Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Θανάσης Παπακωνσταντίνου - αερικό

κατι μου λεει πως θα ειναι απο τις πιο ενδιαφερουσες χρονιες, η επόμενη. κατι μου λεει πως θα δουμε σταχτες αλλα και δεντρα να φυτρωνουν. κατι μου λεει πως θα Αληθεψουμε.δεν ξερω αν θα μας επιτρεπεται να ..αλητεψουμε. Αλλα ο νους θα ταξιδευει στα δικα μας. ποια ειναι αυτα; τιποτα αλλο απο κεινα που αγαπησαμε.

Καλη χρονια!

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

Aut viam inveniam aut faciam!

Ἦταν ἕνας βιολιστὴς μὲ παρδαλὰ ροῦχα καὶ μὲ ὑψηλὸ σκοῦφο. Στὸ λαιμό του κρατοῦσε σφιγμένο τὸ βιολί του καὶ μὲ τ᾿ ἄλλο χέρι τὸ δοξάρι. Κουρδιζόταν κι ἔπαιζε σὰν ἀληθινὸς βιολιστής.
Κι ὅμως δὲν ἦταν ἀληθινός. Ἦταν ἀπὸ ξύλο. Ἀπὸ ἕνα πολὺ σπάνιο ὅμως ξύλο: τὸ ξύλο τῆς Ἀγάπης. Τί εἶναι αὐτὸ τὸ ξύλο κι ἀπὸ τί δένδρο κόβεται δὲν ξέρω. Ξέρω μόνο πὼς κάθε τί τὸ καμωμένο ἀπὸ τέτοιο ξύλο μπορεῖ ν᾿ ἀγαπήση σὰν ζωντανὸς ἄνθρωπος.
Ὁ βιολιστὴς ἅμα ἦρθε στὸν κόσμο ἐτυλίχθηκε μέσα σὲ χαρτί, ἐκλείσθηκε σὲ χονδρὸ κουτὶ κι ἐστάλη σ᾿ ἕνα ἐμπορικὸ γιὰ νὰ πουληθῆ σὰν νὰ ἦταν σκλάβος ὁ κακόμοιρος.
Ὁ ἔμπορος τὸν ἔβαλε στὴν βιτρίνα. Ἐκεῖ τὸν ἔβλεπαν οἱ διαβάτες καὶ ἔβλεπε κι αὐτός, χωρὶς νὰ καταλαβαίνουν ἐκεῖνοι ὅτι ἦταν κρυμμένη ζωὴ στὸ ἄψυχο ξύλο. Ὁ ἔμπορος κάποτε τὸν ἐκούρδιζε καὶ τότε πιὰ μαζευόταν κόσμος πολύς, πρὸ πάντων παιδιά, κι ἄκουαν μὲ θαυμασμὸ τὴ γλυκειὰ φωνὴ τοῦ βιολιοῦ του. Κι αὐτὴ ἡ φωνὴ εἶχε κάτι ξεχωριστό, κάτι ποὺ ἔφτανε ὡς τὴν καρδιά.
Ὅλο ἐνόμιζαν πὼς ὁ τεχνίτης εἶχε ἐπιτύχει τὴν μηχανή του. Δὲν ἤξεραν πὼς μέσα στὸ ἄψυχο ξύλο ἦταν κρυμμένη ζωή. Δὲν φαντάζονταν πὼς μόλις κουρδιζόταν ἡ μηχανὴ ὁ βιολιστὴς ἔπαιζε τὸ βιολί του μόνος μὲ τὴ δύναμη τῆς ἀγάπης ποὺ εἶχε μέσα του.
Ἀλλὰ δὲν ἔπαιζε γιὰ κείνους ποὺ μαζεύονταν κι ἔχασκαν ἔξω ἀπὸ τὴ βιτρίνα. Οὔτε τοὺς λογάριαζε οὔτε τὸν ἔμελλε. Ἔπαιζε μονάχα γιὰ τὴν ἀγάπη του. Κι ἡ ἀγάπη του ἦταν μία ὡραία κούκλα ὑψηλότερη ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες, λυγερή, ξεχωριστὴ στὴ χάρη, μὲ κατακόκκινο φόρεμα στηλωμένη ἀντίκρυ του στὴν ἴδια βιτρίνα τοῦ ἐμπορικοῦ.
Ὁ βιολιστὴς αὐτὴν ἀντίκρυσε πρώτη ἅμα βγῆκε στὸ φῶς τῆς ἡμέρας ἀπὸ τὸ χονδρὸ κουτί του καὶ σ᾿ αὐτὴν ἐχάρισε ὅλη τὴν ἀγάπη ποὺ εἶχε μέσα του. Ἄλλος κόσμος δὲν ὑπῆρχε ἐκτὸς τῆς κούκλας. Ἐζοῦσε πιὰ γι᾿ αὐτήν. Ἀλλὰ κι ἐκείνη βέβαια τὸν ἀγαποῦσε. Ἂν δὲν τὸν ἀγαποῦσε, τότε γιατί δὲν ξεκολλοῦσε τὰ μάτια της ἀπὸ πάνω του, τὰ φωτερά της ἐκεῖνα μάτια ποὺ τὸν ἔκαιαν; Ἂν δὲν τὸν ἀγαποῦσε γιατί δὲν ἐγύριζε κἂν νὰ ἰδῆ ἕναν ξανθὸ ἀξιωματικὸ ποὺ ἐπάνω στὸ ξύλινο ἄλογό του καθισμένος εἶχε γυρισμένο τὸ κεφάλι πρὸς τὸ μέρος της ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ τὸν ἔβαλε ἐκεῖ ὁ ἔμπορος; Ἂν δὲν τὸν ἀγαποῦσε, γιατί χαμογελοῦσε ἀπὸ εὐχαρίστηση ὅταν ἔπαιζε τὸ βιολί του, σὰν νὰ καταλάβαινε πὼς μόνο γι᾿ αὐτὴν ἔπαιζε;
Τὸν ἀγαποῦσε, τὸν ἀγαποῦσε. Ὅλα αὐτὰ ἦσαν φανερὰ σημάδια. Ὁ βιολιστὴς ἕνα φόβο εἶχε μέσα στὴν εὐτυχία τῆς ἀγάπης του: μήπως τοὺς χωρίσουν. Πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ ζήση χωρὶς αὐτή; Καὶ τί τὴν ἤθελε τὴ ζωή;
Μὰ ἡ τύχη ποὺ προστατεύει ὅλους τοὺς ἐρωτευμένους δὲν ἄφησε ἀπροστάτευτο καὶ τὸν ξύλινο βιολιστή. Μιὰ μέρα, ἐνῶ ἔπαιζε μὲ ὄρεξη τὸ βιολί του, ἐπερνοῦσαν ἀπ᾿ ἔξω ἕνας ἡλικιωμένος κύριος καὶ μία μεσόκοπη κυρία.
-Τί ὡραῖα ποὺ παίζει αὐτός!, εἶπε ὁ κύριος. Μοὔρχεται νὰ τὸν ἀγοράσω τοῦ ἀνεψιοῦ μου.
Τὴν ἴδια στιγμὴ ἡ κυρία ἐκύτταξε τὴν κούκλα.
- Καὶ τί ὡραία ποὺ εἶναι κι αὐτή! Θὰ τὴν πάρω κι ἐγὼ τῆς ἀνεψιᾶς μου.
Γιὰ μία στιγμή, ὁ βιολιστὴς ἐνόμισε πὼς θὰ χωριζόταν πιὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη του καὶ τουρχόταν νὰ σκάση ἀπὸ τὸ κακό του. Ἐνῶ ὅμως τὸν ἐτύλιγε ὁ ἔμπορος στὸ χαρτί, κατάλαβε ἀπὸ τὴν ὁμιλία τῆς κυρίας ὅτι ὁ ἀνεψιὸς καὶ ἡ ἀνεψιὰ ἦσαν ἀδέλφια καὶ ὅτι ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες θὰ βρισκόταν πάλι κοντὰ στὴν ἀγαπημένη του κούκλα.
Ἔκαμε ὑπομονή, μὰ καὶ οἱ δυὸ μέρες, ποὺ ἔμεινε φυλακισμένος μέσα σ᾿ ἕνα σκοτεινὸ ντουλάπι, τοῦ φάνηκαν χρόνοι ἀτέλειωτοι. Συλλογιζόταν τί θὰ γινόταν μόνη ἡ ἀγαπημένη του, πὼς θὰ τὸν ἀναζητοῦσε, πὼς θὰ νόμιζε ὅτι δὲν θὰ τὸν ξανάβλεπε πιὰ καὶ θὰ σπαραζόταν ἀπὸ ἀπελπισία.
Κι ὁ καϋμένος ὁ βιολιστὴς ἐδάκρυζε τόσο πολὺ καὶ τόσο συχνά, ὥστε ὅταν τὸν ἐξετύλιξαν ἀπὸ τὸ χαρτὶ τὴν Πρωτοχρονιὰ ἀπὸ τὰ δάκρυα εἶχαν ξεβάψει τὰ μάτια του.
Βρέθηκε μέσα σὲ μιὰ σάλα φωτισμένη καὶ γεμάτη κόσμο. Τί τὸν ἔμελλε γιὰ τὸν κόσμο; Αὐτὸς ἐκύτταζε μόνο νὰ ἰδῆ ποὺ εἶνε ἡ ἀγάπη του. Κι ὅταν τὸν ἐκούρδισαν, ἔπαιξε μ᾿ ὅλη του τὴ δύναμη γιὰ νὰ τὸν ἀκούσῃ αὐτὴ καὶ νὰ χαρῇ. Τοῦ κάκου ὅμως, τοῦ κάκου! Ἡ ὥρα περνοῦσε κι ἐκείνη δὲν φαινόταν πουθενά. Ἦσαν ἄλλες κοῦκλες ἐκεῖ καθισμένες γύρω στὶς μεγάλες πολυθρόνες, ἀλλὰ καμμιὰ δὲν εἶχε τὴ χάρι τῆς ἀγαπημένης του. Ὁ βιολιστὴς ἄρχισε ν᾿ ἀπελπίζεται, ὅταν ξαφνικὰ πέρα ἐκεῖ πίσω ἀπὸ μία πόρτα τοῦ φάνηκε πὼς εἶδε τὴν ἄκρη ἑνὸς φορέματος καὶ τὸ φόρεμα αὐτὸ ἔμοιαζε πολὺ μ᾿ ἐκεῖνο τὸ κόκκινο ποὺ φοροῦσε ἡ ἀγάπη του. Πῶς, ἦταν λοιπὸν ἐκεῖ καὶ δὲν ἐγύριζε νὰ τὸν δῆ; Τί ἔκανε πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα; Μήπως τὸν ἐπερίμενε ἐπίτηδες ἐκεῖ, μακρυὰ ἀπὸ τὸν κόσμο; Ἐπλησίασε σιγὰ-σιγὰ μὲ λαχτάρα, μὲ καρδιοχτύπι. Καὶ τί εἶδε; Τὴν ἀγαπημένη του μαζὶ μὲ τὸν ξανθὸ ἐκεῖνον ἀξιωματικό, ποὺ δὲν ἐγύριζε ἡ ἄπιστη νὰ δῆ ὅταν ἦταν στὴ βιτρίνα τοῦ ἐμπορικοῦ. Καὶ τώρα θὰ κρυφομιλοῦσαν βέβαια οἱ δυὸ γλυκὰ-γλυκὰ ἐκεῖνος ἀπὸ τὸ ἄλογό του κι αὐτὴ στηλωμένη ὀρθὴ στὸν τοῖχο.
Ὁ βιολιστὴς ἄναψε ἀπὸ τὸν θυμό. Χωρὶς νὰ συλλογισθῆ τί κάνει, ἅρπαξε τὸ ξύλινο σπαθὶ ἀπὸ τὴ μέση τοῦ ἀξιωματικοῦ κι ἐπέρασε τὰ ἄπιστα στήθη τῆς κούκλας.
Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀνοιχτὴ πληγὴ ἐχύθηκε ξαφνικὰ κάτι ποὺ δὲν ἔμοιζε καθόλου μὲ αἷμα. Ὁ βιολιστὴς μὲ τ᾿ ἀγριεμένα μάτια του τὸ εἶδε καὶ τινάχθηκε πίσω...
- Τί! ἐφώναξε μὲ βραχνὴ φωνή. Καὶ τὴν εἶχα ἀγαπήσει τόσο, κι ἐνόμιζα ὅτι μ᾿ ἀγαποῦσε κι αὐτὴ ἐνῶ δὲν εἶχε μέσα στὰ στήθη της τίποτε ἄλλο ἀπὸ πίτουρα... πίτουρα!
Τὸ πρωί, βρῆκαν πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα τὴν ὄμορφη κούκλα μὲ τρυπημένα τὰ στήθη καὶ χυμένα τὰ πίτουρα ἐπάνω στὸ κόκκινο φόρεμα καὶ τὸ σπαθὶ τοῦ ἀξιωματικοῦ πεσμένο κάτω στὸ πάτωμα. Κι ὅταν πῆραν νὰ κουρδίσουν τὸν βιολιστή, εἶδαν πὼς τὸ ξύλο του ἦταν σπασμένο σὲ δυὸ κομμάτια. Ἔρραψαν τὴν πληγὴ τῆς κούκλας, ἐκόλλησαν τὸ σπαθὶ τοῦ ἀξιωματικοῦ, κι ἐπέταξαν στὸ κάρρο τῶν σκουπιδιῶν τὸν ἄχρηστο βιολιστή...
Στὸ κείμενο διατηρήθηκε ἡ γραφὴ τοῦ πρωτότυπου.
from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=2463

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

Κι αναρωτιέμαι -τωρα που ο καιρος εγγυς- και δισταζω ενώπιον της ευκολίας που μάθαμε να αντιμετωπίζουμε τη ζωή μας. Ως αιώνιοι επιβήτορες, ως αήττητοι κατακτητές, ως μωροί ματαιόδοξοι. χωρις περισκεψιν, χωρίς αιδώ καμία, όπως λεει ο καβάφης. Υπερβολη και Ανεντιμότητα, χωρις στην ουσία καμιά στάση, χωρίς εξοπλισμό, χωρίς πολιτισμό, χωρίς ευγένεια, χωρίς γνώση, χωρίς συναίσθηση. Με απλόχερες λέξεις, δυσανάλογες και των πράξεων και των καταστάσεων, σαν κάθε λέξη να μην εχει, να μην φερει μια σημασία. Έτσι ακούς το τραγικό! που χωρισε η βικυ με τον ακη, το τραγικο που βλεπεις! αστέγους -αλλα δεν είσαι-, το τραγικο της ανεργίας!, το πανυπερτέλειο! του στολισμού, του εραστή, της γκόμενας, του μαθητη, του επαγγελματία...και πολλα, ων ουκ εστιν αριθμός, αλλα και δεν ειναι αυτοσκοπος να τα πούμε. Ευτυχώς ή οχι, τραγικά στη ζωή ειναι μονο οσα δεν αναστρέφονται. Ευτυχως ή οχι, είναι εξαιρετικό, το τείνον προς το αριστον και για αυτόν το λόγο εξ-αιρετικο.
Και βεβαίως είναι ένδειξη αν οχι απόδειξη ο λογος μας, το επικοινωνιακό μας εργαλείο, της φθοράς και της πλασματικής μας ζωής και συνείδησης. και βεβαίως ειναι αποδειξη πενίας- απ αυτες που κανενα δανειο δεν θεραπεύει-η υιοθέτηση της γλώσσας των μαζικών μεσων που απεύθυνονται σε μαζες κι όχι σε άτομα και προσωπικότητες.
καλο βραδυ!

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

The Doors-The End [FULL]

Γράψε, λέει, κατι. Για όλους εμάς που περμένουμε.
Και τι να πω; για την αγωνία, για τις αγωνίες, για τα ερποντα, για τα πετούμενα. Όλα τα είδη των ανθρώπων, των ιδεών, των αξιών. Ολα που ξαφνικά ξεσκεπάστηκαν κι ορθώνονται σε κάθε άνοιγμα στον κόσμο. Αλήθειες που αιφνιδίως βρισκουν τη θέση τους και ψεύδη που επιτέλους βρίσκουν τη δική τους. Κι η τιμωρία; Αργει, αργει πολυ να ξημερώσει, αλλα Πάντα ξημερώνει.

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

Ο καιόμενος

Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας από το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.

Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.

Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.

Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.

Γινόταν ήλιος.

Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.

Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.


Τ.Σ

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

For A Few Dollars More (Theme by Ennio Morricone)



7 Νοεμβριου 2012. Και η σελίδα εκλεισε. Υπογραφηκε και συνομολογήθηκε απ. ολους. Ολους;;;
Καληνύχτα .

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

ΚΛΩΣΤΗΡΙΟΝ ΝΥΚΤΕΡΙΝΗΣ ΑΝΑΠΑΥΛΑΣ 

Είμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας. Όταν τραγουδάμε τραγουδάμε εμπρός στους εκφραστικούς πίνακες των ζωγράφων όταν σκύβουμε εμπρός στα άχυρα μιας καμμένης πόλεως όταν προσεταιριζόμεθα την ψιχάλα του ρίγους είμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας γιατί ό,τι και αν επιδιώξουμε δεν είναι δυνατόν να πούμε όχι να πούμε ναι χωρίς το μέλλον του προορισμού μας όπως μια γ
υναίκα δεν μπορεί να κάμη τίποτε χωρίς την πυρκαγιά που κλείνει μέσα στη στάχτη των ποδιών της.
Όσοι την είδαν δεν στάθηκαν να ενατενίσουν ούτε τα συστρεφόμενα κηπάρια ούτε την ευωχία των μαλλιών που λατρεύτηκαν ούτε τα σουραύλια των εργαστηριακών μεταγγίσεων από μια χώρα σε φλέβες κόλπου θερμού προστατευομένου από τα εγκόσμια και τα μελτέμια της κυανής ανταύγειας λιγυρών παρθένων.Είμεθα όλοι εντός του μέλλοντος μιας πολυσύνθετης σημαίας που κρατεί τους εχθρικούς στόλους εμπρός στα τείχη της καρδιάς μου κατοχυρώνοντες ψευδαισθήσεις πιστοποιούντες ενδιάμεσες παρακλητικές μεταρρυθμίσεις χωρίς να νοηθή το αντικείμενον της πάλης. Στιγμιότυπα μας απέδειξαν την ορθότητα της πορείας μας προς τον προπονητήν του ιδίου φαντάσματος της προελεύσεως των ονείρων και του καθενός κατοίκου της καρδιάς μιας παμπαλαίας πόλης. Όταν εξαντληθούν τα χρονικά μας θα φανούμε γυμνότεροι και από την άφιξι της καταδίκης παρομοίων πλοκαμιών και παστρικών βαρούλκων γιατί όλοι μας είμεθα εντός της σιωπής του κρημνιζομένου πόνου στα γάργαρα τεχνάσματα του μέλλοντός μας.

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

The Weeping Meadow - Eleni Karaindrou

αμετανόητοι οι μονιμοι καιροσκόποι, βαδίζουν το δρόμο της συμφοράς, στο όνομα του ελληνικού λαού, χωρίς την συναίνεσή του.
σωνουν πάλι την πατρίδα, αυτοι που δεν ξερουν τι θα πει, γιατι μονη τους πατριδα ειναι το χρημα.
ευτυχως που δε ζει κανεις σχεδον αποσους θυσιαστηκαν, κάποτε παντοιοτρόπως.
γιατι τωρα θα έβλεπε το ματαιο της θυσίας.και τωρα δεν εχει πόλεμο να ελευθερωθεις.

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Θεοχαρίδης Παντελής ~ Μικρή Πατρίδα




αχαρες καποιες ωρες. σαν κάτι να περιμένεις με τη βεβαιότητα οτι, αν έρθει θα σαρώσει. μπορεί κι εσένα μαζί. κι άλλοτε λες, ας ήταν κάτι να αλλάξει, κάτι να φυτρώσει, κάτι να δώσει έναν καρπό.. μακρια η οχλοβοή των μαριονεττών, κοντα η σκέψη, οι σκέψεις. τι πήγε λάθος και ξεμακραίνει η μαγεία, και διαζεύχθηκε από την πραγματικότητα. δεν έκανα τίποτα λες. ισως λοιπόν, αν έκανες, γιατι τα αδικήματα τελούνται και δια παραλείψεως.

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

Η ΔΙΚΟΠΗ ΖΩΗ - ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΡΑΝΤΖΑΣ

Απ' το κακό και τ' άδικο διωγμένο
κι όπως ενήστευες τη δίκοπη ζωή,
σε βρήκα ξαφνικά σημαδεμένο
να σ' έχει ο κάτω κόσμος ξεγραμμένο
κι ο πάνω κόσμος να 'ναι οι τροχοί
που σ' έχουν στα στενά κυνηγημένο...

Και πήρες του καιρού τ' αλφαβητάρι
και της αγάπης λόγια φυλαχτό,
για να βρει πάλι ρίζα το χορτάρι
και πήρες την ελπίδα και τη χάρη,
ψηλά να πας να χτίσεις κιβωτό
με την ελπίδα μόνο και τη χάρη...

Μα πως να μην ξεχάσεις την αυλή σου
και την παλιά τη γνώμη καθενός,
όσους κρυφά περπάτησαν μαζί σου
να σημαδεύουν πάλι τη ζωή σου
και να σαι το πουλί κι ο κυνηγός
στις μαύρες λαγκαδιές του παραδείσου...

Κρυφά και φανερά σ' ακολουθούνε
οι συμμορίες κι οι βασανιστές
και ψάχνουν μέρα - νύχτα να σε βρούνε,
μα δεν υπάρχει δρόμος να διαβούνε
γιατί ποτέ δεν ήταν ποιητές,

το χώμα που πατούν να προσκυνούνε.

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

Οι παλιοί μας φίλοι - Διονύσης Σαββόπουλος (+στίχοι)

η χλιαρη σταση δεν επιτρεπεται. ουτε ως θεωρητικη προσεγγιση, ουτε και κυρίως ως πραξη ζωης. γιατι μονο στις σουπες βραζουν πολλα υλικα μαζι.

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

Βάλε, αν θες, αυτό το υστερόγραφο στον φίλο σου, απ’ τον φίλο του φίλου του… 
Μην πλανηθείς ότι κι αν πουν, κι ότι υποσχέσεις κι αν σου δώσουν μην πιστέψεις
Τα ίδια που ταξαν το ’74, αλλιώς τα είχαν πει και το ’50 κι’ ακόμη πιό παλιά, πάλι σε κοροΐδέψανε
Τράβα μπροστά, μα μην χαρίζεις τούτη την πατρίδα, στους οκνηρούς και επιτήδειους
που την ιδιοποιήθηκαν

Βίκυ Μοσχολιού - ξημερώματα - Γιώργος Ζαμπέτας

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012

Φλέρυ Νταντωνάκη - Αθανασία (ΑΝΕΚΔΟΤΟ)


"  -Λέτε ήρθα από το παρελθόν σας;
-Λέω απλώς πως είστε αυτό το παρελθόν μου που βρήκε τη δύναμη να ερωτευτεί το μέλλον. Αυτό είναι ό,τι με σπρώχνει προς εσάς και ξέρω, ποτέ δεν θα γυρίσω. Κι όταν δεν θα σας έχω πια, θα έχω μάθει πώς είναι να είσαι υποκείμενο των συναισθημάτων και του χρόνου σου, και αντικείμενο των αγαπημένων. Ξέρω τώρα πώς να παλαιώνομαι, χωρίς περιττές κι άσκοπες οξειδώσεις. Κι ακόμα ξέρω ότι και το γλυκύ και το μεστό μπορούν να σταθούν συμπληρωματικά στο οξύ και στο δροσερό. Αν μοιράσω τη ζωή μου σε τέσσερις εποχές, τώρα θα είναι αυτή που διασχίζω με λαμπυριστούς τροχούς ποδηλάτου έναν κάμπο με κίτρινα στάχυα. Μπορώ πια να κόψω τα στάχυα, να φτιάξω κι εγώ έναν άρτο, να τον προσφέρω, ευλαβικά., όπως μικρή, να ψάχνω πάλι τον βράχο μου.
-Είμαι χαρούμενος. Πιστεύω πως με καταλαβαίνετε λίγο. Πως μπορώ να μείνω μαζί σας και να με κοιτάτε χωρίς να λείπουν τα μάτια σας.
Τώρα δεν φοβάμαι μη σας χάσω εκεί που θ’ αγναντεύετε τον ορίζοντα, ούτε θα ζηλεύω τον άνεμο αν σας ανακατεύει τα μαλλιά. Θα με αγγίζετε με αίμα κόκκινο, ζεστό. Κι αν με φιλήσετε θα μου αφήσετε αλμύρα και με τα δάχτυλά μας θα παίζουμε πιάνο για τέσσερα χέρια, ακόμα κι αν δεν το ακούει κανείς.
-Και θα ξεσκονίσουμε μαζί τα παλιά μου υφάσματα, τα πειρατικά της ζωής μου τα λάφυρα. Θα  σου  δώσω ένα μικρό πακέτο, τα μαλλιά, τα δαχτυλίδια μου, το κίτρινο καπέλο μου, τη λευκόχρυση αλυσίδα μου. Θα με περιμένεις στην κόχη του κρεβατιού, κοιτώντας με ώσπου να κυριευτείς και να κυριεύσεις την αθανασία. Ύστερα μπορούμε  να φύγουμε.
-Αναγκαίο να ξενιτευτώ νομίζεις;     
-Αναγκαίο να μάθεις να σιγοψιθυρίζεις τη συμφωνία της ήττας. Χωρίς να λυπηθείς πώς θα μάθεις να αγαπάς;
-και αν το μάθω, θα με περιμένεις;
αν -το μάθεις Μάνο, θα ξέρεις ότι εγώ σε περίμενα πάντα. Ανέβα λοιπόν στα φτερά σου κι όταν δεις κουρασμένος, μια νύχτα σκοτεινή κι ασέληνη πυγολαμπίδες πολλές σαν πυροτέχνημα και μουσική από θάλασσα, έλα! "

Αποσπασμα απο το "Ανεπίστροφον"

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

Όχι, λοιπον δεν σώνεται αυτή η χώρα. Όχι, όσο οι ίδιοι αμαθείς, αλαζόνες, θρασύδειλοι, κακομοίρηδες,. ψευδεπίγραφοι,κατοικούν στις ζωές μας και ενμέρει τις επηρεάζουν.Πολιορκούν με την χυδαιότητά τους ο,τι ακόμη απέμεινε όρθιο έστω και λαβωμένο.Ρυπαίνουν με την αγυρτεία τους ο.τι μοχθεί να Υπάρξει.Εξυφαίνουν μεθόδους να επιβιώνουν εις βάρος μας. Όσο ελλιπείς κι ανεπαρκείς κατά την παιδεία και το σύνολο εκείνο των αξιών που ονομάζουμε πολιτισμο, τόσο επαρκείς και ευρεσιτέχνες κατά την απουσία αρετής και θάρρους και πνεύματος.
Σαν  ξεθυμασμένα ανομολόγητα αισθήματα που ζητούν εκδίκηση γιατί ποτέ δεν τα άγγιξε μια ευγένεια ψυχής να τα Ωριμάσει.
¨Όχι, λοιπόν δε γίνεται. Πρέπει να σταθούμε απέναντι. Απέναντι, γιατι ήρθε ο καιρός που επιβάλλεται να μισήσεις.   

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

Gabriel Fauré (1845-1924) , "Automne", op. 18 no. 3 (1878)

Φθινοπώριασε καλα. Βροχη, δροσια κ απαστράπτουσα στα διαλείμματα της βροχης η φυση. Πεντακαθαρες οι μορφες, τα χρώματα, καμαρωτες οι βουνοκορφες και στίλβοντες οι κάμποι, οι πεδιάδες. Λάμπει η ζωή. Λαμπει η παρουσία, όταν σαν διάκοσμος στέκει. Αναλιγώνει η ψυχη, κι ετοιμάζεται ο νους για έναν ακόμη χειμώνα. Εύ-μορφο παντα και γλυκο κι εύχυμο το Φθινοπωράκι. Με την πιο ζεστη γλυκύτητα προετοιμαζει την Αλλαγη. Της εποχής, του καρού,των πραγματων που κουβαλά ο καθεις ως πολύτιμη σκευή στο δικό του μονο μονοπάτι.
Από μακρια ακουστηκαν γαυγίσματα αδέσποτων. Ερημων ή μονο ελεύθερων; Η ηπιότητα του τοπίου και η σιγανότητα της βροχής σου αφηνουν το χωρο να βρεις εσυ πού θα τα κατατάξεις, πού θα εστιάσεις την προδοκία του επόμενου χειμώνα. Που οσο άγριος κι αν είναι, είναι κι αυτός περαστικός.
Καλο φθινόπωρο!

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

‎"Όποιον ερωτευτήκαμε, τον ερωτευτήκαμε κατά κάποιον τρόπο παντοτινά. Γιατί, όπως λέει ο Σεφέρης, ο έρωτας αποσβολώνει το χρόνο. Μπορεί σημερα να μην τον ανεχόμαστε, να μην μπορούμε να μας πιάσει το χέρι, να μη θέλουμε ούτε να πλησιάσει. Όμως, όπως και να έχει καταντήσει σήμερα ένας τέως αγαπημένος, πάντοτε θα φέρει μέσα του εκείνον που υπήρξε κάποτε η ζωή μας κι ο θανατός μας, πάντοτε θα φέρει τις

ώρες και το περιβάλλον που μας συντάραξε και που μας μεταμόρφωσε ισόβια. Γιατί ο καθένας μας, και όσο διαρκεί η ζωή του, είναι ένα ενιαίο σύνολο, περιέχει όλα τα πρόσωπά του, όλους τους εαυτούς που διάβηκε για να φτάσει απ' την ώρα της γέννησης του στην ώρα του θανάτου του. Τίποτα και κανένας απ' όσα και όσους υπήρξε δε θα του αφαιρεθεί. Κι εκεί, μέσα του, στο ενιαίο του σύνολο που χτίζει ως το θάνατο το πρόσωπό του, θα κρύβεσαι και θα υπάρχει διαρκώς κι εκείνη η δική μας συγκλονιστική ιστορία μαζί του. Δε θ' αποσπασθεί ποτέ΄ακριβοπληρωμένη εικόνα κάτω από τα παλίμψηστα, που όμως υπάρχει. Πονάει, γιατί δεν πονάει μόνο για εκείνο που συνέβη, αλλά, κυρίως, για εκείνο που παραλίγο να συμβεί."

Από το ββλίο "Το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης" της Μάρως Βαμβουνάκη

Μενεξέδες και Ζουμπούλια Παραδοσιακό Επτανήσων




Για τις αμηχανες Κυριακές ειναι ενα αντίδοτο.

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Το καπηλειο-Χαινηδες



Ήτανε όμορφο θαρρώ
εκείνο τον παλιό καιρό
το καπηλειό μου
γιαλός, καημός και τσικουδιά
βαρμένα μέσα στην καρδιά
με τ' όνειρό μου.

Και κάθε μέρα από βραδύς
ντουγιουρντισμένος ο Βαρδής
με το λαούτο
με το κρασί του στον οντά
στον αμανέ του να κεντά
τον κόσμο τούτο
.

Κι ο Σταύρος πέρα στη γωνιά
που για δυό χείλια βυσσινιά
τα σιγοπίνει
παίρνει νερό σαν τραγουδεί
'που το λαούτο του Βαρδή
τον πόνο σβήνει.

Κι ο Μύρος πιάνει το χορό
το χώμα μόνο έχει οχτρό
χρυσά παλάτια
σε κάποια θάλασσα πλατιά
θυμάται, κόκκινα φωτιά
τα δυο του μάτια.

Θυμούμαι κάθε χαραυγή
πού 'λεγα ο ήλιος να μη βγει
στην αγκαλιά σου
όνειρο βάρκα με πανιά
να σεργιανίζω το ντουνιά
με τα φιλιά σου.

Αργό το ζάλο μου, βαρύ
ήτανε ψεύτικος μπορεί
ο έρωτάς σου
ρωτώ διαβάτες στα στενά
αν είδαν μάτια καστανά
σαν τα δικά σου.

Πως να δικάσω μια ζωή
κι ένα αστέρι το πρωί
που τρεμοσβήνει
στο ερειπωμένο καπηλειό
ένα μου όνειρο παλιό
έχει 'πομείνει.


  •  likes, 0 dislikes

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΘΑΝΑΣ (1893-1987) ΟΙ ΑΣΑΛΕΥΤΕΣ ΚΥΡΙΕΣ ΤΩΝ ΕΠΑΡΧΙΩΝ
 Βρίσκω στις επαρχίες που τριγυρίζω
 κάποιες κυρίες θλιμμένες και χλωμές,
 που ζούνε πάντα σ’ ένα χάος γκρίζο
 γεμάτο ανία, πλήξη και τιμές.

 Στα σκοτεινά σαλόνια τους
κινούνται σαν τις ψυχές στον Άδη, έτσι θαρρώ.
Έρχονται οι ξένοι,
μάταια συγκινούνται
και προσφέρουν το χέρι τους το αβρό.

 Πόσα χεράκια τέτοια έχω φιλήσει!
 Ήταν κρύα, παγωμένα, νεκρικά,
σάμπως να τα 'χε ο θάνατος αγγίσει μάταια
 κι αυτός και δοκιμαστικά.

 Στις πληχτικές εκείνες ατμοσφαίρες
 του κάκου οι ερωτικοί χτυπούν παλμοί,
ζωντανεύουν σα φίδια οι χρυσές βέρες
και πνίγουν της καρδιάς την όποια ορμή!

 Οι σύζυγοι αυστηρή εθιμοτυπία
κρατούν μαζί τους και τις απατούν.
Κάπου-κάπου ξεσπά η ζηλοτυπία,
 μα συγγνώμη αυτές πρώτες τους ζητούν.

 Παιδιά δεν έχουν.
 Στείρες, ή είχαν ένα που πέθανε μικρό από ιλαρά.
 Φυλάν λίγα μαλλάκια του κρυμμένα-
 τα βλέπουνε και κλαιν κάθε φορά.

 Στη μουσική ζητούν παραμυθία
 και στ’ αυθόρμητα δάκρυα πού και πού.
Α, ναι! Πολλές ιδρύουν και σωματεία
 θρησκευτικού ή κοινωνικού σκοπού.

 Παράξενα που με κοιτούν τον πλάνο
 οι ασάλευτες κυρίες των επαρχιών!
 Μόλις φύγω καθίζουνε στο πιάνο
 να γεμίσουν το χάος των καρδιών.

 Μα τίποτε ποτέ δε θα γεμίσει
 της ζωής τους το απέραντο κενό…
 Πόσες τέτοιες κυρίες έχω γνωρίσει!
 Με θυμούνται; Καμιά δε λησμονώ.

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2012

«… Καθώς έρχεσαι από την Αθήνα στους Δελφούς, αφού περάσεις τη Θήβα και τη Λειβαδειά, εκεί που ο δρόμος βρίσκει τον δρόμο της Δαυλίδας, είναι το σταυροδρόμι του Μέγα, του ληστοφάγου, όπως τον έλεγαν τα λαϊκά μυθιστορήματα του περασμένου αιώνα. Στα χρόνια της Πυθίας λεγότανε Σχιστή οδός. Είταν ένα πολύ σημαντικό σταυροδρόμι για τα συναισθηματικά πλέγματα των παλαιών, ίσως, με άλλο τρόπο και για μας. Εκεί αρχίζει η ιστορία του Οιδίποδα που αποκρίθηκε στη Σφίγγα, του τυφλού Οιδίποδα, του άκρου ικέτη. Η Πυθία είχε δώσει τον χρησμό της στον πατέρα του: “Λάιε, μου γυρεύεις ένα γιο, θα σου τον δώσω, όμως είναι της μοίρας σου από τα χέρια του να χάσεις το φως της ημέρας”. Ο Λάιος πήγαινε στους Δελφούς. Ο Οιδίποδας γύριζε. Συναντήθηκαν σ’ αυτό το σταυροδρόμι, κάτω από τον βαρύ όγκο του Παρνασσού. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος ήξερε ποιον αντίκρυζε. Λογόφεραν. Ο Οιδίποδας σκότωσε τον πατέρα του. Ζούμε σε μια τεχνολογική εποχή, όπως λέμε. Η Πυθία έσβησε, κι από τον μύθο του Οιδίποδα η επιστήμη άντλησε σύμβολα και όρους που μας απασχολούν ίσως περισσότερο από όσο τους αρχαίους, το Μαντείο των Δελφών. Σήμερα, αυτό το παραμύθι μπορεί να δίνει ακόμη στους πολλούς μια ευχάριστη βραδιά στο θέατρο, αν τύχει και παίζει κανένας καλός ηθοποιός. Όμως, αν δεν έχουμε πια τον Οιδίποδα εκείνον, έχουμε το οιδιπόδειο και τα συνακόλουθά του. Είναι καλύτερα έτσι. Μπορεί. Το ζήτημα δεν είναι τόσο ποια πράγματα τελείωσαν, αλλά με τί αντικαθιστούμε, εμείς που ζούμε, …τα πράγματα που νομίζουμε τελειωμένα. … Λ.χ. η έννοια της λέξης χρησμός πού έχει πάει στον καιρό μας; Η λέξη έγινε ένα αρχαιολογικό αντικείμενο. Σύμφωνοι. Όμως η έννοιά της; Μήπως πήρε ανεπαίσθητα τούτη ή εκείνη την επιστημονική ή μαθηματική μορφή; Ποιος το ξέρει. Ωστόσο, εκείνο που αισθάνεται κανείς είναι ότι στο βάθος του σημερινού στοχασμού κάτι πρέπει να μένει από εκείνες τις παλιές, καταλυμένες εκφράσεις. Αλλιώς πώς θα μπορούσαμε να νιώσουμε εδώ μια τέτοια δόνηση;… Κατά το μεσημέρι στο Μουσείο, ξανακοίταξα τον Ηνίοχο. Δεν έζησε πολύ στα μάτια των παλαιών, καθώς μας λένε. Ένας σεισμός έθαψε το έργο εκατό χρόνια αφού το έστησαν – αυτός ο αιώνιος διάλογος στους Δελφούς της οργής της γης και της ιερής γαλήνης. Έμεινα πολλή ώρα κοντά του. Όπως και άλλοτε, όπως πάντα, αυτή η ακίνητη κίνηση σου κόβει την ανάσα. Δεν ξέρεις. Χάνεσαι. Έπειτα προσπαθείς να κρατηθείς από τις λεπτομέρειες. Τα αμυγδαλωτά μάτια με το στηλό, διάφανο βλέμμα, το θεληματικό σαγόνι, τις σκιές γύρω στα χείλια, στον αστράγαλο ή στα νύχια του ποδιού. Ο χιτώνας που είναι ή δεν είναι κολόνα. Κοιτάζεις τις ραφές του, τις ταινίες που τον συγκρατούν σταυρωτά. Τα γκέμια στο δεξί χέρι που μένουν εκεί κουβαριασμένα, ενώ τα άλογα έχουν καταποντιστεί μέσα στο χάσμα του καιρού. Έπειτα η ανάλυση σε ενοχλεί. Έχεις την εντύπωση πως αφουγκράζεται μια γλώσσα που δεν μιλιέται πια. Τί σημαίνουν αυτές οι λεπτομέρειες που δεν είναι δεξιοτεχνίες. Πώς εξαφανίζονται έτσι μέσα στο σύνολο. Τί υπήρχε πίσω από αυτή τη ζωντανή παρουσία. Διαφορετικές ιδέες, διαφορετικοί έρωτες, διαφορετική προσήλωση. Έχουμε δουλέψει σαν τα μερμήγκια και σαν τις μέλισσες πάνω σ’ αυτά τα απομεινάρια. Πόσο την έχουμε προσεγγίσει την ψυχή που τα έπλασε. Θέλω να πω αυτή τη χάρη στην ακμή της, αυτή τη δύναμη, αυτή τη μετριοφροσύνη κι αυτά που συμβολίζουν τέτοια σώματα. Αυτή τη σίγουρη πνοή που κάνει τον άψυχο χαλκό να υπερβαίνει τους κανόνες του λογικού μας και να γλιστρά μέσα σ’ έναν άλλο χρόνο, καθώς στέκεται εκεί, στην ψυχρή αίθουσα του μουσείου… Το πρωί στη Μαρμαριά πήγα να ξαναϊδώ τα βράχια που κύλησαν από τον Παρνασσό και τσάκισαν τον Ναό της Αθηνάς, όπως μνημονεύει ο Ηρόδοτος. Στην αρχή του αιώνα μας μια άλλη καταιγίδα ξεθηλύκωσε πάλι τρία μεγάλα βράχια κι αποτέλειωσε το ερείπιο. Τα βράχια είναι εκεί, ανάμεσα στα τσαλαπατημένα έργα των ανθρώπων, δείχνοντας ακόμη, ακίνητη τώρα, την πρώτη ορμή τους. Θυμήθηκα τον Άγγελο Σικελιανό καθώς αφουγκράζονταν το ξεκίνημα ενός τέτοιου αγέρα: “Ούτ’ ένας ήχος δεν ακούεται πουθενά. Και ξαφνικά μια φοβερή βοή, μια βοή τρανή κι απίστευτη ξεσπά σαν απ’ ολούθε. Είναι ο μεγάλος άνεμος του Παρνασσού, όπου απροσδόκητα ξεκινά από τις κορφές στο διάστημα με μιαν ορμή που λες πως θα συντρίψει και θα κάμει σκόνη ακόμη και τους βράχους”. Έγραφε ο ποιητής των Δελφών, αν κανένας από τους συγχρόνους μπορεί να ονομαστεί άνθρωπος των Δελφών, στο σπίτι του ψηλά, κοντά στο Στάδιο, όπου τον πρωτογνώρισα. Το σπίτι του είναι τώρα ρημάδι. Μια άσκημη προτομή του έξω από την πόρτα υπογραμμίζει τη ματαιότητα της δόξας». Γιώργος Σεφέρης - Δελφοί,Αθήνα

Τρίτη 14 Αυγούστου 2012


‎-Βιμ Βέντερς (Ernst Wilhelm Wenders 14/8/1945)

Ο Έρνστ Βίλχελμ Βέντερς, όπως είναι το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου του 1945 στο Ντίσελντορφ και μεγάλωσε στο Όμπερχαουζεν, όπου ο πατέρας του εργαζόταν ως γιατρός. Ακολουθώντας τα χνάρια του πατέρα του σπούδασε Ιατρική και Φιλοσοφία στο Μόναχο, το Φράιμπουργκ και το Ντίσελντορφ. Διέκοψε τις σπουδές του και το 1966 μετακόμισε στο Παρίσι για να γίνει ζωγράφος, απέτυχε όμως στις εισαγωγικές εξετάσεις στην Ακαδημία Τεχνών. Έτσι εργάστηκε ως λιθογράφος στο εργαστήρι του Αμερικανού καλλιτέχνη Τζόνι Φρίντλαντερ. Εκείνη την περίοδο έγινε τακτικός επισκέπτης της Γαλλικής Ταινιοθήκης βλέποντας πέντε ταινίες την ημέρα.

