Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2009

Πεθαίνω σα χώρα.....ΑΛΛΑ

(...) "...Μισώ αυτή τη χώρα. Μου έφαγε τα
σπλάχνα. Γράφω σʼ εσένα γιατί μαζί ποθήσαμε
να είναι γόνιμα αυτά τα σπλάχνα, κι αυτός ο
πόθος μάς ένωσε νύχτες και νύχτες… και σʼ άλλες
ώρες της μέρας, όταν ξαφνικά γινόταν ένα θαύμα
και ξεχνούσαμε τον τρόμο που έτρεχε στους δρό-
μους καθώς μες στις φλέβες μας… τα εφιαλτικά
δελτία ειδήσεων που μας εμπόδιζαν ακόμα και
να κοιταζόμαστε… διαβασμένα από θεότρελους
εκφωνητές… τα ουρλιαχτά που σκέπαζαν ακόμα
και τις σειρήνες των ασθενοφόρων… Ποτέ δε θα
το πίστευα πως η ανθρώπινη φωνή μπορεί να
φτάσει σε τέτοια ύψη… να είναι τόσο απύθμενη…
να προκαλεί τόση αναστάτωση με την επιβολή
της… Τέλος πάντων, ποτέ δε συνήθισα τους αν-
θρώπους αλλʼ αυτό είναι μια άλλη μου αναπηρία.
Βιάζομαι τώρα να σου πω μερικά πράγματα κι
αυτά τα λόγια θα είναι και τα τελευταία που
θα ʼχεις από μένα. Μισώ αυτή τη χώρα. Μου
έφαγε τα σπλάχνα. Μου τα ʼφαγε. Τη μισώ. Ναι,
τη μισώ, τη μισώ. Δεν μπορεί μια γυναίκα να
ζήσει με τέτοια σπλάχνα μέσα της. Όσο το σκέ
φτομαι, μου ʼρχεται να ξεράσω τον ίδιο τον εαυτό
μου. Νιώθω σαν ξέρασμα. Μπορεί και να ʼμαι.
Μια γυναίκα… δεν είναι σα μια χώρα που αξιο
ποιεί τα ερείπιά της, τους τάφους της… που τα
ξεπουλάει όλα για εθνικό συνάλλαγμα… ζώντας
απʼ αυτά. Εγώ δε θέλω να ʼμαι χώρα. Δεν είμαι
χώρα. Δε θέλω να είμʼ αυτή η χώρα. Αυτή η χώρα
είναι νεκρόφιλη, γεροντόφιλη, κοπρολάγνα, σο
δομίστρια, πουτάνα, μαστροπός και φόνισσα.
Εγώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω,
θα ʼθελα να ζήσω, θα ʼθελα να μπορούσα να ζήσω,
θα ʼμουν ευτυχισμένη τώρα αν ήθελα να ζήσω…
όμως αυτή η χώρα δε μʼ αφήνει να το θέλω, δε
μʼ αφήνει να είμαι η ζωή, να δίνω τη ζωή. Έχει
φάει σαν καρκίνος τα βυζιά μου, τα μυαλά μου,
τα έντερά μου, έχει κατεβάσει όλες της τις πέ
τρες στα νεφρά μου και τα ʼχει ρημάξει, έχει
μαγαρίσει όλες τις πηγές απʼ όπου θα ʼτρεχε το
γάλα μου, έχει μαζέψει όλο της το χώμα μες
στις φλέβες μου και μου ʼχει σαπίσει το αίμα,
έχει κάτσει όλη πάνω στην καρδιά μου και την
έχει κουρελιάσει απʼ τα εμφράγματα και τις εμ
βολές, κάθε θεσμός της κι ένα έμφραγμα, κάθε
νόμος της και μια εμβολή, τα ήθη της μου ʼχουν
σμπαραλιάσει τα πνευμόνια, η ιστορία της με
κάνει να τρέμω συνεχώς ολόκληρη σα να έχω
προσβληθεί από την πάρκινσον, ο πολιτισμός της
μʼ έχει ξεπατώσει, μʼ έχει ξεθεώσει, δεν πάει άλ
λο, η θέση της η γεωγραφική είναι το άσθμα
μου, ολόκληρο το σχήμα της άλλοτε απλώνεται
πάνω στο σώμα μου σα γιγαντιαίος έρπης ζωστήρ
και με τρελαίνει… κι άλλοτε παίρνει τη μορφή
τσουγκράνας και μπήγεται στα μάτια μου, τερά
στιας βελόνας και μου τρυπάει το κρανίο, βρά
χου ολόκληρου που κρέμεται από την άκρη των
μαλλιών μου και με παρασέρνει σε μια θάλασσα πικρών δακρύων… κι όλο νιώθω στον τράχηλό
μου το ζυγό της κι όλο δένει τη γλώσσα μου το
τραύλισμά της κι όλο μου φέρνει κρύα ρίγη η
χυδαιότητά της… η προσήλωσή της στα φαντά
σματά της, οι υπεκφυγές της, οι αντιγραφές της,
τα φρακαρισμένα της μυαλά, τα πτώματά της,
τα κιβούρια της, τα εγκλήματά της… Αυτή η
χώρα είναι το χτικιό μας. Θα μας πεθάνει, θα
μας ξεκάνει. Πώς θα γλιτώσουμε; Μας πίνει
το αίμα, μας το πίνει. Δε μʼ αφήνει πια ούτε να
κοιμηθώ, μου έχει κλέψει και τον ύπνο. Πώς θα
ζήσω χωρίς ύπνο; Δε θα ζήσουμε… όλο το σπέρ
μα όλων των αντρών της γης δε θα μπορούσε να
ζωντανέψει εκείνη την κόχη του κορμιού μου
απʼ όπου ξεκινάει η ανθρώπινη ζωή… Έχεις α
δειάσει όλη τη ζωή σου μέσα μου αλλά μʼ έχεις
αφήσει χωρίς ζωή… Κι εσύ δεν μπορείς. Μʼ έχεις
σπείρει μα ο σπόρος σου δεν πρόκειται ποτέ να
πιάσει, δεν μπορεί πια ο σπόρος σας να πιάσει…
δε θα ξαναβγεί ποτέ πια ζωή από μέσα μας… Το
παλιογύναικο. Ένα θα ʼθελα, να την είχα μπρο
στά μου και να την έσφαζα με τα ίδια μου τα
χέρια. Αχ, θε μου, να μπορούσα να τη σκοτώσω.





