Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2009

τη γλωσσα μου εδωσαν ελληνικη

Θεωρίες για τη θέση της γλώσσας στην κοινωνία


Η γλώσσα σαν κοινωνικό φαινόμενο είναι ένα δημοφιλές θέμα για προβληματισμό από αρχαιοτάτων χρόνων. Η εξέχουσα θέση της γλώσσας ανάμεσα στις εκδηλώσεις του ανθρώπινου πνεύματος και ο καταλυτικός της ρόλος στην διαμόρφωση των κοινωνικών δομών και σχέσεων κεντρίζει την περιέγεια της εκάστοτε διανόησης -και όχι μόνο. Για την γλώσσα κυριολεκτικά υπάρχουν αναρίθμητες απόψεις, οπτικές και κρίσεις. Από την αρχαιότητα διάφοροι φιλόσοφοι προσπάθησαν να διακρίνουν την φύση της και να προσδιορίσουν τον ακριβή της ρόλο.
Βέβαια πρώτη από όλες ασχολήθηκε η θρησκεία με το φαινόμενο της γλώσσας. Ο μύθος του πύργου της Βαβέλ δεν είναι ο μόνος σχετικός με τη γλώσσα. Σχεδόν κάθε θρησκεία έχει και από ένα μύθο που περιγράφει την διαδικασία απόκτησης/εφεύρεσης της γλώσσας αλλά και της γραφής. Ο μύθος της Βαβέλ, στα πρότυπα του οποίου κινούνται και οι μύθοι πολλών ευρωπαϊκών και μη λαών, έχει δυο βασικές συνισταμένες οι οποίες εν πολλοίς επανεμφανίζονταν σε πολλές διαδεδομένες θεωρίες μέχρι και τον 19ο αιώνα.
Συγκεκριμένα από την ιστορία της Βαβέλ προκύπτουν δυο "αλήθειες". Πρώτον ότι η υπήρχε η μια, η αληθινή γλώσσα του θεού της οποίας οι όροι απέδιδαν ακριβώς το νόημα των σημαινόμένων. Αυτή η γλώσσα χάθηκε εξαιτίας της ύβρεως των ανθρώπων και πλέον οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να χρησιμοποιούν πολλά, διαφορετικά μεταξύ τους "κακέκτυπα" της γλώσσας αυτής. Δεύτερον υποδηλώνεται η πεποίθηση ότι το περιβάλλον του ανθρώπου και γενικά ο κόσμος των εμπειριών του γίνεται αντιληπτός με τον ίδιο τρόπο από όλους απλά η κάθε γλώσσα αποδίδει διαφορετικά και με διαφορετική επάρκεια αυτό το περιβάλλον. Αυτή η πεποίθηση αν απλώς υποδηλώνεται στον μύθο της Βαβέλ, τότε γίνεται φανερή στην Γένεση όπου εμφανίζεται ο θεός να καλεί τον Αδάμ να ονοματοθετήσει τα ζώα. Αλλά και στην ελληνική μυθολογία εμφανίζεται το ίδιο μοτίβο της ονοματοθεσίας με τον μύθο του Προμηθέα. Γνωστή είναι βέβαια και η ανάλυση του Πλάτωνα στην Πολιτεία του, όπου η γλώσσα αντιμπετωπίζεται ως ένας ταξινομητικός κατάλογος σταθερών και απαράλλαχτων εννοιών (των ιδεών).
Αυτή η αντίληψη πλέον έχει εγκαταλειφθεί σχεδόν από τη στιγμή της γέννησης της γλωσσολογίας. Πλέον η γλώσσα αντιμετωπίζεται από μεγάλη μερίδα αναλυτών ως καθρέφτης της κοινωνίας που την χρησιμοποιεί και την διαμορφώνει. Η σχέση όμως αυτή είναι αμφίδρομη- δηλαδή σύμφωνα με κάποιους (δόγμα Sapir-Whorf) και η ίδια η γλώσσα που χρησιμοποιούμε πολλές φορές καθορίζει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Αν συνοπολογιστεί και το γεγονός ότι κάθε γλώσσα θεωρείται καταρχήν ως η καταλληλότερη για τους ομιλητές της τότε γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η γλώσσα συνδέεται άμεσα με τις κοινωνικές συνθήκες που τη γεννούν.
Για να γίνει καλύτερα κατανοητή η παραπάνω θέση θα παρατεθούν δυο παραδείγματα. Το πρώτο παράδειγμα αφορά την αντίληψη των χρωμάτων. Yπάρχουν πολλές γλώσσες οι οποίες δεν έχουν λέξη για το κόκκινο, άλλες για το κίτρινο κτλ. Μάλιστα έχει παρατηρηθεί ότι η αναγνώριση χρωμάτων ακολουθεί συγκεκριμένους κανόνες. Το γεγονός λοιπόν ότι μια γλώσσα δεν έχει λέξη για το κόκκινο δεν σημαίνει ότι είναι "πρωτόγονη" ή ότι είναι λειψή αλλά ότι δεν χρειάζεται να έχει λέξη για το κόκκινο. Η κοινότητα που χρησιμοποιεί την συγκεκριμένη γλώσσα δεν ένιωσε την ανάγκη να ξεχωρίσει το συγκεκριμένο χρώμα και πολύ απλά το "συγχέει" με ένα άλλο (όπως στην ελλάδα δεν έχουμε ξεχωριστή λέξη για το λαχανί που έχει ένα λάχανο μόλις αρχίσει να σαπίζει και το "συγχέουμε" με το κανονικό λαχανί). Η συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα λοιπόν της γλώσσας αφενός οφείλεται στις κοινωνικές συνθήκες (που δεν ευνοούν την διάκριση του κόκκινου) αλλά επηρεάζει και την αντίληψη των μελλοντικών ομιλητών καθώς πλέον δεν μαθαίνουν να ξεχωρίζουν το κόκκινο.
Ένα λιγότερο ακραίο παράδειγμα αφορά το λεξιλόγιο των Εσκιμώων για το χιόνι. Ενώ οι ελληνικές λέξεις για τα καιρικά φαινόμενα που σχετίζονται με την χιονόπτωση περιορίζονται στις 5-6 (χιόνι, χιονόνερο, χιονοθύελλα κτλ), στην εσκιμώικη γλώσσα λέγεται ότι υπάρχουν 25 διαφορετικοί όροι για την χιονόπτωση. Αυτή η "έλλειψη" λοιπόν της ελληνικής πιθανότατα οφείλεται στο κλίμα που επικρατεί στην Ελλάδα και στις επικοινωνιακές ανάγκες που απορρέουν από αυτό.
Η σύγχρονη δομιστική αντίληψη λοιπόν που κυριαρχεί για τη γλώσσα και για τη σχέση με τον αισθητό κόσμο είναι η εξής: το περιβάλλον γύρω μας είναι ένα τεράστιο συνεχές το οποίο εμείς με την βοήθεια της γλώσσας κατανέμουμε και κατηγοριοποιούμε. Η γλώσσα δεν έρχεται απλά να ονοματοθετήσει ήδη διαμορφωμένες κατηγορίες και ταξινομήσεις αλλά συμβάλλει και αυτή στην ταξινόμηση των εμπειριών μας.