Επιστρέφοντας στη Γερμανία το 1967, έγινε δεκτός στη Σχολή Κινηματογράφου του Μονάχου (Hochschule für Fernsehen und Film), η οποία μόλις είχε ιδρυθεί. «Ήταν η εποχή της επανάστασης. Αμφισβητούσαμε τους καθηγητές και διαμορφώναμε μόνοι μας το πρόγραμμα σπουδών», λέει ο ίδιος για εκείνη την περίοδο. Ανάμεσα στο 1967 και το 1970, παράλληλα με τις σπουδές του, ο Βέντερς εργάστηκε σαν κριτικός κινηματογράφου και συνεργάστηκε με την κινηματογραφική επιθεώρηση Filmkritik, την ημερήσια εφημερίδα του Μονάχου Süddeutsche Zeitung, το περιοδικό Twen και το Spiegel. Την ίδια περίοδο, έκανε πολλές μικρού μήκους ταινίες και το «καυτό» ’68 συνελήφθη κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης και φυλακίστηκε.

Ο Βέντερς αποφοίτησε από τη Σχολή με τη μεγάλου μήκους ασπρόμαυρη ταινία Καλοκαίρι στη πόλη, μια ταινία αφιερωμένη στο συγκρότημα Kinks, η οποία γεννήθηκε από την επιθυμία του να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη τα αγαπημένα του τραγούδια εκείνης της εποχής. Η ιστορία ενός ανθρώπου που αποφυλακίζεται και προσπαθεί να βάλει σε τάξη τη ζωή του, λειτούργησε περισσότερο σαν μια πρόφαση για να εντάξει στην ταινία σκηνές με τζουκ μποξ, μαγνητόφωνα, ραδιόφωνα αυτοκινήτων, ώστε να ακουστούν όσο το δυνατόν περισσότερα τραγούδια. Η ειρωνεία ήταν ότι δεν είχε εξασφαλίσει τα δικαιώματα των τραγουδιών και η ταινία δεν μπορούσε να προβληθεί...

Σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Βιμ Βέντερς αναφέρθηκε στην επίδραση που ασκεί η μουσική στο έργο του:

«Αν δεν υπήρχαν οι Κινκς, ο Βαν Μόρισον, οι Μπητλς, οι Στόουνς και πάνω απ’ όλους ο Μπομπ Ντίλαν, δε θα τολμούσα ποτέ να εγκαταλείψω τις σπουδές ιατρικής και φιλοσοφίας για ν’ αφοσιωθώ σε κάτι τόσο αβέβαιο, όπως η καλλιτεχνική δημιουργία. Σαν σκηνοθέτης ασκεί κανείς ταυτόχρονα πολλά επαγγέλματα: είναι ψυχίατρος, λογιστής, δικηγόρος, ταξιδιωτικός πράκτορας, αρχιτέκτονας, φωτογράφος, αφηγητής, διαφημιστής, συγγραφέας και πολλά ακόμη τα οποία δεν είναι τόσο λαμπερά και δημιουργικά. Πίσω απ’ όλα αυτά υπάρχουν μόνο δύο αληθινοί προορισμοί: του ταξιδιώτη και του ονειροπόλου. Κανένα δεν μπορεί να διαχωριστεί από το άλλο. Οι ταινίες είναι πάντα ταξίδια είτε προς τα έξω, είτε προς τα μέσα. Και χωρίς να έχει πρώτα ονειρευτεί, κανείς ταξιδιώτης δεν ξεκινά το ταξίδι. Και οι δύο αυτές ασχολίες μου έχουν μια κοινή πηγή, από την οποία αναβλύζει διαρκώς έμπνευση και ενέργεια. Κι αυτή είναι η μουσική. Χωρίς αυτή δε θα ήμουν ούτε ταξιδιώτης ούτε ονειροπόλος και άρα ούτε σκηνοθέτης».

Η επαγγελματική του καριέρα εγκαινιάζεται με τον Φόβο του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι (1971), που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Πέτερ Χάντκε και αφηγείται την ιστορία ενός επαγγελματία τερματοφύλακα που εγκαταλείπει ξαφνικά την ομάδα του στη διάρκεια ενός ποδοσφαιρικού αγώνα και ξεκινά μια οδύσσεια. Ταινία περιπλάνησης ενός ατόμου χωρίς ταυτότητα, ένα έργο για τα σύνορα, το όνειρο της Αμερικής, την απουσία συναισθημάτων και το πάθος του κινηματογράφου.

Το 1971 μαζί με άλλους 14 Γερμανούς κινηματογραφιστές, μεταξύ των οποίων τον Φασμπίντερ, ίδρυσε μια κοινοπραξία με το όνομα: «Filmverlag der Autoren», που έγινε ο πυρήνας του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου. «Σε αντίθεση με τη νουβέλ βαγκ, ουδέποτε σκεφτήκαμε, ελπίσαμε ή θελήσαμε να “βελτιώσουμε” ή να “ενταχθούμε” στην κινηματογραφική βιομηχανία της εποχής, ούτε καν να την υποκαταστήσουμε: θεωρούσαμε τη δραστηριότητά μας “εναλλακτική”. Δεν είχαμε ούτε πρότυπα, ούτε παράδοση, ούτε κανέναν που να θέλουμε να πάρουμε τη θέση του. Η Filmverlag λειτουργούσε σαν κοινοπραξία. Και ήταν πραγματικά θαυμάσια η μεταξύ μας αλληλεγγύη, που ουσιαστικά ήταν και το μοναδικό κεφάλαιο που διαθέταμε». Προκειμένου να χρηματοδοτήσει την κοινοπραξία αυτή, ο Βέντερς ανέλαβε να σκηνοθετήσει μια παραγωγή της Γερμανικής Τηλεόρασης Το πορφυρό γράμμα, μια ταινία που η δράση της εκτυλίσσεται στο 17ο αιώνα. Το γεγονός όμως ότι ήταν ταινία εποχής «εγκλώβισε» τον σκηνοθέτη: «Δε μου αρέσει πια να κάνω ταινίες όπου δεν επιτρέπεται να υπάρχουν τουλάχιστον ένα αυτοκίνητο, ένα βενζινάδικο, μια τηλεόραση, ένας τηλεφωνικός θάλαμος, κάποιο ταξίδι», λέει ο ίδιος. Το θέμα της μανίας για ταξίδια έμελλε να παίξει έναν κυρίαρχο ρόλο στις μετέπειτα ταινίες του, καθώς σκηνοθέτησε πολλά road movies.

Tο 1978, μετά από πρόσκληση του Φράνσις Φορντ Κόπολα, πήγε στις ΗΠΑ για να γυρίσει το Ιδιωτικός ντετέκτιβ Χάμετ, που τον απασχόλησε παράλληλα με άλλες δουλειές μέχρι το 1982. Το εγχείρημα όμως να αποτίσει φόρο τιμής στον Αμερικανό συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων Ντάσιελ Σάμιουελ Χάμετ εξελίχθηκε σε τραυματική εμπειρία: Όπως και το One from the Heart του Κόπολα, που γυρίστηκε την ίδια χρονιά, έτσι και το Χάμετ είναι σήμερα περισσότερο γνωστό από τα προβλήματα στην παραγωγή του. Ο Κόπολα δεν έμεινε ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα και ξαναγύρισε εκτεταμένα αποσπάσματα της ταινίας, καθυστερώντας την έξοδό της. Κατά τη διάρκεια της αναγκαστικής διακοπής των γυρισμάτων, ο Βέντερς θεματοποιεί την ίδια τη φιλμική δημιουργία κάνοντας την Αστραπή πάνω από το νερό, μια ταινία για τον ετοιμοθάνατο φίλο του σκηνοθέτη Νίκολας Ρέι, και αποτυπώνοντας το 1982 την εμπειρία του Χάμετ στην Κατάσταση των πραγμάτων. Η ταινία, η οποία βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Βενετίας, παρακολουθεί ένα κινηματογραφικό συνεργείο, που ενώ γυρίζει μια ταινία επιστημονικής φαντασίας, ο παραγωγός εξαφανίζεται χωρίς να αφήσει δεκάρα. Το γύρισμα σταματά και δίνει τη θέση του στην αναμονή. «Έπρεπε να κάνω μια ταινία με αφετηρία την κατάστασή μου, ανάμεσα στις δύο ηπείρους και να μιλήσω για την αγωνία του γυρίσματος μιας ταινίας στην Αμερική», εξηγεί ο Βιμ Βέντερς.

Tο 1987 o Βέντερς επέστρεψε στη Γερμανία για να γυρίσει Τα φτερά του έρωτα, που διακρίθηκε στις Κάννες, με το βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας και του έφερε ευρύτατη αποδοχή. Αυτή η ταινία, με έντονο συναισθηματικό και μεταφυσικό χαρακτήρα, παρακολουθεί δύο αγγέλους στο διαιρεμένο Βερολίνο, και εμπεριέχει όλη την ιστορία της πόλης πριν από την πτώση του τείχους. Με εκπληκτικές εναέριες λήψεις στο Βερολίνο, (υποκειμενικό των αγγέλων) ο σκηνοθέτης μας αφηγείται την ιστορία αυτών των αόρατων για τους ανθρώπους αγγέλων. Ο Ντάμιελ, που υποδύεται ο Μπρούνο Γκαντς, ερωτεύεται μια ακροβάτισσα και λαχταρά να γίνει πάλι άνθρωπος για να βιώσει τις αισθήσεις των κοινών-θνητών: να γευτεί το φαγητό, να ακούσει μουσική, να νιώσει τη βροχή. Ταινία καθαρής ποίησης και ταυτόχρονα ερωτική εξομολόγηση στη ζωή.

Ο Βιμ Βέντερς αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, είναι μέλος της Ακαδημίας Τεχνών του Βερολίνου, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου και, από το 1993, καθηγητής στη Σχολή Κινηματογράφου του Μονάχου. Σήμερα μοιράζει τη ζωή του ανάμεσα στο Λος Άντζελες και το Βερολίνο, μαζί με τη σύζυγό του Ντονάτα Βέντερς.

http://www.klg.gr/win%20wenders.htm

Δευτέρα 13 Αυγούστου 2012

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι

Καλώς σας βρισκω!





Είναι δυο άνθρωποι, ο ένας με μαχαίρι, ο άλλος άοπλος

Αυτός με το μαχαίρι λέει στον άλλο: «θα σε σκοτώσω».
«Μα γιατί»,
ρωτά ο άοπλος,
«τι σου ’χω κάνει; Πρώτη φορά βλεπόμαστε.
Ούτε σε ξέρω ούτε με ξέρεις»
«Γι’ αυτό ακριβώς θα σε σκοτώσω.
Αν γνωριζόμασταν, μπορεί να σ’ αγαπούσα»,
λέει αυτός με το μαχαίρι.
«Ή και να με μισούσες, λέει ο άοπλος,
«να με μισούσες τόσο
που με χαρά μεγάλη θα με σκότωνες.
Γιατί να στερηθείς μια τέτοια απόλαυση;
Έλα να γνωριστούμε».
«Κι αν σ’ αγαπήσω», επιμένει ο οπλισμένος,
«αν σ’ αγαπήσω, τι θα κάνει ετούτο το μαχαίρι;»
«Ω, μη φοβάσαι», λέει ο άοπλος,
«σκοτώνει ακόμη κι η αγάπη.
Και, τότε, είναι ακόμη πιο μεγάλη η απόλαυση»

Αργύρης Χιόνης

Σάββατο 28 Ιουλίου 2012

Νίκος Καββαδίας: Yara yara - Ξέμπαρκοι

"Παρανομίες"
 ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ.
Ἐπεκτείνομαι καὶ βιώνω
παράνομα
σὲ περιοχὲς ποὺ σὰν ὑπαρκτὲς
δὲν παραδέχονται οἱ ἄλλοι.
Ἐκεῖ σταματῶ καὶ ἐκθέτω
τὸν καταδιωγμένο κόσμο μου,
ἐκεῖ τὸν ἀναπαράγω
μὲ πικρὰ κι ἀπειθάρχητα μέσα,
ἐκεῖ τὸν ἀναθέτω
σ᾿ ἕναν ἥλιο
χωρὶς σχῆμα, χωρὶς φῶς,
ἀμετακίνητο,
προσωπικό μου.
Ἐκεῖ συμβαίνω.

Κάποτε, ὅμως,
παύει αὐτό.
Καὶ συστέλλομαι,
κι ἐπανέρχομαι βίαια
(πρὸς καθησυχασμόν)
στὴ νόμιμη καὶ παραδεκτὴ
περιοχὴ
στὴν ἐγκόσμια πίκρα.

Καὶ διαψεύδομαι.

Baharat, tarçın ve buse - Dilek Koç

Μια περιπέτεια  ανάμεσα στις Συμπληγαδες και στη χώρα των Λωτοφάγων.
Κι όσοι μείναμε εκεί, κι όσοι δεν δοκιμάσαμε το νερό της Λήθης και τους καρπούς της Άρνησης, μείναμε να γνωριζόμαστε ακόμα κι άγνωστοι μεταξύ μας. Μείναμε να αγαπιόμαστε, γιατι αγαπούμε τα ίδια πράγματα. Την περιπέτεια της ζωής χωρίς προπέτεια και τον Άνθρωπο χωρίς το παχύ του έντερο. Την συναίσθηση και την Ενσυναίσθηση, το χρέος και την Ευθύνη. Και τη χαρά της συντροφικότητας, της μοναξιάς, της προόδου. Και το δάκρυ, που πότισε τις μικρές απροστάτευτες ου-τοπίες μας.
Τώρα ο τόπος να σταθείς λιγόστεψε γιατί τον κατέκλυσαν οι ανεπεξεργαστες ορμές, τα πάθη. Παντα ήταν λιγότερος, τώρα δεν έχει τόπο να φυλάξουμε τις προσδοκίες. Μερη με Μέλη μολυσμενα με μιαρες μορφες μισαλλόδοξες, μνημονεύουν Μνημόνια.

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

ΧΑΛΑΛΙ - ΜΑΡΙΑ ΦΑΡΑΝΤΟΥΡΗ




Μικρα διαμαντια στη μεγαλη ξηρασία. η οδυνη πονα, ενώ η ωδίνη τίκτει κιόλας.ζουμε μερες και ωρες που σβηνουν ο.τι πιστεψαμε, αγαπήσαμε. φροντίσαμε.μας εμεινε η μουσικη και το φως. και το δακρυ της νοσταλγιας.

Κυριακή 15 Ιουλίου 2012


Η πνευματική λειτουγρία των επτά τσάκρας

“Πες μου σοφή Σφίγγα, πού να πάω να πάω να ξεκουράσω τα κουρασμένα πόδια μου, που τόσο πολύ περπάτησαν στους σκονισμένους δρόμους της ζωής;”
Κι η Σφίγγα απάντησε:
“Βρες την απάντηση σε Εκείνον, του οποίου είμαι το μοναδικό παιδί, σε Εκείνον που μ’ έφερε σε τούτο τον κόσμο για να υποφέρω τα ατελείωτα βάσανά μου. Είμαι ο ίδιος ο Άνθρωπος και η Γη είναι η μάνα μου. Ρώτησε αυτήν”.
Προχώρησα λίγο ακόμη κι έφτασα στη Μεγάλη Πυραμίδα. Και μπήκα στο σκοτεινό πέρασμα και σύρθηκα στους υπόγειους θαλάμους κι έφτασα στην ίδια την υπόγεια κρύπτη. Και ψιθύρισα τα λόγια του χαιρετισμού, όπως περιγράφονται στον έβδομο στίχο του εξηκοστού τετάρτου κεφαλαίου, του πιο αρχαίου βιβλίου σε όλη την Αίγυπτο.
“Χαίρε, Κύριε του Ουρανού που βρίσκεται στο Κέντρο της Γης!”
Ο Μεγάλος Ένας, ο Κύριος του Θείου Οίκου, με οδήγησε σε Εκείνη, την Αφέντρα του Μυστικού Ναού, που δεν είναι άλλη από τη Ζωντανή Ψυχή της Γης Μας. Επανέλαβα μπρος Της:
“Πες μου, Αφέντρα του Ναού του Μυστικού, που να πάω να ξεκουράσω τα πονεμένα πόδια, που τόσο πολύ περπάτησαν στους σκονισμένους δρόμους της ζωής;”
Κοίταξε βαθιά στα μάτια μου, ώρα πολλή, πριν δώσει την απάντηση.
“Εφτά δρόμοι ανοίγονταί εμπρός σου, Ερευνητή. Εφτά σκαλοπάτια περιμένουν να τα ανέβει εκείνος που θα μπει στο μυστικό μου χώρο. Εφτά μαθήματα να μάθει εκείνους από τους ανθρώπους που θα δει ακάλυπτο το πρόσωπό μου. Δε θα βρεις την ανάπαυση στο κορμί και τη γαλήνη στην ψυχή προτού διαβείς τους εφτά δρόμους, προτού ανέβεις τα εφτά σκαλοπάτια, προτού μάθεις καλά τα εφτά μαθήματα”.
Άκουγα τη γλυκιά φωνή της, που μέσα της αντηχούσαν μύριοι αιώνες που επαναλαμβάνονταν στο Μεγάλο Προθάλαμο του Ναού.
“Ποιοι είναι τούτοι οι εφτά τρόποι, Θεία Μητέρα;”
Μου απάντησε:
“Ο δρόμος που οδηγεί στους Μύριους Οίκους, το μονοπάτι που οδηγεί στην Έρημο, ο σπαρμένος με κόκκινα τριαντάφυλλα δρόμος, η Άνοδος στα Ψηλά Βουνά, η Κάθοδος στις Σκοτεινές Σπηλιές, το μονοπάτι της Ατελείωτης Αναζήτησης κι ο δρόμος της Απόλυτης Ηρεμίας”.
Ρώτησα:
“Ποια είναι εκείνα τα εφτά σκαλοπάτια:”
Μου απάντησε:
“Το πρώτο είναι τα Δάκρυα, το δεύτερο η Προσευχή, το τρίτο η Εργασία, το τέταρτο η Ανάπαυση, το πέμπτο ο Θάνατος, το έκτο η Ζωή και το έβδομο το Έλεος”.
“Και ποια είναι τα εφτά μαθήματα που οφείλει ο άνθρωπος να γνωρίζει, Μητέρα;”
Κι Εκείνη απάντησε:
“Η Ευχαρίστηση είναι το πρώτο και το ευκολότερο, ο Πόνος είναι το επόμενο, Μίσος είναι το τρίτο, η Αλήθεια είναι το τέταρτο, το πέμπτο είναι η Αγάπη, η Κατανόηση το έκτο κι η Ειρήνη το τελευταίο που πρέπει να μάθεις”.
Κι απόρησα με όλα τούτα. Έφυγε η Αφέντρα του Μυστικού Ναού και είδα πίσω της ένα αστέρι χρυσό και μες στο αστέρι ένα στέμμα ακτινωτό με δύο μισοφέγγαρα ασημένια. Κάτω από το στέμμα ήταν ένας σταυρός λευκός και γύρω του εφτά κόκκινα ρόδα....
Αρχή
Βιβλιογραφία: “Απόκρυφοι Γνώσεις" ΛΕΩΝΙΔΑ ΚΗΡΡΗ, “Τάλισμαν” Φάιζα Κωδωνά.

Σάββατο 14 Ιουλίου 2012

αυτο ειναι για την αι.

ΚΡΑΤΗΣΑ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ -Α΄ * ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ: ΕΠΙΦΑΝΙΑ





Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή,
δεν ξέρω πια να μιλήσω, μήτε να συλλογιστώ• ψίθυροι
σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια
σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία».

Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών
κάτω απ τον πάγο το χαμογέλιο τής θάλασσας τα κλειστά πηγάδια
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες πού μου ξεφεύγουν
εκεί πού τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ό άνθρωπος
πού βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι τής σιωπής.