Κατάφερε οι δολοφόνοι της να φτάσουν ως τις
μήτρες μας και να τις σκάψουν σαν τάφους, τα
γουρούνια, τα γουρούνια, είνʼ όλοι τους γουρού
νια, από ποιον νʼ αρχίσω και σε ποιον να τελειώ
σω, όλοι τους δολοφόνοι, όλοι τους, αυτοί με
κάνουν να νιώθω την ανάγκη για το πιο μεγάλο έγκλημα,
για μια ατέλειωτη σφαγή, ατέλειωτη
σφαγή… αχ, πώς αντέχουμε δω μέσα, πώς δε
μας τρελαίνει ακόμα αυτή η παλιοσκύλα, αυτή
η γκαρότα, αυτό το στραγγουλατόριουμ, σωστή
αγχόνη… με τους επίσημους μαχαιροβγάλτες της
που βγάζουν επίσημους λόγους σʼ επίσημες τελε
τές μπρος σʼ επίσημους μαχαιροβγάλτες… Ο
κάθε πόρος της είναι και μια τσέτα, κάθε γωνιά
της κι ένα λάζο, κάθε χιλιοστό της και μια τσά
κα, είναι γεμάτη ξόβεργες θανάτου και κοφτε
ρούς σουγιάδες, άντρο φονιάδων, απατεώνων και
ηλιθίων, λημέρι άναντρων γαμιάδων κι ανίκανων
σωματεμπόρων, μας πατάει το κεφάλι μέσα στα
σκατά της, μας δίνει λυσσασμένες κλωτσιές στʼ αρχίδια,
μας λιώνεις, μωρή, μας στραγγίζεις,
μας ρημάζεις, μας διχάζεις, μας πνίγεις, μας
καταδικάζεις, μας πεθαίνεις, μας πεθαίνεις,
σκρόφα, ξεπουλημένη, μολυσμένη, ψειριάρα, φαρ
μακοδότρα, φιδομάνα, λύκαινα, γύφτισσα, αιμο
μίχτρα, που όλο μαϊμουδίζεις και παπαγαλίζεις,
κατσικοπόδαρη, δίσεχτη, κακορίζικη, δε σε μπο
ρώ, δεν τη μπορώ, τη δολοφόνα, την παιδοκτό
να, τη ζαβή, τη χολεριασμένη, τη στραβοκάνα,
τη ζαβή, το τσόκαρο, την παλιόγρια, την πα
λιόγρια, που κακό χρόνο να ʼχει, δεν αντέχω πια
τίποτα δικό της, τίποτα, τίποτα, τη μισώ, τη
μισώ, αχ, αχ, σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ, σε
μισώ, θα πεθάνω, τέρας, και θα εξακο
λουθώ να σε μισώ, ναι, το μίσος βράζει μέσα
μου, θέλω να γράψω τους ανάποδους ύμνους
απʼ αυτούς που γράφτηκαν ως τώρα γιʼ αυτήν,
λέξη προς λέξη να την τουφεκίσω και να την
παραχώσω σα σκυλί με τα ίδια μου τα χέρια…
Δεν είμαι πια γυναίκα… Ούτε κι εσύ πια είσαι
άντρας… Μας τα πήρε όλʼ αυτή… Τι θα μείνει
όμως απʼ αυτήν χωρίς εμάς; Τι θα είνʼ αυτή όταν
δεν θα ʼχει μείνει τίποτʼ από μας;… Το χώμα της
έχει πάρει το σχήμα μου… Το σώμα μου έχει
πια τις διαστάσεις της… Έχω μέσα μου τη μοίρα
της… Πεθαίνω σα χώρα..."(...)



A Λ Λ Α

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου