Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

Μάνος Χατζιδάκις . Ελα Πάρε Μου Τη Λύπη . Αλεξάνδρα

Εισέβαλε ορμητικό, τις μέρες τούτες, κι άγριο το Φθινόπωρο. Η φύση που αντανακλουσε κάποτε την ψυχική μας διάθεση, κουράστηκε ως δείχνει κι αυτή. Γιατί εμείς, άναυδοι μπροστα στο τρύπιο δίχτυ του κόσμου, άπραγοι μπροστά στα εγκλήματα των συμμοριών, χάνουμε κάθε μέρα κι εποχή ό, τι απέμεινε από ικμάδα και ορμή και πάθος. Μια κόπωση εμφωλευμένη, μια απειλή επικρεμάμενη, μια καταδίκη δίχως συνέργεια. Παρωχημένοι κομπάρσοι σε ένα σανίδι που κόβει, ματώνει και τρυπάει.
Και θάναι τόσο άγριος αυτός ο χειμώνας, με τόση ατίμωση.
λυπάμαι, καλησπερα σας!

Τρίτη 21 Μαΐου 2013

Πατρίδα μου είναι η γλώσσα μου. Εκεί είναι η θαλπωρή μου. 

*
"Είμαστε οι μόνοι σ’ ολόκληρη την Ευρώπη που έχουμε το προνόμιο να λέμε τον ουρανό “ουρανό” και τη θάλασσα “θάλασσα” όπως την έλεγαν ο Όμηρος και ο Πλάτωνας πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Δεν είναι λίγο αυτό. Η γλώσσα δεν είναι μόνον ένα μέσον επικοινωνίας. Κουβαλάει την ψυχή του λαού μας κι όλη του την ιστορία και όλη του την ευγένεια. "

Οδυσσέας Ελύτης από ομιλία του προς τους Έλληνες μετανάστες της Σουηδίας, Νοέμβριος 1979
*
Όπως μας έλεγε και ο Αντισθένης, «Αρχή σοφίας, η των ονομάτων επίσκεψις».
Για παράδειγμα:
Ο «άρχων» είναι αυτός που έχει δική του γή
άρα=γή.

Ο «βοηθός» σημαίνει αυτός που στο κάλεσμα τρέχει.
Βοή=φωνή + θέω=τρέχω.

Ο Αστήρ είναι το αστέρι, αλλά η ίδια η λέξη μας λέει ότι κινείται, δεν μένει ακίνητο στον ουρανό
α + στήρ από το ίστημι που σημαίνει στέκομαι.

Αυτό που είναι πραγματικά ενδιαφέρον, είναι ότι πολλές φορές η λέξη περιγράφει ιδιότητες της έννοιας την οποίαν εκφράζει, αλλά με τέτοιο τρόπο που εντυπωσιάζει και δίνει τροφή για την σκέψη.
Για παράδειγμα:
Ο «φθόνος» ετυμολογείται από το ρήμα «φθίνω» που σημαίνει μειώνομαι. Και πραγματικά ο φθόνος σαν συναίσθημα, σιγά σιγά μας φθίνει και μας καταστρέφει. Μας «φθίνει» - ελαττώνει σαν ανθρώπους – και μας φθίνει μέχρι και τη υγεία μας.
Και φυσικά όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε κάτι που είναι τόσο πολύ ώστε να μην τελειώνει πως το λέμε; Μα φυσικά «άφθονο».

Έχουμε την λέξη «ωραίος» που προέρχεται από την «ώρα». Διότι για να είναι κάτι ωραίο, πρέπει να έρθει και στην ώρα του.

Ακόμα έχουμε την λέξη «ελευθερία» για την οποία το «Ετυμολογικόν Μέγα» διατείνεται «παρά το ελεύθειν όπου ερά» = το να πηγαίνει κανείς όπου αγαπά.
Άρα βάσει της ίδιας της λέξης, ελεύθερος είσαι όταν έχεις την δυνατότητα να πάς όπου αγαπάς. Πόσο ενδιαφέρουσα ερμηνεία...

Το "άγαλμα" ετυμολογείται από το αγάλλομαι (ευχαριστιέμαι) επειδή όταν βλέπουμε ένα όμορφο αρχαιοελληνικό άγαλμα η ψυχή μας αγάλλεται. Και από το θέαμα αυτό επέρχεται η αγαλλίαση.
Αν κάνουμε όμως την ανάλυση της λέξης αυτής θα δούμε ότι είναι σύνθετη από αγάλλομαι + ίαση(=γιατρειά).
Άρα για να συνοψίσουμε, όταν βλέπουμε ένα όμορφο άγαλμα (ή οτιδήποτε όμορφο), η ψυχή μας αγάλλεται και ιατρευόμαστε.
Και πραγματικά, γνωρίζουμε όλοι ότι η ψυχική μας κατάσταση συνδέεται άμεσα με την σωματική μας υγεία.

Παρένθεση: και μια και το έφερε η «κουβέντα»,
η Ελληνική γλώσσα μας λέει και τι είναι άσχημο. Από το στερητικό «α» και την λέξη σχήμα μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε τι. Για σκεφτείτε το λίγο...

Σε αυτό το σημείο, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε στην αντίστοιχη Λατινική λέξη για το άγαλμα (που άλλο από Λατινική δεν είναι).
Οι Λατίνοι ονόμασαν το άγαλμα, statua από το Ελληνικό «ίστημι» που ήδη αναφέραμε σαν λέξη, και το ονόμασαν έτσι επειδή στέκει ακίνητο.
Προσέξτε την τεράστια διαφορά σε φιλοσοφία μεταξύ των δύο γλωσσών, αυτό που σημαίνει στα Ελληνικά κάτι τόσο βαθύ εννοιολογικά, για τους Λατίνους είναι απλά ένα ακίνητο πράγμα.

Μια και αναφέραμε τα Λατινικά, ας κάνουμε άλλη μια σύγκριση.
Ο «άνθρωπος στα Ελληνικά ετυμολογείται ώς το όν που κυττάει προς τα πάνω (άνω + θρώσκω). Πόσο σημαντική και συναρπαστική ετυμολογία που μπορεί να αποτελέσει βάση ατελείωτων φιλοσοφικών συζητήσεων.
Αντίθετα στα Λατινικά ο άνθρωπος είναι «Homo» που ετυμολογείται από το χώμα. Το όν που κοιτάει ψηλά στον ουρανό λοιπόν για τους Έλληνες, σκέτο χώμα για τους Λατίνους...
Υπάρχουν και άλλα παρόμοια παραδείγματα που θα μπορούσαν να αναφερθούν εδώ. Είναι λογικό στο κάτω κάτω ότι μια γλώσσα που βασίστηκε στην Ελληνική αντιγράφοντάς την, εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να έχει τα ίδια υψηλά νοήματα.

Είναι προφανής η σχέση που έχει η γλώσσα με την σκέψη του ανθρώπου. Όπως λέει και ο George Orwell στο αθάνατο έργο του «1984», απλή γλώσσα σημαίνει και απλή σκέψη. Εκεί το καθεστώς προσπαθούσε να περιορίσει την γλώσσα για να περιορίσει την σκέψη των ανθρώπων, καταργώντας συνεχώς λέξεις.

«Η γλώσσα και οι κανόνες αυτής αναπτύσσουν την κρίση» έγραφε ο Μιχάι Εμινέσκου, εθνικός ποιητής των Ρουμάνων. Μια πολύπλοκη γλώσσα αποτελεί μαρτυρία ενός προηγμένου πνευματικά πολιτισμού. Το να μιλάς σωστά σημαίνει να σκέφτεσαι σωστά, να γεννάς διαρκώς λόγο και όχι να παπαγαλίζεις λέξεις και φράσεις.

Όπως σημειώνει και ο «δικός μας» Κωνσταντίνος Τσάτσος, πρώην Υπουργός, πρώην Πρόεδρος Δημοκρατίας και συγγραφέας, «Όσο πιο προηγμένος είναι ο πολιτισμός ενός έθνους, τόσο πιο πλούσιες σε προϊστορία, και συνεπώς και σε ουσία, είναι οι λέξεις της γλώσσας... Με την γλώσσα μεταδίδομε λογικούς συνειρμούς και διεγείρομε συναισθήματα... Κάθε λαός έχει την γλώσσα που του αξίζει. Στην γλώσσα, όπως και στα τραγούδια του, εναποθηκεύεται ο πολιτισμός του... είναι ο πιο αδιάψευστος μάρτυρας της ιστορικής του συνείδησης και της ιστορικής του συνέχειας.»

Αλέξανδρος Αγγελής ,Η μαγεία της Ελληνικής γλώσσας, Αντίβαρο, Δεκέμβριος 2007

***

Κυριακή 12 Μαΐου 2013

Η συμπαθης ταξη των εκπαιδευτικων.

Επιστρατεύτηκαν οι καθηγητές για να γίνουν κανονικά οι πανελλαδικές.
Ποιόν αφορά το θεμα, αν οχι τον μεσο πολίτη, που αναθετει κατ επιλογή και κατ΄ανάγκη την διαπαιδαγώγηση των παιδιών του σ΄αυτούς; Ποιόν αφορά το θέμα των εξαθλιωμένων εκπαιδευτικών που απ το ψυχικό και συναισθηματικό τους υστέρημα, προσπαθούν να δωσουν ένα πνευματικό πλεονέκτημα στη νεότητα; Εμάς, κυρίως τους πολίτες, να υποθέσω.
Πώς αντιλαμβάνεται μια κοινωνία το ρόλο των δασκάλων αποτελεί, τετριμένο, πλην δεικτη της συγκρότησής της. Γιατί οι κοινωνία των ανθρώπων δεν ειναι λογιστικοι πίνακες και οικονομικό μέγεθος.
Πώς νοιώθουμε λοιπόν όλοι εμεις, οι γονείς, οι πολίτες, οι εργαζόμενοι και φορολογούμενοι πολίτες μπροστα σε αυτην την αποστροφή της κατάστασης; Πώς νοιώθουμε, που οι δάσκαλοι δεν στεκουν ψηλα στα ματια των παιδιών μας; που οι νεοι αποστρεφονται το καθηγητικο επαγγελμα;
Πώς νοιώθουμε που βλέπουμε παιδια 17-18 χρονων να υστερίζουν που θα μπορουσε να παραταθει η αγωνια τους;
Πώς νοιώθουμε που μάθαμε γράμματα σε χαλεπούς καιρούς, από τετοιους δασκάλους;
Που η ελευθερία που παρασχέθηκε στο μετεπειτα ηταν κι αυτη μια ψευδαίσθηση και απλως μια επιβραβευση του ατομισμού και της φυγοπονίας;
Πώς νοιώθουμε που διαλύεται  το δημοσιο σχολείο κι εμεις ατενίζουμε την κατάντια χωρις καμιά ντροπη;
Πώς θα νοιώσουμε, όταν σε λιγο καιρό οι μη εχοντες αγαθά, δεν θα μπορουν να συμμετεχουν σε καμιά παιδεία;
Θα αναρωτηθούμε τότε για την εγκληματικότητα που θα σαρώνει, για το ρατσισμό που θα ματώνει, για τον ψυχικό αναλφαβητισμό που θα επικρατεί;
Για μια ακόμη φορά, δεν ενηλικιωθήκαμε ποτέ. Για μια ακόμη φορά θέλουμε έναν κομματικό σχηματισμό να μας το πει, Να μας καλύψει. Να μας πει πού να κοιτάξουμε. Και τι να δούμε. Φταίνε ή όχι οι δασκαλοι;
Ναι θα πω, Αλλά πόσο; Πόσο να ευθύνονται κι αυτοί που άλλοτε ειναι οι ουραγοί των επιστημόνων, άλλοτε η ψυχη της εκπαίδευσης, άλλοτε ζητιάνοι κι αλλοτε αργυρώνητοι;
 Αποφασιστε όμως, τι είναι.
Τι ρόλο τους αποδίδουμε.
 Τι θελουμε απο αυτούς και τα σχολειά μας;
 Να διδαξουν το καθήκον στον εαυτο μας και στην κοινωνία ή το "καθήκον" στην παραγωγή χρηστικών εργαλείων;
Αποφασιστε, γιατί έφτασε η ώρα.

Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

Τρίτη 7 Μαΐου 2013

Ορφέας Περίδης- Αυτός που πάει τη ζωή

http://youtu.be/Dolqp-zoSNQ


Εκεί πίσω απο τους καταρράκτες του Νερόμυλου, κι αψηφώντας την χυδαιότητα που έχει προ πολλού αντικαταστήσει την κατάνυξη των ημερών και των μηνυμάτων της, συναντήσαμε μια γλυκιά έκθεση ζωγραφικής του Βασίλη Στάμου.. ¨Ενα σημάδι στο sold-out των καιρών. είκοσι ζωγραφιές, εικοσι pastels, αρκούν να δώσουν μια συγκίνηση. Απλές στιγμές, μεγάλα νοήματα.΄¨Ομορφη ισορροπημένη έκφραση, χωρις κραυγές, εντυπωσιασμούς,άρνηση. Ξεχωρίσαμε δύο δυάδες: η μια που απεικονίζει στο μισό της με κοκκινωπά χρώματα την ερημία της συνύπαρξης και στο άλλο μισό με ψυχρό γκρι και κίτρινο τη μοναξιά.Η διαφορα; στην συνύπαρξη φυτρώνει πάντα ελπίδα, στη μοναξιά διέξοδο ουδεν.
Μας συγκίνησε όμως ιδιαίτερα η δυάδα που αναπαριστά δύο κούνιες, εκείνες των παιδικών μας χρόνων.  Στη μια εικόνα το δέντρο σταθερό, βοηθητικό Υποκλίνεται στην αρχή της ζωής, της γνώσης , του παιχνιδιού. Κι όλα λάμπουν εκεί. Στη δεύτερη, η κούνια πια δεν διαθέτει στήριγμα και "χέρι πατρικό¨", κι ουτε νοι'αζεται κανείς να την στεριώσει. Φεύγει λοιπόν κι απογειώνεται σε ενα σύννεφο μολυβί.
 ¨Όμορφη αίσθηση λιτότητας και οικονομίας στην αποτύπωση, όχι όμως και στην σγκίνηση. Δεν ξέρω, λοιπόν αν οι λέξεις είναι χαμένες, όπως επιγράφεται κεντρικός πίνακας της έκθεσης, όμως δεν ξέρω κι αν χρειάζονται πάντα. Και σίγουρα όχι, εδώ, που μιλάει η ψυχή με τα δικά της χρώματα και θραύσματα. 
Ροζαλια

Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

αντε, είπα σήμερα. αντε και σήμερα. ωχροι και γκριζοι οι ανθρωποι. κοντραστ στο φως. και κοντραστ στη ζωη, οι δολοφονοι της.
Ιδιωτικη οδος.

Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

Αρκετα. αρκετα με το ναυλον. με το περιπου. με το ισως.
πληθος οι ανεργοι.
πληθος οι καταθλιπτικοι.
πληθος οι μηδενα πορο διαθετοντες.
πληθος οι σκυφτοι.
πληθος οι απελπισμενοι
και οι δυναμει .
πληθος οι νεολαιοι που κοιτουν επίμονα.
πληθος οι ανθρωποι που δεν υπεκυψαν ακομη.
Λιγοτεροι Αυτοί.
λιγοτεροι οι αρπαγες και κλεφτες.
λιγοτεροι οι δολοπλοκοι
λιγοτεροι οι διαπλεκομενοι
λιγοτεροι οι αναισθητοι
λιγοτεροι .
ισχυροτεροι, ομως ακομα.
ισχυροτερα τα δικτυα τους
ισχυροι οι ιστοι των εξαρτησεων τους.
ισχτρο ακομα το ανομο.
Μήπως ήρθε η ωρα να φωναξουμε την  Ιστορία;
μήπως να συναντηθουμε μαζι της τωρα που ακομαγνωριζουμε το προσωπο της Ειρήνης;
μηπως θα ειναι δραματικη η συνάντηση, οταν αλλοιωθουν τα χαρακτηριστικα μας απ την Αναγκη;
Ας σκεφτουμε, επιτελους!

Σάββατο 2 Μαρτίου 2013


https://fbcdn-sphotos-c-a.akamaihd.net/hphotos-ak-ash4/481055_402172413212168_6127331_n.jpghttps://fbcdn-sphotos-c-a.akamaihd.net/hphotos-ak-ash4/481055_402172413212168_6127331_n.jpg




Eλαχιστες ισως ελπιδες να υπαρχουν. βαινουμε ολοεν εξαθλιουμενοι. ο<τι κρατηθει θα ειναι ο Ιδιωτικος Βιος και Δρομος.

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013


Παρασκευή, 5 Ιουνίου 2009


Μου αρέσει: να αναπνέω ελεύθερα
να σκέφτομαι αδέσμευτα
να αυτοκαθορίζομαι
να συγκινούμαι
να γοητεύομαι
να βλέπω τη νέα γενιά να πεταρίζει
να συναντώ πολύτιμους λίθους στα σκουπίδια
να κατανοώ
να αγωνίζομαι ακόμα για το ελάχιστο ευ.
να μην ξεχνάω τις ρίζες, τις αφετηρίες, τον υγιή μόχθο.
να πιστεύω πως ό,τι σπέρνεις θερίζεις.
να θεωρώ την αχαριστία όνειδος.
να διαφυλλάττω τα τιμαλφή μου απ τις χυδαίες υπάρξεις.
να διαβάζω για να κερδίζω την κεκτημένη σοφία.
να περπατάω στά βουνά για να κερδίζω στην αιωνιότητα.
να περπατάω στη θάλασσα για να φεύγω στη νοσταλγία του μέλλοντος.
που αξιώθηκα να υπάρχω ενσυνείδητα.
και
λέω όχι: στους καννίβαλους ανθρώπων, αξιών, ιδεών, μνήμης και συναισθημάτων.
στους φτηνούς τουρίστες της ζωής τους και της ζωής των άλλων.
στους ιδιοτελείς χωρίς διακύβευμα, γιατί είναι μωροί.
στους αδίστακτους ηθικολόγους
σε κάθε αλυσίδα συνενοχής

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013


"Η ηθική είναι μια ιδιωτική συμφωνία. Η αξιοπρέπεια είναι δημόσια υπόθεση"

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013

Trigona

Εκεί ψηλά που περπατείς, τριγόνα, τριγόνα,
και χαμηλά λογιάζεις, τριγόνα μου γραμμένη
Mην είδες τον ασίκη μου, τριγόνα, τριγόνα,
τον αγαπητικό μου, το άντρα το δικο μου;
-Εψές προψές τον είδαμε τριγόνα, τριγόνα,
στον κάμπο ξαπλωμένο, τριγόνα μου γραμμένη
μαύρα πουλία τον τρώγανε, τριγόνα, τριγόνα 
κι άσπρα τον τριγυρνούσαν, τριγόνα μου γραμμένη.

Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013

σχεδον ολα εχουν ειπωθει. τα λεμε. τα ακουμε, τα ξαναλεμε. σχεδον τιποτα δεν εχει ακομη γινει, και πρεπει να διαστρεψεις τη λογικη για να προσεγγισεις την αποσαθρωση.
ομως ωρες-ωρες βαθια μιλα, χορευει και λικνιζεται μια ανεξηγητη χαρα.
γιατι η λυπη που κυριαρχει εξηγειται.

φιλια πολλα.

Μη μου μιλας γι'αγαπη - Ελενη Καραινδρου

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013

Ξυλούρης Νίκος ~ Πως να σωπάσω

Ηθελα να μπορω να επιθυμω, να μπορω να σχεδιαζω. Να μπορω να σφυριζω δυνατα σκοπους αγαπημενους. Να μπορω να εκρήγνυμαι από χαρα, απο θυμο, απο λύπη, απο αναμονη, απο οργή, από αγαπη.
Ήθελα να ταξιδεύω, να ρουφω τους χυμούς και να ανα-νεώνω τη σκέψη, τις αισθήσεις μου. Να γνωριζω "ανθρωπων αστεα και τρόπον"΄. Ήθελα να φτασω μια στιγμή ψηλα, πολύ ψηλα, να πιώ α-θάνατο νερό, κι ας ερθω πάλι πίσω στον πηλο.
Ήθελα να αφήσω ένα καλό σημάδι, μια σπορά ,να δει κάποιος περαστικος, επόμενος διαβάτης πως Πέρασα. Και πως δεν ασχήμυνα, δεν λεηλάτησα, δεν περιφρόνησα το θαύμα της Ζωής. Αντιθετα το λάτρεψα, το ελειτούργησα, το άγγιξα άλλοτε γελώντας κι άλλοτε δακρύζοντας, αλλοτε ορθια κι αλλοτε λυγισμένη. 
¨Ήθελα να μην νοιώθω χλιαρα κι απαθώς και αδιάφορα. ¨Ήθελα να μετασχηματίζω την απρεπεια, την αγενεια, την μικρότητα, την δηθενια, την ανοησια, την κακομοιρια, την συκοφαντια, το γελοιο ψευδος, σε χαμενες υποθεσεις. 'Ηθελα να χυνομαι στο φως, οπως χυνεται το νερο στη διψασμενη γη.
Ηθελα ναχω το θαρρος να γκρεμισω όλη τη χυδαιότητα που περιτύλιξε τη ζωή μας.
Αυτα ήθελα.
Καλη χρονια 

Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013

Θεοφάνεια στη Λιβαδειά, 1966 (by Europeana)


ΦΩΤΑ-ΟΛΟΦΩΤΑ


Εκινδύνευε να βυθισθεί εις το κύμα η μικρή βάρκα του Κωνσταντή του Πλαντάρη, πλέουσα ανάμεσα εις βουνά κυμάτων, έκαστον των οποίων ήρκει δια να ανατρέψει πολλά και δυνατά σκάφη και να μη αποκάμει, και εις αβύσσους, εκάστη των οποίων θα ήτο ικανή να καταπίει εκατόν καράβια και να μη χορτάσει. Ολίγον ακόμη και θα κατεποντίζετο. Άγριος εφύσα βορράς, οργώνων βαθέως τα κύματα, και η μικρά φελούκα, δια να μην αρμενίζει κατεπάν’ τον αέρα, είχε μαϊνάρει το πανί της, και είχε μείνει ξυλάρμενη και ωρτσάριζε κι εδοκίμαζε να κάμει βόλτες. Του κάκου. Μετ’ολίγον η θάλασσα επήρε τον ελεεινόν φελλόν εις την εξουσίαν της, και ο άνεμος τον έσυρεν εδώ κι εκεί, και ο Κωνσταντής ο Πλαντάρης εξέμαθεν εις την στιγμήν όσας βλασφημίας ήξευρε και ησχολείτο να κάμει την προσευχήν του, ενώ ο μικρός σύντροφός του, ο ναύτης Τσότσος, νέος δεκαεπτά χρόνων, εγδύνετο και ητοιμάζετο να πέσει εις την θάλασσαν, ελπίζων να σωθεί κολυμβών, και ο μόνος επιβάτης των, ο ζωέμπορος Πραματής, έκλαιε και εύρισκεν ότι δεν ήξιζε τον κόπον ν’αρμενίσει τις τόσην θάλασσαν δια να πνιγεί, αφού η γη ήτο ικανή να σκεπάσει με το χώμα της τόσους και τόσους.
Εκινδύνευε ν’ αποθάνει από τους πόνους η Μαχώ, η γυναίκα του Κωσταντή του Πλαντάρη, νεόγαμος, πρωτάρα. Η Πλανταρού, η πεθερά της, είχε καλέσει από το βράδυ της προλαβούσης ημέρας την μαμμήν την Μπαλαλίναν και την εμπροσθινήν την Σωσάνναν. Αι δύο γυναίκες, τεχνίτισσαι εις το είδος των, και η μήτηρ του συζύγου της κοιλοπονούσης, φιλόστοργος, ως πάσα πενθερά ήτις δεν επιθυμεί τον θάνατον της νύμφης της, όταν αύτη είναι πρωτάρα, πριν βεβαιωθεί ότι θα επιζήσει το παιδίον, δια να ασφαλισθεί η κληρονομία της προικός, επροσπάθουν, όσον το δυνατόν, να ανακουφίσουν τους πόνους της ωδινούσης. Και είχεν ανατείλει ήδη η άλλη ημέρα και ακόμη η γυνή εκοιλοπόνει, και η μαμμή, η εμπροσθινή και η πενθερά συνεπόνουν με αυτήν, και ο καλογερόπαπας του Μετοχίου του Αγίου Σπυρίδωνος είχε λάβει εντολήν να ψάλει μικράν και μεγάλην Παράκλησιν προς βοήθειαν της ωδινούσης.
Το σπιτάκι έκειτο επάνω εις την κορυφήν του μικρού νησιδίου προς μεσημβρίαν. Την πρωίαν της Παρασκευής, η βάρκα του Πλαντάρη είχε φανεί αντικρύ, αγωνιώσα εις τα κύματα, και δύο παιδία του γιαλού, απ’ εκείνα που περνούν τον καιρόν των κάτω από τον αρσανάν, μη γνωρίζοντα επί της ξηράς άλλην διατριβήν από τας συρμένας έξω φελούκας, ούτε άλλο παιγνίδι από την θάλασσαν, ήλθαν να πάρουν τα συχαρίκια της Πλανταρούς, ακούσαντα την είδησιν από πορθμείς, οι οποίοι είχον αναγνωρίσει μακρόθεν την βάρκαν. Και τότε η Πλανταρού είδε,
κι εκατάλαβεν από την τρικυμίαν, όπου ήτο εις το πέλαγος, ότι η βάρκα ανεβοκατέβαινεν εις τα κύματα κι εκινδύνευε να βουλιάξει, και τότε ενόησε τι θα ’πει να ’χει κανείς «δυο χαρές και τρεις τρομάρες». Διότι διπλή μεν χαρά θα ήτο να έφτανεν αισίως ο υιός της, να εγέννα με το καλόν και η νύμφη της· τριπλή δε τρομάρα ήτο ο κίνδυνος του υιού της, ο κίνδυνος της νύμφης της και ο κίνδυνος του προσδοκωμένου νεογνού. Ίσως δε θα ήτο τετραπλή η τρομάρα, αν προσετίθετο και ο φόβος μήπως τυχόν και η νύμφη της γεννήσει …θήλυ.

* * *

Επάνω εις την κορυφήν του λόφου, ευρίσκετο μονήρες το σπιτάκι, και κάτω εις την ακρογιαλιάν ήτο κτισμένον το χωρίον. Διακόσια σπίτια αλιέων, πορθμέων και ναυτών. Έν μίλιον απείχε το σπιτάκι από το χωρίον. Υπήρχε μικρός επισφαλής όρμος, αλλά δεν ήτο λιμήν. Έβλεπε μόνον προς μεσημβρίαν. Η αγωνία της βάρκας του Πλαντάρη ήτο ορατή από την πολίχνην, ορατή και από τον μεμονωμένον οικίσκον.
Η Πλανταρού ήρχισε τότε να μέμφεται πικρώς τον υιόν της δια την τόλμην και την αποκοτιά του. Τι ήθελε, τι γύρευε τέτοιες μέρες να κάμει ταξίδι; Δεν άκουε, ο βαρυκέφαλος, τη μάννα του, τι του έλεγε. Ακόμη τα Φώτα δεν είχαν έλθει. Ο Σταυρός δεν είχε πέσει στο γιαλό. Τον αβάσταχτο είχε; Δεν εκαρτερούσε, ο απόκοτος, δύο τρεις ημέρες, να φωτισθούν τα νερά, να αγιασθούν οι βρύσες και τα ποτάμια, να φύγουν τα σκαλικαντζούρια; Καλά να πάθει, γιατί δεν την άκουσε.
Όσον υψώνετο ο ήλιος προς το μεσουράνημα, τόσον ηύξανε και η αγωνία της Πλανταρούς. Η νύμφη της, υποστηριζομένη όπισθεν από την Μπαλαλού και κρεμαμένη έμπροσθεν από τον τράχηλον της Σωσάννας, εμούγκριζεν ως αγελάδα. Ο άνεμος εκεί κάτω, εις το πέλαγος, εφαίνετο ότι απεμάκρυνε το πλοιάριον αντί να το προσεγγίσει εις την ακτήν. Η βάρκα ολονέν εξέπεφτε μακρύτερα, αισθητώς εις το βλέμμα. Εις την νύμφην της η Πλανταρού εφυλάχθη να είπει τίποτα. Μόνον εξήρχετο συχνά εις τον εξώστην, προσποιουμένη ότι ήθελε να κουβαλήσει το εν και το άλλο, και έμενεν επί μακρόν κι εκοίταζε. Δεν επανήρχετο ειμή αν την ανεκάλει η μαμμή, η Μπαλαλού.
Επλησίαζεν ήδη η μεσημβρία και η αγωνία της Πλανταρούς έφθασεν εις το κατακόρυφον. Δεν εφαίνετο πλέον να υπάρχει ελπίς. Ο υιός της θα επνίγετο εκεί εις το άσπλαχνον πέλαγος, και την νύμφην της ομού με το έμβρυον θα την εσκέπαζεν η «μαύρη γης».
  Τέλος, η γραία απέκαμε. Η βάρκα έγινεν άφαντη…Και η σύζυγος του υιού της εγέννησεν ….άρρεν. Ω! το στρίγλικο, το κακοπόδαρο, ω! το γρουσούζικο, οπού ψωμόφαγε τον πατέρα του! Πνίξτε το! Σκοτώστε το! Τι το φυλάτε; Πετάτε το στο γιαλό, να πα να βρει τον πατέρα του! Κ’αυτή, η γουρουνοποδαρούσα η μάννα του, αυτή η πρωτάρα, η στερεμένη, αυτή η λεχώνα η λοχεμένη!... Ημπορείς, μαμμή, να την καρυδοπνίξεις, κειδά που θα ψοφολογήσει, στο κρεβάτι της, να στραμπουλήξεις με τη χεράρα σου και της κλήρας το λαιμό, να πούμε πως εγεννήθηκε παθαμένο το παιδί, και πως η μάννα ετελείωσε, καθώς κάθισε στα σκαμνιά, ημπορείς;

* * *

Δεν την εσκέπασεν η μαύρη γης την ταλαίπωρον μητέρα ομού με τον καρπόν των σπλάχνων της, και το πέλαγος ίλεων δεν έπνιξε τον πατέρα. Ο Πλαντάρης είχε τελειώσει προ πολλού την προσευχήν του, και ο μικρός ναύτης, ο Τσότσος, είχε φορέσει εκ νέου το υποκάμισον και την περισκελίδα του. Ο ζωέμπορος ο Πραματής επείσθη ότι ήτο καλός χριστιανός και ότι ήτο προωρισμένος να ταφεί εις ευλογημένον χώμα. Ο άνεμος είχε κοπάσει περί το δειλινόν, και ο κυβερνήτης ανέλαβε το κράτος του επί του μικρού σκάφους. Έπιασε δυνατά το τιμόνι και με τα πολλά ορτσαρίσματα ήλθεν η φελούκα εις μέρος απαγγερόν, δίπλα εις την ξηράν, ολίγα μίλια απώτερον του μικρού όρμου. Δια τούτο η βάρκα είχε γίνει άφαντος εις τα όμματα της Πλανταρούς, ήτις δεν είχε παύσει ν’αγναντεύει από το ύψος του εξώστου. Έφθασε δε ασφαλώς εις τον όρμον, ευθύς ως έπεσεν εντελώς ο άνεμος, βασίλευμα ηλίου.
Δεύτερα συχαρίκια επήραν της Πλανταρούς. Ο υιός της, αποστάζων άλμην, κατάκοπος, θαλασσοπνιγμένος, έφθασεν εις το σπιτάκι, άμα ενύκτωσε, κι εκεί μόνον έμαθε την ευτυχή είδησιν, ότι η συμβία του τού είχε γεννήσει κληρονόμον.

