείσμα που δεν κατέχουμε την απόλυτη γνώση» . Και εδώ επιστρέφουμε στον Καμύ. «Το παράλογο γεννιέται απ’ την αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στον πόθο του ανθρώπου και στην παράλογη σιωπή του κόσμου» . Ο πόθος για σαφήνεια πρέπει να ιδωθεί ως ο πόθος για την επιστροφή στην πρωταρχική κατάσταση, ως ο «ο πόθος, κύριος όλων των πόθων, ο πόθος της ολικής ενοποίησης, της κατάργησης της διαφοράς και της απόστασης, που εκδηλώνεται πριν απ’ όλα σαν άγνοια της διαφοράς και της απόστασης. Αν το ασυνείδητο αγνοεί τον χρόνο και την αντίφαση, τούτο συμβαίνει επίσης, γιατί, κρυμμένο στο πιο σκοτεινό σημείο αυτής της σπηλιάς, το τέρας της ενοποιητικής τρέλας βασιλέυει κυρίαρχο» . Δεν υπάρχει μεγαλύτερη σαφήνεια από εκείνη του Ενός που ταυτίζεται με το Ον, με το Είναι. Και μπροστά στο γεγονός πως ο πόθος της σαφήνειας, ο πόθος της επιστροφής, θα παραμείνει οριστικά ανεκπλήρωτος, και επειδή κι ο ουρανός παραμένει απέναντι σ’ αυτό το απελπισμένο ερώτημα αδυσώπητος και βουβός, όπως λέει ο Καμύ, αναδύεται το άλλο ερώτημα, εκείνο του αν θα φύγεις ή θα μείνεις, το ερώτημα της αξίας και του νοήματος της ζωής υπό τον όρο πως αυτή δεν έχει αξία και νόημα εγγενές. Το ν’ αποφασίσεις να μείνεις σημαίνει ότι αποφασίζεις να υποστείς το παράλογο και τις συνέπειές του. «Το παράλογο είναι η φωτεινή λογική που ξέρει τα όριά της [...] Είναι αυτή η διάσταση ανάμεσα στο πνεύμα που ποθεί και τον κόσμο που εξαπατά, είναι η νοσταλγία μου για ενότητα, είναι αυτό το διασκορπισμένο σύμπαν και η αντίφαση που συνδέει όλα αυτά» .

Μπροστά στο ερώτημα της αντιμετώπισης του παράλογου/ασύμμετρου προς τον κόσμο χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης ο Καμύ, όπως και ο Καστοριάδης, επιλέγουν τη δημιουργική λύση. Να κάνουν οίστρο της ζωής τη γνώση του θανάτου. Αυτό είναι το νόημα της «παράλογης δημιουργίας». «Απ’ όλες τις σχολές της υπομονής και της σαφήνειας, η δημιουργία είναι η πιο αποτελεσματική. Είναι επίσης η συνταρακτική μαρτυρία της μοναδικής ανθρώπινης αξιοπρέπειας: η διαρκής επανάσταση ενάντια στην ύπαρξή της, η επιμονή σ’ έναν συνεχή και μάταιο αγώνα» . Η μορφή του εξεγερμένου ανθρώπου, παρούσα σε κάθε πτυχή του έργου του Καμύ, είναι το σύμβολο μιας πρωτίστως μεταφυσικής/υπαρξιακής εξέγερσης απέναντι στην ανθρώπινη κατάσταση. Για τον Καστοριάδη οι απαντήσεις μπροστά στο γεγονός της θνητότητας, δηλαδή της πυρηνικής σημασίας του παραλόγου, μπορούν να είναι δύο: η πρώτη είναι η άρνηση ή η οικειοθελής τυφλότητα μπροστά στο γεγονός της θνητότητας και η δεύτερη είναι η αποδοχή του γεγονότος και η κατανόηση ότι «αν θέλουμε να ζήσουμε, δε μπορούμε να ζήσουμε χωρίς νόημα, χωρίς σημασία Με αυτή την παραδοχή, οι κοινωνικά και ιστορικά δημιουργημένες σημασίες δεν είναι ούτε ενδεχομενικές ούτε απαραίτητες· είναι, όπως έχω γράψει, μεταενδεχομενικές: χωρίς αυτές δεν υπάρχει ανθρώπινη ζωή, ούτε ατομική ούτε κοινωνική. Είναι αυτή η ίδια η ζωή που μας επιτρέπει σε μια δεδομένη στιγμή να καταλάβουμε ότι αυτές οι σημασίες δεν έχουν καμία «απόλυτη» πηγή, ότι η πηγή τους είναι η ίδια μας η δραστηριότητα η δημιουργός νοήματος. Η υποχρέωση ενός ελεύθερου ανθρώπου είναι να γνωρίζει τη θνητότητά του και να παραμένει όρθιος στο χείλος αυτής της αβύσσου, μέσα στο χάος το στερημένο νοήματος και μέσα στο οποίο εμείς κάνουμε να ξεπροβάλλει η σημασία» .

Με κάποιο τρόπο, ακόμα και όταν η άβυσσος της μεταενδεχομενικότητας του νοήματος και της θνητότητας σκεπάζεται με διάφορα φτιασίδια, ως επί το πλείστον δηλαδή στα πλαίσια των ετερόνομων κοινωνιών, η άβυσσος με το αμέτρητο βάθος της παραμένει εκεί, χαίνουσα, υπενθυμίζοντας σε κάθε θνητό την ύπαρξή της μέσω της δημιουργίας εκείνης που έρχεται να καλύψει την όψη της. Για το λόγο αυτό, η καλλιτεχνική δημιουργία του θρησκευτικού φαντασιακού έχει ένα βάθος τόσο ανεξήγητο και γοητευτικό. Ο Μίλαν Κούντερα έχει γράψει ότι το πιο τρομακτικό στο αίσθημα του ιλίγγου δεν είναι το ύψος, αλλά η ασυνείδητη επιθυμία μας να πηδήξουμε στο κενό. Η επιθυμία αυτή δε μπορεί παρά να σηματοδοτεί την ίδια την ορμή του θανάτου.
Έτσι και η θρησκεία, όπως και κάθε φαντασιακή δημιουργία εν τέλει, εγγράφεται πάνω στον ορίζοντα του θανάτου, αποτελεί μια παροντοποίησή του, αυτού του ίδιου και της παράλογης έλξης που αυτός μας ασκεί –αυτά τα δυο πάνε μαζί. Η μοναδική κοινωνία στην ανθρώπινη ιστορία που δεν κάνει καμία προσπάθεια να αντιμετωπίσει το χάος που στέκει κάτω από τα πόδια της, είτε καλύπτοντάς το είτε αντικρύζοντάς το, είναι η σημερινή. Και στην περίπτωση της σύγχρονης κοινωνίας οι δυνάμεις εκείνες της δημιουργίας, που θα μπορούσαν έστω να συγκαλύψουν την άβυσσο αυτή που σαν μαύρη τρύπα μπορεί να καταπιεί ολόκληρο το σύμπαν, έχουν με κάποιο τρόπο αδρανοποιηθεί. Η σύγχρονη κοινωνία εμφανίζεται ανίκανη να ανταποκριθεί στο γεγονός της κατάρρευσης των μύθων που τη συντηρούσαν (Θεός, ιδέα της προόδου κ.λπ.). Σήμερα τίποτα δε μοιάζει πια να έχει νόημα. Και μπροστά στην ανεπάρκεια του κόσμου να μας προσφέρει ένα νόημα, μπορούμε σαν κακομαθημένα παιδιά να χτυπάμε το κεφάλι μας στον τοίχο διαμαρτυρόμενα και να προκαλούμε την καταστροφή μας. Αυτή η πρόκληση της καταστροφής, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος συνεχίζει να πριονίζει νωχελικά το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται, ο τρόπος με τον οποίο καταστρέφει οριστικά και αμετάκλητα τον πλανήτη, δε μπορεί παρά να είναι η έκφραση της επικράτησης της ορμής του θανάτου. Ξέρω, είναι επικίνδυνο να κάνουμε αναγωγές από το ψυχικό στο κοινωνικό, αλλά νομίζω ότι η ανθρώπινη επιμονή στο φαντασιακό της ανάπτυξης, στο καπιταλιστικό φαντασιακό, έχει εξόφθαλμα αυτοκαταστροφικό χαρακτήρα, ενώ εκδηλώνεται με έναν τέτοιο χαυνωτικό τρόπο –αφήνεται απλά να συμβεί- που φέρνει στο νου αναπόδραστα τις διατυπώσεις του Φρόυντ. Και το καθεστώς της απάθειας συμπαρασύρει κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας και επεκτείνεται σε όλα τα πεδία: πολιτική, φιλοσοφία, επιστήμη, τέχνη, καθημερινή ζωή. «Μόνη πια δυνατή και τελευταία λύση/ Στα γήινα προβλήματά μας/ Το γκρέμισμα της βαρβαρότητας που χασμουριέται/ Που γυρίζει το κεφάλι της αλλού για να μη δει/ Εκείνο που την ενοχλεί εκείνο που αποτελεί/ μόνιμη παρεξήγηση ανάμεσα/ Στον οπαδό και στον αντίπαλο σκοπό της/ Πάσχοντας από διπλοπροσωπία ανίατη» .


Νομίζω είναι ο Νίτσε εκείνος που πρώτος απ’ όλους ανήγγειλε το τέλος, όχι μόνο του Θεού, αλλά και του μοντερνισμού. Όταν στο τέλος της Γενεαλογίας της ηθικής αναρωτιέται για το νόημα της αλήθειας, για την αθεμελίωτη αναγκαιότητά μας να πιστεύουμε το αληθινό και όχι το ψευδές, όπως νωρίτερα είχε αναρωτηθεί για την αναγκαιότητά μας να πράττουμε το καλό και όχι το κακό, φέρνει ολόκληρο αυτό το ρεύμα της φιλοσοφικής σκέψης που ξεκινά από την αρχαία Ελλάδα και συνδέεται με το πρόταγμα της αυτονομίας, στα όριά του. Γιατί η απάντηση στο ερώτημα αυτό, όπως και σε άλλα αντίστοιχα όπως στο γιατί πιστεύουμε στην ελευθερία, δε μπορεί παρά να είναι «θεολογική» (του ρασιοναλισμού περιλαμβανομένου) ή ταυτολογική. Ο Νίτσε, με ολόκληρη τη φιλοσοφία του και υιοθετώντας μια λύση (τη θέληση για δύναμη) βασισμένη στο βιολογικό εξελικτικισμό, τοποθετήθηκε με τη μεριά της «θεολογίας», παρ’ όλο που η απόφανση αυτή είναι σκληρή για ένα πνεύμα της γενναιότητας του Νίτσε που πολέμησε με όλα τα μέσα την κληρονομημένη ιδέα του Θεού. Η ταυτολογική απάντηση που απομένει, δεν είναι στην ουσία απάντηση. Όπως κάθε ταυτολογία. Αναζητάμε την αλήθεια γιατί αναζητάμε την αλήθεια. Επιθυμούμε την ελευθερία γιατί επιθυμούμε την ελευθερία. Εδώ είναι τα όρια του λόγου. Στο κατώφλι αυτών των ορίων, μπορούμε να αρχίσουμε να λέμε (και να κάνουμε) ασυναρτησίες καταδικάζοντας το Λόγο, αυτόν τον βδελυρό και εκτρωματικό Πατέρα-δυνάστη (δηλαδή να προσχωρήσουμε στο μεταμοντερνισμό – ελπίζω να μη γίνομαι περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται αφοριστικός), μπορούμε να μην παραδεχθούμε τα όρια και να τα αποδώσουμε στην ανικανότητά μας ή στη ανωριμότητα των συνθηκών για το ξεπέρασμά τους διατηρώντας τις «ορθολογιστικές» μας αυταπάτες ή, τέλος, μπορούμε να τα παραδεχτούμε και παρ’ όλ’ αυτά να συνεχίσουμε τον αγώνα για την αλήθεια και την ελευθερία γνωρίζοντας τα όριά του και γνωρίζοντας τα όριά μας. Να μην ξεχνάμε όμως ότι μπορούμε να ρωτάμε για την αξία και τη σημασία της αλήθειας και της ελευθερίας γιατί βρισκόμαστε ήδη σε έναν κόσμο όπου ρωτάμε για να μαθαίνουμε την αλήθεια και αγωνιζόμαστε για να κατακτήσουμε την ελευθερία. Βρισκόμαστε δηλαδή σε έναν κόσμο όπου τα σπέρματα της αυτονομίας είναι ακόμη ζωντανά και όπου η αλήθεια και η ελευθερία έχουν για μας σημασία. Με άλλα λόγια, αυτά που είχε γράψει κάποτε ο Στραβίνσκι στο θρασύτατο Ανσερμέ, «μα δεν είστε σπίτι σας, αγαπητέ μου».

Αλλά ας επιστρέψουμε στον Έρωτα και στο Θάνατο. Η ανθρώπινη μοίρα καθορίζεται από το γεγονός της θνητότητας, την ανυπαρξία ενός εγγενούς και απρόσβλητου από το θάνατο νοήματος της ζωής, την απουσία ενός όντος ή μίας αρχής που να εγγυάται τη βασιμότητα της ζωής και του κόσμου, που να κάνει νοητό το α-νόητο, την ανυπαρξία ενός παραμόνιμου θεμελίου πάνω στο οποίο να μπορεί να οικοδομηθεί η ανθρώπινη ματαιότητα Όλες αυτές οι ανθρώπινες ανάγκες εμφανίζονται απ’ τη στιγμή που ο άνθρωπος είναι κάτι περισσότερο ή κάτι λιγότερο απ’ ό,τι πρέπει, απ’ τη στιγμή που η ψυχή είναι το ίδιο το χαμένο της αντικείμενο, όπως λέει ο Καστοριάδης, απ’ τη στιγμή που είναι καταδικασμένος στην αναζήτηση ενός οριστικά ανεκπλήρωτου πόθου. Έτσι, κάθε του επιθυμία γίνεται ένα βήμα προς ένα στόχο που παραμένει απρόσιτος όσο κι αν τον πλησιάζουμε. Το ακόρεστο της κάθε επιθυμίας , το ατελέσφορο το οποίο ο Πλάτωνας στο Γοργία παρομοιάζει με την προσπάθεια μεταφοράς νερού με ένα κόσκινο, είναι εκείνο που κάνει τη ζωή έναν ανόητο -για ένα Σωκράτη-, διαρκή και μάταιο αγώνα, αγώνα σισύφειο, όπως θα συμφωνούσε ο Καμύ, προς ένα από τα πριν προσδιορισμένο τέλος. Σε τελική ανάλυση, ακόμα και όταν το γεγονός της θνητότητας συγκαλύπτεται από τις ιδέες της αθανασίας της ψυχής ή από υπερβατικοποιημένες ιδέες όπως το Έθνος, το Κόμμα, η Ιστορία που διά του υποτιθέμενου παραμόνιμου χαρακτήρα τους αποτελούν ένα αντιστάθμισμα απέναντι στη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, η ιδέα του θανάτου παραμένει απαραγνώριστα καθορίζουσα την ανθρώπινη ζωή . Όπως είπαμε παραπάνω, ένας ήλιος που σαν την πλατωνική Ιδέα του Αγαθού ρίχνει το σκοτεινό και απειλητικό φως του, το φως της ματαιότητας, σε κάθε πράξη . Αυτό, οι μεγάλοι καλλιτέχνες το γνωρίζουν πιο συχνά και πιο ξεκάθαρα από τους μεγάλους φιλοσόφους: «Βρέχω, νοτίζω, πίνω κι όλ’ αυτά από φόβο μην πεθάνω. Πίνετε πάντα, δε θα πεθάνετε ποτέ. Αν δεν πιω θα μείνω ξερός. Ναμαι, πέθανα κιόλας. Η ψυχή μου φτερουγίζει σε καμιά βατραχολιμνούλα. Η ψυχή ου δύναται κατηκοίσαι εν τόπω ξηρώ» , γράφει ο Ραμπελαί περιπαίζοντας τον Ιερό Αυγουστίνο. Εδώ οι χαρές της ζωής εμφανίζονται ικανές να νικήσουν το θάνατο, όχι βέβαια αντιμετωπίζοντάς τον κατά μέτωπο, αλλά διακωμωδώντας τη σοβαρότητα της κατάστασης και εν τέλει αναδεικνύοντας την ανθρώπινη τραγικότητα μέσα στο φυσικό της χώρο, το χιούμορ. Το οργιαστικό πανηγύρι του Ραμπελαί λαμβάνει χώρα ενώπιον του θανάτου και ταυτοχρόνως ενάντιά του: «Σπαρταριστός δεν είναι ο θάνατος, όταν πεθαίνεις με τον πούτσο σου στητό;» .

Οι ανταγωνιζόμενες δυνάμεις του Έρωτα και του Θανάτου αναμειγνύονται παρότι ασυμβίβαστες στην περίπτωση του έρωτα. Το «ωκεάνειο αίσθημα», «ένα αίσθημα της αδιάλυτης σύνδεσης, της ομοιογένειας με την ολότητα του περιβάλλοντος» για το οποίο μιλάει με επιφύλαξη ο Φρόυντ στο Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας παραπέμπει σαφώς στην πρωταρχική κατάσταση του «υποκειμένου» . Και η κατάσταση αυτή –συναφής με τους όρους της αρχής της νιρβάνα, όπως έχουμε πει- επιτυγχάνεται στην περίπτωση του έρωτα: στο ανώτατο σημείο του έρωτα τείνει να εξαλειφθεί το σύνορο ανάμεσα στο Εγώ και στο αντικείμενο» , τουτέστιν να επιτευχθεί μια ενότητα αντίστοιχη με την πρωταρχική, μια εξάλειψη της διαφοράς, μια επιστροφή στους όρους του πρωταρχικού ναρκισσισμού. Μόνο που στην περίπτωση του έρωτα η κατάσταση αυτή δεν είναι νιρβανική, παρόλο που αποβλέπει σε όρους ανάλογους της νιρβάνα. Θέλω να πω ότι είναι διαρκώς προς επίτευξη και όχι κατάσταση επιτευγμένη και συνεπώς αυτό που υπερισχύει είναι το αγωνιστικό, το κινητικό στοιχείο, φτάνω να πω, το καθαρό λιβιδινικό στοιχείοΑντιστοίχως, νομίζω, ο μεγάλος ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος επιμένει πολλάκις στο Μεγάλο Ανατολικό του πως «… το εξαίσιον μουνί της έλεγε με την ιδίαν γλώσσαν, περί των κήπων της Εδέμ και περί των εκστατικών του φύλου της ανθέων, όπου το αφρόεν πάθος της ψωλής ευρίσκει και συνθέτει εκείνα τα στοιχεία, που εν ευφροσύνη δημιουργούν τον σύντονον τον γλυκασμόν τον μέγαν, που μετατρέπει, προς στιγμήν, πάσαν διαφοροποίησιν και πάντα διαχωρισμόν, εις ένθεον και απόλυτον ενότητα κατακτημένην» . Το ωκεάνειο αίσθημα, ερωτικά επιτευγμένο, δηλαδή η αυθεντική εκδήλωση του έρωτα, αποτελεί την πειστικότερη απάντηση στη γνώση του θανάτου καθώς διαδηλώνει, όπως και κάθε εκδήλωση της ανθρώπινης δημιουργικότητας, την παράλογη περιφρόνησή του απέναντι στο θάνατο. Ο έρωτας ξεπερνά το θάνατο καθώς τον εγκολπώνεται και τον κάνει να υπηρετεί τη σημασία του. Οι δυνάμεις του έρωτα, οι δυνάμεις της δημιουργίας είναι κατεξοχήν η παράλογη επιμονή τους, η επιμονή απέναντι στην ίδια τους ματαιότητα. Δίνουν έναν μάταιο αγώνα απέναντι στην ίδια την ανθρώπινη μοίρα, τη μοίρα της θνητότητας.

<Πέραν αυτού, το ερωτικό αίσθημα, αυτή η σύμμειξη της τρυφερότητας με τον αισθησιασμό, όπως υποστηρίζει ο Φρόυντ , μπορεί να αποτελέσει ένα αντιστάθμισμα μπροστά στο θάνατο, μπροστά στη δύσκολη πορεία προς αυτόν όπου ο φόβος της θνητότητας, όπως και η μεταενδεχομενικότητα του νοήματος ανακύπτουν ως διαρκώς αναδυόμενες απειλές απέναντι στην υφιστάμενη κανονικότητα που επιτάσσει το γεγονός ότι, παρ’ όλες τις δυσχέρειές της, η ζωή είναι υποφερτή> Σε ένα τέτοιο αίσθημα βρίσκει καταφύγιο ο ένας από τους ήρωες του Στο δρόμο του Τζακ Κέρουακ μετά τη μανιώδη διαρκή φυγή του και την απελπισμένη του περιπλάνηση προς αναζήτηση νοήματος σε έναν κόσμο που δεν παρέχει κανένα. Αντιστοίχως, αυτό είναι το νόημα της τρυφερότητας και του λανθάνοντος αισθησιασμού μεταξύ των ηρώων του Χαμένοι στη μετάφραση της Σοφία Κόπολα . Με τον τρόπο αυτό, το αίσθημα του παραλόγου γίνεται λιγότερο δυσβάσταχτο καθόσον μοιράζεται, εξισορροπείται ή καθόσον πεισματικά αποπροσανατολίζεται, αίσθηση την οποία αποπνέει το ποιητικό έργο Γκερασίμ Λούκα και ιδιαιτέρως Το τέλος του κόσμου του. Στο έργο του μεγάλου ποιητή ανακαλύπτεται επίσης ξανά η σωματικότητα ως πεδίο της παράλογης πάλης της ύπαρξης, πάλης που γίνεται με τα μόνα πρόσφορα όπλα, αυτά του έρωτα. Αυτή η επανεύρεση του σώματος τοποθετείται στα πλαίσια που είχε θέσει ο Μερλώ-Ποντύ, ο οποίος άφηνε να διαφανούν οι πολλαπλές εκφραστικές δυνατότητες του σώματος, προϋποθέτωντας περισσότερο ή λιγότερο σιωπηρά το υπαρξιακό βάθος που τους προσδίδει ο Λούκα .

Ίσως βέβαια, η νιρβάνα και ο έρωτας να αποτελούν εξίσου βλέψεις του μηδενός, αφού το μηδέν και το όλον, το σύμπαν Εν που επιτυγχάνεται μέσω του ωκεάνειου αισθήματος, δεν απέχουν τελικά όσο φανταζόμαστε. Κι όλ’ αυτά επειδή ο άνθρωπος κατάγεται και προορίζεται για το μηδέν και αυτή η καταγωγική και τελεολογική του διάσταση είναι καθορίζουσες της ύβρεως της ύπαρξής του. Όμως, όπως μας διδάσκει το παράδειγμα της Οδού των Φιλελλήνων του Εμπειρίκου, σημασία δεν έχει η κατάληξη που είναι δεδομένη, αλλά η πορεία προς αυτήν. Και έτσι, ο άνθρωπος γίνεται ξανά υπεύθυνος για ό,τι θα συμβεί εδώ, δηλαδή για ό,τι θα κάνει ο ίδιος να συμβεί. Αλλά ακόμα, καθώς είναι ον τραγικό, πρόκειται να αναλάβει ένα μάταιο αγώνα ενάντια στο αναπόφευκτο, ενάντια στη μοίρα του και να δημιουργήσει για τη ζωή του ένα ημερινό νόημα και έναν κόσμο πιο ανθεκτικό στο χρόνο απ’ ό,τι ο ίδιος. Αυτός είναι, όπως θα συμφωνούσε η Χάννα Άρεντ, ένας τρόπος να απαντάει στο γεγονός της θνητότητάς του. Οι ορμές της ζωής και του θανάτου, πέραν από δύο ορμικά ρεύματα της ανθρώπινης ψυχής, είναι και δύο υπαρξιακές αποφάσεις των ατόμων και των κοινωνιών. Η μία καταφάσκει την παράλογη δημιουργία, το αγωνιστικό πάθος ενάντια στον ή παρά τον παράλογο χαρακτήρα του κόσμου, το δημιουργικό οίστρο που παλεύει να κάνει το Χάος Κόσμο, παρ’ όλο που γνωρίζει ότι όλα θα επιστρέψουν στο Χάος και μόνο σ’ αυτό. Και η άλλη καταφάσκει την απόλυτη παράδοση στη ματαιότητα, στο μηδέν, την χαυνωτική απάθεια και την αδιαφορία.

Κλείνοντας, για να μη ματαιπονούμε άλλο, να αφήσουμε τον ποιητή –που τον κρατάμε τόσην ώρα σχεδόν φυλακισμένο στο υπόγειο– να πει τη ματαιότητα του έρωτα μπροστά στο θάνατο, τον παράδοξο εναγκαλισμό τους, την απαράμιλλη δυναμική του έρωτα, το θρίαμβο της εγκόσμιας καταδίκης του ανθρώπου. Να πει σε δέκα λέξεις ό,τι μπορέσαμε ως εδώ να πούμε, ό,τι δε μπορέσαμε και ό,τι πιθανότατα δε θα μπορέσουμε να πούμε ποτέ –αυτή είναι άλλωστε η δουλειά του ποιητή: «Χύνω και πεθαίνω και σαπίζω στο πράσινο των ματιών σου. Εδώ» .

από www.anatolikos.net/modules.php?...



Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2009

γλυκεια η ζωή..




ηδύτητα

καλο!


Από τη στήλη του Κώστα Ρεσβάνη στα ΝΕΑ.

ΛΗΣΤΕΣ. Με φιλόδοξα οράματα ξεκινάει το νέο περιοδικό «Βοιωτία», τίτλος που ορίζει και τον χώρο δράσης του. Ο εκδότης και διευθυντής του νέου τριμηνιαίου εντύπου, Δημήτρης Λάμπρου, τονίζει πως στόχος είναι «η προσπάθεια μιας νέας αφήγησης των παλαιών ιστοριών, ο διαφορετικός συλλαβισμός γνωστών εικόνων και η απόπειρα συντριβής της συμβατικότητας...».
Ας είναι καλοτάξιδη η «Βοιωτία», που στην παρθενική δημόσια εμφάνισή της μάς προσφέρει δείγμα εξαιρετικής γραφής και έρευνας (Δημήτρης Λάμπρου) για τον περιβόητο Βοιωτό ληστή Χρήστο Νταβέλη. Είκοσι τεσσάρων χρόνων σκοτώθηκε στο Ζεμενό ο Νταβέλης, αλλά πρόλαβε να γίνει θρύλος. Μεταξύ άλλων, να θυμηθούμε τον πίνακα του Θεόφιλου «Ο λήσταρχος Χρήστος Νάτσιας Νταβέλης το 1855», έναν χρόνο προτού σκοτωθεί ο ληστής.
Τα ντοκουμέντα εποχής που παραθέτει ο Λάμπρου ξεφεύγουν από τον επεισοδιακό χαρακτήρα του θέματος και ζωντανεύουν την κοινωνική- και όχι μόνο- ζωή των μέσων του 19ου αιώνα της Βοιωτίας.
ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ
«ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ»: Δ. Αιγηνίτου 34, Αθήνα 115 28
«ΔΙΑΒΑΖΩ»: Χ. Τρικούπη 38, Αθήνα 106 80, τηλ.: 210-3388.006
«ΣΥΝΑΞΗ»: Θερμοπυλών 39, Βριλήσσια 152 35, τηλ.: 210-8049.396
«ΒΟΙΩΤΙΑ»: Βύρωνος 19, Λιβαδειά 321 00, τηλ.: 22610-29.820

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009

τομας μαν

"_Μα τι τρέχει Τομ; Θα 'πρεπε να ήσουν χαρούμενος! Όλα πάνε καλά. Εδώ σεργιανάμε στον κήπο σου και όλα μοσχοβολάνε. Εκεί είναι το καινούριο σπίτι σου, ένα σπίτι όνειρο. Όλα αυτά εσύ τα κατάφερες...

_Ναι, είναι σχεδόν παραπάνω απ' όσο πρέπει ωραίο, Τόνυ. Μού δίνει μεγάλη χαρά η προοπτική όλων αυτών, όμως η προκαταβολική αυτή χαρά ήταν, όπως πάντα, το καλύτερο, γιατί το καλό έρχεται πάντα πολύ αργά, ολοκληρώνεται πάντα πολύ αργά, όταν πια δεν μπορείς να το χαρείς σωστά... Τι είναι επιτυχία; Μια μυστική, απερίγραπτη δύναμη, περίσκεψη, ετοιμότητα... η συνείδηση ότι ασκώ απλά και μόνο με την ύπαρξή μου κάποια πίεση στις κινήσεις της ζωής γύρω μου... Η πίστη ότι χειραγωγείται η ζωή προς όφελός μου... Ευτυχία και επιτυχία βρίσκονται μέσα μας. Πρέπει να τις κρατήσουμε:γερά, βαθιά... Βλέπεις, Τόνυ... Ξέρω ότι συχνά τα εξωτερικά, ορατά και απτά γνωρίσματα και σύμβολα της ευτυχίας και της ανόδου εμφανίζονται τότε όταν στην πραγματικότητα έχουν πάρει όλα πάλι την κατιούσα. Αυτά τα εξωτερικά γνωρίσματα χρειάζονται χρόνο μέχρι να φτάσουν, όπως το φως ενός αστεριού σαν κι αυτά κει ψηλά, που δεν ξέρουμε, όταν ακτινοβολεί φωτεινότατο, αν ετοιμάζεται να σβήσει ή αν είναι ήδη σβησμένο..."

στρατής τσίρκας

.......Το Ναδίρ, η απόλυτη εκμηδένιση, δεν είναι μύθος. [...]

Βρίσκεται όταν ξεπεράσεις τη ντροπή.......

κι αμα δω κανενα φιλο.....




.....τρεμω μη με θυμηθεί, πεθαμένες καλησπερες δε γουστάρω να μου πεί....
όλα έχουν μια τιμή. μερικά όμως δεν πληρώνονται με τίποτα, ποτε και αφού περάσουν λες ευτυχως!!!

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009

όμορφη μέρα



..δε βρέθηκε ακόμα επιστάτης, ούτε πλάνη,
ούτε καν ποητής που να μπορέσει
τα μισανθή των φθινοπώρων χέρια να εμποδίσει
τις τόσες ποικιλίες των ρόδων και του βίου
μανιακά να αφανίζουν.....

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

αλονζανφαν



το βρίσκω παντα ανεξάντλητο. το αφιερώνω σ όσους δοκιμάζονται.



αξίζει;

Μεσιτείες

Με γυροφέρνει η άνοιξη
αλλά εγώ άλλη φορά
πορεία δεν αλλάζω για ένα έαρ.
Ας μοιάζει μ’ οτιδήποτε το σούρουπο.
Δεν θα ποτίζω με το αίμα μου ομοιότητες.
Τα όνειρα που είδα
αποδειχτήκαν ανυπόληπτα:
πήγαν και μ’ άλλους ύπνους.

΄Οχι, δεν παίρνω άλλο διαταγές.
΄Οταν μου λέγανε τα σύννεφα ταξίδευε
ταξίδευα
κι όταν μου λέγανε τα όνειρα περίμενε
περίμενα.
΄Οχι, δεν παίρνω άλλο διαταγές.
Τα δούλεψα πιστά τα διαλυτά.

Με γυροφέρνει από χθες η άνοιξη.
Μια νεραντζιά με κοίταξε
με διάθεση υπόπικρη,
και μου ’κλεισε το δρόμο
μια μυρωδιά επιστροφής.
Με παζαρεύει η τοκογλύφος μνήμη:
για να μου δώσει έναν Μάιο παλιό,
μαζί και με τις νεραντζιές,
για να μου δώσει κυρίως τη μορφή,
που στη μεταφορά της
από σταθμό της λήθης σε σταθμό
χτυπήθηκε στα μάτια και στο στόμα
–γι’ αυτά πληρώνεις–,
μου παίρνει ένα μέλλον.
(Το Λίγο του κόσμου, 1971)

εκεί πολυτεχνείο

διαβάζω συχνότατα επ αφορμή της επετείου του πολυτεχνείου ότι ξέφτισε, ότι πρέπει να κλείσει το μαγαζάκι, ότι αυτο το πανηγυράκι απαξιώθηκε κι εκφυλίστηκε πλήρως και πρέπει να λάβει τέλος.
θαρρώ, όπως όλα ούτε κι αυτή η ωραία σελίδα, η αναγκαία, δεν έλαβε το νόημα που της αναλογεί στους μοντέρνους τυχοδιωκτικούς και αρριβιστικούς καιρούς.
πράγματι υπήρξε η δεξαμενή και το φυτώριο, η κολυμβήθρα του σιλωαμ για την μετεξέλιξη και την μεταλλαγή ,την αναρρίχηση στην εξουσία και τον πλουτισμό πολλών της γενιάς του.
αυτοί όμως θα ήταν και τότε και πάντα έτσι. γιατι; γιατί δεν αλλάζει ο άνθρωπος ο φέρων παιδεία και αξιακό σύστημα αρχών και ιδεών ανθρωπισμού και ευαισθησιας.
εκτός κι αν όλα αυτά δεν τα βιώνει,απλώς τα φορεί για να επι-βιώνει.
οπότε είναι και προσδόκιμη η εξέλιξη του.
συνεπώς προς τι η απελπισία για την γενιά του πολυτεχνείου συλλήβδην, που ήρθε στα πράγματα, που πλούτισε, που πούλησε φούμαρα, που εξαπάτησε; δεν εξαπάτησε κανέναν. πρόκειται για πέντε συμπτώσεις μιας κατ εξοχήν στερημένης και ιδιοτελούς γενιάς με άπειρες μειονεξίες, σύνδρομα και καταπιεσμένες προσωπικότητες που αναγκαστικά θα μετατρέπονταν στους πιο δήθεν ανθρώπους, για να μπορούν να πατούν σε δυο βάρκες. αυτή του παρελθόντος του ψευδεπίγραφου αλλά που τους εξύψωνε, κι αυτή του παρόντος σκληρή αλλά στα πλαίσια του εφικτού ,της δόξας, του χρήματος, της κοινωνικής καταξίωσης.
κι είναι τόσο δύσκολο για τον άνθρωπο, όταν είναι ουσία ανύπαρκτος, να μην υποκύψει σ΄όποια σειρήνα κολακείας, πόσο μάλλον πραγματικής εξουσίας.
αυτά όμως αφορούν τους πολλούς, τη γενιά, τους επώνυμους.

υπήρξαν κι άλλοι άνθρωποι που δεν εξαργύρωσαν τη συμμετοχή τους μ όποιον τρόπο, που δεν λεηλάτησαν ούτε τον εαυτό τους, ούτε τους άλλους. απλά σιώπησαν.
κι αυτοί θυμούνται.
και γι αυτούς δεν είναι μαγαζάκι, ούτε επίσκεψη μετά στεφάνου, ούτε πορεία, ούτε καταστροφή.
είναι περισυλλογή και πληγή που αιμορραγεί. ας μην τα απαξιώσουμε όλα. ας βρούμε ο καθένας το νόημα που αναλογεί, τίποτα περισσότερο.

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2009

ο κοσμος ειναι απλος.

Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!
Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής
σήκωσε το κεφάλι σου από τα χέρια τα καμπύλα
το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς

τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη
κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς
και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη
από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς

κλικκκ!

Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;
Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να 'ναι για μας πλωτός;
Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει
για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;

Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα
που ανοίγει τα επουράνια κι είν' όλα βολετά
προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα
την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ' ανοιχτά

τριαντάφυλλα... Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρίκυμισμα της θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός.

μακρια



κλέπτουσα οπώρας....εν τω πηλίω.
ευτυχώς εκεί "τα περισσότερα αγκάθια δεν κυκλοφορούν με προσωπείο".


Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2009

μοναδικος;

Μαο

απο βικιπαιδεια
Ο Μάο γεννήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 1893 στην περιοχή Σαόσαν του Δήμου Σιάνγκταν της Επαρχίας Χουνάν της Κίνας σε μια αγροτική οικογένεια. Την άνοιξη του 1913 ενεγράφη στην Τέταρτη Παιδαγωγική Ακαδημία στην πρωτεύουσα της ίδιας Επαρχίας, Τσανγκσά, όπου και αποφοίτησε το καλοκαίρι του 1918.
Την πολιτική του καριέρα ξεκίνησε τον Απρίλιο 1918 ως ιδρυτικό μέλος της Νέας Εταιρείας Λαϊκής Μόρφωσης, μιας προοδευτικής οργάνωσης, ενώ προσχώρησε στον κομμουνισμό τον Νοέμβριο του 1920, ιδρύοντας την κομμουνιστική ομάδα στην Τσανγκσά.
Τον χειμώνα του 1920, παντρεύτηκε την πρώτη από τις τρεις συζύγους του, Γιανγκ Καϊχούι, με την οποία απέκτησε αργότερα τρία παιδιά.
Στις 23 Ιουλίου 1921, συνήλθε το 1ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας (ΚΚΚ) στη Σαγκάη, στο οποίο συμμετείχαν 12 εκπρόσωποι από τις κομμουνιστικές ομάδες απ’ όλη τη χώρα –ανάμεσά τους ήταν κι ο Μάο–, αλλά και δύο εκπρόσωποι-παρατηρητές από την έδρα της Γ΄ Διεθνούς. Κατά το ίδιο συνέδριο, ιδρύθηκε και επισήμως το ΚΚΚ.
Έως το 1927, εργάστηκε ως επαγγελματίας πολιτικός.
[ Ανάληψη της κομματικής εξουσίας

Ο Μάο στη κομμουνιστική βάση της Επαρχίας Τζιανγκσί (1931).
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1927, ο Μάο ηγήθηκε της Εξέγερσης του Θερισμού στην Επαρχία Χουνάν, όμως αυτή απέτυχε παταγωδώς. Μετά την αποτυχία οι εξεγερθέντες αναγκάστηκαν να αποτραβηχτούν στο Βουνό Τζινγκάνγκ. Εκεί ίδρυσε την πρώτη κομμουνιστική βάση, αλλά και τον Κόκκινο Στρατό.
Το φθινόπωρο 1928 παντρεύτηκε τη δεύτερη σύζυγό του, Χε Ζιζέν, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τα οποία όμως αναγκάστηκε να εγκαταλείψει αργότερα σε αγροτική οικογένεια όταν ξεκίνησε η Μεγάλη Πορεία. Δεν τα ξαναείδε ποτέ.
Περίοδος κατά την οποία ο Μάο τελειοποίησε την περίφημη θεωρία του ανταρτοπόλεμου.

Ανάληψη της κρατικής εξουσίας
Μετά τη Μεγάλη Πορεία η οποία τερματίστηκε επισήμως στις 20 Οκτωβρίου 1935, ο Μάο ίδρυσε νέα βάση στην Επαρχία Σαανσί.
Το φθινόπωρο 1937 ξέσπασε ολομέτωπα ο Σινοϊαπωνικός Πόλεμος, μ’ αποτέλεσμα τα δύο μεγάλα εθνικά κόμματα της Κίνας, ΚΚΚ και Εθνικιστικό Κόμμα (ΕΚ) του Τζιανγκ Καϊσέκ, να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, η οποία και θα καταλήξει σε συμμαχία κατά της Ιαπωνίας.
Το 1938, παντρεύτηκε την τρίτη σύζυγό του, Τζιανγκ Τσινγκ, με την οποία απέκτησε μια κόρη. Η Τζινγκ ήταν γνωστή και ως επικεφαλής της Συμμορίας των Τεσσάρων.
Ο πόλεμος κράτησε έως τον Αύγουστο 1945, οπότε η Ιαπωνία παραδόθηκε άνευ όρων. Ήταν και η λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ωστόσο στα μέσα Μαρτίου 1946 ξέσπασε ο Εμφύλιος Πόλεμος μεταξύ του ΚΚΚ και ΕΚ, ο οποίος ανέδειξε τελικά νικητή το πρώτο.
Στις 1 Οκτωβρίου 1949, ο Μάο κήρυξε την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ως Πρόεδρος της χώρας.

] Ως Πρόεδρος της Χώρας
Τον Ιούνιο 1950 το καθεστώς του Μάο εισέβαλε στο Θιβέτ.
Τον Οκτώβριο 1950, η Κίνα ενεπλάκη στον Κορεατικό Πόλεμο, ο οποίος τερματίστηκε τρία χρόνια αργότερα, με την υπογραφή της συνθήκης ανακωχής στις 23 Ιουλίου 1953, δημιουργώντας μια αποστρατικοποιημένη ζώνη στον 38ο Παράλληλο. Κατά τον πόλεμο, σκοτώθηκε ο πρωτότοκος γιος του Μάο Ανγίνγκ.
Το 1958 κήρυξε την έναρξη του κινήματος «Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός», κατά το οποίο η χώρα σύρθηκε σ’ ένα πυρετό παραγωγής χάλυβα. Το Μεγάλο Άλμα, αλλά και σωρεία λαθών που διέπραξε το καθεστώς, είχαν ως άμεσο αντίκτυπο την οικονομική και οικολογική καταστροφή την τριετία 1959-1961, κατά την οποία η χώρα θρήνησε εκατομμύρια θύματα.
Το 1966 ο Μάο κήρυξε την έναρξη της Πολιτιστικής Επανάστασης, η οποία διήρκεσε έως και τον θάνατό του, το 1976. Η Πολιτιστική Επανάσταση βύθισε τη χώρα στο χάος. Εκδιώχτηκαν πολλοί διανοούμενοι, αλλά και πάλαι ποτέ στενοί συνεργάτες του, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Λιου Σάοτσι, δεύτερο τότε στην κομματική ιεραρχία, ο οποίος πέθανε φυλακισμένος και στην εξαθλίωση το 1969.
Ο θάνατός του
O Μάο Ζεντόνγκ πέθανε στις 00:10 της 9ης Σεπτεμβρίου του 1976 στο Πεκίνο. Ένα χρόνο μετά τον θάνατό του, στο νότιο μέρος της Πλατείας Τιαν-αν-μέν, απέναντι από την Απαγορευμένη Πόλη, κατασκευάστηκε ένα μαυσωλείο, όπου και αναπαύεται έως σήμερα.

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2009

μαθαίνεις;


Χόρχε Λούις Μπόρχες -
Μαθαίνεις

Μετά από λίγο μαθαίνεις
την ανεπαίσθητη διαφορά
ανάμεσα στο να κρατάς
το χέρι
και να αλυσοδένεις μια ψυχή.

Και μαθαίνεις πως Αγάπη
δε σημαίνει στηρίζομαι
Και συντροφικότητα
δε σημαίνει ασφάλεια

Και αρχίζεις να μαθαίνεις
πως τα φιλιά δεν είναι
συμβόλαια
Και τα δώρα δεν είναι υποσχέσεις

Και αρχίζεις να δέχεσαι
τις ήττες σου
με το κεφάλι ψηλά και τα
μάτια ορθάνοιχτα
Με τη χάρη μιας γυναίκας
και όχι με τη θλίψη
ενός παιδιού

Και μαθαίνεις να φτιάχνεις
όλους τους δρόμους σου
στο Σήμερα,
γιατί το έδαφος του Αύριο
είναι πολύ ανασφαλές για
σχέδια…
και τα όνειρα πάντα
βρίσκουν τον τρόπο
να γκρεμίζονται στη μέση της
διαδρομής.

Μετά από λίγο καιρό
μαθαίνεις…
Πως ακόμα κι η ζέστη του
ήλιου
μπορεί να σου κάνει κακό.

Έτσι φτιάχνεις τον κήπο σου
εσύ
Αντί να περιμένεις κάποιον
να σου φέρει λουλούδια

Και μαθαίνεις ότι, αλήθεια,
μπορείς να αντέξεις

Και ότι, αλήθεια, έχεις δύναμη

Και ότι, αλήθεια, αξίζεις

Και μαθαίνεις… μαθαίνεις…

με κάθε αντίο μαθαίνεις.

δεν είναι δύσκολο να το βρεις πίσω,αλλά το ξαναβάζω.πράγματι είναι σημαντικός ο στίχος του σπουδαίου Μπορχες. υπάρχει άλλωστε η αλήθεια που βλέπω πως δεν την ανατρέπει ο χρόνος πως ο πόνος είναι συστατικό της ζωής, καθώς επίσης κι ό,τι αν δεν πληγωθείς δεν φτάνεις στην αυτογνωσία. εύχομαι καλό ταξίδι και καλή αντάμωση.

Η εικόνα: art-walks.blogspot.com

σπουδές

εικόνα απο antinews


ε,λοιπόν, όχι του κερατά... μένω με την άλλη- που δεν θα ξανάρθει. εκείνη την Ερικα πούχε τον τρόμο στα μάτια. Να πικραίνομαι,, να μετανιώνω, ν αποδιώχνω το βράδι την αγαπημένη της θύμηση, να την ονειρεύομαι μέσα στον άπιαστο κόσμο. Ναι, ναι, εγώ το τίποτα των ανθρώπων, ο Κώστας εκείνος ο αν΄ύπαρχτος...

μεταξι

Η ιστορία του μεταξιού χάνεται στα βάθη των αιώνων και είναι συνυφασμένη με κινέζικους μύθους και παραδόσεις.

Η πρώτη αναφορά γίνεται το 3.000 π.Χ., σε έναν κινέζικο μύθο που λεει ότι ο αυτοκράτορας Φου-Χι, γεννημένος από την ένωση μιας παρθένας με το ουράνιο τόξο, είχε επινοήσει ένα είδος λύρας της οποίας οι εικοσιεπτά χορδές ήταν φτιαγμένες από μεταξωτές κλωστές.

Οι Κινέζοι συγγραφείς μαρτυρούν ότι την τέχνη της εκτροφής του μεταξοσκώληκα και της κατεργασίας του μεταξιού ανακάλυψε συμπτωματικά το 2.690 π.Χ. η αυτοκράτειρα Σι-Λιγκ-Τσι, σύζυγος του Χοάνγκ-Τι. Σύμφωνα με τον μύθο η όμορφη πριγκίπισσα έπινε στον κήπο της τσάι, όταν ξαφνικά ένα κουκούλι έπεσε μέσα στο βραστό νερό. Στην προσπάθειά της να το βγάλει, τράβηξε μια πολύ ανθεκτική κλωστή, την πρώτη κατεργασμένη μεταξωτή κλωστή. Για την ανακάλυψη αυτή κέρδισε την εκτίμηση του λαού της, που την ανέβασε στο αξίωμα των θεοτήτων της ουράνιας αυτοκρατορίας, σαν προστάτιδα της σηροτροφίας. Από τότε ονομάστηκε «Θεά της μουριάς και του μεταξιού» και βασιλεύει στον αστερισμό του σκορπιού του οποίου τα τέσσερα αστέρια αντιπροσωπεύουν «το σπίτι του μεταξοσκώληκα».

Έτσι άρχισε η ανάπτυξη της μεταξουργίας στην Κίνα, τέχνη που έμεινε μυστική για 20 περίπου αιώνες.

Ο ακόλουθος μύθος αναφέρει την πρώτη κλοπή του μυστικού της κινέζικης σηροτροφίας : Ένας βασιλιάς του Khotan (περιοχή του Θιβέτ) απέκτησε με γάμο μια πριγκίπισσα του αυτοκρατορικού κινέζικου οίκου και την προειδοποίησε ότι αυτή θα έπρεπε να απαρνηθεί τα ρούχα που φορούσε συνήθως γιατί στο δικό του βασίλειο δεν έβρισκαν ούτε μεταξοσκώληκες ούτε μουριές για να τους θρέψουν. Η πριγκίπισσα, μη θέλοντας ν’ απαρνηθεί τα πολυτελή στολίδια της, σκέφτηκε το εξής: Έκρυψε σπόρους μουριάς και αυγά μεταξοσκώληκα μέσα στα πολύ πλούσια μαλλιά της και κατόρθωσε ν’ αποφύγει, χάρη στον πριγκιπικό της τίτλο, την στενή επίβλεψη που ασκούνταν στα σύνορα της χώρας. Έτσι αφού προστατεύθηκε για είκοσι αιώνες το μυστικό του μεταξιού δραπέτευσε από την γενέτειρα χώρα του.



Αρχαιότητα

Η ιστορία εξακριβώνει τους μύθους ότι η Κίνα είναι το πραγματικό λίκνο του μεταξιού. Ο Κομφούκιος στα «Χρονικά των τεσσάρων πρώτων δυναστειών», αναφέρει πως η αυτοκράτειρα Σι-Λιγκ-Τσι , έκανε συστηματική εκτροφή του μεταξοσκώληκα στα ανάκτορά της και υποχρέωνε τις Κινέζες να παρακολουθούν μαθήματα σηροτροφίας, ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη που ανήκε η κάθε μία. Επίσης έχουν βρεθεί κομμάτια λεπτού μεταξωτού υφάσματος σε τάφους που βρίσκονται κοντά στο μέρος που θάφτηκε ο Αυτοκράτορας Χοάνγκ-Τι.

Για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα τα προϊόντα αυτής της νέας βιομηχανίας παρέμειναν αποκλειστικό προνόμιο της αυλής, ο αυτοκράτορας, οι συγγενείς του καθώς και οι ανώτεροι αξιωματούχοι του καθεστώτος είχαν το δικαίωμα να φορούν τα πολύτιμα υφάσματα.

Οι Κινέζοι απαγόρευαν με αυστηρούς νόμους τη διάδοση της σηροτροφίας, ενώ η εξαγωγή των σπόρων του μεταξοσκώληκα τιμωρούνταν με θάνατο. Επιτρεπόταν μόνο η εξαγωγή κατεργασμένων νημάτων και υφασμάτων.

από users.otenet.gr/~kpe.../biblio.htm

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

η στεγη του κόσμου

www.cosmorama.gr/duration.asp?DID=103

σαν σήμερα

tien an men

μνήμη
απο nipissingu.ca

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2009

china

βικιπαιδεια


Η καλλιγραφία και η ζωγραφική αποτελούσαν για την Κίνα τις υψηλότερες μορφές τέχνης.