Δευτέρα 9 Ιουλίου 2012

Σάββατο 7 Ιουλίου 2012

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ - Στο περιγιάλι το κρυφό

άλλο γλεντώ, άλλο διασκεδάζω, άλλο ψυχαγωγούμαι. το τελευταίο επιτυγχάνει κάθαρση ψυχής κι ανοίγει ορίζοντες του νου. το μεσαίο απομακρύνει προσωρινα τις φοβίες του πολιτισμού και της καθημερινότητάς μας. το πρώτο και σύνηθες, θα μπορουσε να ειναι σωτήριο αν συνδυαζόταν με το τελευταίο. Σπάνιο και Σπανίως. Αντ αυτού μια ακόμα εκτόνωση. Αλλά πολλά μαρτυρεί τούτη η διάθεση περί εκτονώσεως. Πολλά και δύσχρωμα. Υποδηλώνει όσο τίποτα διατυπωμένο, την ήττα της ψυχής, της ζωής, του βίου όλου." Στο περιγιάλι λοιπον , γράψαμε τ όνομά της, ωραία που εφύσηξεν ο μπατης, κι ΕΣΒΗΣΤΗΚΕ Η ΓΡΑΦΗ"

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2012

Schumann Six Fantasies In The Form Of Canons Op. 56

Ελεονώρα Ζουγανέλη - Εσύ μου θύμισες πως είναι - Στίχοι




αυτο ειναι αφιερωμενο. για ενα αποβραδο στους δελφους. για τις σκιες που χρωματιζαν τα ματια και βαραιναν τα χερια. για το χτες, το τωρα, το αυριο. για τον αχρονο χρονο. γιατι τα σπουδαια, δεν εχουν χρονο.

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

Van Morrison - These Are The Days

Σωκράτης Μάλαμας - Το χρόνο να λαβώσω

Η απρέπεια, η αμετροέπεια, η αναίδεια ειναι τα συνοδευτικα και δηλωτικά της δειλίας. Της δειλίας που δεν συμβιβάστηκε με τον εαυτό της, αλλα ξεχύθηκε στον κόσμο για να τον λερώσει.
Ειναι ανεξίτηλος ο λεκες που αφήνει, οσο ανεξίτηλη κι η εγγραφή που έγινε σε ανεξιχνίαστες απαλων ονυχων στιγμές του θρασύδειλου.
Κάποιοι αποδεχτηκαν και ζουν με την εικόνα της. Κάποιοι θέλησαν να γίνουν "άντρες", και αντι να καλλιεργησουν την ψυχη τους, εξέθρεψαν τον αρρωστο εγκέφαλό τους. Μόνο για να βλάπτουν. Γιατί μόνο έτσι χωράνε και Υπ-άρχουν.

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Hadjidakis-Dadonaki: I Beseech you Gongyla - Κέλομαί σε Γογγύλα

Φλέρυ Νταντωνάκη - πάθη από τον έρωτα / Μ. Χατζιδάκις


Τα ΠλοίαΠεζά ποιήματα
Εκτύπωση
Aπό την Φαντασίαν έως εις το Xαρτί. Eίναι δύσκολον πέρασμα, είναι επικίνδυνος θάλασσα. H απόστασις φαίνεται μικρά κατά πρώτην όψιν, και εν τοσούτω πόσον μακρόν ταξίδι είναι, και πόσον επιζήμιον ενίοτε δια τα πλοία τα οποία το επιχειρούν.
      H πρώτη ζημία προέρχεται εκ της λίαν ευθραύστου φύσεως των εμπορευμάτων τα οποία μεταφέρουν τα πλοία. Eις τας αγοράς της Φαντασίας, τα πλείστα και τα καλύτερα πράγματα είναι κατασκευασμένα από λεπτάς υάλους και κεράμους διαφανείς, και με όλην την προσοχήν του κόσμου πολλά σπάνουν εις τον δρόμον, και πολλά σπάνουν όταν τα αποβιβάζουν εις την ξηράν. Πάσα δε τοιαύτη ζημία είναι ανεπανόρθωτος, διότι είναι έξω λόγου να γυρίση οπίσω το πλοίον και να παραλάβη πράγματα ομοιόμορφα. Δεν υπάρχει πιθανότης να ευρεθή το ίδιον κατάστημα το οποίον τα επώλει. Aι αγοραί της Φαντασίας έχουν καταστήματα μεγάλα και πολυτελή, αλλ' όχι μακροχρονίου διαρκείας. Aι συναλλαγαί των είναι βραχείαι, εκποιούν τα εμπορεύματά των ταχέως, και διαλύουν αμέσως. Eίναι πολύ σπάνιον εν πλοίον επανερχόμενον να εύρη τους αυτούς εξαγωγείς με τα αυτά είδη.
      Mία άλλη ζημία προέρχεται εκ της χωρητικότητος των πλοίων. Aναχωρούν από τους λιμένας των ευμαρών ηπείρων καταφορτωμένα, και έπειτα όταν ευρεθούν εις την ανοικτήν θάλασσαν αναγκάζονται να ρίψουν εν μέρος εκ του φορτίου δια να σώσουν το όλον. Oύτως ώστε ουδέν σχεδόν πλοίον κατορθώνει να φέρη ακεραίους τους θησαυρούς όσους παρέλαβε. Tα απορριπτόμενα είναι βεβαίως τα ολιγοτέρας αξίας είδη, αλλά κάποτε συμβαίνει οι ναύται, εν τη μεγάλη των βία, να κάμνουν λάθη και να ρίπτουν εις την θάλασσαν πολύτιμα αντικείμενα.
      Άμα δε τη αφίξει εις τον λευκόν χάρτινον λιμένα απαιτούνται νέαι θυσίαι πάλιν. Έρχονται οι αξιωματούχοι του τελωνείου και εξετάζουν εν είδος και σκέπτονται εάν πρέπη να επιτρέψουν την εκφόρτωσιν· αρνούνται να αφήσουν εν άλλο είδος να αποβιβασθή· και εκ τινων πραγματειών μόνον μικράν ποσότητα παραδέχονται. Έχει ο τόπος τους νόμους του. Όλα τα εμπορεύματα δεν έχουν ελευθέραν είσοδον και αυστηρώς απαγορεύεται το λαθρεμπόριον. H εισαγωγή των οίνων εμποδίζεται, διότι αι ήπειροι από τας οποίας έρχονται τα πλοία κάμνουν οίνους και οινοπνεύματα από σταφύλια τα οποία αναπτύσσει και ωριμάζει γενναιοτέρα θερμοκρασία. Δεν τα θέλουν διόλου αυτά τα ποτά οι αξιωματούχοι του τελωνείου. Eίναι πάρα πολύ μεθυστικά. Δεν είναι κατάλληλα δι’ όλας τα κεφαλάς. Eξ άλλου υπάρχει μία εταιρεία εις τον τόπον, η οποία έχει το μονοπώλιον των οίνων. Kατασκευάζει υγρά έχοντα το χρώμα του κρασιού και την γεύσιν του νερού, και ημπορείς να πίνης όλην την ημέραν από αυτά χωρίς να ζαλισθής διόλου. Eίναι εταιρεία παλαιά. Xαίρει μεγάλην υπόληψιν, και αι μετοχαί της είναι πάντοτε υπερτιμημέναι.
      Aλλά πάλιν ας είμεθα ευχαριστημένοι όταν τα πλοία εμβαίνουν εις τον λιμένα, ας είναι και με όλας αυτάς τας θυσίας. Διότι τέλος πάντων με αγρυπνίαν και πολλήν φροντίδα περιορίζεται ο αριθμός των θραυομένων ή ριπτομένων σκευών κατά την διάρκειαν του ταξιδίου. Eπίσης οι νόμοι του τόπου και οι τελωνειακοί κανονισμοί είναι μεν τυραννικοί κατά πολλά αλλ' όχι και όλως αποτρεπτικοί, και μέγα μέρος του φορτίου αποβιβάζεται. Oι δε αξιωματούχοι του τελωνείου δεν είναι αλάνθαστοι, και διάφορα από τα εμποδισμένα είδη περνούν εντός απατηλών κιβωτίων που γράφουν άλλο από επάνω και περιέχουν άλλο, και εισάγονται μερικοί καλοί οίνοι δια τα εκλεκτά συμπόσια.
      Θλιβερόν, θλιβερόν είναι άλλο πράγμα. Eίναι όταν περνούν κάτι πελώρια πλοία, με κοράλλινα κοσμήματα και ιστούς εξ εβένου, με αναπεπταμένας μεγάλας σημαίας λευκάς και ερυθράς, γεμάτα με θησαυρούς, τα οποία ούτε πλησιάζουν καν εις τον λιμένα είτε διότι όλα τα είδη τα οποία φέρουν είναι απηγορευμένα, είτε διότι δεν έχει ο λιμήν αρκετόν βάθος δια να τα δεχθή. Kαι εξακολουθούν τον δρόμον των. Oύριος άνεμος πνέει επί των μεταξωτών των ιστίων, ο ήλιος υαλίζει την δόξαν της χρυσής των πρώρας, και απομακρύνονται ηρέμως και μεγαλοπρεπώς, απομακρύνονται δια παντός από ημάς και από τον στενόχωρον λιμένα μας.
      Eυτυχώς είναι πολύ σπάνια αυτά τα πλοία. Mόλις δύο, τρία βλέπομεν καθ' όλον μας τον βίον. Tα λησμονώμεν δε ογρήγορα. Όσω λαμπρά ήτο η οπτασία, τόσω ταχεία είναι η λήθη της. Kαι αφού περάσουν μερικά έτη, εάν καμίαν ημέραν - ενώ καθήμεθα αδρανώς βλέποντες το φως ή ακούοντες την σιωπήν - τυχαίως επανέλθουν εις την νοεράν μας ακοήν στροφαί τινες ενθουσιώδεις, δεν τας αναγνωρίζομεν κατ' αρχάς και τυραννώμεν την μνήμην μας δια να ενθυμηθώμεν πού ηκούσαμεν αυτάς πριν. Mετά πολλού κόπου εξυπνάται η παλαιά ανάμνησις και ενθυμώμεθα ότι αι στροφαί αύται είναι από το άσμα το οποίον έψαλλον οι ναύται, ωραίοι ως ήρωες της Iλιάδος, όταν επερνούσαν τα μεγάλα, τα θεσπέσια πλοία και επροχώρουν πηγαίνοντα - τις ηξεύρει πού.

(από τα Kρυμμένα Ποιήματα 1877; - 1923, Ίκαρος 1993)

Κ.Π. Καβάφης - Η Πόλις

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Πάντα μυτερες οι στεγες στη Δυτικη Ευρωπη.
Πάντα λιτα κι απεριττα τα σπιτακια στα νησια του Αιγαίου.
Πάντα ολα σε ταξη εκει. Σε αταξια εδω.
Οχι ομως παντα ούτε απο Πάντα.
Απο τοτε που ευνοει τα ανομήματα η ηθελημενη σύγχυση.
ομως: μετρον αριστον, άλλως  Ύβρις.
Και τισις και νεμεσις.

Σ' ΑΓΑΠΩ ΓΙΑΤΙ ΕΙΣΑΙ ΩΡΑΙΑ (Αριστ. Μοσχου)

Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

Θανάσης Παπακωνσταντίνου - αερικό

andromeda-thanasis papakonstantinou



ευχαριστω που επιμενετε αι και g.
δεν μας παιρνει κι αλλιώς.
ομως ειναι τοσο πυκνη η χυδαιότητα
τοσο πλατεια η προστυχιά
τετοιας λογης η πονηρία
που λες: θεε μου, εν σοφία εποίησας;

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012

κι αρχιζεις να μαθαινεις το μισος. κι ανακαλυπτεις μισαλοδοξια, εκει που πιστευες στην διαφορετικοτητα και προστάτευες την ετερότητα. και μαθαινεις να γίνεσαι ανταγωνιστικος, εκει που τηρούσες την αμιλλα. και βρισκεις πως θες ακομα πολύ αγώνα για να κρατηθείς λορθιος και συνεπής. και λυγιζεις. μπορει να φταινε και τα χρονια. μπορει.

Dimitris Mitropanos-Periego Pehnidi

Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

"Με το φεγγάρι περπατώ"-Αιμ. Χατζηδάκη-ΚΑΛΥΜΝΟΣ-ΛΕΡΟΣ

το ελαχιστο καθαρο ποσοστο των πραγματικων πολιτων χωρις προσωπικες απολαβες και ιδιοτελεις μονο προθεσεις, δεν μπορει να φταξει Κομμα. γιατι ειναι σοβαρο, σκεπτομενο και δεν διαπλεκεται. Εργαζεται και αγωνιζεται, ενω μορφωνεται και κατακτα την Σοφια του κοσμου.

Αυτο ειναι το αποτελεσμα των εκλογων.

Σάββατο 16 Ιουνίου 2012

Μάνος Χατζιδάκις - Το ποτάμι - Διψούν οι κάμποι - Ορφέας

Και η βάρκα γύρισε μόνη- Τώνης Μαρούδας

Και ο φασισμος δεν ειναι θεωρητικη προσεγγιση. ειναι πραξη ζωης. ειναι το χρωμα των κινησεών μας, του βλεμματος, της ομιλίας. Ειναι ο τροπος να αγωνιζομαστε να ανταγωνιζομαστε και να συναγωνιζομαστε. Ειναι ο τροπος να εχουμε γνωμη και όχι πληροφοριες. Ειναι ο τροπος να απλωνουμε το χερι πριν πληροφορηθουμε την ταυτοτητα του εχοντος αναγκη. Ειναι ο τροπος να υπαρχουμε προσφεροντας κι οχι αρπαζοντας. Ειναι ο τροπος να καλλιεργουμε το πνευμα μας στην ελευθερη σκεψη και βουληση. ειναι ο τροπος να απομονωνουμε τα ερπετα και τα δήγματα τους. Ειναι ο τροπος να αξιολογούμε τα δωρα που μας χαριζει η ζωή και να τα πολλαπλασιαζουμε. Ειναι ο τροπος να μην ακυρωνουμε τους καλυτερους απο μας, γιατι, ε, κατι θα αξιζουν. ειναι ο τροπος να αντιληφθουμε το συμπληρωματικο της ζωής. Ειναι οτροπος να μαθουμε οτι η αξια των συνανθρωπων μας μας προσδίδει αξια και δεν μας αφαιρει, εκτος αν ειμαστε τοσο ανεπαρκεις. Ειναι ο τροπος να αγαπάμε και να διαφυλλασσουμε τις ιεροτητες και να εξολοθρεύουμε τα αυγα του φιδιου, ακομα κι αν δεν μας πειραζουν. Ειναι ο τροπος να υπαρχουμε.

Kemal (Xatzidakis) H authentiki ektelesi

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012

Ειναι ανηθικο να θετεις τον Ανθρωπο σε διλημμα.
Αυτη η ιδια η υπαρξιακη τραγικοτητα του λογικου οντος, απαγορευει την βιαιη επιλογη.
πού να γευτεις την ελαχιστη μυρωδια της ελευθεριας με το μαχαιρι στο λαιμο; πού να στρεψεις τη ματια σου, οταν απογοητευτικες μαριονετες μαχονται για την ισχυροποίηση ή την αποκατάστασή τους;
ποιος νικα και ποιος χανει;
παντα οι συντελεστες προκαθορισμενοι κι η τραπουλα σημαδεμενη.
βεβαια για να απο-γοητευτεις, πρεπει να γοητευτηκες.
κι αλοιμονό σου αν ενεδωσες σε τετοια και τοση α-σχήμια.

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

Τούτο το μήνα - Μίλτος Πασχαλίδης




Δεν κυνηγουσε λαγους κι ελαφια
μονο εκυνηγα δυο μαυρα ματια.

Βγήκε από τη θάλασσα η αρχόντισσα - Σαβίνα Γιαννάτου



αντι σχολίων στα ομορφα και ευγενικα σχόλιά σας. Κι επειδη πολυ το αγαπω!

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Πότε ειναι καλα;

Απόψε λέω να μην κοιμηθούμε. Και λέω να παρουμε τις σκέψεις μας απ την αρχή. Να γυρίσουμε πίσω δηλαδή. Στα δύσκολα παιδικα μας χρόνια με τις άπειρες απαγορεύσεις και τις πιο πολλές ακομα στερησεις. Υλικές και πνευματικές. Υπήρχε Ομως ενα περισσευμα αγάπης. Τα κάλυπτε ομως ολα αυτά; στις λιοχαρες πλαγιές της νιότης δε φτάνει τίποτα γιατι δεν χωράς πουθενά και γιατι οι πλαγιές ειναι σαν γη, κι εσύ θες νάχεις φτερα, να πεταξεις στις κορφες, να εκραγείς στο σύμπαν. Πάντα βεβαια υπηρχαν και καλά παιδια.. Σ αυτα εφταναν τα παντα, από πάντα.
κι ύστερα αλλαξανε τα πραγματα και φυσηξε αλλιώς η Εποχή, κι άρχισαν τα αφειδώς. κι αντιστραφηκαν ολα. Απειρες δυνατότητες να προσεγγισεις, να ταξιδεψεις, να ζυμωθεις, να επιλεξεις. Μειωθηκε βεβαια η συναισθηματικη παροχη, γιατι ειναι αληθεια πως δεν αγαπάς το ίδιο ο,τι δεν πονας, κουραζεσαι για να το αποκτησεις. Η θυσία δίνει το χρώμα στην αγάπη. Και το μέτρο. Θυσιες δεν υπαρχουν σημερα.
κανω να μετρησω λοιπον μειον τοτε, μειον και τωρα. Μονο μια ψυχη μας εμεινε. Και μ αυτη αγωνιζομαστε. Γιατι οσο αντεχει η ψυχη να σκεφτεται και να επιλεγει, μπορουμε ακομα να προσδοκουμε. Οχι χανοντας το παρον. Αλλα συνεκτιμωντας με Ακμαιο φρονημα. Γιατί ποτέ δεν μπορει ναναι καλα απο μονα τους. Καλά ειναι οταν μοχθησεις να γινουν καλύτερα. Οταν δεν εξαντλεισαι στο εφημερο.


Κυριακή 10 Ιουνίου 2012

Zbigniew Preisner -Tango




Γιατι ποτε δεν ειναι αργα, αν συνειδητοποιησουμε οτι Παντα ειναι.
«Κάθε αληθινή φιλία είναι ένα απόκτημα διαρκές. Η φιλία, όπως και ο έρωτας, απαιτεί τόση τέχνη όσο μια πετυχημένη φιγούρα χορού. Χρειάζεται πολλή άνεση και μεγάλος συγκρατημός. Ανταλλαγές λόγων. Μεγάλη σιωπή. Και προπαντός σεβασμός. 
Το συναίσθημα της ελευθερίας του άλλου. Της αξιοπρέπειάς του. Την παραδοχή. Θυμάμαι πάντα το κοριτσάκι στο βιβλίο του Μοντερλάν που δεν έχει δώσει όνομα στη γάτα του. Και πώς τη φωνάζεις; τη ρωτούν. Δεν τη φωνάζω, έρχεται όποτε θέλει. Έτσι είναι οι φίλοι. Συχνά έρχονται από τύχη».

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

μην ξεχνιομαστε: Το πρωινο τηλεοπτικό σοου  ηταν μια γυμνη εκφραση της ωμης βιας. Της παρανομης βιας. Γιατι υπαρχουν τοσο πολλες νομιμοποιημενες εκφανσεις της  αναμεσα μας, που λογω εθισμου και χρωματων ειναι σχεδον δυσκολο να τις ξεχωρισουμε ή δεν θελουμε να τις διακρινουμε γιατι ο φοβος ειναι αργος και μονιμος σύμβουλος.
Τελικα ειμαστε μια αποτυχημενη κοινωνια- πολυ επιεικες το κοινωνια- γιατι προ-υποθετει ιστο, που στηριζουμε την σαθρότητά μας και την υποκρισια μας με καθε τροπο και αντιδρούμε, μονο οταν συλλογικη οχλοποιηση το επιτρεπει. Γιατι βια ειναι και ηφτωχεια και η ανεχεια και η εξοντωση στα συστηματα υγειας και παιδειας, βια ειναι και η επικρατηση των χειροτερων, βια αργη που καποτε θα οδηγησει στην απροκάλυπτη αυτη που τοτε, ξυπνωντας θα ...καταδικασουμε συλληβδην και ομαδον.


αυτα και Καληνυχτα!




 Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας, ας έχωσι·
θέλει αρετήν και τόλμην
                η ελευθερία.     5

                    β΄.
    Αυτή (και ο μύθος κρύπτει
νουν αληθείας) επτέρωσε
τον Ίκαρον· και αν έπεσεν
ο πτερωθείς κ' επνίγη
                θαλασσωμένος·     10

                   γ΄.
    Αφ' υψηλά όμως έπεσε,
και απέθανεν ελεύθερος. ―
Αν γένης σφάγιον άτιμον
ενός τυράννου, νόμιζε
                φρικτόν τον τάφον.  


εις Σαμον. Α.Κ

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

Μια ομαδα την καθιστα σημαντικη η σημαντικοτητα των επιμερους στοιχειων που την αποτελουν. Και τον ανθρωπισμο τον λεμε ετσι, οταν οι φορεις του ζουν και πραττουν αναλογως. Δεν με ενδιαφερει τι λες πως εισαι, αφου βλεπω Τι κανεις. Και μην πεις, το παιχνιδι ειναι ετσι, γιατι εγω δεν θελω να παιξω την ψυχη μου στις αρενες. Φοβαμαι μη γινω πολυ ιδιοτελης και σε αναγνωρισω.

Αυτα.  Και οι κυματισμοι της γαλανης, ειχαν παντα μια ευρυτητα. 
Νιωσε τους, πριν ναναι πολυ αργα.