* * *
 Την επαύριον ήσαν Φώτα. Την άλλην ημέραν Ολόφωτα. Την εσπέραν της μεγάλης εορτής, άμα τη τριημερεύσει της λεχούς και του παιδίου, έβαλαν την σκαφίδα κάτω εις το πάτωμα και εγέμισαν με χλιαρόν νερόν βρασμένον με δάφνας και με μύρτους. Επρόκειτο να τελέσουν τα «κολυμπίδια» του παιδίου.
Η καλή μαμμή, η Μπαλαλού, εξήπλωσε το βρέφος μαλακά επί των ηπλωμένων κνημών της και ήρχισε να λύει τα σπάργανα. Είχε νυκτώσει. Μία λυχνία και δύο κηρία έκαιον επί χαμηλής τραπέζης. Το παιδίον, παχύ, μεγαλοπρόσωπον, με αόριστον ροδίζοντα χρώτα, με βλέμμα γαλανίζον και τεθηπός, ανέπνεε και ησθάνετο άνεσιν, καθ’όσον απηλλάσσετο των σπαργάνων.
Εμειδία προς το φως, το οποίον έβλεπε, κι έτεινε την μικράν χείρα δια να συλλάβει την φλόγα. Την άλλην χείρα την είχε βάλει εις το στόμα του, κι επιπίλιζε, επιπίλιζε. Τι ησθάνετο; Απερίγραπτον.
Η καλή μαμμή αφήρεσεν όλα τα σπάργανα, απέσπασεν αβρώς την φουστίτσαν και το υποκάμισον του βρέφους και το έρριψεν απαλώς εις την σκαφίδα. Ήρχισε να το πλύνει και να αφαιρεί τα άλατα, με τα οποία το είχε πιτυρίσει κατά την στιγμήν της γεννήσεως, αφού το είχε αφαλοκόψει. Αφήρεσε και το βαμβάκιον, με το οποίον είχε περιβάλει τας παρειάς και την σιαγόνα του παιδίου, δια να κάμει άσπρα γένεια.
Έλαβε την «μασά», την σιδηράν λαβίδα, από την εστίαν και την έβαλε μέσα εις την σκάφην, δια να γίνει το παιδίον σιδεροκέφαλον.
Το βρέφος ήρχισε να κλαυθμυρίζει, ενώ η μαμμή εξηκολούθει να το πλύνει μαλακά και να το υποκορίζεται άμα: «Όχι, χαδούλη μ’, όχι, χαδιάρη μ’! όχι κεφαλά μ’, πάπο μ’, χήνο μ’!» Και συγχρόνως ο πατήρ, η μήτηρ, η μαμμή, η Πλανταρού και άλλοι συγγενείς και φίλοι παρόντες, έρριπτον αργυρά νομίσματα, δια ν’ ασημώσουν το παιδίον. Τα απέθετον αβρώς επί του στέρνου και της κοιλίας του βρέφους, και ολισθαίνοντα έπιπτον εις τον πάτον της σκάφης.
Το παιδίον δεν έπαυε να κλαίει, και η μαμμή το εκολύμβιζεν ακόμη, το εκολύμβιζεν. Κολύμβα, τέκνον μου, εις την σκάφην σου, κολύμβα και απόβαλε την άλμην σου εις το γλυκόν νερόν. Θα έλθει καιρός ότε θα κολυμβάς εις το αλμυρόν κύμα, καθώς εκολύμβησεν όλος, χθες ακόμη, ο πατήρ σου με την σκάφην του. «Φωνή Κυρίου επί των υδάτων, ο Θεός της δόξης εβρόντησε, Κύριος επί των υδάτων πολλών».

* * *

Την επαύριον, εορτήν της Συνάξεως του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, έμελλε να βαπτισθεί το παιδίον, επειδή είχε συμβεί να γεννηθεί ούτω τας παραμονάς της εορτής, πριν περάσουν όλως τα Φώτα. Αλλά την εσπέραν, μετά τα κολυμπίδια, δείπνον παρετέθη εις την οικίαν. Η μαμμή εμάζωξε μετά προσοχής, όλα τα αργυρά κέρματα, ημιτάλληρα και σβάντζικα και δραχμάς, τα εκομβόδεσεν εις το μανδήλιόν της, ενώ οι παρεστώτες εφώναζαν γύρωθεν: «Να ζήσει! σιδεροκέφαλος!» και επηύχοντο εις την μαμμή «καλή ψυχή».
Είτα η Μπελαλού εσπόγγισε καλώς το παιδίον με μέγα λευκόν προσόψιον, του εφόρεσε καινούργιον καθαρόν υποκάμισον και ποδίτσαν, το ανέκλινεν επί των κνημών της, και ήρχισε να το περιβάλλει με τα σπάργανα.
Ο ζωέμπορος, ο Πραματής, είχεν έλθει εις τα κολυμπίδια, και εδήλωσεν ότι επεθύμει να γίνει ανάδοχος του βρέφους, εις μνήμην του προχθεσινού εν θαλάσση κινδύνου και της διασώσεως.
Ο μικρός ναύτης, ο Τσότσος, είχεν έλθει έως την θύραν, και ίστατο θεωρών μακρόθεν την τελετήν του κολυμβήματος. Ο γείτων, ο Δημήτρης ο Σκιαδερός, πρωτοξάδελφος του Κωνσταντή του Πλαντάρη, δεν είχε φανεί εις την οικίαν από πέρυσι, από την ημέραν του γάμου. Αλλά την εσπέραν ταύτην επήρε την γυναίκα του την Δελχαρώ και τα παιδιά του, εκ των οποίων δύο εκράτει αυτός αρμαθιαστά από την μίαν χείρα, το εν πενταετές και το άλλο τετραετές, τρίτον διετές, έφερεν υπό την μασχάλην, εν πενταμηνίτικον βρέφος εβύζαινεν εις τους κόλπους της η γυνή του, και δύο άλλα επτά και οκτώ ετών την ηκολούθουν κρατούμενα από το φουστάνι της, κι επαρουσιάσθη χαμογελών, χαίρων δια την χαράν του συγγενούς του, γεμάτος ευχάς και συγχαρητήρια.
Εκάθισαν όλοι εις την τράπεζαν. Δεξιά η Μπαλαλού, η μαμμή, αριστερά η μπροσθινή, η Σωσάννα, καταμεσής ο πατήρ του νεογνού. Δεξιόθεν της Σωσάννας η Πλανταρού, κατόπιν ο ζωέμπορος ο Πραματής και δύο τρεις άλλοι. Το λοιπόν του χώρου κατείχετο από τον Δημήτρην τον Σκιαδερόν και από την φαμελιά του.
Ήρχισαν να τρώγουν. Τα παιδιά του Δημήτρη του Σκιαδερού δεν εταιριάζοντο εύκολα. Εφώναζαν, εγρίνιαζαν, κι εθορυβούσαν. Το ένα ήθελε τσιτσί, δεν ήθελε μαμμά. Το τρίτον, κλαυθμηρίζον, εζήτει βρυ. Το τέταρτον ήθελε γλυκό, δεν του ήρεσε το τυρί. Η ταλαίπωρος η λεχώ υπέφερε κάπως από τον θόρυβον.
Ήρχισαν αι προπόσεις. Ηύχοντο εις τον πατέρα να του ζήσει, και εις την λεχώ «καλή σαράντιση». Πρώτη έπιεν η μαμμή, δεύτερος ο πατήρ, τρίτη η γραία Σωσάννα, η μπροσθινή.
Όταν ήλθεν η σειρά της Πλανταρούς να πίει εις την υγείαν της νύμφης της, ευχήθη με τρεις διάφορους τόνους φωνής·
– Εβίβα, νύφη, με το καλό να σαραντίσεις… Κι ό,τι είπα, παιδάκι μ’…αστοχιά στο λόγο μου!

(1894)  
 α.π

Καντάτα
Ἕνα περίεργο ἐπεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στὶς ἐφημερίδες,
ἕνας ἄντρας πῆγε σ᾿ ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ «σπίτια»,
πῆρε μιὰ γυναῖκα,
μὰ μόλις μπαίνουν στὸ δωμάτιο,
ἀντὶ νὰ γδυθεῖ καὶ νὰ ἐπαναλάβει τὴν αἰώνια κίνηση,
γονάτισε μπροστά της, λέει, καὶ τῆς ζητοῦσε νὰ τὸν ἀφήσει
νὰ κλάψει στὰ πόδια της. Ἐκείνη βάζει τὶς φωνές,
«ἐδῶ ἔρχονται γιὰ ἄλλα πράγματα»,
οἱ ἄλλοι ἀπ᾿ ἔξω δώστου χτυπήματα στὴν πόρτα.
Μὲ τὰ πολλὰ ἄνοιξαν καὶ τὸν διώξανε μὲ τὶς κλωτσιὲς
— ἀκοῦς ἐκεῖ διαστροφὴ νὰ θέλει, νὰ κλάψει μπρός σε μιὰ γυναῖκα.
Ἐκεῖνος ἔστριψε τὴ γωνία καὶ χάθηκε καταντροπιασμένος.
Κανεὶς δὲν τὸν ξανάδε πιά.
Καὶ μόνο ἐκείνη ἡ γυναῖκα,
θὰ ᾿ρθεῖ ἡ ἀναπότρεπτη ὥρα μιὰ νύχτα, ποὺ θὰ νοιώσει τὸν τρόμο ξαφνικά,
πῶς στέρησε τὸν ἑαυτὸ τῆς ἀπ᾿ τὴν πιὸ βαθιά,
τὴν πιὸ μεγάλη ἐρωτικὴ πράξη
μὴν ἀφήνοντας ἕναν ἄντρα νὰ κλάψει στὰ πόδια της.
τ.λ

LUZ CASAL - LA PASIÓN - "ALMA MÍA"

Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2013

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2013


Επέστρεφε

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με --
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ' επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ' αισθάνονται τα χέρια σαν ν' αγγίζουν πάλι.

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται....

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1912

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013

Με αυτη τη δυναμη, με αυτη την αισθητικη, την μαγεία, τα φτερα, το Πάθος, να Αξιωθούμε να πορευόμαστε τον νεο χρονο.

Bolero - Maya Plisetskaya part 2

Bolero - Maya Plisetskaya part 1