Το μεταβλητό του γλωσσικού σημείου/γλωσσική μεταβολή


Η γλωσσική μεταβολή είναι ένα ακόμα εγγενές χαρακτηριστικό της ανθρώπινης γλώσσας. Η γλωσσική μεταβολή είναι καθολική για κάθε ζωντανή φυσική γλώσσα και δεν πρέπει να αξιολογείται ούτε ως θετική ούτε ως αρνητική, αλλά ως αναπόφευκτη εξέλιξη. Έτσι, οποιεσδήποτε αξιολογικές αντιλήψεις και απόψεις σχετικά με την αλλαγή μιας γλώσσας δεν οφείλονται σε γλωσσολογικά δεδομένα αλλά σε ιδεολογίες, κοινωνικές, εθνικές κτλ.
Η γλωσσική αλλαγή οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, οι οποίοι θα μπορούσαν να διακριθούν σε εξωτερικούς και εσωτερικούς. Ως αλλαγές οφειλόμενες σε εξωτερικούς παράγοντες θα μπορούσαν να θεωρηθούν αλλάγες που πηγάζουν από αλληλεπιδράσεις μεταξύ δύο γλωσσών. Ο συνηθέστερος τρόπος για να επηρεάσει μια γλώσσα την άλλη είναι ο δανεισμός. Για παράδειγμα μπορούμε να πούμε ότι η γλωσσική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο αποδίδεται η έννοια "σπίτι" στα ελληνικά, δηλαδή η σταδιακή αντικατάσταση της λέξης <οίκος>/<οικία> με τη λέξη <σπίτι> οφείλεται στην επίδραση της λατινικής (συγκεκριμένα της λέξης hospitium).
Συχνά, όμως, τα αίτια της γλωσσικής μεταβολής εντοπίζονται εσωτερικά, μέσα στο ίδιο το σύστημα μιας γλώσσας. Το γεγονός δηλαδή ότι ο νεοέλληνας διαβάζει την λέξη "ειρήνη" ως /i'rini/ ενώ ο αρχαίος έλληνας θα την διάβαζε ως /eirεέnεε/ οφείλεται στον εσωτερικό παράγοντα της αλλαγής στο φωνητικό σύστημα της ελληνικής. Η αδυναμία της γλώσσας να αντισταθεί στην γλωσσική μεταβολή, στη μεταβολή τόσο της φωνητικής αναπαράστασης της ίδιας σημασίας, όσο και της σημασιοδότησης της ίδιας μορφής, αποτελεί απόρροια, αλλά και απόδειξη, της συμβατικότητας του γλωσσικού σημείου.

Απο Βικιπαιδεια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου