Πριν από 7 ώρες
Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010
Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010
ανεπιστροφον
Καμια φορα προσπαθουμε να αναμετρηθουμε με τον εαυτο μας. καμια φορα παλι με τους αλλους, με τη ζωή , με τα μυστηρια και τα αλυτα. παντα στον κυκλο αυτο, αλλοτε μαγοι αλλοτε μαγεμενοι,αλλοτε χαρουμενοι αλλοτε λυπημενοι, αδιάκοπα ερευνούμε τις δυνάμεις και τις αντοχες μας.ολα γυριζουν,επανερχονται,χανονται κι εμεις συνεχιζουμε γηραιοτεροι και σοφοτεροι. και νιωθω πως τωρα ειναι που περισσοτερο, μπορουμε να σπασουμε το Εγω, να ανοιξουμε τα φραγματα, γιατι η απολυτοτητα δεν ταιριαζει σε ωριμους.... Συνεπώς, κυκλοφορω!!!
Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010
αλλου η μοιρασια.....
Πρέσβεις απ' την Αλεξάνδρεια
Δεν είδαν, επί αιώνας, τέτοια ωραία δώρα στους Δελφούς
σαν τούτα που εστάλθησαν από τους δύο τους αδελφούς,
τους αντιζήλους Πτολεμαίους βασιλείς. Αφού τα πήραν
όμως, ανησύχησαν οι ιερείς για τον χρησμό. Την πείραν
όλην των θα χρειασθούν το πώς με οξύνοιαν να συνταχθεί,
ποιός απ' τους δυο, ποιός από τέτοιους δυο να δυσαρεστηθεί.
Και συνεδριάζουνε την νύχτα μυστικά
και συζητούν των Λαγιδών τα οικογενειακά.
Αλλά ιδού οι πρέσβεις επανήλθαν. Χαιρετούν.
Στην Αλεξάνδρεια επιστρέφουν, λεν. Και δεν ζητούν
χρησμό κανένα. Κ' οι ιερείς τ' ακούνε με χαρά
(εννοείται, που κρατούν τα δώρα τα λαμπρά),
αλλ' είναι και στο έπακρον απορημένοι,
μη νοιώθοντας τι η εξαφνική αδιαφορία αυτή σημαίνει.
Γιατί αγνοούν που χθες στους πρέσβεις ήλθαν νέα βαρυά.
Στη Ρώμη δόθηκε ο χρησμός· έγειν' εκεί η μοιρασιά.
Δεν είδαν, επί αιώνας, τέτοια ωραία δώρα στους Δελφούς
σαν τούτα που εστάλθησαν από τους δύο τους αδελφούς,
τους αντιζήλους Πτολεμαίους βασιλείς. Αφού τα πήραν
όμως, ανησύχησαν οι ιερείς για τον χρησμό. Την πείραν
όλην των θα χρειασθούν το πώς με οξύνοιαν να συνταχθεί,
ποιός απ' τους δυο, ποιός από τέτοιους δυο να δυσαρεστηθεί.
Και συνεδριάζουνε την νύχτα μυστικά
και συζητούν των Λαγιδών τα οικογενειακά.
Αλλά ιδού οι πρέσβεις επανήλθαν. Χαιρετούν.
Στην Αλεξάνδρεια επιστρέφουν, λεν. Και δεν ζητούν
χρησμό κανένα. Κ' οι ιερείς τ' ακούνε με χαρά
(εννοείται, που κρατούν τα δώρα τα λαμπρά),
αλλ' είναι και στο έπακρον απορημένοι,
μη νοιώθοντας τι η εξαφνική αδιαφορία αυτή σημαίνει.
Γιατί αγνοούν που χθες στους πρέσβεις ήλθαν νέα βαρυά.
Στη Ρώμη δόθηκε ο χρησμός· έγειν' εκεί η μοιρασιά.
Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010
Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010
τ ονειρο μας!
Το Παραμύθι Μιας Αγάπης
Μια φορά κι ένα καιρό, σε μια μεγάλη σκοτεινή σπηλιά, στη κορυφή του πιο ψηλού βράχου, ζούσε μόνο κι έρημο, ένα μικρό κερί. Ένα κερί σβηστό, που μέτραγε τις μέρες της ύπαρξής του.
«Μα τι κάνω εγώ εδώ μόνο μου» αναρωτιόταν. «Έτσι σβηστό που είμαι, πόσο πολύ κρυώνω! Πόσο πολύ φοβάμαι και πόσο άχρηστο νιώθω. Μια σκοτεινή κουκίδα μέσα σε τούτη τη σπηλιά».
Κι ο χρόνος περνούσε και το κερί μετρούσε τις μέρες της ανούσιας, σκοτεινής ζωής του..
Μια μέρα, άνεμος δυνατός φύσηξε έξω από τη σπηλιά και στο πέρασμά του παράσερνε ό,τι μικρό κι αδύναμο υπήρχε. Φτερά από πουλιά που είχαν την φωλιά τους στην βάση του βράχου, ξερά φύλλα και κλαδιά, σπόρους από λουλούδια εξωτικά κι ένα... σπίρτο, ένα τόσο δα μικρό σπίρτο, ψηλόλιγνο και γυαλιστερό, με κόκκινο, αστραφτερό καπέλο, στο μικρό του κεφάλι!
Με το δεύτερο φούυυυυυυυ του άνεμου, το σπίρτο απογειώθηκε και με δύναμη παρασύρθηκε μέσα στη σκοτεινή σπηλιά. Έπεσε με δύναμη κάτω στο τραχύ έδαφος και... Ωχ!!!
-«Μα που βρίσκομαι» είπε με τη τσιριχτή φωνή του.
Στην αρχή δυσκολεύτηκε στο σκοτάδι, αλλά σα σπίρτο που ήταν έστω και σβηστό, σύντομα συνήθισε να βλέπει ακόμα και μέσα στο σκοτάδι.
-«Αμάν»! είπε... «Τι είσαι εσύ»;
-«Δε με βλέπεις?» είπε το κερί με τη παραπονιάρικη φωνή του..«Είμαι ένα κερί»!
Και να που ακόμα και τ' αταίριαστα μπορούνε να ταιριάξουν...
Εκεί μέσα στην ερημιά, την υγρασία και το σκοτάδι της σπηλιάς, το κερί και το σπίρτο ενώσανε τη μοναξιά και το κοινό τους πρόβλημα.
Ήταν και τα δύο σβηστά, έρημα, μόνα και παραμελημένα μέσα σε τούτη τη σκοτεινή, άψυχη σπηλιά.
Το σπίρτο τέντωνε το λυγερό κορμί του κι ακουμπούσε πάνω στο κερί και το κερί έκανε νάζια και καμώματα.
Τώρα οι ελπίδες να φτάσουνε στο όνειρο, όλο και μεγάλωναν.
Το όνειρό τους; Μια μικρή φλόγα.
Mια μικρή φλόγα που θα τα φωτίσει και τα δυό, θα τα ζεστάνει και θα τα αφήσει να κοιταχτούνε στα μάτια.
-«Μα θέλω να δω τα μάτια σου», είπε το σπίρτο στο κερί.
-«Μα θέλω να νιώσω τη ζεστασιά σου», είπε το κερί στο σπίρτο.
Και τότε τρόμαξαν...
-«Αν ανάψω καλή μου θα καώ»! είπε το σπίρτο,«και καλά να καεί μόνο το κόκκινο σκουφί μου, θα είμαι ένα ακόμα άσχημο, μισοκαμένο σπίρτο... Μα αν καώ εντελώς, τι θα απογίνω; Θα προλάβω τουλάχιστον να δω τα μάτια σου»;
-«Κι αν ζεσταθώ» είπε το κερί, «θα λιώσω... Κι αν λιώσω θα γίνω άσχημο και κακοφτιαγμένο! Θα έχω προλάβει να χαρώ τουλάχιστον τη ζέστη σου»;
Μέρα τη μέρα, το κερί και το σπίρτο, αγαπιόντουσαν όλο και πιο πολύ κι η αγάπη τους δυνάμωνε!
Μέσα στη σκοτεινή σπηλιά, λουλούδια φυτρώσανε, γιατί η αγάπη είναι ένα λουλούδι, που όπου γεννιέται δίνει χρώμα, άρωμα κι ομορφιά.
Κι οι μέρες περνούσαν. Το κερί και το σπίρτο σφιχταγκαλιασμένα, περιμένανε καρτερικά τη συνέχεια του έρωτά τους.
Και ήρθε το καλοκαίρι... Έξω από τη σπηλιά, έφτασε η αφόρητη ζέστη...
Το δάσος γύρω από το βράχο, συχνά γέμιζε από γέλια, τραγούδια, φωνές μικρών και μεγάλων.
Το κερί και το σπίρτο αγκαλιάζονταν τρομαγμένα και περίμεναν, όλο περίμεναν κι αγαπιόντουσαν, κάθε μέρα και πιο πολύ κι ας μην είχε δει τα μάτια του σπίρτου, το κερί κι ας μην είχε νιώσει τη ζεστασιά του κεριού, το σπίρτο!
Ο έρωτάς τους, μια μικρή τραγωδία, σαν όλους τους ανικανοποίητους έρωτες, που γεννιούνται και μένουνε πάντα στ' όνειρο...
Ώσπου μια μέρα, μια παρέα εκδρομείς, -έτσι τους λέγαν όλους αυτούς τους εισβολείς του δάσους-, πήρανε τα γέλια, τα τραγούδια και τις φωνές τους μακριά, αλλ' αφήσανε μια μικρή σπίθα... μια τόση δα μικρή σπίθα φωτιάς, να σιγοκαίει, εκεί κάτω από τα ξερά κλαδιά που είχαν ανάψει για να μαγειρέψουνε.
-«Συμφορά»! Φωνάζανε πουλιά και ζώα που περνάγανε τρομαγμένα τρέχοντας,έξω από τη σπηλιά. «Συμφορά! Φωτιά! Φωτιά... θα καούμε»!
-«Ακούς»; είπε το σπίρτο στο κεράκι...
-«Ακούς; Θα καούμε»! είπανε και τα δυο με μια φωνή, γεμάτη έρωτα!
-«Δε φοβάμαι να καώ απ' αγάπη», είπε το σπίρτο στο κερί...
-«Δε φοβάμαι να λιώσω απ' αγάπη», είπε το κερί στο σπίρτο!
Ένα κερί κι ένα σπίρτο, τρελά από έρωτα τραγουδάγανε τη φλόγα που ερχόταν...
-«Έλα»! της έλεγαν, «έλα! Σε περιμένουμε»!
-«Θα μ' αγαπάς αν καώ κι ασχημύνω, χωρίς το κόκκινο σκουφί μου»; Είπε το σπίρτο στο κερί.
-«Θα μ' αγαπάς αν λιώσω και χάσω το σχήμα μου»; Είπε το κερί στο σπίρτο.
Κι η φλόγα ερχόταν όλο και πιό κοντά...
Κι η φλόγα έφτασε στο κατώφλι της σπηλιάς και δίσταζε να μπει μέσα, μη χαλάσει την ομορφιά που διαισθάνθηκε!
-«Έλα»! της φωνάζανε και τα δυο, με μια φωνή!
Κι η φλόγα έστειλε μέσα στη σπηλιά, τη πιο μικρή της κόρη!
Μια σπίθα τόση δα, που μπήκε τσαχπίνικα και ναζιάρικα από την είσοδο της σπηλιάς. Φφφσσσσσσσσσσσττττττττττττττ !
Το σπίρτο, τέντωσε το λυγερό κορμί του, για να καλωσορίσει τη σπίθα.
Το κόκκινο σκουφί του τυλίχτηκε στις φλόγες.
-«Αγάπη μου» είπε στο κερί, «καίγομαι για σένα... Αγάπη μου, να δω τα μάτια σου κι ας καώ»!
Το γυαλιστερό κόκκινο σκουφί, ακούμπησε πάνω στο φιτίλι καθώς έσκυψε για να δει καλύτερα.
-«Αγάπη μου» είπε το κερί στο σπίρτο, «άσε με να νιώσω τη ζεστασιά σου κι ας λιώσω»!
Το σπίρτο και το κερί, κάηκαν μαζί...
Μια μάζα ενωμένη στο χρόνο και στο χώρο αιώνια...
Το κερί και το σπίρτο που λιώσαν απ' αγάπη κι έφτασαν στο δικό τους όνειρο...
απο edelweiss
Μια φορά κι ένα καιρό, σε μια μεγάλη σκοτεινή σπηλιά, στη κορυφή του πιο ψηλού βράχου, ζούσε μόνο κι έρημο, ένα μικρό κερί. Ένα κερί σβηστό, που μέτραγε τις μέρες της ύπαρξής του.
«Μα τι κάνω εγώ εδώ μόνο μου» αναρωτιόταν. «Έτσι σβηστό που είμαι, πόσο πολύ κρυώνω! Πόσο πολύ φοβάμαι και πόσο άχρηστο νιώθω. Μια σκοτεινή κουκίδα μέσα σε τούτη τη σπηλιά».
Κι ο χρόνος περνούσε και το κερί μετρούσε τις μέρες της ανούσιας, σκοτεινής ζωής του..
Μια μέρα, άνεμος δυνατός φύσηξε έξω από τη σπηλιά και στο πέρασμά του παράσερνε ό,τι μικρό κι αδύναμο υπήρχε. Φτερά από πουλιά που είχαν την φωλιά τους στην βάση του βράχου, ξερά φύλλα και κλαδιά, σπόρους από λουλούδια εξωτικά κι ένα... σπίρτο, ένα τόσο δα μικρό σπίρτο, ψηλόλιγνο και γυαλιστερό, με κόκκινο, αστραφτερό καπέλο, στο μικρό του κεφάλι!
Με το δεύτερο φούυυυυυυυ του άνεμου, το σπίρτο απογειώθηκε και με δύναμη παρασύρθηκε μέσα στη σκοτεινή σπηλιά. Έπεσε με δύναμη κάτω στο τραχύ έδαφος και... Ωχ!!!
-«Μα που βρίσκομαι» είπε με τη τσιριχτή φωνή του.
Στην αρχή δυσκολεύτηκε στο σκοτάδι, αλλά σα σπίρτο που ήταν έστω και σβηστό, σύντομα συνήθισε να βλέπει ακόμα και μέσα στο σκοτάδι.
-«Αμάν»! είπε... «Τι είσαι εσύ»;
-«Δε με βλέπεις?» είπε το κερί με τη παραπονιάρικη φωνή του..«Είμαι ένα κερί»!
Και να που ακόμα και τ' αταίριαστα μπορούνε να ταιριάξουν...
Εκεί μέσα στην ερημιά, την υγρασία και το σκοτάδι της σπηλιάς, το κερί και το σπίρτο ενώσανε τη μοναξιά και το κοινό τους πρόβλημα.
Ήταν και τα δύο σβηστά, έρημα, μόνα και παραμελημένα μέσα σε τούτη τη σκοτεινή, άψυχη σπηλιά.
Το σπίρτο τέντωνε το λυγερό κορμί του κι ακουμπούσε πάνω στο κερί και το κερί έκανε νάζια και καμώματα.
Τώρα οι ελπίδες να φτάσουνε στο όνειρο, όλο και μεγάλωναν.
Το όνειρό τους; Μια μικρή φλόγα.
Mια μικρή φλόγα που θα τα φωτίσει και τα δυό, θα τα ζεστάνει και θα τα αφήσει να κοιταχτούνε στα μάτια.
-«Μα θέλω να δω τα μάτια σου», είπε το σπίρτο στο κερί.
-«Μα θέλω να νιώσω τη ζεστασιά σου», είπε το κερί στο σπίρτο.
Και τότε τρόμαξαν...
-«Αν ανάψω καλή μου θα καώ»! είπε το σπίρτο,«και καλά να καεί μόνο το κόκκινο σκουφί μου, θα είμαι ένα ακόμα άσχημο, μισοκαμένο σπίρτο... Μα αν καώ εντελώς, τι θα απογίνω; Θα προλάβω τουλάχιστον να δω τα μάτια σου»;
-«Κι αν ζεσταθώ» είπε το κερί, «θα λιώσω... Κι αν λιώσω θα γίνω άσχημο και κακοφτιαγμένο! Θα έχω προλάβει να χαρώ τουλάχιστον τη ζέστη σου»;
Μέρα τη μέρα, το κερί και το σπίρτο, αγαπιόντουσαν όλο και πιο πολύ κι η αγάπη τους δυνάμωνε!
Μέσα στη σκοτεινή σπηλιά, λουλούδια φυτρώσανε, γιατί η αγάπη είναι ένα λουλούδι, που όπου γεννιέται δίνει χρώμα, άρωμα κι ομορφιά.
Κι οι μέρες περνούσαν. Το κερί και το σπίρτο σφιχταγκαλιασμένα, περιμένανε καρτερικά τη συνέχεια του έρωτά τους.
Και ήρθε το καλοκαίρι... Έξω από τη σπηλιά, έφτασε η αφόρητη ζέστη...
Το δάσος γύρω από το βράχο, συχνά γέμιζε από γέλια, τραγούδια, φωνές μικρών και μεγάλων.
Το κερί και το σπίρτο αγκαλιάζονταν τρομαγμένα και περίμεναν, όλο περίμεναν κι αγαπιόντουσαν, κάθε μέρα και πιο πολύ κι ας μην είχε δει τα μάτια του σπίρτου, το κερί κι ας μην είχε νιώσει τη ζεστασιά του κεριού, το σπίρτο!
Ο έρωτάς τους, μια μικρή τραγωδία, σαν όλους τους ανικανοποίητους έρωτες, που γεννιούνται και μένουνε πάντα στ' όνειρο...
Ώσπου μια μέρα, μια παρέα εκδρομείς, -έτσι τους λέγαν όλους αυτούς τους εισβολείς του δάσους-, πήρανε τα γέλια, τα τραγούδια και τις φωνές τους μακριά, αλλ' αφήσανε μια μικρή σπίθα... μια τόση δα μικρή σπίθα φωτιάς, να σιγοκαίει, εκεί κάτω από τα ξερά κλαδιά που είχαν ανάψει για να μαγειρέψουνε.
-«Συμφορά»! Φωνάζανε πουλιά και ζώα που περνάγανε τρομαγμένα τρέχοντας,έξω από τη σπηλιά. «Συμφορά! Φωτιά! Φωτιά... θα καούμε»!
-«Ακούς»; είπε το σπίρτο στο κεράκι...
-«Ακούς; Θα καούμε»! είπανε και τα δυο με μια φωνή, γεμάτη έρωτα!
-«Δε φοβάμαι να καώ απ' αγάπη», είπε το σπίρτο στο κερί...
-«Δε φοβάμαι να λιώσω απ' αγάπη», είπε το κερί στο σπίρτο!
Ένα κερί κι ένα σπίρτο, τρελά από έρωτα τραγουδάγανε τη φλόγα που ερχόταν...
-«Έλα»! της έλεγαν, «έλα! Σε περιμένουμε»!
-«Θα μ' αγαπάς αν καώ κι ασχημύνω, χωρίς το κόκκινο σκουφί μου»; Είπε το σπίρτο στο κερί.
-«Θα μ' αγαπάς αν λιώσω και χάσω το σχήμα μου»; Είπε το κερί στο σπίρτο.
Κι η φλόγα ερχόταν όλο και πιό κοντά...
Κι η φλόγα έφτασε στο κατώφλι της σπηλιάς και δίσταζε να μπει μέσα, μη χαλάσει την ομορφιά που διαισθάνθηκε!
-«Έλα»! της φωνάζανε και τα δυο, με μια φωνή!
Κι η φλόγα έστειλε μέσα στη σπηλιά, τη πιο μικρή της κόρη!
Μια σπίθα τόση δα, που μπήκε τσαχπίνικα και ναζιάρικα από την είσοδο της σπηλιάς. Φφφσσσσσσσσσσσττττττττττττττ !
Το σπίρτο, τέντωσε το λυγερό κορμί του, για να καλωσορίσει τη σπίθα.
Το κόκκινο σκουφί του τυλίχτηκε στις φλόγες.
-«Αγάπη μου» είπε στο κερί, «καίγομαι για σένα... Αγάπη μου, να δω τα μάτια σου κι ας καώ»!
Το γυαλιστερό κόκκινο σκουφί, ακούμπησε πάνω στο φιτίλι καθώς έσκυψε για να δει καλύτερα.
-«Αγάπη μου» είπε το κερί στο σπίρτο, «άσε με να νιώσω τη ζεστασιά σου κι ας λιώσω»!
Το σπίρτο και το κερί, κάηκαν μαζί...
Μια μάζα ενωμένη στο χρόνο και στο χώρο αιώνια...
Το κερί και το σπίρτο που λιώσαν απ' αγάπη κι έφτασαν στο δικό τους όνειρο...
απο edelweiss
Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010
Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010
καλημερα!
συγκλονιζει συχνα η πραγματικοτητα, αλλα δεν ειναι προτιμοτερη η λοβοτομη. τσακιζει η δυσκολια, ο αγωνας,αλλα δεν ειναι ειναι προτιμοτερη η ατελειωτη ησυχια. αυτη ειναι για ..καποτε. απαιτει θυσια η επιλογη και σθενος η καταφαση, αλλα καλυτερα να θυσιαζομαι για να χτυπα το αιμα στις φλεβες ζεστο, παρα να μαραζωνω με ψυχραιμια και παγωμενα μελη.
πεθανε ΑΛΛΑ εζησε!
Απο συνεντευξη στο περιοδικο le point:
"Δεν είμαι πολύ αισιόδοξη για τις αγαπημένες μου αρχαίες γλώσσες ούτε άλλωστε για τα γαλλικά, ούτε για τις ανθρωπιστικές σπουδές εν γένει και, ακόμη λιγότερο, για το μέλλον του πολιτισμού μας. Αν δεν υπάρξει κάποιο σκίρτημα, οδεύουμε προς μια καταστροφή και μπαίνουμε σε μια εποχή βαρβαρότητας. Υπάρχει μια αδιαφορία, ακόμη και περιφρόνηση για τον Λόγο και τον Διαφωτισμό.
Δεν είμαι ιστορικός και τα γεγονότα με ενδιαφέρουν λιγότερο από τα κείμενα. Αυτό που με συνεπαίρνει στα ελληνικά κείμενα είναι η συνάντηση με τη γέννηση της ορθολογικής σκέψης, του στοχασμού, είναι το φως που εισβάλλει για πρώτη φορά σ' έναν ακόμη μπερδεμένο και σκοτεινό κόσμο. Η πολιτική ηθική και η φιλοσοφία των Ελλήνων δεν έχουν γεράσει καθόλου, οι ανησυχίες τους είναι εξαιρετικά σύγχρονες!
Το να μάθεις να σκέφτεσαι, να είσαι ακριβής, να ζυγίζεις τις λέξεις σου, να ακούς τον άλλον, σημαίνει να είσαι ικανός να διαλέγεσαι και είναι το μόνο μέσο για να αναχαιτισθεί η τρομακτική βία που αυξάνεται γύρω μας. Ο λόγος είναι η έπαλξη κατά της κτηνωδίας. Όταν δεν ξέρουμε, όταν δεν μπορούμε να εκφραστούμε, όταν ο λόγος δεν είναι επαρκής, όταν δεν είναι αρκετά επεξεργασμένος επειδή η σκέψη είναι ασαφής και μπερδεμένη, δεν απομένουν παρά οι γροθιές, τα χτυπήματα, η άξεστη, βλακώδης, τυφλή βία...
Ο κίνδυνος για τη δημοκρατία, ο μοναδικός, ο πραγματικός κίνδυνος, είναι η δημαγωγία. Ας μην υποκύψουμε σ' αυτόν. Τίποτε δεν άλλαξε από την εποχή του Αλκιβιάδη. Οι αλλαγές είναι περιθωριακές, ανεκδοτολογικές. Η μόνη σημαντική αλλαγή είναι ότι η "μη κουλτούρα" έχει κερδίσει έδαφος... Θα σας εμπιστευθώ την ερώτηση που μου έθεσε μια φορά ένας πρωτοετής της Εκόλ Νορμάλ: "Κυρία, οι νεκρές γλώσσες ήταν ήδη νεκρές όταν ήσασταν νέα;". Καλό, δεν είναι;
Το πάθος είναι αυτό που με κρατάει στη ζωή, το πάθος γι' αυτό που κάνω, για τη δουλειά μου, για τις έρευνες μου, και μετά η αγάπη, η αγάπη για τον αγαπημένο μου Θουκυδίδη. Σε μερικές εβδομάδες θα γίνω 94 χρόνων. Τα γηρατειά είναι μια τρομερή μάχη την οποία είναι σίγουρο ότι θα χάσεις. Όλα εκφυλίζονται... Μπορεί να έχεις κερδίσει σε φρονιμάδα, σε ανωτερότητα απόψεων, σε ηθικό σθένος, σε στωικότητα (πρέπει να παρηγορείται κανείς από τις θετικές πλευρές), αλλά χάνεις την όρασή σου, την ακοή σου, την ελευθερία των κινήσεών σου. Δεν υπάρχει κάτι για το οποίο να χαρείς. Το μόνο για το οποίο χαίρομαι είναι ότι έχω διατηρήσει το χιούμορ μου, την ικανότητα να γελάω».
απο το μπλογκ Αγγελος Σακκετος.
"Δεν είμαι πολύ αισιόδοξη για τις αγαπημένες μου αρχαίες γλώσσες ούτε άλλωστε για τα γαλλικά, ούτε για τις ανθρωπιστικές σπουδές εν γένει και, ακόμη λιγότερο, για το μέλλον του πολιτισμού μας. Αν δεν υπάρξει κάποιο σκίρτημα, οδεύουμε προς μια καταστροφή και μπαίνουμε σε μια εποχή βαρβαρότητας. Υπάρχει μια αδιαφορία, ακόμη και περιφρόνηση για τον Λόγο και τον Διαφωτισμό.
Δεν είμαι ιστορικός και τα γεγονότα με ενδιαφέρουν λιγότερο από τα κείμενα. Αυτό που με συνεπαίρνει στα ελληνικά κείμενα είναι η συνάντηση με τη γέννηση της ορθολογικής σκέψης, του στοχασμού, είναι το φως που εισβάλλει για πρώτη φορά σ' έναν ακόμη μπερδεμένο και σκοτεινό κόσμο. Η πολιτική ηθική και η φιλοσοφία των Ελλήνων δεν έχουν γεράσει καθόλου, οι ανησυχίες τους είναι εξαιρετικά σύγχρονες!
Το να μάθεις να σκέφτεσαι, να είσαι ακριβής, να ζυγίζεις τις λέξεις σου, να ακούς τον άλλον, σημαίνει να είσαι ικανός να διαλέγεσαι και είναι το μόνο μέσο για να αναχαιτισθεί η τρομακτική βία που αυξάνεται γύρω μας. Ο λόγος είναι η έπαλξη κατά της κτηνωδίας. Όταν δεν ξέρουμε, όταν δεν μπορούμε να εκφραστούμε, όταν ο λόγος δεν είναι επαρκής, όταν δεν είναι αρκετά επεξεργασμένος επειδή η σκέψη είναι ασαφής και μπερδεμένη, δεν απομένουν παρά οι γροθιές, τα χτυπήματα, η άξεστη, βλακώδης, τυφλή βία...
Ο κίνδυνος για τη δημοκρατία, ο μοναδικός, ο πραγματικός κίνδυνος, είναι η δημαγωγία. Ας μην υποκύψουμε σ' αυτόν. Τίποτε δεν άλλαξε από την εποχή του Αλκιβιάδη. Οι αλλαγές είναι περιθωριακές, ανεκδοτολογικές. Η μόνη σημαντική αλλαγή είναι ότι η "μη κουλτούρα" έχει κερδίσει έδαφος... Θα σας εμπιστευθώ την ερώτηση που μου έθεσε μια φορά ένας πρωτοετής της Εκόλ Νορμάλ: "Κυρία, οι νεκρές γλώσσες ήταν ήδη νεκρές όταν ήσασταν νέα;". Καλό, δεν είναι;
Το πάθος είναι αυτό που με κρατάει στη ζωή, το πάθος γι' αυτό που κάνω, για τη δουλειά μου, για τις έρευνες μου, και μετά η αγάπη, η αγάπη για τον αγαπημένο μου Θουκυδίδη. Σε μερικές εβδομάδες θα γίνω 94 χρόνων. Τα γηρατειά είναι μια τρομερή μάχη την οποία είναι σίγουρο ότι θα χάσεις. Όλα εκφυλίζονται... Μπορεί να έχεις κερδίσει σε φρονιμάδα, σε ανωτερότητα απόψεων, σε ηθικό σθένος, σε στωικότητα (πρέπει να παρηγορείται κανείς από τις θετικές πλευρές), αλλά χάνεις την όρασή σου, την ακοή σου, την ελευθερία των κινήσεών σου. Δεν υπάρχει κάτι για το οποίο να χαρείς. Το μόνο για το οποίο χαίρομαι είναι ότι έχω διατηρήσει το χιούμορ μου, την ικανότητα να γελάω».
απο το μπλογκ Αγγελος Σακκετος.
Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010
Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010
Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Ἡ Σταχομαζώχτρ α
Μεγάλην ἐξέφρασεν ἔκπληξιν ἡ γειτόνισσα τὸ Ζερμπινιώ, ἰδοῦσα τῇ ἡμέρᾳ τῶν
Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 187... τὴν θεια-Ἀχτίτσα φοροῦσαν καινουργῆ μανδήλαν, καὶ
τὸν Γέρο καὶ τὴν Πατρώνα μὲ καθαρὰ ὑποκαμισάκια καὶ μὲ νέα πέδιλα.
Τοῦτο δὲ διότι ἦτο γνωστότατον ὅτι ἡ θεια-Ἀχτίτσα εἶχεν ἰδεῖ τὴν προῖκα τῆς κόρης της
πωλούμενην ἐπὶ δημοπρασίας πρὸς πληρωμὴν τῶν χρεῶν ἀναξίου γαμβροῦ, διότι ἦτο
ἔρημος καὶ χήρα καὶ διότι ἀνέτρεφε τὰ δυὸ ὀρφανὰ ἔγγονά της μετερχομένη ποικίλα
ἐπαγγέλματα. Ἦτο (ἂς εἶναι μοναχή της!) ἀπ᾿ ἐκείνας ποὺ δὲν ἔχουν στὸν ἥλιο μοῖρα. Ἡ
γειτόνισσα τὸ Ζερμπινιὼ ὤκτειρε τὰς στερήσεις τῆς γραίας καὶ τῶν δυὸ ὀρφανῶν, ἀλλὰ
μήπως ἦτο καὶ αὐτὴ πλουσία, διὰ νὰ ἔλθῃ αὐτοῖς ἀρωγὸς καὶ παρήγορος;
Εὐτυχὴς ὁ μακαρίτης, ὁ μπαρμπα-Μιχαλιός, ὅστις προηγήθη εἰς τὸν τάφον τῆς συμβίας
Ἀχτίτσας, χωρὶς νὰ ἴδῃ τὰ δεινὰ τὰ ἐπικείμενα αὐτῇ μετὰ τὸν θάνατόν του. Ἦτο καλῆς
ψυχῆς, ἂς εἶχε ζωή! ὁ συχωρεμένος. Τὰ δυὸ παιδιά, τὰ ἀδιαφόρετα, ὁ Γεώργης καὶ ὁ
Βασίλης, ἐπνίγησαν βυθισθείσης τῆς βρατσέρας των τὸν χειμῶνα τοῦ ἔτους 186... Ἡ
βρατσέρα ἐκείνη ἀπωλέσθη αὔτανδρος, τί φρίκη, τί καημός! Τέτοια τρομάρα καμμιᾶς
καλῆς χριστιανῆς νὰ μὴν τῆς μέλλῃ.
Ὁ τρίτος ὁ γυιός της, ὁ σουρτούκης, τὸ χαμένο κορμί, ἐξενιτεύθη, καὶ εὐρίσκετο, ἔλεγαν, εἰς τὴν Ἀμερικήν. Πέτρα ἔρριξε πίσω του. Μήπως τὸν εἶδε; Μήπως τὸν ἤκουσεν; Ἄλλοι πάλιν πατριῶτες εἶπαν ὅτι ἐνυμφεύθη εἰς ἐκεῖνα τὰ χώματα, κ᾿ ἐπῆρε, λέει, μιὰ φράγκα. Μιὰ ῾γγλεζοπούλα, ἕνα ξωθικό, ποὺ δὲν ἤξευρε νὰ μιλήσῃ ρωμέικα. Μὴ χειρότερα! Τί νὰ πῇ κανείς, ἠμπορεῖ νὰ καταρασθῇ τὸ παιδί του, τὰ σωθικά του, τὰ σπλάχνα του;
Ἡ κόρη της ἀπέθανεν εἰς τὸν δεύτερον τοκετόν, ἀφεῖσα αὐτῇ τὰ δυὸ ὀρφανὰ
κληρονομίαν. Ὁ πατεριασμένος τους ἐζοῦσε ἀκόμα (ποὺ νὰ φτάσουν τὰ μαντᾶτα του,
ὥρα τὴν ὥρα!), μὰ τί νοικοκύρης, τὸ πρόκοψε ἀλήθεια! Χαρτοπαίκτης, μέθυσος καί [μὲ]
ἄλλας ἀρετὰς ἀκόμη. Εἶπαν πῶς ξαναπαντρεύτηκε ἀλλοῦ, διὰ νὰ πάρῃ καὶ ἄλλον
κόσμον εἰς τὸν λαιμόν του, ὁ ἀσυνείδητος! Τέτοιοι ἄντρες!... Ἔκαμε δὰ κι αὐτὴ ἕνα
γαμπρό, μὰ γαμπρὸ (τὸ λαμπρὸ τ᾿ νὰ βγῆ!).
Τί νὰ κάμῃ, ἔβαλε τὰ δυνατά της, κ᾿ ἐπροσπαθοῦσε ὅπως-ὅπως νὰ ζήσῃ τὰ ὀρφανά. Τί
ἀξιολύπητα, τὰ καημένα! Κατὰ τὰς διαφόρους ὥρας τοῦ ἔτους, ἐβοτάνιζε, ἀργολογοῦσε,
ἑμάζωνε ἐλιές, ἐξενοδούλευε. Ἑμάζωνε κούμαρα καὶ τὰ ἔβγαζε ρακί. Μερικὰ στέμφυλα
ἀπ᾿ ἐδῶ, κάμποσα βότσια ἀραβοσίτου ἀπ᾿ ἐκεῖ, ὅλα τὰ ἐχρησιμοποίει. Εἶτα κατὰ
Ὀκτώβριον, ἅμα ἤνοιγαν τὰ ἐλαιοτριβεῖα, ἔπαιρνεν ἕνα εἶδος πῆχυν, ἓν πενηντάρι ἐκ
λευκοσιδήρου, μίαν στάμναν μικράν, κ᾿ ἐγύριζεν εἰς τὰπ οτό κι α, ὅπου κατεστάλαζαν αἱ
ὑποσταθμοὶ τοῦ ἐλαίου, κ᾿ ἑμάζωνε τὴν μούργα. Διὰ τῆς μεθόδου ταύτης ὠκονόμει ὅλον
τὸ ἐνιαύσιον ἔλαιον τοῦ λυχναρίου της.
Ἀλλὰ τὸ πρώτιστον εἰσόδημα τῆς θεία-Ἀχτίτσας προήρχετο ἐκ τοῦ σταχομαζώματος. Τὸν
Ἰούνιον κατ᾿ ἔτος ἐπεβιβάζετο εἰς πλοῖον, ἔπλεεν ὑπερπόντιος καὶ διεπεραιοῦτο εἰς
Εὔβοιαν. Περιεφρόνησε τὸ ὀνειδιστικὸν ἐπίθετον τῆς «καραβωμένης», ὅπερ
ἐσφενδόνιζον ἄλλα γύναια κατ᾿ αὐτῆς, διότι ὄνειδος ἀκόμη ἐθεωρεῖτο τὸ νὰ πλέῃ γυνὴ
εἰς τὰ πελάγη. Ἐκεῖ, μετ᾿ ἄλλων πτωχῶν γυναικῶν, ἠσχολεῖτο συλλέγουσα τοὺς
ἀστάχυς, τοὺς πίπτοντας ἀπὸ τῶν δραγμάτων τῶν θεριστῶν, ἀπὸ τῶν φορτωμάτων καὶ
κάρρων. Κατ᾿ ἔτος, οἱ χωρικοὶ τῆς Εὐβοίας καὶ τὰ χωριατόπουλα ἔρριπτον κατὰ
πρόσωπον αὐτῶν τὸ σκῶμμα: «Νά! οἱ φ᾿στάνες! μᾶς ᾖρθαν πάλιν οἱ φ᾿στάνες!» Ἀλλ᾿
αὕτη ἔκυπτεν ὑπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τὰ ψιχία ἐκεῖνα τῆς πλούσιας
συγκομιδῆς τοῦ τόπου, ἀπήρτιζε τρεῖς ἢ τεσσάρας σάκκους, ὁλόκληρον ἐνιαυσίαν
ἐσοδείαν δι᾿ ἐαυτὴν καὶ διὰ τὰ δυὸ ὀρφανά, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἐμπιστευθῆ ἐν τῷ μεταξὺ εἰς
τὰς φροντίδας τῆς Ζερμπινιῶς, καὶ ἀποπλέουσα ἐπέστρεφεν εἰς τὸ παραθαλάσσιον
χωρίον της.
* Πλὴν ἐφέτος, δηλ. τὸ ἔτος ἐκεῖνο, ἀφορία εἶχε μαστίσει τὴν Εὔβοιαν. Ἀφορία εἰς τὸν
ἐλαιῶνα τῆς μτκρᾶς νήσου, ὅπου κατῴκει ἡ Θεία-Ἀχτίτσα. Ἀφορία εἰς τὰς ἀμπέλους καὶ
εἰς τοὺς ἀραβοσίτους, ἀφορία σχεδὸν καὶ εἰς αὐτὰ τὰ κούμαρα, ἀφορία πανταχοῦ.
Εἶτα, ἐπειδὴ οὐδὲν κακὸν ἔρχεται μόνον, βαρὺς χειμὼν ἐνέσκηψεν εἰς τὰ βορειότερα ἐκεῖνα μέρη. Ἀπὸ τοῦ Νοεμβρίου μηνός, χωρὶς σχεδὸν νὰ πνεύσῃ νότος καὶ νὰ πέση βροχή, ἤρχισε νὰ χιονίζῃ. Μόλις ἔπαυεν εἷς νιφετὸς καὶ ἤρχιζεν ἄλλος. Ἐνίοτε ἔπνεε ξηρὸς βορρᾶς, σφίγγων ἔτι μᾶλλον τὰ χιόνια, τὰ ὁποῖα δὲν ἔλυωναν εἰς τὰ βουνά. «Ἐπερίμεναν ἄλλα».
Ἡ γραῖα μόλις εἶχε προλάβει νὰ μεταφέρῃ ἐπὶ τῶν ὤμων της ἀπὸ τῶν φαράγγων καὶ
δρυμῶν, ἀγκαλίδας τινὰς ξηρῶν ξύλων, ὄσαι μόλις θὰ ἤρκουν διὰ δυὸ ἑβδομάδας ἢ τρεῖς,
καὶ βαρὺς ὁ χειμὼν ἐπέπεσε. Περὶ τὰ μέσα Δεκεμβρίου μόλις ἐπῆλθε μικρὰ διακοπή, καὶ
δειλαί τινες ἀκτῖνες ἡλίου ἐπεφάνησαν ἐπιχρυσοῦσαι τὰς ὑψηλοτέρας στέγας. Ἡ θεια-
Ἀχτίτσα ἔτρεξεν εἰς τὰ «ὀρμάνια» ἵνα προλάβῃ καὶ εἰσκομίσῃ καυσόξυλα τίνα. Τὴν
ἐπαύριον ὁ χειμὼν κατέσκηψεν ἀγριώτερος. Μέχρι τῶν Χριστουγέννων οὐδεμία ἡμέρα
εὔδιος, οὐδεμία γωνία οὐρανοῦ ὁρατή, οὐδεμία ἀκτὶς ἡλίου.
Κραταιὸς καὶ βαρύπνοος βορρᾶς,χιονιστής, ἐφύσα κατὰ τὰς παραμονὰς τῆς ἁγίας
ἡμέρας. Αἱ στέγαι τῶν οἰκιῶν ἦσαν κατάφορτοι ἐκ σκληρυνθείσης χιόνος. Τὰ συνήθη
παίγνια τῶν ὁδῶν καὶ τὰ χιονοβολήματα ἔπαυσαν. Ὁ χειμὼν ἐκεῖνος δὲν ἦτο
φιλοπαίγμων. Ἀπὸ τῶν κεράμων τῶν στεγῶν ἐκρέμαντο ὡς ὥριμοι καρποὶ σπιθαμαῖα
κρύσταλλα, τὰ ὁποῖα οἱ μάγκαι τῆς γειτονιᾶς δὲν εἶχον πλέον ὄρεξιν νὰ τρώγουν.
Τὴν ἑσπέραν τῆς 23ης ὁ Γέρος εἶχεν ἔλθει ἀπὸ τὸ σχολεῖον περιχαρής, διότι ἀπὸ τῆς
αὔριον ἔπαυον τὰ μαθήματα. Πρὶν ξεκρεμάσῃ τὸν φύλακα ἀπὸ τῆς μασχάλης του, ὁ
Γέρος πεινασμένος ἤνοιξε τὸ δουλάπι, ἀλλ᾿ οὐδὲ ψωμὸν ἄρτου εὖρεν ἐκεῖ. Ἡ γραῖα εἶχεν
ἐξέλθει, ἴσως πρὸς ζήτησιν ἄρτου. Ἡ ἀτυχὴς Πατρώνα ἐκάθητο ζαρωμένη πλησίον τῆς
ἑστίας, ἀλλ᾿ ἡ ἑστία ἦτο σβεστή. Ἐσκάλιζε τὴν στάκτην, νομίζουσα ἐν τῇ παιδικῇ
ἀφελείᾳ της (ἦτο μόλις τετραετές, τὸ πτωχὸν κοράσιον) ὅτι ἡ ἑστία εἶχε πάντοτε τὴν
ἰδιότητα νὰ θερμαίνῃ, καὶ ἂς μὴ καίῃ. Ἀλλ᾿ ἡ στάκτη ἦτο ὑγρά. Σταλαγμοὶ ὕδατος, ἐκ
χιόνος τακείσης ἴσως διὰ τίνος λαθραίας καὶ παροδικῆς ἀκτῖνος ἡλίου, εἶχον ρεύσει διὰ
τῆς καπνοδόχου.
Ὁ Γέρος, ὅστις ἦτο ἑπταετὴς μόλις, ἕτοιμος νὰ κλαύσῃ διότι δὲν εὕρισκε ψιχίον τι πρὸς κορεσμὸν τῆς πείνης του, ἤνοιξεν τὸ μόνον παράθυρον, ἔχον τριῶν σπιθαμῶν μῆκος. Ὁ οἰκίσκος ὅλος, χθαμαλός, ἠμιφάτνωτος μὲ εἶδος σοφᾶ, εἶχεν ὕψος δυὸ ἴσως ὀργυιῶν ἀπὸ τοῦ ἐδάφους μέχρι τῆς ὀροφῆς.
Ὁ Γέρος ἀνεβίβασε σκαμνίον τι ἐπὶ τοῦ λίθινου ἐρείσματος τοῦ παραθύρου, ἀνέβη ἐπὶ τοῦ σκαμνίου, ἐστηρίχθη διὰ τῆς ἀριστερᾶς ἐπὶ τοῦ παραθυρόφυλλου, ἀνοικτοῦ, ἐστηλώθη μετὰ τόλμης πρὸς τὴν ὀροφήν, ἀνέτεινε τὴν δεξιάν, καὶ ἀπέσπασεν ἓν
κρύσταλλον, ἐκ τῶν κοσμούντων τοὺς «σταλαγμούς» τῆς στέγης. Ἤρχισε νὰ τὸ ἐκμυζᾷ
βραδέως καὶ ἠδονικῶς, καὶ ἔδιδε καὶ εἰς τὴν Πάτρωνα νὰ φάγη. Ἐπείνων τὰ κακόμοιρα.
* Ἡ γραῖα Ἀχτίτσα ἐπανῆλθε μετ᾿ ὀλίγον φέρουσα πρᾶγμα τι τυλιγμένον εἰς τὸ κόλπον
της. Ὁ Γέρος, ὅστις ἐγνώριζεν ἐκ τῆς παιδικῆς του πείρας ὅτι ποτὲ ἄνευ αἰτίας δὲν
ἐφούσκωναν οἱ κόλποι τῆς μάμμης του, ἀναπηδήσας ἔτρεξεν εἰς τὸ στῆθος της, ἐνέβαλε
τὴν χεῖρα καὶ ἀφῆκε κραυγὴν χαρᾶς. Τεμάχιον ἄρχου εἶχεν «οἰκονομήσει» καὶ τὴν
ἑσπέραν ἐκείνην ἡ καλή, καίτοι ὀλίγον τι αὐστηρὰ μάμμη, τὶς οἶδεν ἀντὶ ποίων
ἐξευτελισμῶν καὶ διὰ πόσων ἐκλιπαρήσεων!
Καὶ τί δὲν ἤθελεν ὑποστῇ, πρὸς ποῖας θυσίας ἠδύνατο νὰ ὀπισθοδρομήσῃ, διὰ τὴν
ἀγάπην τῶν δυὸ τούτων παιδίων, τὰ ὁποῖα ἦσαν δὶς παιδία δι᾿ αὐτήν, καθ᾿ ὅσον ἦσαν τὰ
τέκνα τοῦ τέκνου της! Ἐν τούτοις δὲν ἤθελε νὰ δεικνύῃ αὐτοῖς μεγάλην ἀδυναμίαν, καὶ
«ἥμερο μάτι δὲν τοὺς ἔδιδε». Ἐκάλει τὸν ἄρρενα «Γέρον», διότι εἶχε τὸ ὄνομα τοῦ ἀληθοῦς
Γέρου της, τοῦ μακαρίτου τοῦ μπαρμπα-Μιχαλιοῦ, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα τῆς ἐπόνει ν᾿
ἀκούσῃ ἢ νὰ προφέρῃ. Τὸ ταλαίπωρον τὸ θῆλυ τὸ ἐκάλει Πάτρωνα θωπευτικῶς, καὶ
ὀλίγον «σὰν ἀρχοντοξεπεσμένη ποὺ ἦτον», μὴ ἀνεχομένη ν᾿ ἀκούῃ τὸ Ἀργυρώ, τὸ ὄνομα
τῆς κόρης της, ὅπερ ἐδόθη ὡς κληρονομιὰ εἰς τὸ ὀρφανόν, λεχοῦς θανούσης ἐκείνης.
Πλὴν τοῦ ὑποκορισμοῦ τούτου οὐδεμίαν ἄλλην ἐπιδεικτικὴν τρυφερότητα ἀπένεμεν εἰς
τὰ δυὸ πτωχὰ πλάσματα, ἀλλὰ μᾶλλον πρακτικὴν ἀγάπην καὶ προστασίαν.
Ἡ ταλαίπωρος γραῖα ἔστρωσε διὰ τὰ δυὸ ὀρφανά, ἵνα κοιμηθῶσιν, ἀνεκλίθη καὶ αὐτὴν
πλησίον τῶν, τοῖς εἶπε νὰ φυσήσουν ὑποκάτωθεν τοῦ σκεπάσματός των διὰ νὰ
ζεσταθοῦν, τοῖς ὑπεσχέθη ψευδόμενη, ἀλλ᾿ ἐλπίζουσα νὰ ἐπαληθεύσῃ, ὅτι αὔριον ὁ
Χριστὸς θὰ φέρῃ ξύλα καὶ ψωμὶ καὶ μίαν χύτραν κοχλάζουσαν ἐπὶ τοῦ πυρός, καὶ ἔμεινεν
ἄυπνος πέραν τοῦ μεσονυκτίου, ἀναλογιζομένη τὴν πικρὰν τύχην της.
Τὸ πρωί, μετὰ τὴν λειτουργίαν (ἦτο ἡ παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων) ὁ παπα-Δημήτρης, ὁ ἐνορίτης της, ἐπαρουσιάσθη αἴφνης εἰς τὴν θύραν τοῦ πενιχροῦ οἰκίσκου:
- Καλῶς τὰ ῾δέχθης, τῆς εἶπε μειδιῶν.
«Καλῶς τὰ ῾δέχθη» αὐτή! Καὶ ἀπὸ ποῖον ἐπερίμενε τίποτε;
- Ἔλαβα ἕνα γράμμα διά σέ, Ἀχτίτσα, προσέθηκεν ὁ γέρων ἱερεὺς τινάσσων τὴν χιόνα
ἀπὸ τὸ ράσον καὶ τὸ σάλι του. - Ὁρίστε, δέσποτα! Καὶ μακάρι ἔχω τὴ φωτιά, ἐψιθύρισεν πρὸς ἑαυτήν, ἢ τὸ γλυκὸ καὶ τὸ ρακὶ νὰ τὸν φιλέψω; Ὁ ἱερεὺς ἀνέβη τὴν τετράβαθμον κλίμακα καὶ ἐλθὼν ἐκάθησεν ἐπὶ τοῦ σκαμνίου.
Ἠρεύνησε δὲ εἰς τὸν κόλπον του καὶ ἐξήγαγεν μέγα φάκελλον μὲ πολλὰς καὶ ποικίλας
σφραγῖδας καὶ γραμματόσημα.
- Γράμμα, εἶπες παπά; ἐπανέλαβεν ἡ Ἀχτίtσα, μόλις τότε ἀρχίσασα νὰ ἐννοῇ τὶ τῆς ἔλεγεν ὁ ἱερεύς. Ὁ φάκελλος, ὃν εἶχεν ἐξαγάγει ἐκ τοῦ κόλπου του, ἐφαίνετο ἀνοικτὸς ἀπὸ τὸ ἓν μέρος. - Ἀπόψε ἔφθασε τὸ βαπόρι, ἐπανέλαβεν ὁ ἐφημέριος, ἐμένα μου τὸ ἔφεραν τώρα, μόλις ἐβγῆκα ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν.
Καὶ ἐνθεὶς τὴν χεῖρα ἔσω τοῦ φακέλλου ἐξήγαγε διπλωμένον χαρτίον.
- Τὸ γράμμα εἶναι πρὸς ἐμέ, προσέθηκεν, ἀλλὰ σὲ ἀποβλέπει.
- Ἐμένα; ἐμένα; ἐπανελάμβανεν ἔκπληκτος ἡ γραῖα.
Ὁ παπα-Δημήτρης ἐξεδίπλωσεν τὸ χαρτίον.
- Εἶδεν ὁ θεὸς τὸν πόνον σου καὶ σοῦ στέλνει μικρὰν βοήθειαν, εἶπεν ὁ ἀγαθὸς ἱερεύς. Ὁ
γυιός σου σοῦ γράφει ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν. - Ἀπ᾿ την Αμέρικα; Ὁ Γιάννης! Ὁ Γιάννης μὲ θυμήθηκεν; ἀνέκραξεν περιχαρής, ποιοῦσα τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ἡ γραῖα.
Καὶ εἶτα προσέθηκε:
- Δόξα σοι, ὁ Θεός!
Ὁ ἱερεὺς ἔβαλε τὰ γυαλιά του καὶ ἐδοκίμασε ν᾿ ἀναγνώση:
- Εἶναι κακογραμμένα ἐπανέλαβε, κ᾿ ἐγὼ δυσκολεύομαι νὰ διαβάζω αὐτὲς τὶς τζίφρες
ποὺ ἔβγαλαν τώρα, ἀλλὰ θὰ προσπαθήσωμεν νὰ βγάλωμεν νόημα. Καὶ ἤρχισε μετὰ δυσκολίας, καὶ σκοντάπτων συχνά, ν᾿ ἀναγινώσκη: «Παπα-Δημήτρη, τὸ χέρι σου φιλῶ. Πρῶτον ἐρωτῶ διὰ τὸ αἴσιον, κ.τ.λ., κ.τ.λ. Ἐγὼ λείπω
πολλὰ χρόνια καὶ δὲν ἠξεύρω αὐτοῦ τὶ γίνονται, οὔτε ἂν ζοῦν ἢ ἀπέθαναν. Εἶμαι εἰς
μακρινὸν μέρος, πολὺ βαθιὰ εἰς τὸν Παναμᾶ, καὶ δὲν ἔχω καμμία συγκοινωνίαν μὲ
ἄλλους πατριῶτες ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὴν Ἀμερικήν. Πρὸ τριῶν χρόνων ἐντάμωσα τὸν
(δεῖνα) καὶ τὸν (δεῖνα), ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ἔλειπαν χρόνους πολλούς, καὶ δὲν ἤξευραν τί
γίνεται εἰς τὸ σπίτι μας.
»Ἐὰν ζῇ ὁ πατέρας ἢ ἡ μητέρα μου, εἰπέ τους νὰ μὲ συγχωρήσουν, διότι διὰ καλὸ πάντα
πασχίζει ὁ ἄνθρωπος, καὶ εἰς κακὸ πολλὲς φορὲς βγαίνει. Ἐγὼ ἀρρώστησα δυὸ φορὲς
ἀπὸ κακὲς ἀσθένειες τοῦ τόπου ἐδῶ, καὶ ἔκαμα πολὺν καιρὸν εἰς τὰ σπτάλια. Τὰ ὅ,τι
εἶχα καὶ δὲν εἶχα ἐπῆγαν εἰς τὴν ἀσθένειαν καὶ μόλις ἐγλύτωσα τὴν ζωήν μου. Εἶχα
ὑπανδρευθεῖ πρὸ δέκα χρόνων, κατὰ τὴν συνήθειαν τοῦ τόπου ἐδῶ, ἀλλὰ τώρα εἶμαι
ἀπόχηρος, καὶ ἄλλο καλύτερον δὲν ζητῶ παρὰ τὸ νὰ πιάσω ὀλίγα χρήματα νὰ ἔλθω εἰς
τὴν πατρίδα, ἂν προφθάσω τοὺς γονεῖς μου νὰ μ᾿ εὐλογήσουν. Καὶ νὰ μὴν ἔχουν
παράπονο εἰς ἐμέ, διότι ἔτσι θέλει ὁ Θεός, καὶ δὲν ἠμποροῦμε νὰ πᾶμε κόντρα. Καὶ νὰ μὴ
βαρυγνωμοῦν, διότι ἂν δὲν εἶναι θέλημα Θεοῦ, δὲν ἠμπορεῖ ἄνθρωπος νὰ προκόψῃ.
»Σοῦ στέλνω ἐδῶ ἐσωκλείστως ἕνα συνάλλαγμα ἐπ᾿ ὀνόματί σου, νὰ ὑπογράψῃς ἡ
ἁγιωσύνη σου, καὶ νὰ φροντίσουν νὰ τὸ ἐξαργυρώσουν ὁ πατέρας ἢ ἡ μητέρα ἐὰν ζοῦν.
Καὶ ἄν, ὃ μὴ γένοιτο, εἶναι ἀποθαμένοι, νὰ τὸ ἐξαργυρώσῃς ἡ ἁγιωσύνη σου, νὰ δώσῃς
εἰς κανένα ἀδελφόν μου, ἐὰν εἶναι αὐτοῦ, ἢ εἰς κανὲν ἀνίψι μου καὶ εἰς ἄλλα πτωχά. Καὶ
νὰ κρατήσῃς καὶ ἡ ἀγιωσύνη σου, ἐὰν οἱ γονεῖς μου εἶναι ἀποθαμένοι, ἓν μέρος τοῦ
ποσοῦ αὐτοῦ διὰ τὰ σαρανταλείτουργα...».
Πολλὰ ἔλεγεν ἡ ἐπιστολὴ αὕτη καὶ ἓν σπουδαῖον παρέλειπε. Δὲν ἀνέφερε τὸ ποσὸν τῶν χρημάτων, δι᾿ ὅσα ἦτο ἡ συναλλαγματική. Ὁ παπα-Δημήτρης παρατηρήσας τὸ πρᾶγμα, ἐξέφερε τὴν εἰκασίαν, ὅτι ὁ γράψας τὴν ἐπιστολήν, λησμονήσας, νομίζων ὅτι εἶχεν ὁρίσει τὸ ποσὸν τῶν χρημάτων παραπάνω, ἐνόμισε περιττὸν νὰ τὸ ἐπαναλάβῃ παρακατιῶν, δι᾿ ὃ καὶ ἔλεγε «τοῦ ποσοῦ αὐτοῦ».
Ἐν τούτοις ἄφατος ἦτο ἡ χαρὰ τῆς Ἀχτίτσας, λαβούσης μετὰ τόσα ἔτη εἰδήσεις περὶ τοῦ
υἱοῦ της. Ὡς ὑπὸ τέφραν κοιμώμενος ἀπὸ τόσων ἐτῶν, ὁ σπινθὴρ τῆς μητρικῆς στοργῆς
ἀνέθορεν ἐκ τῶν σπλάγχνων εἰς τὸ πρόσωπόν της καὶ ἡ γεροντική, ρικνή, καὶ
ἐρρυτιδωμένη ὄψις της ἠγλαΐσθη μὲ ἀκτίνα νεότητος καὶ καλλονῆς.
Τὰ δυὸ παιδία, ἂν καὶ δὲν ἐνόουν περὶ τίνος ἐπρόκεττο, ἰδόντα τὴν χαρὰν τῆς μάμμης των, ἤρχισαν νὰ χοροπηδῶσι. * Ὁ κὺρ Μαργαρίτης δὲν ἦτο ἰδίως προεξοφλητής, ἢ τοκιστῆς, ἢ ἔμπορος· ἦτο ὅλα αὐτὰ ὁμοῦ. Ἕνα φόρον ἐπιτηδεύματος ἐπλήρωνεν, ἀλλ᾿ ἔκαμνε τρεῖς τέχνας. Ἡ γραῖα Ἀχτίτσα, εἰς φοβερὰν διατελοῦσα ἔνδειαν, ἔλαβε τὸ παρὰ τοῦ υἱοῦ της
ἀποσταλὲν γραμμάτιον, ἐφ᾿ οὗ ἐφαίνοντο γράμματα κόκκινα καὶ μαῦρα, ἄλλα ἔντυπα
καὶ ἄλλα χειρόγραφα, ἐξ ὧν δὲν ἐνόει τίποτε οὔτε ὁ γηραιὸς ἐφημέριος οὔτε αὐτή, καὶ
μετέβη εἰς τὸ μαγαζὶ τοῦ κὺρ Μαργαρίτη.
Ὁ κὺρ Μαργαρίτης ἐρρόφησε δραγμίδα ταμβάκου, ἐτίναξε τὴν βράκαν του, ἐφ᾿ ἧς ἔπιπτε πάντοτε μέρος ταμβάκου, κατεβίβασε μέχρι τῶν ὀφρύων τὴν σκούφιαν του, ἔβαλε τὰ γυαλιά του, καὶ ἤρχισε νὰ ἐξετάζῃ διὰ μακρῶν τὸ γραμμάτιον.
- Ἔρχεται ἀπ᾿ τὴν Ἀμέρικα; εἶπε. Σ᾿ ἐθυμήθηκε, βλέπω, ὁ γυιός σου. Μπράβο, χαίρομαι.
Εἶτα ἐπανέλαβεν:
- Ἔχει τὸν ἀριθμὸν 10, ἀλλὰ δὲν ξέρουμε τί εἴδους μονέδα νὰ εἶναι, δέκα σελλίνια, δέκα
ρούπιες, δέκα κολωνάτα ἢ δέκα...
Διεκόπη. Παρ᾿ ὀλίγον θὰ ἔλεγε «δέκα λίρες».
- Νὰ φωνάξουμε τὸ δάσκαλο, ἐμορμύρισεν ὁ κὺρ Μαργαρίτης, ἴσως ἐκεῖνος ξεύρη νὰ τὸ
διαβάσῃ. Τί γλῶσσα νὰ εἶναι τάχα; Ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος, ὅστις ἐκάθητο βλέπων τοὺς παίζοντας τὸκι άμ ο εἰς παράπλευρον
καφενεῖον, παρακληθεὶς μετέβη εἰς τὸ μαγαζὶ τοῦ κὺρ Μαργαρίτη. Εἰσῆλθεν, ὀρθός,
δύσκαμπτος, ἔλαβε τὸ γραμμάτιον, παρεκάλεσε τὸν κὺρ Μαργαρίτη νὰ τὸν δανείσῃ τὰ
γυαλιά του, καὶ ἤρχισε νὰ συλλαβίζῃ τοὺς Λατινικοὺς χαρακτῆρας:
- Πρέπει νὰ εἶναι ἀγγλικά, εἶπεν, ἐκτὸς ἂν εἶναι γερμανικά. Ἀπὸ ποῦ ἔρχεται αὐτὸ τὸ δελτάριον;
- Ἀπ᾿ τὴν Ἀμέρικα, κὺρ δάσκαλε, εἶπεν ἡ θεια-Ἀχτίτσα.
- Ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν; τότε θὰ εἶναι ἀγγλικόν.
Καὶ ταῦτα λέγων προσεπάθει νὰ συλλαβίσῃ τὰς λέξεις ten pounds sterling, ἃς ἔφερε χειρογράφους ἡ ἐπιταγή. Sterling, εἶπε· sterling θὰ σημαίνῃ τάλληρον, πιστεύω. Ἡ λέξις φαίνεται νὰ εἶναι τῆς αὐτῆς ἐτυμολογίας, ἀπεφάνθη δογματικῶς.
Καὶ ἐπέστρεψε τὸ γραμμάτιον εἰς χεῖρας τοῦ κὺρ Μαργαρίτη.
- Αὐτὸ θὰ εἶναι, εἶπε, καὶ ἐπειδὴ ὑπάρχει ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ὁ ἀριθμὸς 10, θὰ εἶναι χωρὶς
ἄλλο γραμμάτιον διὰ δέκα τάλληρα. Τὸ κάτω-κάτω, ὀφείλω νὰ σᾶς εἴπω ὅτι δὲν γνωρίζω ἀπὸ χρηματιστικά. Εἰς ἄλλα ἡμεῖς ἀσχολούμεθα, οἱ ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων. Καὶ τοῦτο εἰπών, ἐπειδὴ ἠσθάνθη ψῦχος εἰς τὸ κατάψυχρον καὶ πλακόστρωτον μαγαζεῖον τοῦ κὺρ Μαργαρίτη, ἐπέστρεψεν εἰς τὸ καφενεῖον, ἵνα θερμανθῇ. * Ὁ κὺρ Μαργαρίτης εἶχεν ἀρχίσει νὰ τρίβῃ τὰ χεῖρας, καὶ ἐφαίνετο σκεπτόμενος. - Τώρα, τί τὰ θέλεις, εἶπε στραφεὶς πρὸς τὴν γραίαν, οἱ καιροὶ εἶναι δύσκολοι, μεγάλα
κεσάτια. Νὰ τὸ πάρω, νὰ σοῦ τὸ ἐξαργυρώσω, ξέρω πὼς εἶναι σίγουρος ὁ παράς μου,
ξέρω ἂν δὲν εἶναι καὶ ψεύτικο; Ἀπὸ κεῖ κάτω, ἀπ᾿ τὸν χαμένο κόσμον, περιμένεις
ἀλήθεια; Ὅλες οἱ ψευτιές, οἱ καλπουζανιὲς ἀπὸ κεῖ μᾶς ἔρχονται. Γυρίζουν τόσα χρόνια,
οἱ σουρτούκηδες (μὲ συγχωρεῖς, δὲν λέγω τὸ γυιό σου) ἐκεῖ ποὺ ψένει ὁ ἥλιος τὸ ψωμί, καὶ
δὲν νοιάζονται νὰ στείλουν ἕναν παρᾶ, ἕνα σωστὸν παρᾶ, μονάχα στέλνουν
παλιόχαρτα.
Ἔφερε δυὸ βόλτες περὶ τὸ τεράστιον λογιστήριόν του, καὶ ἐπανέλαβε: - Καὶ δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγμα αὐτό, νὰ σὲ χαρῶ, εἶναι δέκα τάλλαρα! Νὰ εἶχα δέκα τάλλαρα ἐγώ, παντρευόμουνα.
Εἶτα ἐξηκολούθησε:
- Μὰ τί νὰ σοῦ πῶ, σὲ λυποῦμαι, ποὺ εἶσαι καλὴ γυναίκα, κ᾿ ἔχεις κ᾿ ἐκεῖνα τὰ ὀρφανά.
Νὰ κρατήσω ἐγὼ ἐνάμισυ τάλλαρο διὰ τοὺς κινδύνους ποὺ τρέχω καὶ γιὰ τὰ ὀχτώμισυ πλια... Καὶ γιὰ νά ῾μαστε σίγουροι, μὴ γυρεύῃς κολωνᾶτα, νὰ σοῦ δώσω πεντόφραγκα, γιὰ νὰ ῾μαστε μέσα. Ὀχτώμισυ πεντόφραγκα λοιπόν... Ἄ! ξέχασα!...
Τοὐναντίον, δὲν εἶχε ξεχάσει· ἀπ᾿ ἀρχῆς τῆς συνεντεύξεως αὐτὸ ἐσκέπτετο.
- Ὁ συχωρεμένος ὁ Μιχαλιὸς κάτι ἔκανε νὰ μοῦ δίνῃ, δὲν θυμοῦμαι τώρα...
Καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸ λογιστήριόν του:
- Μὰ κ᾿ ἐκεῖνος ὁ τελμπεντέρης ὁ γαμπρός σου, μοῦ ἔφαγε δυὸ τάλλαρα θαρρῶ.
Καὶ ὠπλίσθη μὲ τὸ πελώριον κατάστιχόν του:
- Εἶναι δίκιο νὰ τὰ κρατήσω... ἐσένα, ὅσα σου δώσω, θὰ σοῦ φανοῦν χάρισμα.
Ἤνοιξε τὸ κατάστιχον. Αἱ κατάπυκνοι καὶ μαυροβολοῦσαι σελίδες τοῦ κατάστιχου τούτου ὠμοίαζον μὲ πίονας ἀγρούς, μὲ γῆν ἀγαθήν. Ὅ,τι ἔσπειρέ τις ἐν αὐτῷ, ἐκαρποφόρει πολλαπλασίως. Ἦτο ὡς νὰ ἔκοπτέ τις τὰ φύλλα τοῦ δενδρυλλίου, ἑκάστοτε ὄτε ἐγίνετο ἐξόφλησις κονδυλίου τινός, ἀλλ᾿ ἡ ρίζα ἔμενεν ὑπὸ τὴν γῆν, μέλλουσα καὶ πάλιν ν᾿ ἀναβλαστήσῃ.
Ὁ κὺρ Μαργαρίτης εὗρε παρευθὺς τοὺς δυὸ λογαριασμούς.
- Ἐννιὰ καὶ δεκαπέντε μοῦ χρωστοῦσε ὁ μακαρίτης ὁ ἄντρας σου, εἶπε· καὶ δυὸ τάλλαρα
δανεικὰ καὶ ἀγύριστα τοῦ γαμπροῦ σου γίνονται... Καὶ λαβὼν κάλαμον ἤρχισε νὰ ἐκτελῇ τὴν πρόσθεσιν πρῶτον καὶ τὴν ἀναγωγὴν τῶν
ταλλήρων εἰς δραχμάς, εἶτα τὴν ἀφαίρεσιν ἀπὸ τοῦ ποσοῦ τῶν δέκα γαλλικῶν
ταλλήρων.
- Κάνει νὰ σοῦ δίνω... ἤρχισε νὰ λέγῃ ὁ κὺρ Μαργαρίτης. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη εἰσῆλθε νέον πρόσωπον. *
Ἦτο ἔμπορος Συριανός, παρεπιδημῶν δι᾿ ὑποθέσεις εἰς τὴν μικρᾶν νῆσον.
Ἅμα εἰσελθὼν διηυθύνθη μετὰ μεγίστης ἐλευθερίας καὶ θάρρους εἰς τὸ λογιστήριον,
ὅπου ἵστατο ὁ κὺρ Μαργαρίτης. - Τί ἔχουμε, κὺρ Μαργαρίτη;... Τ᾿ εἶν᾿ αὐτό; εἶπεν ἰδὼν πρόχειρον ἐπὶ τοῦ λογιστηρίου τὸ γραμμάτιον τῆς πτωχῆς χήρας.
Καὶ λαβὼν τοῦτο εἰς χεῖρας:
- Συναλλαγματικὴ διὰ δέκα ἀγγλικὰς λίρας ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν, εἶπε καθαρᾷ τῇ φωνῇ.
Ποῦ εὑρέθη ἐδῶ; Κάμνεις καὶ τέτοιες δουλειές, κὺρ Μαργαρίτη;
- Γιὰ δέκα λίρες! ἐπανέλαβεν αὐθορμήτως ἡ θεια-Ἀχτίτσα ἀκούσασα εὐκρινῶς τὴν λέξιν.
- Ναί, διὰ δέκα ἀγγλικὰς λίρας, εἶπε καὶ πάλιν στραφεὶς πρὸς αὐτὴν ὁ Ἐρμουπολίτης.
Μήπως εἶναι δικό σου;
- Μάλιστα.
Ἡ Θεία-Ἀχτίτσα, ἐν καταφάσει, ἔλεγε πάντοτε «ναί», ἀλλὰ νῦν ἠμπορεῖ καὶ αὐτὴ πῶς
εἶπε «μάλιστα», καὶ ποῦ εὗρε τὴν λέξιν ταύτην.
- Γιὰ δέκα ναπολεόνια θὰ εἶναι ἴσως, εἶπε δάκνων τὰ χείλη ὁ κὺρ Μαργαρίτης.
- Σοῦ λέγω διὰ δέκα ἀγγλικὰς λίρας, ἐπανέλαβε καὶ αὔθις ὁ Συριανὸς ἔμπορος. Παίρνεις
ἀπὸ λόγια; Καὶ ἔρριψε δεύτερον μακρὸν βλέμμα ἐπὶ τοῦ γραμματίου: - Εἶναι σίγουρος παρᾶς, ἀρζάν-κοντάν, σοῦ λέγω. Θὰ τὸ ἐξοφλήσῃς, ἢ τὸ ἐξοφλῶ ἀμέσως;
Καὶ ἔκαμε κίνημα νὰ ἐξαγάγῃ τὸ χρηματοφυλάκιόν του.
- Μπορεῖ νὰ τὸ πάρῃ κανεὶς γιὰ ἐννέα λίρες... γαλλικές, εἶπε διστάζων ὁ κὺρ Μαργαρίτης.
- Γαλλικές; Τὸ παίρνω ἐγὼ διὰ ἐννιὰ ἀγγλικές.
Καὶ στρέψας ὄπισθεν τὸ φύλλον τοῦ χάρτου, εἶδε τὴν ὑπογραφὴν ἣν εἶχε βάλει ὁ ἀγαθὸς
ἱερεύς, παρέλαβεν αὐτὴν μὲ τὸ ὄνομα φερόμενον ἐν τῷ κειμένῳ, καὶ τὴν εὗρε σύμφωνον. Καὶ ἀνοίξας τὸ χρηματοφυλάκιον ἐμέτρησεν εἰς τὴν χεῖρα τῆς θεια-Ἀχτίτσας καὶ πρὸ τῶν ἐκθάμβων ὀφθαλμῶν αὐτῆς ἐννέα στιλπνοτάτας ἀγγλικὰς λίρας.
Καὶ ἰδοὺ διατὶ ἡ πτωχὴ γραῖα ἐφόρει τὴ ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων καινουργῆ ἄδολην μανδήλαν, τὰ δὲ δυὸ ὀρφανὰ εἶχον καθαρὰ ὑποκαμισάκια διὰ τὰ ἰσχνὰ μέλη των καὶ θερμὴν ὑπόδεσιν διὰ τοὺς παγωμένους πόδας των.
Μεγάλην ἐξέφρασεν ἔκπληξιν ἡ γειτόνισσα τὸ Ζερμπινιώ, ἰδοῦσα τῇ ἡμέρᾳ τῶν
Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 187... τὴν θεια-Ἀχτίτσα φοροῦσαν καινουργῆ μανδήλαν, καὶ
τὸν Γέρο καὶ τὴν Πατρώνα μὲ καθαρὰ ὑποκαμισάκια καὶ μὲ νέα πέδιλα.
Τοῦτο δὲ διότι ἦτο γνωστότατον ὅτι ἡ θεια-Ἀχτίτσα εἶχεν ἰδεῖ τὴν προῖκα τῆς κόρης της
πωλούμενην ἐπὶ δημοπρασίας πρὸς πληρωμὴν τῶν χρεῶν ἀναξίου γαμβροῦ, διότι ἦτο
ἔρημος καὶ χήρα καὶ διότι ἀνέτρεφε τὰ δυὸ ὀρφανὰ ἔγγονά της μετερχομένη ποικίλα
ἐπαγγέλματα. Ἦτο (ἂς εἶναι μοναχή της!) ἀπ᾿ ἐκείνας ποὺ δὲν ἔχουν στὸν ἥλιο μοῖρα. Ἡ
γειτόνισσα τὸ Ζερμπινιὼ ὤκτειρε τὰς στερήσεις τῆς γραίας καὶ τῶν δυὸ ὀρφανῶν, ἀλλὰ
μήπως ἦτο καὶ αὐτὴ πλουσία, διὰ νὰ ἔλθῃ αὐτοῖς ἀρωγὸς καὶ παρήγορος;
Εὐτυχὴς ὁ μακαρίτης, ὁ μπαρμπα-Μιχαλιός, ὅστις προηγήθη εἰς τὸν τάφον τῆς συμβίας
Ἀχτίτσας, χωρὶς νὰ ἴδῃ τὰ δεινὰ τὰ ἐπικείμενα αὐτῇ μετὰ τὸν θάνατόν του. Ἦτο καλῆς
ψυχῆς, ἂς εἶχε ζωή! ὁ συχωρεμένος. Τὰ δυὸ παιδιά, τὰ ἀδιαφόρετα, ὁ Γεώργης καὶ ὁ
Βασίλης, ἐπνίγησαν βυθισθείσης τῆς βρατσέρας των τὸν χειμῶνα τοῦ ἔτους 186... Ἡ
βρατσέρα ἐκείνη ἀπωλέσθη αὔτανδρος, τί φρίκη, τί καημός! Τέτοια τρομάρα καμμιᾶς
καλῆς χριστιανῆς νὰ μὴν τῆς μέλλῃ.
Ὁ τρίτος ὁ γυιός της, ὁ σουρτούκης, τὸ χαμένο κορμί, ἐξενιτεύθη, καὶ εὐρίσκετο, ἔλεγαν, εἰς τὴν Ἀμερικήν. Πέτρα ἔρριξε πίσω του. Μήπως τὸν εἶδε; Μήπως τὸν ἤκουσεν; Ἄλλοι πάλιν πατριῶτες εἶπαν ὅτι ἐνυμφεύθη εἰς ἐκεῖνα τὰ χώματα, κ᾿ ἐπῆρε, λέει, μιὰ φράγκα. Μιὰ ῾γγλεζοπούλα, ἕνα ξωθικό, ποὺ δὲν ἤξευρε νὰ μιλήσῃ ρωμέικα. Μὴ χειρότερα! Τί νὰ πῇ κανείς, ἠμπορεῖ νὰ καταρασθῇ τὸ παιδί του, τὰ σωθικά του, τὰ σπλάχνα του;
Ἡ κόρη της ἀπέθανεν εἰς τὸν δεύτερον τοκετόν, ἀφεῖσα αὐτῇ τὰ δυὸ ὀρφανὰ
κληρονομίαν. Ὁ πατεριασμένος τους ἐζοῦσε ἀκόμα (ποὺ νὰ φτάσουν τὰ μαντᾶτα του,
ὥρα τὴν ὥρα!), μὰ τί νοικοκύρης, τὸ πρόκοψε ἀλήθεια! Χαρτοπαίκτης, μέθυσος καί [μὲ]
ἄλλας ἀρετὰς ἀκόμη. Εἶπαν πῶς ξαναπαντρεύτηκε ἀλλοῦ, διὰ νὰ πάρῃ καὶ ἄλλον
κόσμον εἰς τὸν λαιμόν του, ὁ ἀσυνείδητος! Τέτοιοι ἄντρες!... Ἔκαμε δὰ κι αὐτὴ ἕνα
γαμπρό, μὰ γαμπρὸ (τὸ λαμπρὸ τ᾿ νὰ βγῆ!).
Τί νὰ κάμῃ, ἔβαλε τὰ δυνατά της, κ᾿ ἐπροσπαθοῦσε ὅπως-ὅπως νὰ ζήσῃ τὰ ὀρφανά. Τί
ἀξιολύπητα, τὰ καημένα! Κατὰ τὰς διαφόρους ὥρας τοῦ ἔτους, ἐβοτάνιζε, ἀργολογοῦσε,
ἑμάζωνε ἐλιές, ἐξενοδούλευε. Ἑμάζωνε κούμαρα καὶ τὰ ἔβγαζε ρακί. Μερικὰ στέμφυλα
ἀπ᾿ ἐδῶ, κάμποσα βότσια ἀραβοσίτου ἀπ᾿ ἐκεῖ, ὅλα τὰ ἐχρησιμοποίει. Εἶτα κατὰ
Ὀκτώβριον, ἅμα ἤνοιγαν τὰ ἐλαιοτριβεῖα, ἔπαιρνεν ἕνα εἶδος πῆχυν, ἓν πενηντάρι ἐκ
λευκοσιδήρου, μίαν στάμναν μικράν, κ᾿ ἐγύριζεν εἰς τὰπ οτό κι α, ὅπου κατεστάλαζαν αἱ
ὑποσταθμοὶ τοῦ ἐλαίου, κ᾿ ἑμάζωνε τὴν μούργα. Διὰ τῆς μεθόδου ταύτης ὠκονόμει ὅλον
τὸ ἐνιαύσιον ἔλαιον τοῦ λυχναρίου της.
Ἀλλὰ τὸ πρώτιστον εἰσόδημα τῆς θεία-Ἀχτίτσας προήρχετο ἐκ τοῦ σταχομαζώματος. Τὸν
Ἰούνιον κατ᾿ ἔτος ἐπεβιβάζετο εἰς πλοῖον, ἔπλεεν ὑπερπόντιος καὶ διεπεραιοῦτο εἰς
Εὔβοιαν. Περιεφρόνησε τὸ ὀνειδιστικὸν ἐπίθετον τῆς «καραβωμένης», ὅπερ
ἐσφενδόνιζον ἄλλα γύναια κατ᾿ αὐτῆς, διότι ὄνειδος ἀκόμη ἐθεωρεῖτο τὸ νὰ πλέῃ γυνὴ
εἰς τὰ πελάγη. Ἐκεῖ, μετ᾿ ἄλλων πτωχῶν γυναικῶν, ἠσχολεῖτο συλλέγουσα τοὺς
ἀστάχυς, τοὺς πίπτοντας ἀπὸ τῶν δραγμάτων τῶν θεριστῶν, ἀπὸ τῶν φορτωμάτων καὶ
κάρρων. Κατ᾿ ἔτος, οἱ χωρικοὶ τῆς Εὐβοίας καὶ τὰ χωριατόπουλα ἔρριπτον κατὰ
πρόσωπον αὐτῶν τὸ σκῶμμα: «Νά! οἱ φ᾿στάνες! μᾶς ᾖρθαν πάλιν οἱ φ᾿στάνες!» Ἀλλ᾿
αὕτη ἔκυπτεν ὑπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τὰ ψιχία ἐκεῖνα τῆς πλούσιας
συγκομιδῆς τοῦ τόπου, ἀπήρτιζε τρεῖς ἢ τεσσάρας σάκκους, ὁλόκληρον ἐνιαυσίαν
ἐσοδείαν δι᾿ ἐαυτὴν καὶ διὰ τὰ δυὸ ὀρφανά, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἐμπιστευθῆ ἐν τῷ μεταξὺ εἰς
τὰς φροντίδας τῆς Ζερμπινιῶς, καὶ ἀποπλέουσα ἐπέστρεφεν εἰς τὸ παραθαλάσσιον
χωρίον της.
* Πλὴν ἐφέτος, δηλ. τὸ ἔτος ἐκεῖνο, ἀφορία εἶχε μαστίσει τὴν Εὔβοιαν. Ἀφορία εἰς τὸν
ἐλαιῶνα τῆς μτκρᾶς νήσου, ὅπου κατῴκει ἡ Θεία-Ἀχτίτσα. Ἀφορία εἰς τὰς ἀμπέλους καὶ
εἰς τοὺς ἀραβοσίτους, ἀφορία σχεδὸν καὶ εἰς αὐτὰ τὰ κούμαρα, ἀφορία πανταχοῦ.
Εἶτα, ἐπειδὴ οὐδὲν κακὸν ἔρχεται μόνον, βαρὺς χειμὼν ἐνέσκηψεν εἰς τὰ βορειότερα ἐκεῖνα μέρη. Ἀπὸ τοῦ Νοεμβρίου μηνός, χωρὶς σχεδὸν νὰ πνεύσῃ νότος καὶ νὰ πέση βροχή, ἤρχισε νὰ χιονίζῃ. Μόλις ἔπαυεν εἷς νιφετὸς καὶ ἤρχιζεν ἄλλος. Ἐνίοτε ἔπνεε ξηρὸς βορρᾶς, σφίγγων ἔτι μᾶλλον τὰ χιόνια, τὰ ὁποῖα δὲν ἔλυωναν εἰς τὰ βουνά. «Ἐπερίμεναν ἄλλα».
Ἡ γραῖα μόλις εἶχε προλάβει νὰ μεταφέρῃ ἐπὶ τῶν ὤμων της ἀπὸ τῶν φαράγγων καὶ
δρυμῶν, ἀγκαλίδας τινὰς ξηρῶν ξύλων, ὄσαι μόλις θὰ ἤρκουν διὰ δυὸ ἑβδομάδας ἢ τρεῖς,
καὶ βαρὺς ὁ χειμὼν ἐπέπεσε. Περὶ τὰ μέσα Δεκεμβρίου μόλις ἐπῆλθε μικρὰ διακοπή, καὶ
δειλαί τινες ἀκτῖνες ἡλίου ἐπεφάνησαν ἐπιχρυσοῦσαι τὰς ὑψηλοτέρας στέγας. Ἡ θεια-
Ἀχτίτσα ἔτρεξεν εἰς τὰ «ὀρμάνια» ἵνα προλάβῃ καὶ εἰσκομίσῃ καυσόξυλα τίνα. Τὴν
ἐπαύριον ὁ χειμὼν κατέσκηψεν ἀγριώτερος. Μέχρι τῶν Χριστουγέννων οὐδεμία ἡμέρα
εὔδιος, οὐδεμία γωνία οὐρανοῦ ὁρατή, οὐδεμία ἀκτὶς ἡλίου.
Κραταιὸς καὶ βαρύπνοος βορρᾶς,χιονιστής, ἐφύσα κατὰ τὰς παραμονὰς τῆς ἁγίας
ἡμέρας. Αἱ στέγαι τῶν οἰκιῶν ἦσαν κατάφορτοι ἐκ σκληρυνθείσης χιόνος. Τὰ συνήθη
παίγνια τῶν ὁδῶν καὶ τὰ χιονοβολήματα ἔπαυσαν. Ὁ χειμὼν ἐκεῖνος δὲν ἦτο
φιλοπαίγμων. Ἀπὸ τῶν κεράμων τῶν στεγῶν ἐκρέμαντο ὡς ὥριμοι καρποὶ σπιθαμαῖα
κρύσταλλα, τὰ ὁποῖα οἱ μάγκαι τῆς γειτονιᾶς δὲν εἶχον πλέον ὄρεξιν νὰ τρώγουν.
Τὴν ἑσπέραν τῆς 23ης ὁ Γέρος εἶχεν ἔλθει ἀπὸ τὸ σχολεῖον περιχαρής, διότι ἀπὸ τῆς
αὔριον ἔπαυον τὰ μαθήματα. Πρὶν ξεκρεμάσῃ τὸν φύλακα ἀπὸ τῆς μασχάλης του, ὁ
Γέρος πεινασμένος ἤνοιξε τὸ δουλάπι, ἀλλ᾿ οὐδὲ ψωμὸν ἄρτου εὖρεν ἐκεῖ. Ἡ γραῖα εἶχεν
ἐξέλθει, ἴσως πρὸς ζήτησιν ἄρτου. Ἡ ἀτυχὴς Πατρώνα ἐκάθητο ζαρωμένη πλησίον τῆς
ἑστίας, ἀλλ᾿ ἡ ἑστία ἦτο σβεστή. Ἐσκάλιζε τὴν στάκτην, νομίζουσα ἐν τῇ παιδικῇ
ἀφελείᾳ της (ἦτο μόλις τετραετές, τὸ πτωχὸν κοράσιον) ὅτι ἡ ἑστία εἶχε πάντοτε τὴν
ἰδιότητα νὰ θερμαίνῃ, καὶ ἂς μὴ καίῃ. Ἀλλ᾿ ἡ στάκτη ἦτο ὑγρά. Σταλαγμοὶ ὕδατος, ἐκ
χιόνος τακείσης ἴσως διὰ τίνος λαθραίας καὶ παροδικῆς ἀκτῖνος ἡλίου, εἶχον ρεύσει διὰ
τῆς καπνοδόχου.
Ὁ Γέρος, ὅστις ἦτο ἑπταετὴς μόλις, ἕτοιμος νὰ κλαύσῃ διότι δὲν εὕρισκε ψιχίον τι πρὸς κορεσμὸν τῆς πείνης του, ἤνοιξεν τὸ μόνον παράθυρον, ἔχον τριῶν σπιθαμῶν μῆκος. Ὁ οἰκίσκος ὅλος, χθαμαλός, ἠμιφάτνωτος μὲ εἶδος σοφᾶ, εἶχεν ὕψος δυὸ ἴσως ὀργυιῶν ἀπὸ τοῦ ἐδάφους μέχρι τῆς ὀροφῆς.
Ὁ Γέρος ἀνεβίβασε σκαμνίον τι ἐπὶ τοῦ λίθινου ἐρείσματος τοῦ παραθύρου, ἀνέβη ἐπὶ τοῦ σκαμνίου, ἐστηρίχθη διὰ τῆς ἀριστερᾶς ἐπὶ τοῦ παραθυρόφυλλου, ἀνοικτοῦ, ἐστηλώθη μετὰ τόλμης πρὸς τὴν ὀροφήν, ἀνέτεινε τὴν δεξιάν, καὶ ἀπέσπασεν ἓν
κρύσταλλον, ἐκ τῶν κοσμούντων τοὺς «σταλαγμούς» τῆς στέγης. Ἤρχισε νὰ τὸ ἐκμυζᾷ
βραδέως καὶ ἠδονικῶς, καὶ ἔδιδε καὶ εἰς τὴν Πάτρωνα νὰ φάγη. Ἐπείνων τὰ κακόμοιρα.
* Ἡ γραῖα Ἀχτίτσα ἐπανῆλθε μετ᾿ ὀλίγον φέρουσα πρᾶγμα τι τυλιγμένον εἰς τὸ κόλπον
της. Ὁ Γέρος, ὅστις ἐγνώριζεν ἐκ τῆς παιδικῆς του πείρας ὅτι ποτὲ ἄνευ αἰτίας δὲν
ἐφούσκωναν οἱ κόλποι τῆς μάμμης του, ἀναπηδήσας ἔτρεξεν εἰς τὸ στῆθος της, ἐνέβαλε
τὴν χεῖρα καὶ ἀφῆκε κραυγὴν χαρᾶς. Τεμάχιον ἄρχου εἶχεν «οἰκονομήσει» καὶ τὴν
ἑσπέραν ἐκείνην ἡ καλή, καίτοι ὀλίγον τι αὐστηρὰ μάμμη, τὶς οἶδεν ἀντὶ ποίων
ἐξευτελισμῶν καὶ διὰ πόσων ἐκλιπαρήσεων!
Καὶ τί δὲν ἤθελεν ὑποστῇ, πρὸς ποῖας θυσίας ἠδύνατο νὰ ὀπισθοδρομήσῃ, διὰ τὴν
ἀγάπην τῶν δυὸ τούτων παιδίων, τὰ ὁποῖα ἦσαν δὶς παιδία δι᾿ αὐτήν, καθ᾿ ὅσον ἦσαν τὰ
τέκνα τοῦ τέκνου της! Ἐν τούτοις δὲν ἤθελε νὰ δεικνύῃ αὐτοῖς μεγάλην ἀδυναμίαν, καὶ
«ἥμερο μάτι δὲν τοὺς ἔδιδε». Ἐκάλει τὸν ἄρρενα «Γέρον», διότι εἶχε τὸ ὄνομα τοῦ ἀληθοῦς
Γέρου της, τοῦ μακαρίτου τοῦ μπαρμπα-Μιχαλιοῦ, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα τῆς ἐπόνει ν᾿
ἀκούσῃ ἢ νὰ προφέρῃ. Τὸ ταλαίπωρον τὸ θῆλυ τὸ ἐκάλει Πάτρωνα θωπευτικῶς, καὶ
ὀλίγον «σὰν ἀρχοντοξεπεσμένη ποὺ ἦτον», μὴ ἀνεχομένη ν᾿ ἀκούῃ τὸ Ἀργυρώ, τὸ ὄνομα
τῆς κόρης της, ὅπερ ἐδόθη ὡς κληρονομιὰ εἰς τὸ ὀρφανόν, λεχοῦς θανούσης ἐκείνης.
Πλὴν τοῦ ὑποκορισμοῦ τούτου οὐδεμίαν ἄλλην ἐπιδεικτικὴν τρυφερότητα ἀπένεμεν εἰς
τὰ δυὸ πτωχὰ πλάσματα, ἀλλὰ μᾶλλον πρακτικὴν ἀγάπην καὶ προστασίαν.
Ἡ ταλαίπωρος γραῖα ἔστρωσε διὰ τὰ δυὸ ὀρφανά, ἵνα κοιμηθῶσιν, ἀνεκλίθη καὶ αὐτὴν
πλησίον τῶν, τοῖς εἶπε νὰ φυσήσουν ὑποκάτωθεν τοῦ σκεπάσματός των διὰ νὰ
ζεσταθοῦν, τοῖς ὑπεσχέθη ψευδόμενη, ἀλλ᾿ ἐλπίζουσα νὰ ἐπαληθεύσῃ, ὅτι αὔριον ὁ
Χριστὸς θὰ φέρῃ ξύλα καὶ ψωμὶ καὶ μίαν χύτραν κοχλάζουσαν ἐπὶ τοῦ πυρός, καὶ ἔμεινεν
ἄυπνος πέραν τοῦ μεσονυκτίου, ἀναλογιζομένη τὴν πικρὰν τύχην της.
Τὸ πρωί, μετὰ τὴν λειτουργίαν (ἦτο ἡ παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων) ὁ παπα-Δημήτρης, ὁ ἐνορίτης της, ἐπαρουσιάσθη αἴφνης εἰς τὴν θύραν τοῦ πενιχροῦ οἰκίσκου:
- Καλῶς τὰ ῾δέχθης, τῆς εἶπε μειδιῶν.
«Καλῶς τὰ ῾δέχθη» αὐτή! Καὶ ἀπὸ ποῖον ἐπερίμενε τίποτε;
- Ἔλαβα ἕνα γράμμα διά σέ, Ἀχτίτσα, προσέθηκεν ὁ γέρων ἱερεὺς τινάσσων τὴν χιόνα
ἀπὸ τὸ ράσον καὶ τὸ σάλι του. - Ὁρίστε, δέσποτα! Καὶ μακάρι ἔχω τὴ φωτιά, ἐψιθύρισεν πρὸς ἑαυτήν, ἢ τὸ γλυκὸ καὶ τὸ ρακὶ νὰ τὸν φιλέψω; Ὁ ἱερεὺς ἀνέβη τὴν τετράβαθμον κλίμακα καὶ ἐλθὼν ἐκάθησεν ἐπὶ τοῦ σκαμνίου.
Ἠρεύνησε δὲ εἰς τὸν κόλπον του καὶ ἐξήγαγεν μέγα φάκελλον μὲ πολλὰς καὶ ποικίλας
σφραγῖδας καὶ γραμματόσημα.
- Γράμμα, εἶπες παπά; ἐπανέλαβεν ἡ Ἀχτίtσα, μόλις τότε ἀρχίσασα νὰ ἐννοῇ τὶ τῆς ἔλεγεν ὁ ἱερεύς. Ὁ φάκελλος, ὃν εἶχεν ἐξαγάγει ἐκ τοῦ κόλπου του, ἐφαίνετο ἀνοικτὸς ἀπὸ τὸ ἓν μέρος. - Ἀπόψε ἔφθασε τὸ βαπόρι, ἐπανέλαβεν ὁ ἐφημέριος, ἐμένα μου τὸ ἔφεραν τώρα, μόλις ἐβγῆκα ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν.
Καὶ ἐνθεὶς τὴν χεῖρα ἔσω τοῦ φακέλλου ἐξήγαγε διπλωμένον χαρτίον.
- Τὸ γράμμα εἶναι πρὸς ἐμέ, προσέθηκεν, ἀλλὰ σὲ ἀποβλέπει.
- Ἐμένα; ἐμένα; ἐπανελάμβανεν ἔκπληκτος ἡ γραῖα.
Ὁ παπα-Δημήτρης ἐξεδίπλωσεν τὸ χαρτίον.
- Εἶδεν ὁ θεὸς τὸν πόνον σου καὶ σοῦ στέλνει μικρὰν βοήθειαν, εἶπεν ὁ ἀγαθὸς ἱερεύς. Ὁ
γυιός σου σοῦ γράφει ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν. - Ἀπ᾿ την Αμέρικα; Ὁ Γιάννης! Ὁ Γιάννης μὲ θυμήθηκεν; ἀνέκραξεν περιχαρής, ποιοῦσα τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ἡ γραῖα.
Καὶ εἶτα προσέθηκε:
- Δόξα σοι, ὁ Θεός!
Ὁ ἱερεὺς ἔβαλε τὰ γυαλιά του καὶ ἐδοκίμασε ν᾿ ἀναγνώση:
- Εἶναι κακογραμμένα ἐπανέλαβε, κ᾿ ἐγὼ δυσκολεύομαι νὰ διαβάζω αὐτὲς τὶς τζίφρες
ποὺ ἔβγαλαν τώρα, ἀλλὰ θὰ προσπαθήσωμεν νὰ βγάλωμεν νόημα. Καὶ ἤρχισε μετὰ δυσκολίας, καὶ σκοντάπτων συχνά, ν᾿ ἀναγινώσκη: «Παπα-Δημήτρη, τὸ χέρι σου φιλῶ. Πρῶτον ἐρωτῶ διὰ τὸ αἴσιον, κ.τ.λ., κ.τ.λ. Ἐγὼ λείπω
πολλὰ χρόνια καὶ δὲν ἠξεύρω αὐτοῦ τὶ γίνονται, οὔτε ἂν ζοῦν ἢ ἀπέθαναν. Εἶμαι εἰς
μακρινὸν μέρος, πολὺ βαθιὰ εἰς τὸν Παναμᾶ, καὶ δὲν ἔχω καμμία συγκοινωνίαν μὲ
ἄλλους πατριῶτες ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὴν Ἀμερικήν. Πρὸ τριῶν χρόνων ἐντάμωσα τὸν
(δεῖνα) καὶ τὸν (δεῖνα), ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ἔλειπαν χρόνους πολλούς, καὶ δὲν ἤξευραν τί
γίνεται εἰς τὸ σπίτι μας.
»Ἐὰν ζῇ ὁ πατέρας ἢ ἡ μητέρα μου, εἰπέ τους νὰ μὲ συγχωρήσουν, διότι διὰ καλὸ πάντα
πασχίζει ὁ ἄνθρωπος, καὶ εἰς κακὸ πολλὲς φορὲς βγαίνει. Ἐγὼ ἀρρώστησα δυὸ φορὲς
ἀπὸ κακὲς ἀσθένειες τοῦ τόπου ἐδῶ, καὶ ἔκαμα πολὺν καιρὸν εἰς τὰ σπτάλια. Τὰ ὅ,τι
εἶχα καὶ δὲν εἶχα ἐπῆγαν εἰς τὴν ἀσθένειαν καὶ μόλις ἐγλύτωσα τὴν ζωήν μου. Εἶχα
ὑπανδρευθεῖ πρὸ δέκα χρόνων, κατὰ τὴν συνήθειαν τοῦ τόπου ἐδῶ, ἀλλὰ τώρα εἶμαι
ἀπόχηρος, καὶ ἄλλο καλύτερον δὲν ζητῶ παρὰ τὸ νὰ πιάσω ὀλίγα χρήματα νὰ ἔλθω εἰς
τὴν πατρίδα, ἂν προφθάσω τοὺς γονεῖς μου νὰ μ᾿ εὐλογήσουν. Καὶ νὰ μὴν ἔχουν
παράπονο εἰς ἐμέ, διότι ἔτσι θέλει ὁ Θεός, καὶ δὲν ἠμποροῦμε νὰ πᾶμε κόντρα. Καὶ νὰ μὴ
βαρυγνωμοῦν, διότι ἂν δὲν εἶναι θέλημα Θεοῦ, δὲν ἠμπορεῖ ἄνθρωπος νὰ προκόψῃ.
»Σοῦ στέλνω ἐδῶ ἐσωκλείστως ἕνα συνάλλαγμα ἐπ᾿ ὀνόματί σου, νὰ ὑπογράψῃς ἡ
ἁγιωσύνη σου, καὶ νὰ φροντίσουν νὰ τὸ ἐξαργυρώσουν ὁ πατέρας ἢ ἡ μητέρα ἐὰν ζοῦν.
Καὶ ἄν, ὃ μὴ γένοιτο, εἶναι ἀποθαμένοι, νὰ τὸ ἐξαργυρώσῃς ἡ ἁγιωσύνη σου, νὰ δώσῃς
εἰς κανένα ἀδελφόν μου, ἐὰν εἶναι αὐτοῦ, ἢ εἰς κανὲν ἀνίψι μου καὶ εἰς ἄλλα πτωχά. Καὶ
νὰ κρατήσῃς καὶ ἡ ἀγιωσύνη σου, ἐὰν οἱ γονεῖς μου εἶναι ἀποθαμένοι, ἓν μέρος τοῦ
ποσοῦ αὐτοῦ διὰ τὰ σαρανταλείτουργα...».
Πολλὰ ἔλεγεν ἡ ἐπιστολὴ αὕτη καὶ ἓν σπουδαῖον παρέλειπε. Δὲν ἀνέφερε τὸ ποσὸν τῶν χρημάτων, δι᾿ ὅσα ἦτο ἡ συναλλαγματική. Ὁ παπα-Δημήτρης παρατηρήσας τὸ πρᾶγμα, ἐξέφερε τὴν εἰκασίαν, ὅτι ὁ γράψας τὴν ἐπιστολήν, λησμονήσας, νομίζων ὅτι εἶχεν ὁρίσει τὸ ποσὸν τῶν χρημάτων παραπάνω, ἐνόμισε περιττὸν νὰ τὸ ἐπαναλάβῃ παρακατιῶν, δι᾿ ὃ καὶ ἔλεγε «τοῦ ποσοῦ αὐτοῦ».
Ἐν τούτοις ἄφατος ἦτο ἡ χαρὰ τῆς Ἀχτίτσας, λαβούσης μετὰ τόσα ἔτη εἰδήσεις περὶ τοῦ
υἱοῦ της. Ὡς ὑπὸ τέφραν κοιμώμενος ἀπὸ τόσων ἐτῶν, ὁ σπινθὴρ τῆς μητρικῆς στοργῆς
ἀνέθορεν ἐκ τῶν σπλάγχνων εἰς τὸ πρόσωπόν της καὶ ἡ γεροντική, ρικνή, καὶ
ἐρρυτιδωμένη ὄψις της ἠγλαΐσθη μὲ ἀκτίνα νεότητος καὶ καλλονῆς.
Τὰ δυὸ παιδία, ἂν καὶ δὲν ἐνόουν περὶ τίνος ἐπρόκεττο, ἰδόντα τὴν χαρὰν τῆς μάμμης των, ἤρχισαν νὰ χοροπηδῶσι. * Ὁ κὺρ Μαργαρίτης δὲν ἦτο ἰδίως προεξοφλητής, ἢ τοκιστῆς, ἢ ἔμπορος· ἦτο ὅλα αὐτὰ ὁμοῦ. Ἕνα φόρον ἐπιτηδεύματος ἐπλήρωνεν, ἀλλ᾿ ἔκαμνε τρεῖς τέχνας. Ἡ γραῖα Ἀχτίτσα, εἰς φοβερὰν διατελοῦσα ἔνδειαν, ἔλαβε τὸ παρὰ τοῦ υἱοῦ της
ἀποσταλὲν γραμμάτιον, ἐφ᾿ οὗ ἐφαίνοντο γράμματα κόκκινα καὶ μαῦρα, ἄλλα ἔντυπα
καὶ ἄλλα χειρόγραφα, ἐξ ὧν δὲν ἐνόει τίποτε οὔτε ὁ γηραιὸς ἐφημέριος οὔτε αὐτή, καὶ
μετέβη εἰς τὸ μαγαζὶ τοῦ κὺρ Μαργαρίτη.
Ὁ κὺρ Μαργαρίτης ἐρρόφησε δραγμίδα ταμβάκου, ἐτίναξε τὴν βράκαν του, ἐφ᾿ ἧς ἔπιπτε πάντοτε μέρος ταμβάκου, κατεβίβασε μέχρι τῶν ὀφρύων τὴν σκούφιαν του, ἔβαλε τὰ γυαλιά του, καὶ ἤρχισε νὰ ἐξετάζῃ διὰ μακρῶν τὸ γραμμάτιον.
- Ἔρχεται ἀπ᾿ τὴν Ἀμέρικα; εἶπε. Σ᾿ ἐθυμήθηκε, βλέπω, ὁ γυιός σου. Μπράβο, χαίρομαι.
Εἶτα ἐπανέλαβεν:
- Ἔχει τὸν ἀριθμὸν 10, ἀλλὰ δὲν ξέρουμε τί εἴδους μονέδα νὰ εἶναι, δέκα σελλίνια, δέκα
ρούπιες, δέκα κολωνάτα ἢ δέκα...
Διεκόπη. Παρ᾿ ὀλίγον θὰ ἔλεγε «δέκα λίρες».
- Νὰ φωνάξουμε τὸ δάσκαλο, ἐμορμύρισεν ὁ κὺρ Μαργαρίτης, ἴσως ἐκεῖνος ξεύρη νὰ τὸ
διαβάσῃ. Τί γλῶσσα νὰ εἶναι τάχα; Ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος, ὅστις ἐκάθητο βλέπων τοὺς παίζοντας τὸκι άμ ο εἰς παράπλευρον
καφενεῖον, παρακληθεὶς μετέβη εἰς τὸ μαγαζὶ τοῦ κὺρ Μαργαρίτη. Εἰσῆλθεν, ὀρθός,
δύσκαμπτος, ἔλαβε τὸ γραμμάτιον, παρεκάλεσε τὸν κὺρ Μαργαρίτη νὰ τὸν δανείσῃ τὰ
γυαλιά του, καὶ ἤρχισε νὰ συλλαβίζῃ τοὺς Λατινικοὺς χαρακτῆρας:
- Πρέπει νὰ εἶναι ἀγγλικά, εἶπεν, ἐκτὸς ἂν εἶναι γερμανικά. Ἀπὸ ποῦ ἔρχεται αὐτὸ τὸ δελτάριον;
- Ἀπ᾿ τὴν Ἀμέρικα, κὺρ δάσκαλε, εἶπεν ἡ θεια-Ἀχτίτσα.
- Ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν; τότε θὰ εἶναι ἀγγλικόν.
Καὶ ταῦτα λέγων προσεπάθει νὰ συλλαβίσῃ τὰς λέξεις ten pounds sterling, ἃς ἔφερε χειρογράφους ἡ ἐπιταγή. Sterling, εἶπε· sterling θὰ σημαίνῃ τάλληρον, πιστεύω. Ἡ λέξις φαίνεται νὰ εἶναι τῆς αὐτῆς ἐτυμολογίας, ἀπεφάνθη δογματικῶς.
Καὶ ἐπέστρεψε τὸ γραμμάτιον εἰς χεῖρας τοῦ κὺρ Μαργαρίτη.
- Αὐτὸ θὰ εἶναι, εἶπε, καὶ ἐπειδὴ ὑπάρχει ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ὁ ἀριθμὸς 10, θὰ εἶναι χωρὶς
ἄλλο γραμμάτιον διὰ δέκα τάλληρα. Τὸ κάτω-κάτω, ὀφείλω νὰ σᾶς εἴπω ὅτι δὲν γνωρίζω ἀπὸ χρηματιστικά. Εἰς ἄλλα ἡμεῖς ἀσχολούμεθα, οἱ ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων. Καὶ τοῦτο εἰπών, ἐπειδὴ ἠσθάνθη ψῦχος εἰς τὸ κατάψυχρον καὶ πλακόστρωτον μαγαζεῖον τοῦ κὺρ Μαργαρίτη, ἐπέστρεψεν εἰς τὸ καφενεῖον, ἵνα θερμανθῇ. * Ὁ κὺρ Μαργαρίτης εἶχεν ἀρχίσει νὰ τρίβῃ τὰ χεῖρας, καὶ ἐφαίνετο σκεπτόμενος. - Τώρα, τί τὰ θέλεις, εἶπε στραφεὶς πρὸς τὴν γραίαν, οἱ καιροὶ εἶναι δύσκολοι, μεγάλα
κεσάτια. Νὰ τὸ πάρω, νὰ σοῦ τὸ ἐξαργυρώσω, ξέρω πὼς εἶναι σίγουρος ὁ παράς μου,
ξέρω ἂν δὲν εἶναι καὶ ψεύτικο; Ἀπὸ κεῖ κάτω, ἀπ᾿ τὸν χαμένο κόσμον, περιμένεις
ἀλήθεια; Ὅλες οἱ ψευτιές, οἱ καλπουζανιὲς ἀπὸ κεῖ μᾶς ἔρχονται. Γυρίζουν τόσα χρόνια,
οἱ σουρτούκηδες (μὲ συγχωρεῖς, δὲν λέγω τὸ γυιό σου) ἐκεῖ ποὺ ψένει ὁ ἥλιος τὸ ψωμί, καὶ
δὲν νοιάζονται νὰ στείλουν ἕναν παρᾶ, ἕνα σωστὸν παρᾶ, μονάχα στέλνουν
παλιόχαρτα.
Ἔφερε δυὸ βόλτες περὶ τὸ τεράστιον λογιστήριόν του, καὶ ἐπανέλαβε: - Καὶ δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγμα αὐτό, νὰ σὲ χαρῶ, εἶναι δέκα τάλλαρα! Νὰ εἶχα δέκα τάλλαρα ἐγώ, παντρευόμουνα.
Εἶτα ἐξηκολούθησε:
- Μὰ τί νὰ σοῦ πῶ, σὲ λυποῦμαι, ποὺ εἶσαι καλὴ γυναίκα, κ᾿ ἔχεις κ᾿ ἐκεῖνα τὰ ὀρφανά.
Νὰ κρατήσω ἐγὼ ἐνάμισυ τάλλαρο διὰ τοὺς κινδύνους ποὺ τρέχω καὶ γιὰ τὰ ὀχτώμισυ πλια... Καὶ γιὰ νά ῾μαστε σίγουροι, μὴ γυρεύῃς κολωνᾶτα, νὰ σοῦ δώσω πεντόφραγκα, γιὰ νὰ ῾μαστε μέσα. Ὀχτώμισυ πεντόφραγκα λοιπόν... Ἄ! ξέχασα!...
Τοὐναντίον, δὲν εἶχε ξεχάσει· ἀπ᾿ ἀρχῆς τῆς συνεντεύξεως αὐτὸ ἐσκέπτετο.
- Ὁ συχωρεμένος ὁ Μιχαλιὸς κάτι ἔκανε νὰ μοῦ δίνῃ, δὲν θυμοῦμαι τώρα...
Καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸ λογιστήριόν του:
- Μὰ κ᾿ ἐκεῖνος ὁ τελμπεντέρης ὁ γαμπρός σου, μοῦ ἔφαγε δυὸ τάλλαρα θαρρῶ.
Καὶ ὠπλίσθη μὲ τὸ πελώριον κατάστιχόν του:
- Εἶναι δίκιο νὰ τὰ κρατήσω... ἐσένα, ὅσα σου δώσω, θὰ σοῦ φανοῦν χάρισμα.
Ἤνοιξε τὸ κατάστιχον. Αἱ κατάπυκνοι καὶ μαυροβολοῦσαι σελίδες τοῦ κατάστιχου τούτου ὠμοίαζον μὲ πίονας ἀγρούς, μὲ γῆν ἀγαθήν. Ὅ,τι ἔσπειρέ τις ἐν αὐτῷ, ἐκαρποφόρει πολλαπλασίως. Ἦτο ὡς νὰ ἔκοπτέ τις τὰ φύλλα τοῦ δενδρυλλίου, ἑκάστοτε ὄτε ἐγίνετο ἐξόφλησις κονδυλίου τινός, ἀλλ᾿ ἡ ρίζα ἔμενεν ὑπὸ τὴν γῆν, μέλλουσα καὶ πάλιν ν᾿ ἀναβλαστήσῃ.
Ὁ κὺρ Μαργαρίτης εὗρε παρευθὺς τοὺς δυὸ λογαριασμούς.
- Ἐννιὰ καὶ δεκαπέντε μοῦ χρωστοῦσε ὁ μακαρίτης ὁ ἄντρας σου, εἶπε· καὶ δυὸ τάλλαρα
δανεικὰ καὶ ἀγύριστα τοῦ γαμπροῦ σου γίνονται... Καὶ λαβὼν κάλαμον ἤρχισε νὰ ἐκτελῇ τὴν πρόσθεσιν πρῶτον καὶ τὴν ἀναγωγὴν τῶν
ταλλήρων εἰς δραχμάς, εἶτα τὴν ἀφαίρεσιν ἀπὸ τοῦ ποσοῦ τῶν δέκα γαλλικῶν
ταλλήρων.
- Κάνει νὰ σοῦ δίνω... ἤρχισε νὰ λέγῃ ὁ κὺρ Μαργαρίτης. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη εἰσῆλθε νέον πρόσωπον. *
Ἦτο ἔμπορος Συριανός, παρεπιδημῶν δι᾿ ὑποθέσεις εἰς τὴν μικρᾶν νῆσον.
Ἅμα εἰσελθὼν διηυθύνθη μετὰ μεγίστης ἐλευθερίας καὶ θάρρους εἰς τὸ λογιστήριον,
ὅπου ἵστατο ὁ κὺρ Μαργαρίτης. - Τί ἔχουμε, κὺρ Μαργαρίτη;... Τ᾿ εἶν᾿ αὐτό; εἶπεν ἰδὼν πρόχειρον ἐπὶ τοῦ λογιστηρίου τὸ γραμμάτιον τῆς πτωχῆς χήρας.
Καὶ λαβὼν τοῦτο εἰς χεῖρας:
- Συναλλαγματικὴ διὰ δέκα ἀγγλικὰς λίρας ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν, εἶπε καθαρᾷ τῇ φωνῇ.
Ποῦ εὑρέθη ἐδῶ; Κάμνεις καὶ τέτοιες δουλειές, κὺρ Μαργαρίτη;
- Γιὰ δέκα λίρες! ἐπανέλαβεν αὐθορμήτως ἡ θεια-Ἀχτίτσα ἀκούσασα εὐκρινῶς τὴν λέξιν.
- Ναί, διὰ δέκα ἀγγλικὰς λίρας, εἶπε καὶ πάλιν στραφεὶς πρὸς αὐτὴν ὁ Ἐρμουπολίτης.
Μήπως εἶναι δικό σου;
- Μάλιστα.
Ἡ Θεία-Ἀχτίτσα, ἐν καταφάσει, ἔλεγε πάντοτε «ναί», ἀλλὰ νῦν ἠμπορεῖ καὶ αὐτὴ πῶς
εἶπε «μάλιστα», καὶ ποῦ εὗρε τὴν λέξιν ταύτην.
- Γιὰ δέκα ναπολεόνια θὰ εἶναι ἴσως, εἶπε δάκνων τὰ χείλη ὁ κὺρ Μαργαρίτης.
- Σοῦ λέγω διὰ δέκα ἀγγλικὰς λίρας, ἐπανέλαβε καὶ αὔθις ὁ Συριανὸς ἔμπορος. Παίρνεις
ἀπὸ λόγια; Καὶ ἔρριψε δεύτερον μακρὸν βλέμμα ἐπὶ τοῦ γραμματίου: - Εἶναι σίγουρος παρᾶς, ἀρζάν-κοντάν, σοῦ λέγω. Θὰ τὸ ἐξοφλήσῃς, ἢ τὸ ἐξοφλῶ ἀμέσως;
Καὶ ἔκαμε κίνημα νὰ ἐξαγάγῃ τὸ χρηματοφυλάκιόν του.
- Μπορεῖ νὰ τὸ πάρῃ κανεὶς γιὰ ἐννέα λίρες... γαλλικές, εἶπε διστάζων ὁ κὺρ Μαργαρίτης.
- Γαλλικές; Τὸ παίρνω ἐγὼ διὰ ἐννιὰ ἀγγλικές.
Καὶ στρέψας ὄπισθεν τὸ φύλλον τοῦ χάρτου, εἶδε τὴν ὑπογραφὴν ἣν εἶχε βάλει ὁ ἀγαθὸς
ἱερεύς, παρέλαβεν αὐτὴν μὲ τὸ ὄνομα φερόμενον ἐν τῷ κειμένῳ, καὶ τὴν εὗρε σύμφωνον. Καὶ ἀνοίξας τὸ χρηματοφυλάκιον ἐμέτρησεν εἰς τὴν χεῖρα τῆς θεια-Ἀχτίτσας καὶ πρὸ τῶν ἐκθάμβων ὀφθαλμῶν αὐτῆς ἐννέα στιλπνοτάτας ἀγγλικὰς λίρας.
Καὶ ἰδοὺ διατὶ ἡ πτωχὴ γραῖα ἐφόρει τὴ ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων καινουργῆ ἄδολην μανδήλαν, τὰ δὲ δυὸ ὀρφανὰ εἶχον καθαρὰ ὑποκαμισάκια διὰ τὰ ἰσχνὰ μέλη των καὶ θερμὴν ὑπόδεσιν διὰ τοὺς παγωμένους πόδας των.
Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010
σαν σημερα στις १६-१२-1974 ο δημος ταναλιας μας αποχαιρετησε
Ο ΛΑΟΣ ΤΩΝ ΜΟΥΝΟΥΧΩΝ
Μεγάλη σιωπή βασίλευε στη χώρα τους.
Όλα φαινόντανε σαν πεθαμένα.
Άνεμος δε φυσούσε· τα φύλλα των δέντρων δε σαλεύανε· τα νερά δεν τραγουδούσανε· ακίνητα λαμποκοπούσανε, σαν από μέταλλο ή από λάδι. Τα πουλιά αφήνανε μια ξαφνική ψιλή φωνή και χωνόντανε βαθύτερα μέσα στα κλαριά. Ο ήλιος όμως άστραβε θαμπωτικά· μα και τούτος σα να μην περπατούσε: έμοιαζε καρφωμένος στον ουρανό. Κι αν κανένα σύννεφο με την ασώματη λάφρια του χώνευε μέσα στο πλήθιο φως, θαρρούσες, πως από αιώνες αγωνιούσε κρεμασμένο στην ίδια θέση.
Αν έμπαινες στη χώρα τους, θα ’βλεπες παντού μιαν αξήγητη ερημιά. Αν ζητούσες ανθρώπους, δε θα ’βρισκες. Έπρεπε να πας να ψάξεις στις πιο απόμερες γωνιές. Πίσου από πέτρες, στις μπασιές των σπήλιων, στις φουντωμένες ρίζες γιγάντιων δέντρων, μέσα σε λακκούβες θα τους έβρισκες κρυμμένους έναν-ένανε. Καθόντανε μαζεμένοι, δίχως να μιλούνε. Όχι, γιατί ’τανε μικροί· μονάχα τα μάτια τους ήτανε μικρά και γοργοκίνητα. Μα έχοντας το χρώμα της γης σκεπαζόντανε με χόρτα και κλαριά, για να κρύβονται καλύτερα: να μην τους βλέπει κανείς και να μη βλέπουνε κανένα!
Μοιάζανε πολύ συλλογισμένοι· κι όμως δε συλλογιόντανε τίποτα. Αν θα σ' αντικρύζανε θα πηδούσανε απάνου αγριεμένοι, ξεφωνίζοντας στριγγά. Κι ένα σύννεφο μύγες θα σηκωνότανε με μιας μαζί τους και θα τους σκέπαζε σα σεντόνι. Όταν θα ξανακαθόντανε οι μύγες, θα ’βλεπες ανθρώπους ξερούς, πρασινοκίτρινους, με κοφτερά δόντια και μεγάλα νύχια. Δε θα μπορούσες να ξεχωρίσεις, ποιος είναι αρσενικός, ποιος θηλυκός. Όλοι τους ήτανε το ίδιο. Χωρίς μαλλιά και χωρίς γένια....
Όμοια δε μπορούσες να ξεχωρίσεις, ποιος είναι γέρος, ποιος είναι νιός. Όλοι ήτανε γέροι· παιδιά δεν υπήρχανε. Ακόμα κι οι ίδιοι, σα μαζευόντανε τα βράδια οι φαμίλιες, για να ζεσταίνονται ο ένας κοντά στον άλλον, δεν ξέρανε, ποιος είναι ο πατέρας, ποιο το παιδί. Μέσα στους αμέτρητους αιώνες, που ζήσανε, το ’χανε ξεχάσει... Δεν τους χρειαζότανε να το θυμούνται!...
Αυτοί οι άνθρωποι ήτανε αθάνατοι! Όμως όλος ο κόσμος τους ονόμαζε Μουνούχους. Κάτι ξέρανε. Μαζί με όλους θα τους λέμε κι εμείς το ίδιο.
Είπαμε: αν έμπαινες στη χώρα τους· όμως ήτανε αδύνατο να μπεις! Γιατί ’ταν ολούθε κλεισμένη με θεόρατα βουνά. Κανένας δεν τους είδε ποτέ! Ό,τι λοιπόν διηγόμαστε, είναι, όπως τα παρασταίνει το παραμύθι.
Μα που ήτανε αυτή χώρα; Κανένας δε μπορεί να πει σωστά. Κάπου όμως στην Ανατολή θα ’τανε, γιατί εκεί υπάρχει ακόμα η παράδοση γι' αυτούς και γιατί εκεί γίνονται όλα τα θαμαστά πράματα....
* * *
Αθάνατοι! ... Πώς βρεθήκανε αθάνατοι; Ο Θεός τους έκανε; μόνοι τους γενήκανε με τη θέλησή τους και με την ακατάπαυστη προσπάθεια; Και να το ξέρουμε και να μην το ξέρουμε, ούτε σημασία έχει, ούτε και φελά.
Στην αρχή ήτανε όπως όλοι οι άνθρωποι. Ζούσανε μαζί σε πολιτείες και βοηθούσε ο ένας τον άλλονε σε ώρες ανάγκης. Όταν όμως, είτε τους το ’πε ο Θεός, είτε μοναχοί τους το καταλάβανε, πως είναι αθάνατοι, τους ήρθε σαν τρέλα. Πηδούσανε, ξεφωνίζανε, τινάζανε χέρια, πόδια, κεφάλι με τόση ορμή, που ’λεγες θα τα ξεκολλήσουνε. Όταν ξεθυμάνανε, κοιταχθήκανε λοξά συναμεταξύ τους, σαν οχτροί. Καθένας νόμιζε, πως μονάχα αυτός είναι αθάνατος και φοβότανε τον άλλονε, μην του πάρει την τύχη του. Σκορπίσανε λοιπόν γρήγορα γρήγορα, ο ένας δεξιά, ο άλλος ζερβά, κοιτάζοντας με φόβο πίσω τους, και τρυπώσανε, όπου μπόρεσε καθένας, με δυνατό, ακράτητο καρδιοχτύπι....
Πηγαίνανε να κρυφτούνε και, κλειώντας τα μάτια σα σε όνειρο, να δοκιμάσουνε την απέραντη ηδονή του μυστήριου της αθανασίας.
* * *
Η ιδέα, πως είναι αθάνατοι, τους έκανε πολύ περήφανους. Κοιτάζανε με μεγάλη προσοχή και μ' έρωτα τον εαυτό τους. Πασπατεύανε την κοιλιά τους, τα σκέλια τους, τα νεφρά τους· τα χαϊδεύανε, τα θαμάζανε, τα χαιρόντανε! Παρακολουθούσανε την κίνηση του αιμάτου στις φλέβες τους, τους αχούς των μελιγγιών τους· γιατί το πνέμα τους βούιζε! Αν και δε βρίσκανε τίποτε καινούργιο σ' όλ' αυτά, όμως πιστεύανε πως κάτι ανείπωτο τους γινότανε. Με τον καιρό ελπίζανε να το καταλάβουνε και να τ' ορίσουνε.
Στην αρχή ριχτήκανε με πάθος στις ηδονές! Τρώγανε πολύ, πίνανε πολύ κι ερωτευόντανε περισσότερο. Μα γρήγορα βαρεθήκανε. Κάθε τους απόλαψη, μετρημένη με την αιωνιότητά τους, τους φαινότανε τιποτένια. Οι γυναικούλες, η μεγαλύτερή τους χαρά, με το κυματιστό κορμί, την τρυφερή φωνή, το βαθύ κόρφο, τη σκοτεινή κοιλιά, όσο περνούσε ο καιρός, τόσο γινόντανε πιο κουραστικές, πιο άνοστες. Δεν είχανε τίποτα νέο να προσφέρουνε από καταβολής κόσμου όλες οι γυναίκες! Και το κρασί, που άλλοτες αύξαινε την αξία της ζωής προσθέτοντας σε τούτη μ’ έναν αλαφρό πυρετό του αιμάτου, την ευτυχιά του ονείρου, που τους ένωνε με την άπειρη Φύση, τώρα το μισήσανε κι' αυτό. Τους παρουσίαζε την αδυναμία τους να πραγματοποιούνε τα ονείρατά τους, σα μιαν ατέλεια της αθανασίας τους.
Στερνά μισήσανε και την αθανασία τους.
Ωστόσο μένανε πάντα χωρισμένοι. Γιατί να ζούνε μαζί; Κανείς δεν είχε την ανάγκη τ' αλλουνού. Κι όλο καθόντανε., Η φύση τους τα ’δινε όλα· κι αν δεν τους τα ’δινε, αυτοί δεν παθαίνανε τίποτα· όντας αθάνατοι, ούτε φοβόντανε ούτε παθαίνανε τίποτα.
Χωνόντανε λοιπόν όλο και βαθύτερα στις τρύπες τους και σιγά-σιγά πήρανε όλοι το χρώμα της γης, όπως οι λαγοί, τα ορτύκια, οι σαλίγκαροι.
* * *
Ωστόσο, μ' όλη τη βαριεμάρα, που τους βασάνιζε, γεμίζανε τη χώρα παιδιά. Ούτε οι ίδιοι θυμόντανε πώς τα κάμνανε. Μήπως τα σπέρνανε στον ύπνο τους; Τα παιδιά μεγαλώνανε γρήγορα, γονιμοποιούντανε γρηγορότερα.
Οι γενιές ακολουθούσανε τις γενιές, χωρίς οι παλιότερες ν' αφήνουνε τόπο στις καινούργιες, όπως γίνεται με τα φύλλα των δέντρων.
Έτσι άρχισε να τους γίνεται στενόχωρος ο τόπος, στενόχωρος κι ο αέρας. Πνιγότανε η ανάσα τους μέσα στα χνώτα τόσης πληθούρας. Η γης και τα ποτάμια αρχίσανε να λερώνονται, μα η γενοβόλια τους εξακολουθούσε όλο και πιο μεγαλύτερη.
Ψάχνανε λοιπόν να βρούνε τρόπο για να ’βγουνε όξω από τα σύνορά τους, ν’ απλώσουνε σ' άλλη γης τις περισσευούμενες ζωές, που τους σφίγγανε ολούθε. Μόλις όμως προχωρήσανε λίγο κι ένα θεόρατο βουνό υψώθηκε κάθετα μπροστά τους. Στρέψανε αριστερά –άλλο βουνό! Στρέψανε προς το νοτιά, προς το βοριά, –το ίδιο! Καθίσανε τότε χάμου κι αρχίσανε να συλλογιούνται. Αυτά τα βουνά ήτανε από πριν; Ξύνανε το κεφάλι τους· κανένας δε θυμότανε. Μα πώς βρεθήκανε έτσι κλεισμένοι στη φάκα, σαν τα ποντίκια;
Συλλογιστήκανε άλλη μια φορά –και τους έπιασε ύπνος. Κοιμηθήκανε, όπου είχανε βρεθεί, καθισμένοι.
Το πρωί, σαν ξυπνήσανε, δε θυμόντανε γιατί βρισκόνταν εκεί. Άμα σηκώσανε τα μάτια τους κι είδανε τα τρομερά βουνά, ξαναθυμηθήκανε τη συμφορά τους. Τί να κάνουνε λοιπόν; Κοιταζόντανε στα μάτια δίχως να μιλούνε. Βαριόντανε ν' ανοίξουνε το στόμα. Όμως το ζήτημα ήτανε σοβαρό. Κάποια λύση έπρεπε να βρεθεί. Μα πώς να ρωτήσουνε τον πλαγινό τους, που χρόνια τόνε μισούσανε κατάβαθα;
Στερνά ο γεροντότερος απ' όλους σηκώθηκε απάνου, κρεμάστηκε στο ραβδί του και τους είπε: «Μπορούσαμε να κάνουμε όλη τη Γης αθάνατη, μα φαίνεται, πως δεν έχει άλλη γης. Αυτό είναι άδικο! Μα είτε άδικο είτε δίκιο, δεν έχουμε καιρό να χάνουμε. Πρέπει να τολμήσουμε μια για πάντα. Πρέπει να πάψουμε να γεννούμε!»
Εδώ όλοι τιναχτήκανε απάνου και κοιταχτήκανε με φοβισμένη απορία. Κι' αρχίσανε να μουρμουρίζουνε...
Ο γερός ξακολούθησε:
«Επειδής ο έρωτας, όσο κι' αν τόνε περιφρονούμε, είναι γλυκός, δε φτάνει μονάχα ένας λόγος, για να τον αρνηθούμε. Οι γυναίκες είναι πειρασμοί και σαν πάψουμε να τις μεταχειριζόμαστε θα βάζουνε σ' ενέργεια πλήθος αφάνταστες διαβολιές, για να μας τραβήξουνε. Κι επειδής, ό,τι είναι απαγορεμένο, γίνεται τρομερά επιθυμητό, άμα ορκιστούμε, να μην πλησιάσουμε γυναίκα, θα ξεσπάσει παντού ασυγκράτητη η λύσσα του έρωτα. Γι’ αυτό προτείνω, όλοι οι αρσενικοί να μουνουχιστούμε!»
Στ’ άκουσμα τούτο, όλοι μείνανε με στόματα ανοιχτά και με στεγνά τα λαρύγγια.
Τα μάτια τους πήγανε να πεταχτούνε όξω.
«Το πράμα είναι τώρα ευκολότερο, που από χρόνια πολλά ο έρωτας μας έγινε μια βαρετή συνήθεια.
Κι επειδής και τώρα ακόμα είμαστε πολύ περισσότεροι, απ' όσο πρέπει και δεν είναι τρόπος να πεθάνει ή να φύγει κανένας μας, γι’ αυτό να κάψουμε το γειτονικό δάσος κι απάνω στις στάχτες του να στείλουμε να κατοικήσουνε οι μισοί...»
Μόλις τέλειωσε τούτα τα λόγια και πριν προφτάσει να συνέρθει το πλήθος, έβγαλε γρήγορα ένα μαχαίρι, σήκωσε τη ρόμπα του και μπροστά σ' όλους χρατς! έκοψε τη γονιμότητά του.
Η χειρονομία αυτή μεταδόθηκε σ' όλους σαν αστραπή. Χωρίς ν' αργήσουνε, χωρίς να φοβηθούνε και χωρίς να σκεφτούνε, κάνανε όλοι το ίδιο, ουρλιάζοντας όσο μπορούσανε, για να σκεπάζουνε με τις φωνές τον αβάσταγο πόνο.
Όμοια, αργότερα, οι αφοσιωμένοι νέοι της Κυβέλης απάνω στην άψη της οργιαστικής τους μανίας κόβανε τη φύση τους και την ανεμίζαν, ουρλιάζοντας σα σκυλιά, στον αέρα, σα να ’τανε ξένο κρέας!
Μετά οι πατεράδες μουνουχίσανε τα παιδιά τους και σε λίγα λεφτά όλος ο λαός των αθανάτων έγινε λαός μουνούχων.
Όμως πιο αξιολύπητες απ' όλους ήταν οι γυναίκες. Κλαίγανε, δερνόντανε, κυλιόντανε χάμου, κουλουριαζότανε σα φίδια, κι αρπάζοντας τα ματωμένα μέλη των αντρών, τα σφίγγανε με λαχτάρα στο στήθος, τα φιλούσανε - και πολλές απ' την απελπισία τους χώσανε τα χέρια βαθιά τους και πετάξαν τις μήτρες τους.
Ύστερις όλοι τσακισμένοι από τον πόνο και την κούραση, καθίσαν ως το βράδυ πάνου στον καυτόν άμμο για να σταματήσει το αίμα και να δέσει η πληγή.
Με το βασίλεμα του ήλιου τα ’χαν όλα ξεχασμένα. Φάγανε καλά, ήπιανε καλά και κοιμηθήκαν ένα βαθύ κι άκοπο ύπνο.
Την άλλη μέρα άρχισε μια άλλη ζωή. .........
Μεγάλη σιωπή βασίλευε στη χώρα τους.
Όλα φαινόντανε σαν πεθαμένα.
Άνεμος δε φυσούσε· τα φύλλα των δέντρων δε σαλεύανε· τα νερά δεν τραγουδούσανε· ακίνητα λαμποκοπούσανε, σαν από μέταλλο ή από λάδι. Τα πουλιά αφήνανε μια ξαφνική ψιλή φωνή και χωνόντανε βαθύτερα μέσα στα κλαριά. Ο ήλιος όμως άστραβε θαμπωτικά· μα και τούτος σα να μην περπατούσε: έμοιαζε καρφωμένος στον ουρανό. Κι αν κανένα σύννεφο με την ασώματη λάφρια του χώνευε μέσα στο πλήθιο φως, θαρρούσες, πως από αιώνες αγωνιούσε κρεμασμένο στην ίδια θέση.
Αν έμπαινες στη χώρα τους, θα ’βλεπες παντού μιαν αξήγητη ερημιά. Αν ζητούσες ανθρώπους, δε θα ’βρισκες. Έπρεπε να πας να ψάξεις στις πιο απόμερες γωνιές. Πίσου από πέτρες, στις μπασιές των σπήλιων, στις φουντωμένες ρίζες γιγάντιων δέντρων, μέσα σε λακκούβες θα τους έβρισκες κρυμμένους έναν-ένανε. Καθόντανε μαζεμένοι, δίχως να μιλούνε. Όχι, γιατί ’τανε μικροί· μονάχα τα μάτια τους ήτανε μικρά και γοργοκίνητα. Μα έχοντας το χρώμα της γης σκεπαζόντανε με χόρτα και κλαριά, για να κρύβονται καλύτερα: να μην τους βλέπει κανείς και να μη βλέπουνε κανένα!
Μοιάζανε πολύ συλλογισμένοι· κι όμως δε συλλογιόντανε τίποτα. Αν θα σ' αντικρύζανε θα πηδούσανε απάνου αγριεμένοι, ξεφωνίζοντας στριγγά. Κι ένα σύννεφο μύγες θα σηκωνότανε με μιας μαζί τους και θα τους σκέπαζε σα σεντόνι. Όταν θα ξανακαθόντανε οι μύγες, θα ’βλεπες ανθρώπους ξερούς, πρασινοκίτρινους, με κοφτερά δόντια και μεγάλα νύχια. Δε θα μπορούσες να ξεχωρίσεις, ποιος είναι αρσενικός, ποιος θηλυκός. Όλοι τους ήτανε το ίδιο. Χωρίς μαλλιά και χωρίς γένια....
Όμοια δε μπορούσες να ξεχωρίσεις, ποιος είναι γέρος, ποιος είναι νιός. Όλοι ήτανε γέροι· παιδιά δεν υπήρχανε. Ακόμα κι οι ίδιοι, σα μαζευόντανε τα βράδια οι φαμίλιες, για να ζεσταίνονται ο ένας κοντά στον άλλον, δεν ξέρανε, ποιος είναι ο πατέρας, ποιο το παιδί. Μέσα στους αμέτρητους αιώνες, που ζήσανε, το ’χανε ξεχάσει... Δεν τους χρειαζότανε να το θυμούνται!...
Αυτοί οι άνθρωποι ήτανε αθάνατοι! Όμως όλος ο κόσμος τους ονόμαζε Μουνούχους. Κάτι ξέρανε. Μαζί με όλους θα τους λέμε κι εμείς το ίδιο.
Είπαμε: αν έμπαινες στη χώρα τους· όμως ήτανε αδύνατο να μπεις! Γιατί ’ταν ολούθε κλεισμένη με θεόρατα βουνά. Κανένας δεν τους είδε ποτέ! Ό,τι λοιπόν διηγόμαστε, είναι, όπως τα παρασταίνει το παραμύθι.
Μα που ήτανε αυτή χώρα; Κανένας δε μπορεί να πει σωστά. Κάπου όμως στην Ανατολή θα ’τανε, γιατί εκεί υπάρχει ακόμα η παράδοση γι' αυτούς και γιατί εκεί γίνονται όλα τα θαμαστά πράματα....
* * *
Αθάνατοι! ... Πώς βρεθήκανε αθάνατοι; Ο Θεός τους έκανε; μόνοι τους γενήκανε με τη θέλησή τους και με την ακατάπαυστη προσπάθεια; Και να το ξέρουμε και να μην το ξέρουμε, ούτε σημασία έχει, ούτε και φελά.
Στην αρχή ήτανε όπως όλοι οι άνθρωποι. Ζούσανε μαζί σε πολιτείες και βοηθούσε ο ένας τον άλλονε σε ώρες ανάγκης. Όταν όμως, είτε τους το ’πε ο Θεός, είτε μοναχοί τους το καταλάβανε, πως είναι αθάνατοι, τους ήρθε σαν τρέλα. Πηδούσανε, ξεφωνίζανε, τινάζανε χέρια, πόδια, κεφάλι με τόση ορμή, που ’λεγες θα τα ξεκολλήσουνε. Όταν ξεθυμάνανε, κοιταχθήκανε λοξά συναμεταξύ τους, σαν οχτροί. Καθένας νόμιζε, πως μονάχα αυτός είναι αθάνατος και φοβότανε τον άλλονε, μην του πάρει την τύχη του. Σκορπίσανε λοιπόν γρήγορα γρήγορα, ο ένας δεξιά, ο άλλος ζερβά, κοιτάζοντας με φόβο πίσω τους, και τρυπώσανε, όπου μπόρεσε καθένας, με δυνατό, ακράτητο καρδιοχτύπι....
Πηγαίνανε να κρυφτούνε και, κλειώντας τα μάτια σα σε όνειρο, να δοκιμάσουνε την απέραντη ηδονή του μυστήριου της αθανασίας.
* * *
Η ιδέα, πως είναι αθάνατοι, τους έκανε πολύ περήφανους. Κοιτάζανε με μεγάλη προσοχή και μ' έρωτα τον εαυτό τους. Πασπατεύανε την κοιλιά τους, τα σκέλια τους, τα νεφρά τους· τα χαϊδεύανε, τα θαμάζανε, τα χαιρόντανε! Παρακολουθούσανε την κίνηση του αιμάτου στις φλέβες τους, τους αχούς των μελιγγιών τους· γιατί το πνέμα τους βούιζε! Αν και δε βρίσκανε τίποτε καινούργιο σ' όλ' αυτά, όμως πιστεύανε πως κάτι ανείπωτο τους γινότανε. Με τον καιρό ελπίζανε να το καταλάβουνε και να τ' ορίσουνε.
Στην αρχή ριχτήκανε με πάθος στις ηδονές! Τρώγανε πολύ, πίνανε πολύ κι ερωτευόντανε περισσότερο. Μα γρήγορα βαρεθήκανε. Κάθε τους απόλαψη, μετρημένη με την αιωνιότητά τους, τους φαινότανε τιποτένια. Οι γυναικούλες, η μεγαλύτερή τους χαρά, με το κυματιστό κορμί, την τρυφερή φωνή, το βαθύ κόρφο, τη σκοτεινή κοιλιά, όσο περνούσε ο καιρός, τόσο γινόντανε πιο κουραστικές, πιο άνοστες. Δεν είχανε τίποτα νέο να προσφέρουνε από καταβολής κόσμου όλες οι γυναίκες! Και το κρασί, που άλλοτες αύξαινε την αξία της ζωής προσθέτοντας σε τούτη μ’ έναν αλαφρό πυρετό του αιμάτου, την ευτυχιά του ονείρου, που τους ένωνε με την άπειρη Φύση, τώρα το μισήσανε κι' αυτό. Τους παρουσίαζε την αδυναμία τους να πραγματοποιούνε τα ονείρατά τους, σα μιαν ατέλεια της αθανασίας τους.
Στερνά μισήσανε και την αθανασία τους.
Ωστόσο μένανε πάντα χωρισμένοι. Γιατί να ζούνε μαζί; Κανείς δεν είχε την ανάγκη τ' αλλουνού. Κι όλο καθόντανε., Η φύση τους τα ’δινε όλα· κι αν δεν τους τα ’δινε, αυτοί δεν παθαίνανε τίποτα· όντας αθάνατοι, ούτε φοβόντανε ούτε παθαίνανε τίποτα.
Χωνόντανε λοιπόν όλο και βαθύτερα στις τρύπες τους και σιγά-σιγά πήρανε όλοι το χρώμα της γης, όπως οι λαγοί, τα ορτύκια, οι σαλίγκαροι.
* * *
Ωστόσο, μ' όλη τη βαριεμάρα, που τους βασάνιζε, γεμίζανε τη χώρα παιδιά. Ούτε οι ίδιοι θυμόντανε πώς τα κάμνανε. Μήπως τα σπέρνανε στον ύπνο τους; Τα παιδιά μεγαλώνανε γρήγορα, γονιμοποιούντανε γρηγορότερα.
Οι γενιές ακολουθούσανε τις γενιές, χωρίς οι παλιότερες ν' αφήνουνε τόπο στις καινούργιες, όπως γίνεται με τα φύλλα των δέντρων.
Έτσι άρχισε να τους γίνεται στενόχωρος ο τόπος, στενόχωρος κι ο αέρας. Πνιγότανε η ανάσα τους μέσα στα χνώτα τόσης πληθούρας. Η γης και τα ποτάμια αρχίσανε να λερώνονται, μα η γενοβόλια τους εξακολουθούσε όλο και πιο μεγαλύτερη.
Ψάχνανε λοιπόν να βρούνε τρόπο για να ’βγουνε όξω από τα σύνορά τους, ν’ απλώσουνε σ' άλλη γης τις περισσευούμενες ζωές, που τους σφίγγανε ολούθε. Μόλις όμως προχωρήσανε λίγο κι ένα θεόρατο βουνό υψώθηκε κάθετα μπροστά τους. Στρέψανε αριστερά –άλλο βουνό! Στρέψανε προς το νοτιά, προς το βοριά, –το ίδιο! Καθίσανε τότε χάμου κι αρχίσανε να συλλογιούνται. Αυτά τα βουνά ήτανε από πριν; Ξύνανε το κεφάλι τους· κανένας δε θυμότανε. Μα πώς βρεθήκανε έτσι κλεισμένοι στη φάκα, σαν τα ποντίκια;
Συλλογιστήκανε άλλη μια φορά –και τους έπιασε ύπνος. Κοιμηθήκανε, όπου είχανε βρεθεί, καθισμένοι.
Το πρωί, σαν ξυπνήσανε, δε θυμόντανε γιατί βρισκόνταν εκεί. Άμα σηκώσανε τα μάτια τους κι είδανε τα τρομερά βουνά, ξαναθυμηθήκανε τη συμφορά τους. Τί να κάνουνε λοιπόν; Κοιταζόντανε στα μάτια δίχως να μιλούνε. Βαριόντανε ν' ανοίξουνε το στόμα. Όμως το ζήτημα ήτανε σοβαρό. Κάποια λύση έπρεπε να βρεθεί. Μα πώς να ρωτήσουνε τον πλαγινό τους, που χρόνια τόνε μισούσανε κατάβαθα;
Στερνά ο γεροντότερος απ' όλους σηκώθηκε απάνου, κρεμάστηκε στο ραβδί του και τους είπε: «Μπορούσαμε να κάνουμε όλη τη Γης αθάνατη, μα φαίνεται, πως δεν έχει άλλη γης. Αυτό είναι άδικο! Μα είτε άδικο είτε δίκιο, δεν έχουμε καιρό να χάνουμε. Πρέπει να τολμήσουμε μια για πάντα. Πρέπει να πάψουμε να γεννούμε!»
Εδώ όλοι τιναχτήκανε απάνου και κοιταχτήκανε με φοβισμένη απορία. Κι' αρχίσανε να μουρμουρίζουνε...
Ο γερός ξακολούθησε:
«Επειδής ο έρωτας, όσο κι' αν τόνε περιφρονούμε, είναι γλυκός, δε φτάνει μονάχα ένας λόγος, για να τον αρνηθούμε. Οι γυναίκες είναι πειρασμοί και σαν πάψουμε να τις μεταχειριζόμαστε θα βάζουνε σ' ενέργεια πλήθος αφάνταστες διαβολιές, για να μας τραβήξουνε. Κι επειδής, ό,τι είναι απαγορεμένο, γίνεται τρομερά επιθυμητό, άμα ορκιστούμε, να μην πλησιάσουμε γυναίκα, θα ξεσπάσει παντού ασυγκράτητη η λύσσα του έρωτα. Γι’ αυτό προτείνω, όλοι οι αρσενικοί να μουνουχιστούμε!»
Στ’ άκουσμα τούτο, όλοι μείνανε με στόματα ανοιχτά και με στεγνά τα λαρύγγια.
Τα μάτια τους πήγανε να πεταχτούνε όξω.
«Το πράμα είναι τώρα ευκολότερο, που από χρόνια πολλά ο έρωτας μας έγινε μια βαρετή συνήθεια.
Κι επειδής και τώρα ακόμα είμαστε πολύ περισσότεροι, απ' όσο πρέπει και δεν είναι τρόπος να πεθάνει ή να φύγει κανένας μας, γι’ αυτό να κάψουμε το γειτονικό δάσος κι απάνω στις στάχτες του να στείλουμε να κατοικήσουνε οι μισοί...»
Μόλις τέλειωσε τούτα τα λόγια και πριν προφτάσει να συνέρθει το πλήθος, έβγαλε γρήγορα ένα μαχαίρι, σήκωσε τη ρόμπα του και μπροστά σ' όλους χρατς! έκοψε τη γονιμότητά του.
Η χειρονομία αυτή μεταδόθηκε σ' όλους σαν αστραπή. Χωρίς ν' αργήσουνε, χωρίς να φοβηθούνε και χωρίς να σκεφτούνε, κάνανε όλοι το ίδιο, ουρλιάζοντας όσο μπορούσανε, για να σκεπάζουνε με τις φωνές τον αβάσταγο πόνο.
Όμοια, αργότερα, οι αφοσιωμένοι νέοι της Κυβέλης απάνω στην άψη της οργιαστικής τους μανίας κόβανε τη φύση τους και την ανεμίζαν, ουρλιάζοντας σα σκυλιά, στον αέρα, σα να ’τανε ξένο κρέας!
Μετά οι πατεράδες μουνουχίσανε τα παιδιά τους και σε λίγα λεφτά όλος ο λαός των αθανάτων έγινε λαός μουνούχων.
Όμως πιο αξιολύπητες απ' όλους ήταν οι γυναίκες. Κλαίγανε, δερνόντανε, κυλιόντανε χάμου, κουλουριαζότανε σα φίδια, κι αρπάζοντας τα ματωμένα μέλη των αντρών, τα σφίγγανε με λαχτάρα στο στήθος, τα φιλούσανε - και πολλές απ' την απελπισία τους χώσανε τα χέρια βαθιά τους και πετάξαν τις μήτρες τους.
Ύστερις όλοι τσακισμένοι από τον πόνο και την κούραση, καθίσαν ως το βράδυ πάνου στον καυτόν άμμο για να σταματήσει το αίμα και να δέσει η πληγή.
Με το βασίλεμα του ήλιου τα ’χαν όλα ξεχασμένα. Φάγανε καλά, ήπιανε καλά και κοιμηθήκαν ένα βαθύ κι άκοπο ύπνο.
Την άλλη μέρα άρχισε μια άλλη ζωή. .........
μια στιγμη!
"Φίλε μου, τραντάζει το αίμα την καρδιά μου
Η φοβερή τόλμη μιaς στιγμής παραδομού
Που η εποχή της φρόνησης πότες δε θ’ αναιρέσει
Μ’ αυτή, μόνο μ’ αυτήν, έχουμε υπάρξει
Που κανείς δε θα βρει μες στις νεκρολογίες μας
Μήτε σε θύμησες από την ελεητικήν αράχνη σκεπασμένες
Η κάτω από σφραγίδες που έσπασε ο στεγνός δικηγόρος
Στις άδειες κάμαρές μας"
Η φοβερή τόλμη μιaς στιγμής παραδομού
Που η εποχή της φρόνησης πότες δε θ’ αναιρέσει
Μ’ αυτή, μόνο μ’ αυτήν, έχουμε υπάρξει
Που κανείς δε θα βρει μες στις νεκρολογίες μας
Μήτε σε θύμησες από την ελεητικήν αράχνη σκεπασμένες
Η κάτω από σφραγίδες που έσπασε ο στεγνός δικηγόρος
Στις άδειες κάμαρές μας"
Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010
καλημερα!
πώς να χωρεσει ο νους οτι ολα ανατραπηκαν; πώς να πιστεψει πως εκει που μοσχοανέθρεφε μια γενια οφειλει να της ζητησει σημερα συγγνώμη; πώς να δεχθει κανεις οταν ευλαβικα κινηθηκε σε τροπους κι ανθρωπους και κοπους και θυσιες και πατριδες, την μια ή του καθενος, πώς ολα αυτα γιναν ενα παραπονο, μια οργη, μια ιδεα θολη και συγχυσμένη; πώς να δεχθει κανεις να του καταστρεφεται η χαρα, η συγκινηση, η εκπληξη,η αλληλεγγυη και να τα αντικαθιστα με φοβο και καχυποψια και παγωμενη ματια;
Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010
Καλημερα
Ειπε με ροδοπορφυρη ελλειψη αθωοτητας: σκεφτομαι την απελπισια των αξοιμαχων, την απογνωση των θαρραλεων, την αμηχανια των γενναιων.
Ναι κι εγω απελπιζομαι. διερωτωμαι. απολογουμαι. νιωθω ηττημενη. κι ειναι κατι βαθυ, περιεργο,προτογνωρο.δυνατο σαν σκουρια..αλλα ...μπορουμε να βρουμε το εν-κοσμιο της αιωνιοτητας ..και να χαριζομαστε σε οσους διακρινουν τα ερπετα απο τα πουλια, τα ακριβα απο τα παζαρια, το ευγενες απο το ταπεινο και το ενστικτωδες. σε όσους δεν μαγαρισαν το πνευμα της ψυχης τους με εχθροτητα, φυγη, δειλια. σε όσους έμαθαν στη ζωη τους μικρη ή μεγαλη, να σεβονται τα δωρα που τους δοθηκαν...
Προδημοσιευση
Don't copy!
Ναι κι εγω απελπιζομαι. διερωτωμαι. απολογουμαι. νιωθω ηττημενη. κι ειναι κατι βαθυ, περιεργο,προτογνωρο.δυνατο σαν σκουρια..αλλα ...μπορουμε να βρουμε το εν-κοσμιο της αιωνιοτητας ..και να χαριζομαστε σε οσους διακρινουν τα ερπετα απο τα πουλια, τα ακριβα απο τα παζαρια, το ευγενες απο το ταπεινο και το ενστικτωδες. σε όσους δεν μαγαρισαν το πνευμα της ψυχης τους με εχθροτητα, φυγη, δειλια. σε όσους έμαθαν στη ζωη τους μικρη ή μεγαλη, να σεβονται τα δωρα που τους δοθηκαν...
Προδημοσιευση
Don't copy!
Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010
ολα ή τιποτα
για να μην τα κουτσουρεψουμε ολα,καθιστωντας τα ασημαντα και καθημερινα. τα πολυτελη και τα μοναδικα. τα ιδιαιτερα και τα απογειωτικα. τα τιμαλφη μας. οποια κι αν ειναι. μην τα παραδωσουμε στο νομο της αγορας. κοψε κατι για να το παρεις, δωσε μια προσφορα να το αγγιξεις. η ευτελεια δεν ταιριαζει σε ολους ουτε σε ολα.
της εθνικης σκυλαδικο..
το χειρότερο δεν είναι να λιγοστεύουν οι μέρες γιορτής.το χειρότερο είναι που πληθαίνουν αυτοί που γιορτάζουν το τίποτα και μειώνονται αυτοί που θα γιόρταζαν μια μικρη ή μια μεγάλη ανατροπή, μια άλλη οσμή, μια νέα εικόνα. το χειρότερο είναι που οι τοξίνες κι οι απεκκρίσεις, κυκλώνουν και υποβαθμιζουν και τη δική σου γιορτή. το χειρότερο είναι που η αναγκαία μιξη, δεν έχει σωστα τα υλικά της πρόσμιξης...
Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010
που μαχεται τη συννεφια του κοσμου
Η τρελή ροδιά
Σ' αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς
σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της
με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο
ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;
Oταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσια
θερίζουνε με τα ξανθά τους χέρια τα τριφύλλια
γυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων τους, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που βάζει ανύποπτη μες τα χλωρά πανέρια τους τα φώτα
που ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονοματά τους - πέστε μου
είναι η τρελή ροδιά που μάχεται τη συνεφιά του κόσμου;
Στη μέρα που απ' τη ζήλεια της στολίζεται μ' εφτά λογιώ φτερά
ζώνοντας τον αιώνιο ήλιο με χιλιάδες πρίσματα
εκτυφλωτικά, πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά
που αρπάει μια χαίτη μ' εκατό βιτσιές στο τρέξιμο της
ποτέ θλιμένη και ποτέ γκρινιάρα - πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά
που ξεφωνίζει την καινούργια ελπίδα που ανατέλλει;
Πέστε μου είναι η τρελή ροδιά που χαιρετάει τα μάκρη
τινάζοντας ένα μαντήλι φύλλα από δροσερή φωτιά,
μια θάλασσα ετοιμόγεννη με χίλια δυο καράβια,
με κύματα που χίλιες δυο φορές κινάν και πάνε
σ' αμύριστες ακρογιαλιές - πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά
που τρίζει τάρμενα ψηλά στο διάφανο αιθέρα;
Πανύψηλα με το γλαυκό τσαμπί που ανάβει κι' εορτάζει
αγέρωχο, γεμάτο κίνδυνο, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που σπάει με φως καταμεσίς του κόσμου τις κακοκαιριές του δαίμονα
που πέρα ως πέρα την κροκάτη απλώνει τραχηλιά της μέρας
την πολυκεντημένη από σπαρτά τραγούδια - πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που βιαστικά ξεθηλυκώνει τα μεταξωτά της μέρας;
Σε μεσοφούστανα πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπενταυγούστου,
πέστε μου, αυτή που παίζει, αυτή που οργίζεται, αυτή που ξελογιάζει,
τινάζοντας απ' τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια της,
ξεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου τα μεθυστικά πουλιά,
πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων,
στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά;
Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010
οταν...
Όταν, φίλοι μου, αγαπούσα...
Όταν, φίλοι μου, αγαπούσα —
είναι προ πολλών ετών —
στην ιδίαν γη δεν ζούσα
μετά των λοιπών θνητών.
Λυρικήν την φαντασίαν
είχον, κι αν απατηλήν,
μ’ εχορήγει ευτυχίαν
όμως ζώσαν και θερμήν.
Σ’ ό,τι έβλεπε το μάτι
πλούσιαν έδιδε θωριά·
της αγάπης μου, παλάτι
μοι εφαίνετο η φωλιά.
Και το τσίτινο φουστάνι
εφορούσε το φθηνό·
σας ομνύω μοι εφάνη
κατ’ αρχάς μεταξωτό.
Της εστόλιζαν τα χέρια
δυο βραχιόλια φτωχικά·
δι’ εμένα τζοβαέρια
ήσανε αρχοντικά.
Στο κεφάλι μαζεμένα
άνθη εφόρει απ’ το βουνό —
ποια ανθοδέσμη δι’ εμένα
είχε τέτοιον στολισμό;
Ομαλούς τους περιπάτους
πάντα βρίσκαμε μαζί,
και ή δεν είχε τότε βάτους,
ή τας έκρυπτεν η γη.
Δεν με πείθει νυν το πνεύμα
των ρητόρων και σοφών
όσον έν εκείνης νεύμα,
κατ’ εκείνον τον καιρόν.
Όταν, φίλοι μου, αγαπούσα είναι προ πολλών ετών —
στην ιδίαν γη δεν ζούσα
μετά των λοιπών θνητών.
Κ.Π. Καβάφης - Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923
Όταν, φίλοι μου, αγαπούσα —
είναι προ πολλών ετών —
στην ιδίαν γη δεν ζούσα
μετά των λοιπών θνητών.
Λυρικήν την φαντασίαν
είχον, κι αν απατηλήν,
μ’ εχορήγει ευτυχίαν
όμως ζώσαν και θερμήν.
Σ’ ό,τι έβλεπε το μάτι
πλούσιαν έδιδε θωριά·
της αγάπης μου, παλάτι
μοι εφαίνετο η φωλιά.
Και το τσίτινο φουστάνι
εφορούσε το φθηνό·
σας ομνύω μοι εφάνη
κατ’ αρχάς μεταξωτό.
Της εστόλιζαν τα χέρια
δυο βραχιόλια φτωχικά·
δι’ εμένα τζοβαέρια
ήσανε αρχοντικά.
Στο κεφάλι μαζεμένα
άνθη εφόρει απ’ το βουνό —
ποια ανθοδέσμη δι’ εμένα
είχε τέτοιον στολισμό;
Ομαλούς τους περιπάτους
πάντα βρίσκαμε μαζί,
και ή δεν είχε τότε βάτους,
ή τας έκρυπτεν η γη.
Δεν με πείθει νυν το πνεύμα
των ρητόρων και σοφών
όσον έν εκείνης νεύμα,
κατ’ εκείνον τον καιρόν.
Όταν, φίλοι μου, αγαπούσα είναι προ πολλών ετών —
στην ιδίαν γη δεν ζούσα
μετά των λοιπών θνητών.
Κ.Π. Καβάφης - Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923
να μας γλυτώση από τον μεγάλον γκρεμνόν !
«Αν μας έλεγε κανένας αυτείνη την λευτεριά όπου γευόμαστε, θα παρακαλούσαμε τον Θεόν να μας αφήση εις τους Τούρκους άλλα τόσα χρόνια, όσο να γνωρίσουν οι άνθρωποι τι θα ειπή πατρίδα, τι θα ειπή θρησκεία, τι θα ειπή φιλοτιμία, αρετή, τιμιότη. Αυτά λείπουν από όλους εμάς, στρατιωτικούς και πολιτικούς.
Τις πρόσοδες της πατρίδας τις κλέβομεν, από υποστατικά δεν της αφήσαμεν τίποτας, σε ‘‘πηρεσίαν να μπούμεν’’, ένα βάνομεν εις το ταμείον, δέκα κλέβομεν. Αγοράζομεν πρόσοδες, τις τρώμε όλες. Χρωστούν εις το Ταμείον δεκαοχτώ ‘κατομμύρια ο ένας και ο άλλος. Ο Μιχαλάκης ο Γιατρός πεντακόσιες χιλιάδες, ο Τζούχλος τρακόσες, ο Γεωργάκης Νοταράς τρακόσες πενήντα – όλο τέτοιγοι χρωστούνε αυτά. Ο κεντρικός ταμίας ο Φίτζες – τρακόσες πενήντα του λείπουν από το ταμείον. Κι’ ακόμα δεν κυτάχτηκαν πόσα θα λείψουν ακόμα. Το ίδιο ντογάνες κι’ άλλα.
Τέτοιοι μπαίνουν εις τα πράγματα και τέτοιους συντρόφους βάνουν. Δύσκολο είναι ο τίμιος άνθρωπος να κάνη τα χρέη του πατριωτικώς. Οι αγωνισταί, οι περισσότεροι και οι χήρες κι’ αρφανά δυστυχούν. Πολυτέλεια και φαντασία -γεμίσαμαν πλήθος πιανοφόρια και κιθάρες.
Οι δανεισταί μας ζητούν τα χρήματά τους, λεπτό δεν τους δίνομεν από αυτά- κάνουν επέμβασιν εις τα πράγματά μας. Και ποτές δεν βρίσκομεν ίσιον δρόμον.
Πώς θα σωθούμε εμείς μ’ αυτά και να σκηματιστούμεν εις την κοινωνίας του κόσμου ως άνθρωποι; Ο Θεός ας κάμη το έλεός του να μας γλυτώση από τον μεγάλον γκρεμνόν όπου τρέχομεν να τζακιστούμεν».
Μακρυγιαννης
Τις πρόσοδες της πατρίδας τις κλέβομεν, από υποστατικά δεν της αφήσαμεν τίποτας, σε ‘‘πηρεσίαν να μπούμεν’’, ένα βάνομεν εις το ταμείον, δέκα κλέβομεν. Αγοράζομεν πρόσοδες, τις τρώμε όλες. Χρωστούν εις το Ταμείον δεκαοχτώ ‘κατομμύρια ο ένας και ο άλλος. Ο Μιχαλάκης ο Γιατρός πεντακόσιες χιλιάδες, ο Τζούχλος τρακόσες, ο Γεωργάκης Νοταράς τρακόσες πενήντα – όλο τέτοιγοι χρωστούνε αυτά. Ο κεντρικός ταμίας ο Φίτζες – τρακόσες πενήντα του λείπουν από το ταμείον. Κι’ ακόμα δεν κυτάχτηκαν πόσα θα λείψουν ακόμα. Το ίδιο ντογάνες κι’ άλλα.
Τέτοιοι μπαίνουν εις τα πράγματα και τέτοιους συντρόφους βάνουν. Δύσκολο είναι ο τίμιος άνθρωπος να κάνη τα χρέη του πατριωτικώς. Οι αγωνισταί, οι περισσότεροι και οι χήρες κι’ αρφανά δυστυχούν. Πολυτέλεια και φαντασία -γεμίσαμαν πλήθος πιανοφόρια και κιθάρες.
Οι δανεισταί μας ζητούν τα χρήματά τους, λεπτό δεν τους δίνομεν από αυτά- κάνουν επέμβασιν εις τα πράγματά μας. Και ποτές δεν βρίσκομεν ίσιον δρόμον.
Πώς θα σωθούμε εμείς μ’ αυτά και να σκηματιστούμεν εις την κοινωνίας του κόσμου ως άνθρωποι; Ο Θεός ας κάμη το έλεός του να μας γλυτώση από τον μεγάλον γκρεμνόν όπου τρέχομεν να τζακιστούμεν».
Μακρυγιαννης
Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010
delete
Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010
Χάπι θα κάνει delete στις κακές αναμνήσεις
Μια φυσική πρωτεΐνη υπόσχεται να θεραπεύσει τα ανοιχτά τραύματα της μνήμης και να καταπολεμήσει τις φοβίες
ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ Σας βασανίζει η ανάμνηση ενός τροχαίου ατυχήματος, μιας οδυνηρής κακοποίησης ή κάποιας άλλης τραυματικής εμπειρίας που δεν σβήνει με τίποτε από τη μνήμη σας; Σύντομα τα μνημονικά αυτά «βαρίδια» που δηλητηριάζουν τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων θα μπορούν να διαγραφούν από τον εγκέφαλό μας με ένα μόνο «στοχευμένο» χάπι.
Επιστήμονες από το διάσημο αμερικανικό Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς ισχυρίζονται ότι απέχουμε μόλις λίγα χρόνια από την κυκλοφορία του πρώτου χαπιού που θα σβήνει όλες τις άσχημες αναμνήσεις και θα μειώνει δραστικά τα άγχη και τις φοβίες μας, ακριβώς όπως συμβαίνει στην κινηματογραφική ταινία «Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού». Στην ταινία αυτή του γάλλου σκηνοθέτη Μισέλ Γκοντρί ο κεντρικός ήρωας υποβάλλεται σε μια διαδικασία διαγραφής από τον εγκέφαλό του όλων των δυσάρεστων αναμνήσεων του παρελθόντος.
Οι ειδικοί ισχυρίζονται ότι ο εγκεφαλικός νευροτροφικός παράγοντας (ΒDΝF), μια πρωτεΐνη η οποία επηρεάζει τη μνήμη και παράγεται με φυσικό τρόπο από το ανθρώπινο σώμα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί φαρμακευτικά προκειμένου να βοηθήσει ασθενείς να ξεπεράσουν το μετατραυματικό στρες και να τους κάνει να ξεχάσουν δυσάρεστες αναμνήσεις.
«Πιστεύουμε ότι σε λίγο καιρό θα μπορούμεδιά μέσου φαρμακευτικής αγωγήςνα ελέγξουμε όλους εκείνους τους μηχανισμούς που σχετίζονται με την ανθρώπινη μνήμηπροκειμένου να αντιμετωπίσουμε καταστάσεις όπως το μετατραυματικό στρες» υποστηρίζει ο ερευνητής του Τζονς Χόπκινς Ρίτσαρντ Χούγκανιρ.
Ο δρ Χούγκανιρ στηρίζει τα συμπεράσματά του σε έρευνα που διεξήγαγαν αμερικανοί και πορτορικανοί επιστήμονες της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Πόρτο Ρίκο. Οι ερευνητές ανακάλυψαν, ύστερα από πειράματα σε ποντίκια, ότι μπορούν να αναστείλουν στον εγκέφαλο των ζώων την ορμονική αντίδραση που προκαλεί ο φόβος.
Οι γιατροί έκαναν ηλεκτροσόκ στα συμπαθή τρωκτικά βάζοντάς τους ταυτόχρονα να ακούνε μουσική. Κάθε φορά που άκουγαν μουσική τα μικρά πειραματόζωα «πάγωναν» από τον φόβο τους. Οταν όμως τους εισήγαγαν με ένεση την πρωτεΐνη ΒDΝF, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι η μνήμη των ποντικών είχε σβήσει από τον «σκληρό δίσκο» της τον επώδυνο συσχετισμό μεταξύ μουσικής και ηλεκτροσόκ.
«Η ουσία αυτή επιδρά στους νευρώνες που βρίσκονται στον μεσοφλοιό του εγκεφάλουσβήνοντας όλες τις άσχημες αναμνήσεις, όχι όμως και τις ευτυχισμένες» τονίζει ο επικεφαλής της έρευνας καθηγητής Γκρέγκορι Κουίρκ.
«Η επίδραση του εγκεφαλικού νευροτροφικού παράγοντα είναι δεδομένη. Τώρα θα πρέπει να αναπτύξουμε τα φάρμακα εκείνα που θα περιέχουν την ουσία αυτή» λέει ο διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας των ΗΠΑ Τόμας Ινσελ.
Οι επιστήμονες όμως ελπίζουν τώρα ότι θα μπορέσουν να δοκιμάσουν τη θεραπεία αυτή σε κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους, όπως σε βετεράνους στρατιώτες του πολέμου στον Περσικό Κόλπο.
Τρομάζει η διαγραφή κομματιών της ζωής μας
Οπως υποστηρίζουν οι επικριτές του, το φάρμακο μπορεί να λυτρώσει εκατομμύρια θύματα από βασανιστικές αναμνήσεις αλλά ταυτόχρονα μπορεί να υπάρξουν και ψυχοσωματικές επιπλοκές. «Η καθολική απαλοιφή μιας δυσάρεστης μνήμης είναι ένα ενδεχόμενο που μας φοβίζει» επισημαίνει η αμερικανίδα ψυχίατρος Κέιτ Φάρινολτ, θεωρώντας πως «σβήνοντας μια μνήμη είναι σαν να σβήνεις μαζί και ένα ολόκληρο κομμάτι της ζωής ενός ατόμουαπό την οποία μπορεί κάποιος να διδάχθηκε κάποια ωφέλιμα μαθήματα για το μέλλον του». «Η ανθρώπινη ταυτότητα του καθενός είναι σύμφυτη με τη μνήμη του» τονίζει με τη σειρά του ο Πολ Γουόλπ, καθηγητής Βιοηθικής στο Πανεπιστήμιο Εμορι της Ατλάντα, στις ΗΠΑ, προσθέτοντας πως «η ιδέα του να καταφέρουμε κάποια στιγμή να ελέγξουμε την ανθρώπινη μνήμη είναι τρομακτική, όσο καλές κι αν είναι οι προθέσεις μας».
απο ΤΟ ΒΗΜΑ online
Χάπι θα κάνει delete στις κακές αναμνήσεις
Μια φυσική πρωτεΐνη υπόσχεται να θεραπεύσει τα ανοιχτά τραύματα της μνήμης και να καταπολεμήσει τις φοβίες
ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ Σας βασανίζει η ανάμνηση ενός τροχαίου ατυχήματος, μιας οδυνηρής κακοποίησης ή κάποιας άλλης τραυματικής εμπειρίας που δεν σβήνει με τίποτε από τη μνήμη σας; Σύντομα τα μνημονικά αυτά «βαρίδια» που δηλητηριάζουν τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων θα μπορούν να διαγραφούν από τον εγκέφαλό μας με ένα μόνο «στοχευμένο» χάπι.
Επιστήμονες από το διάσημο αμερικανικό Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς ισχυρίζονται ότι απέχουμε μόλις λίγα χρόνια από την κυκλοφορία του πρώτου χαπιού που θα σβήνει όλες τις άσχημες αναμνήσεις και θα μειώνει δραστικά τα άγχη και τις φοβίες μας, ακριβώς όπως συμβαίνει στην κινηματογραφική ταινία «Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού». Στην ταινία αυτή του γάλλου σκηνοθέτη Μισέλ Γκοντρί ο κεντρικός ήρωας υποβάλλεται σε μια διαδικασία διαγραφής από τον εγκέφαλό του όλων των δυσάρεστων αναμνήσεων του παρελθόντος.
Οι ειδικοί ισχυρίζονται ότι ο εγκεφαλικός νευροτροφικός παράγοντας (ΒDΝF), μια πρωτεΐνη η οποία επηρεάζει τη μνήμη και παράγεται με φυσικό τρόπο από το ανθρώπινο σώμα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί φαρμακευτικά προκειμένου να βοηθήσει ασθενείς να ξεπεράσουν το μετατραυματικό στρες και να τους κάνει να ξεχάσουν δυσάρεστες αναμνήσεις.
«Πιστεύουμε ότι σε λίγο καιρό θα μπορούμεδιά μέσου φαρμακευτικής αγωγήςνα ελέγξουμε όλους εκείνους τους μηχανισμούς που σχετίζονται με την ανθρώπινη μνήμηπροκειμένου να αντιμετωπίσουμε καταστάσεις όπως το μετατραυματικό στρες» υποστηρίζει ο ερευνητής του Τζονς Χόπκινς Ρίτσαρντ Χούγκανιρ.
Ο δρ Χούγκανιρ στηρίζει τα συμπεράσματά του σε έρευνα που διεξήγαγαν αμερικανοί και πορτορικανοί επιστήμονες της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Πόρτο Ρίκο. Οι ερευνητές ανακάλυψαν, ύστερα από πειράματα σε ποντίκια, ότι μπορούν να αναστείλουν στον εγκέφαλο των ζώων την ορμονική αντίδραση που προκαλεί ο φόβος.
Οι γιατροί έκαναν ηλεκτροσόκ στα συμπαθή τρωκτικά βάζοντάς τους ταυτόχρονα να ακούνε μουσική. Κάθε φορά που άκουγαν μουσική τα μικρά πειραματόζωα «πάγωναν» από τον φόβο τους. Οταν όμως τους εισήγαγαν με ένεση την πρωτεΐνη ΒDΝF, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι η μνήμη των ποντικών είχε σβήσει από τον «σκληρό δίσκο» της τον επώδυνο συσχετισμό μεταξύ μουσικής και ηλεκτροσόκ.
«Η ουσία αυτή επιδρά στους νευρώνες που βρίσκονται στον μεσοφλοιό του εγκεφάλουσβήνοντας όλες τις άσχημες αναμνήσεις, όχι όμως και τις ευτυχισμένες» τονίζει ο επικεφαλής της έρευνας καθηγητής Γκρέγκορι Κουίρκ.
«Η επίδραση του εγκεφαλικού νευροτροφικού παράγοντα είναι δεδομένη. Τώρα θα πρέπει να αναπτύξουμε τα φάρμακα εκείνα που θα περιέχουν την ουσία αυτή» λέει ο διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας των ΗΠΑ Τόμας Ινσελ.
Οι επιστήμονες όμως ελπίζουν τώρα ότι θα μπορέσουν να δοκιμάσουν τη θεραπεία αυτή σε κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους, όπως σε βετεράνους στρατιώτες του πολέμου στον Περσικό Κόλπο.
Τρομάζει η διαγραφή κομματιών της ζωής μας
Οπως υποστηρίζουν οι επικριτές του, το φάρμακο μπορεί να λυτρώσει εκατομμύρια θύματα από βασανιστικές αναμνήσεις αλλά ταυτόχρονα μπορεί να υπάρξουν και ψυχοσωματικές επιπλοκές. «Η καθολική απαλοιφή μιας δυσάρεστης μνήμης είναι ένα ενδεχόμενο που μας φοβίζει» επισημαίνει η αμερικανίδα ψυχίατρος Κέιτ Φάρινολτ, θεωρώντας πως «σβήνοντας μια μνήμη είναι σαν να σβήνεις μαζί και ένα ολόκληρο κομμάτι της ζωής ενός ατόμουαπό την οποία μπορεί κάποιος να διδάχθηκε κάποια ωφέλιμα μαθήματα για το μέλλον του». «Η ανθρώπινη ταυτότητα του καθενός είναι σύμφυτη με τη μνήμη του» τονίζει με τη σειρά του ο Πολ Γουόλπ, καθηγητής Βιοηθικής στο Πανεπιστήμιο Εμορι της Ατλάντα, στις ΗΠΑ, προσθέτοντας πως «η ιδέα του να καταφέρουμε κάποια στιγμή να ελέγξουμε την ανθρώπινη μνήμη είναι τρομακτική, όσο καλές κι αν είναι οι προθέσεις μας».
απο ΤΟ ΒΗΜΑ online
κραυγη
Η «Κραυγή» του Έντβαρντ Μουνκ θα… ακουστεί στην Αθήνα
Μία από τις καλύτερες εκθέσεις της φετινής χρονιάς θα έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν το Νοέμβριο οι φιλότεχνοι στο Μουσείο Ηρακλειδών.
Η διάσημη «Κραυγή» του Νορβηγού ζωγράφου Ένβαρντ Μουνκ είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα πρωταγωνιστήσει στην έκθεση με έργα από τη συλλογή χαρακτικών του ζωγράφου που βρίσκονται στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Τελ Αβίβ.
Στα έργα αυτά θα περιλαμβάνεται επίσης η «Εφηβεία», ο «Βρικόλακας», η «Απόγνωση», η «Ζήλεια» και το «Άγχος» από τη σειρά «Εικόνες της Ζωής, του Έρωτα και του Θανάτου».
Η ιδέα για την έκθεση γεννήθηκε το 2007 όταν το Μουσείο Ηρακλειδών φιλοξενούσε έκθεση με τα έργα του Τουλούζ Λοτρέκ, που απεικονίζουν τη χαρά της ζωής. Οι υπεύθυνοι του μουσείου σκέφτηκαν λοιπόν να παρουσιάσουν και την άλλη, τη σκοτεινή πλευρά, την οποία ζωγράφιζε πάντα ο Μουνκ.
Ο Νορβηγός ζωγράφος είχε υποστεί νευρικό κλονισμό και όπως έλεγε και ο ίδιος ζωγράφιζε πάντα από μνήμης , δίχως τις λεπτομέρειες που είχε πάψει να τις βλέπει μπροστά του.
Η έκθεση προγραμματίζεται για το Νοέμβριο και θα διαρκέσει έως και την άνοιξη του 2011.
απο το star.gr
υπαρχουν θεσεις αν θελεις κενες.... αντε να λυσουμε..
να ξεκινησουμε και τους βαρεθηκα δεν τους μπορω...να τους ξεχασουμε ολους εδω!
αρκετα!
Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010
μια καθημερινη!
η ερημια των ψυχων, η ερημια των σωματων. η αμηχανια, το αδιέξοδο του νου. τα σημεια των καιρων.και οι αομματοι.
και οι πλαγιοκοποι των πεσουσών δρυων. και οι αικατερινες που γιορταζαν σημερα μονον αλλα κι ο κατινισμος που βαστα το σαλονι της γιορτης του ανοιχτο χρονια απειρα και την εξουσια του αλώβητη. και οι τεχνητοι αύλακες που αλλαζουν κοιτη καθε τοσο, αναλογως. και η μοναδικότητα καμια φορα εξαίσια και αναπάντεχη, σαν συγκρουση αστεριων. αρκει που υπαρχει καμια φορα μια γλυκυτητα, μια θωπεια των αιχμών να στρογγυλεψουν, μια δυναμη για νικη; ;;
..Κανεις δεν την πουλα και δεν βγαζει στο σφυρι, λοιπον, αν, γνωριζει. Αν βρισκεται σε θεση και κατασταση να μπορει να γνωριζει τι ειναι ολα αυτα τα πανακριβα,πλην δυσαποκτητα συναισθήματα. αν γνωρίζει τις μικρες διαφορες με τις μεγαλες τους συνεπειες. διοτι αγαπω απο ενστικτο κι απο αυτοσυντηρηση κι απο αναγκη, και Αγαπω. το δευτερο θελει συνειδηση, συναισθηση,εξυψωση, αποφαση, επιλογη κι εν τελει ελευθερη βουληση. ποσοι απο μας τη γνωρίζουν; τοσοι όσοι γνώρισαν πώς δεν εξαργυρώνονται μερικα πραγματα με τιποτα και δεν διαπραγματεύονται με κανεναν. υψηλοφρων συνειδηση και μεγαλοθυμη ψυχη. αντ αυτων ,κανεις δεν κουραζεται για να ζησει! προτιμα να κουραστει για να πεθανει....
Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010
Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010
σοφιες.....
Aρκεί ένα λεπτό για να ερωτευθείς, μια ώρα για να
συμπαθήσεις και μια μέρα για ν΄αγαπήσεις. Όμως μια ολόκληρη ζωή ......δεν
αρκεί για να ξεχάσεις ~
Δεν είναι τυχαίο που κάθε καινούργια μέρα ξημερώνει με το λάλημα του πετεινού που μαρτυράει από παλιά μια προδοσία.
Μην κοιτάς πού έπεσες, αλλά πού γλίστρησες.
Καλύτερα που δε μιλάς,
τα λόγια μας ξεχνιούνται,
όσα ποτέ δεν είπαμε
αυτά δεν λησμονιούνται.
συμπαθήσεις και μια μέρα για ν΄αγαπήσεις. Όμως μια ολόκληρη ζωή ......δεν
αρκεί για να ξεχάσεις ~
Δεν είναι τυχαίο που κάθε καινούργια μέρα ξημερώνει με το λάλημα του πετεινού που μαρτυράει από παλιά μια προδοσία.
Μην κοιτάς πού έπεσες, αλλά πού γλίστρησες.
Καλύτερα που δε μιλάς,
τα λόγια μας ξεχνιούνται,
όσα ποτέ δεν είπαμε
αυτά δεν λησμονιούνται.
Ετικέτες
Γκανάς Μιχ.,
μπ. μπρεχτ,
ο.ουαιλντ,
παροιμια
Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010
δειτε!
Υπάρχει αρκετή προδοσία, μίσος
βία
Παραλογισμός στον μέσο άνθρωπο
Για να τροφοδοτήσει οποιονδήποτε στρατό μια
Οποιαδήποτε μέρα.
ΚΑΙ Οι Καλύτεροι Στο Φόνο Είναι Αυτοί
Που Κηρύσσουν Το Αντίθετο.
ΚΑΙ Οι Καλύτεροι Στο Μίσος Είναι Αυτοί
Που Κηρύσσουν Την Αγάπη.
ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΙ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
ΕΙΝΑΙ - ΤΕΛΙΚΑ - ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ
ΚΗΡΥΣΣΟΥΝ ΤΗΝ
ΕΙΡΗΝΗ
Αυτοί Που Κηρύσσουν Τον Θεό
Χρειάζονται Τον Θεό
Αυτοί Που Κηρύσσουν Την Ειρήνη
Δεν Έχουν Ειρήνη.
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΚΗΡΥΣΣΟΥΝ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ
ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΑΓΑΠΗ
ΦΥΛΑΞΟΥ ΑΠΟ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΚΗΡΥΣΣΟΥΝ
Φυλάξου Από Αυτούς Που Ξέρουν.
Φυλάξου
Από Αυτούς
Που Συνεχώς
ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ
ΒΙΒΛΙΑ
Φυλάξου Από Αυτούς Που Είτε Απεχθάνονται
Την Φτώχεια ή Που Είναι Περήφανοι Γι΄Αυτήν
ΦΥΛΑΞΟΥ Από Αυτούς Που Βιάζονται Να Επαινέσουν
Γιατί Χρειάζονται Επαίνους Για Ανταμοιβή
ΦΥΛΑΞΟΥ Από Αυτούς Που Βιάζονται Να Επικρίνουν
Φοβούνται Αυτό Που Δεν
Ξέρουν
Φυλάξου Από Αυτούς Που Αναζητούν Συνεχώς
Το Πλήθος. Δεν Είναι Τίποτα
Μόνοι Τους
Φυλάξου
Από Τον Μέσο Άνδρα
Την Μέση Γυναίκα
ΦΥΛΑΞΟΥ Απʼ Την Αγάπη Τους
Η Αγάπη Τους Είναι Μέτρια, Ψάχνει Να Βρει
Το Μέτριο
Αλλά Υπάρχει Ιδιοφυία Στο Μίσος Τους
Υπάρχει Αρκετή Ιδιοφυία Στο
Μίσος Τους Για Να Σε Σκοτώσει, Να Σκοτώσει
Οποιονδήποτε.
Καθώς Δεν Θέλουν Τη Μοναξιά
Καθώς Δεν Καταλαβαίνουν Τη Μοναξιά
Θα Προσπαθήσουν Να Καταστρέψουν
Οτιδήποτε
Διαφέρει
Από Την Δική τους
Καθώς Δεν Μπορούν
Να Δημιουργήσουν Τέχνη
Δεν Θα
Καταλάβουν Την Τέχνη
Θα Θεωρήσουν Την Αποτυχία Τους
Ως Δημιουργοί
Μόνο Ως Αποτυχία
Του Υπόλοιπου Κόσμου
Καθώς Δεν Μπορούν Να Αγαπήσουν Ολοκληρωτικά
Θα Πιστέψουν Την Αγάπη Σου
Ως Ατελή
ΚΑΙ ΥΣΤΕΡΑ ΘΑ ΣΕ
ΜΙΣΗΣΟΥΝ
Και Το Μίσος Τους Θα Είναι Τέλειο
Σαν Λαμπερό Διαμάντι
Σαν Μαχαίρι
Σαν Βουνό
ΣΑΝ ΤΗΝ ΤΙΓΡΗ
ΣΑΝ το Κώνειο
Η Τελειότερή Τους
ΤΕΧΝΗ
Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010
Ριξου λοιπον στα φο μπιζου.
- ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Αγαπητή φίλη
Το γράμμα σου κακός Ερμής μαντατοφόρος.
Χρεοκοπία σου μου αναγγέλλει.
Να λυπηθώ έχω να σου δώσω. Αν όμως μου ζητάς
δάνειο παρηγοριάς δε μου ‘χει μείνει λέξη.
Με βρήκανε και μένα πολλών λαθών πτωχεύσεις.
Ήτανε λάθος σου να ανοίξεις σε μία ξένη χώρα
μπουτίκ με αληθινά κοσμήματα-αντίγραφα περίτεχνα
αυθεντικής προγόνων ελληνικότητας।
Ρίχνεις το φταίξιμο στα φο μπιζού।
Δεν πρόκειται για μόδα.
Είναι παλιά προτίμηση το ψεύτικο.
Περίτεχνο αντίγραφο αυθεντικής πραγματικότητας.
Τέλεια επεξεργασμένο από τη μεγάλη ζήτηση.
Δεν αλλοιώνεται. Η αφθονία του αμετάβλητη.
Η εύκολη τιμή του το κάνει προσιτό
σε κάθε μικρομεσαία πλάνη.Και να το χάσεις, πάλι συμφέρει
σου έρχεται φθηνότερα να κλαις για ένα ψέμα.
Αγανακτείς να συνωστίζονται τόσοι θαυμαστές
Απ' έξω μόνο στη βιτρίνα σου
και μέσα ψυχή να μην μπαίνει.
Έτσι γίνεται.
Απ' έξω μόνο στη βιτρίνα
θορυβούμε οι λάτρεις της αλήθειας.
Ποια ψυχή διαθέτει το μη αναγραφόμενο
κόστος της απόκτησης.
Εξάλλου ας μην κρυβόμαστε.
Κάθε αλήθεια δεν είναι όλη χρυσός
μήτε όλο πολύτιμοι λίθοι.
Δεν σ' αγαπώ.
Χρυσή αλήθεια είναι αυτό
ή ουράνιο που σου ασπρίζει το αίμα;
Πολύτιμοι λίθοι είναι
ή άγριος λιθοβολισμός;
Ρίξου λοιπόν στα φο μπιζού.
Τι λες, κουτός είναι ο θάνατοςπου προτιμά την ψεύτικη ζωή μας;»
Αφιερωμενο εξαιρετικα.
Αγαπητή φίλη
Το γράμμα σου κακός Ερμής μαντατοφόρος.
Χρεοκοπία σου μου αναγγέλλει.
Να λυπηθώ έχω να σου δώσω. Αν όμως μου ζητάς
δάνειο παρηγοριάς δε μου ‘χει μείνει λέξη.
Με βρήκανε και μένα πολλών λαθών πτωχεύσεις.
Ήτανε λάθος σου να ανοίξεις σε μία ξένη χώρα
μπουτίκ με αληθινά κοσμήματα-αντίγραφα περίτεχνα
αυθεντικής προγόνων ελληνικότητας।
Ρίχνεις το φταίξιμο στα φο μπιζού।
Δεν πρόκειται για μόδα.
Είναι παλιά προτίμηση το ψεύτικο.
Περίτεχνο αντίγραφο αυθεντικής πραγματικότητας.
Τέλεια επεξεργασμένο από τη μεγάλη ζήτηση.
Δεν αλλοιώνεται. Η αφθονία του αμετάβλητη.
Η εύκολη τιμή του το κάνει προσιτό
σε κάθε μικρομεσαία πλάνη.Και να το χάσεις, πάλι συμφέρει
σου έρχεται φθηνότερα να κλαις για ένα ψέμα.
Αγανακτείς να συνωστίζονται τόσοι θαυμαστές
Απ' έξω μόνο στη βιτρίνα σου
και μέσα ψυχή να μην μπαίνει.
Έτσι γίνεται.
Απ' έξω μόνο στη βιτρίνα
θορυβούμε οι λάτρεις της αλήθειας.
Ποια ψυχή διαθέτει το μη αναγραφόμενο
κόστος της απόκτησης.
Εξάλλου ας μην κρυβόμαστε.
Κάθε αλήθεια δεν είναι όλη χρυσός
μήτε όλο πολύτιμοι λίθοι.
Δεν σ' αγαπώ.
Χρυσή αλήθεια είναι αυτό
ή ουράνιο που σου ασπρίζει το αίμα;
Πολύτιμοι λίθοι είναι
ή άγριος λιθοβολισμός;
Ρίξου λοιπόν στα φο μπιζού.
Τι λες, κουτός είναι ο θάνατοςπου προτιμά την ψεύτικη ζωή μας;»
Αφιερωμενο εξαιρετικα.
πως παει;
Οικοδόμημα
Πως πήγε αλήθεια
η μεγάλη εκείνη επιχείρηση αισθήματος
που άνοιξες.
Μαθαίνω σε γονάτισε.
Τουλάχιστον ξεμπέρδεψες με τις υποχρεώσεις;
Βοήθησες τη λήθη να χτίσει;
Χρόνια ονειρευότανε
δική της οικογένεια
δικό της σπιτικό
μακριά
μακριά από τη μνήμη
όσων τις αγαπήσαν και τις δυό.
ηχος απομακρύνσεων Δημουλά
Πως πήγε αλήθεια
η μεγάλη εκείνη επιχείρηση αισθήματος
που άνοιξες.
Μαθαίνω σε γονάτισε.
Τουλάχιστον ξεμπέρδεψες με τις υποχρεώσεις;
Βοήθησες τη λήθη να χτίσει;
Χρόνια ονειρευότανε
δική της οικογένεια
δικό της σπιτικό
μακριά
μακριά από τη μνήμη
όσων τις αγαπήσαν και τις δυό.
ηχος απομακρύνσεων Δημουλά
Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010
καλημερα
Για οσους ακομα ..περπατουν στους δρομους της ψυχης τους. κι αναγνωριζουν τις μυρωδιες,τ αρωματα, τα χρωματα, τις μουσικες, τις παγκοινες ιδεες και την μοναδικη Μια μελωδια της διαυγειας και του διαφανου. ακομα και του τραυματισμενου.
Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010
αυτα ειναι.
"Οσοι... δεν μπορουν ν' αγαπησουν τον πλαϊνο τους, επιδιωκουν ν' αγαπησουνε τον κοσμο") ._
φασισμος
και ο φασισμος δεν ειναι θεωρητικη προσεγγιση. ειναι πραξη ζωης. ειναι το χρωμα των κιησεών μας, του βλεμματος, της ομιλίας. ειναι οτροπος να αγωνιζομαστε να ανταγωνιζομαστε και να συναγωνιζομαστε. ειναι ο τροπος να εχουμε γνωμη και όχι πληροφοριες. ειναι ο τροπος να απλωνουμε το χερι πριν πληροφορηθουμε την ταυτοτητα του εχοντος αναγκη. ειναι ο τροπος να υπαρχουμε προσφεροντας κι οχι αρπαζοντας. ειναι ο τροπος να καλλιεργουμε το πνευμα μας στην ελευθερη σκεψη και βουληση. ειναι ο τροπος να απομονωνουμε τα ερπετα και τα δήγματα τους. ειναι ο τροπος να αξιολογούμε τα δωρα που μας χαριζει η ζωή και να τα πολλαπλασιαζουμε. ειναι ο τροπος να μην ακυρωνουμε τους καλυτερους απο μας, γιατι, ε, κατι θα αξιζουν. ειναι ο τροπος να αντιληφθουμε το συμπληρωματικο της ζωής. ειναι οτροπος να μαθουμε οτι η αξια των συνανθρωπων μας μας προσδίδει αξια και δεν μας αφαιρει, εκτος αν ειμαστε τοσο ανεπαρκεις. ειναι ο τροπος να αγαπάμε και να διαφυλλασσουμε τις ιεροτητες και να εξολοθρεύουμε τα αυγα του φιδιου, ακομα κι αν δεν μας πειραζουν. ειναι ο τροπος να υπαρχουμε.
πολυτεχνειο
μια θλιμμενη μπαλλαντα για μια χαμενη θυσια. μια ακομη χαμενη θυσια. οχι γι αυτος που θυσιασαν κατι ή και όλα. αυτοι εγιναν αιωνιοι σηματωροι. αλλα εμεις τυφλοι δεν ειδαμε κανενα σημα, δεν πηραμε κανενα μηνυμα.δεν ήμασταν ποτε ΕΚΕΙ. και τωρα καλουμαστε να στοχαστουμε τι αγωνες και θυσιες μας παρεδωσε τουτη η παραξενη κι άγρια πατριδα και ποσο ανεπαρκεις να αξιοποιησουμε ολον αυτο τον πλουτο υπήρξαμε. διαλεξαμε να δημοπρατησουμε τα παντα για την τυχαιοτητα, την προσωρινότητα, την επιφαση.και μαλιστα σε τιμες μηδενικης προσφορας. διαλεξαμε το ευκολο και γρηγορο ανερειστο και αποσπασματικο. θαρρεις δεν ειχαμε λαμπρες παρακαταθηκες. θαρρεις δεν υπηρχε νους και πολιτισμος να δει και να πει πως πολυ απλα: ανεμομαζωματα; ανεμοσκορπισματα! ευτυχως οσοι κατεβαλαν μια ρανιδα αγωνα και θυσιας ανεξαργυρωτης δεν υπαρχουν πια. γιατι πολυ θα ντρεπομουν, για το ποσο θα ντρεπονταν για μας. Καλη πατριδα συντροφοι!
Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010
απο-σπασμενο!
,,«Από τη μια μεριά, έχουμε μια γριά, ζώο, βλάκα, πεισματάρα, κακιά και άρρωστη, που δεν είναι χρήσιμη σε κανέναν, που, αντίθετα, είναι βλαβερή σε όλους, που δεν ξέρει και η ίδια γιατί ζει και που αύριο μεθαύριο θα πεθάνει φυσικά... Από την άλλη μεριά, έχουμε δυνάμεις νέες, δροσερές, που χάνονται κατά χιλιάδες επειδή δεν έχουν τα μέσα να συντηρηθούν. Με τα λεφτά της γριάς θα μπορούσαν να γίνουν ή να βελτιωθούν εκατό, χίλια ωραία έργα ή να πάνε μπροστά άλλες τόσες θαυμάσιες πρωτοβουλίες. Τη σκοτώνεις, παίρνεις τα λεφτά της και μπορείς ύστερα να αφιερώσεις τη ζωή σου στο γενικό καλό της ανθρωπότητας. Δε νομίζεις, λοιπόν, ότι θα εξαλειφθεί ολότελα αυτό το μικροεγκληματάκι απ’ τις χιλιάδες καλές πράξεις που θα κάνεις;... Άλλωστε τι σημασία μπορεί να έχει στην κοινή ζυγαριά η ζωή αυτής της φθισικιάς, ηλίθιας και κακιάς γριάς; Δεν αξίζει περισσότερο από μια ψείρα ή μια κατσαρίδα. Θα’ λεγα πως αξίζει και λιγότερο ακόμα, γιατί αυτή η βρωμόγρια είναι βλαβερή στην ανθρωπότητα. Τρέφεται με τη ζωή του πλησίον της. Είναι ένα άγριο θηρίο...».....
ψηλοτερα απ ολα αυτα.....
....οταν μιλαμε προδιδουμε την ψυχη μας.. θα αρκουσε να κοιταζομαστε. νιωθει κανεις διαφορετικα πραγματα αλλα και μονο η προσπαθεια που κανει να τα εκφρασει ειναι ήδη μια προδοσια...
σπανιως!
Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010
ρολοι...
Eιναι σημαντικο να εχεις εναν ρολο στο κοινωνικο γιγνεσθαι. Είναι ακόμη σημαντικότερο να γνωριζεις την ευρύτητα, τις υποχρεωσεις και τις συνεπειες που γεννα.
Kορνηλιος Καστοριάδης
απόσπασμα από -την ανοδο της ασημαντότητας-:
...Ομοίως, στη σύγχρονη Δύση, το ελεύθερο,κυρίαρχο,"αύταρκες",πλήρες "άτομο" δεν διαφέρει και πολύ , στην πλειονότητα των περιπτώσεων, από μια μαριονέττα που εκτελεί σπασμωδικά τις κινήσεις που της επιβάλλει το κοινωνικό-ιστορικό πεδίο: να κάνει λεφτά, να καταναλώνει και να "απολαμβάνει" (αν το κατορθώνει)। "Ελεύθερο" υποτίθεται να δίνει στη ζωή του το νόημα που "θέλει", δεν της "προσδίδει" στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, παρά το τρέχον "νόημα", δηλαδή το μη νόημα της απεριόριστης αύξησης της κατανάλωσης। Η αυτονομία του ξαναγίνεται ετερονομία, η "αυθεντικότητά "του είναι ο κυρίαρχος γενικευμένος περιβάλλων κομφορμισμός......
Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010
Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010
ξερεις....
ελευθερια ειναι η ευθυνη των επιλογων μας. η αποφαση και οι συνέπειές της. "όλες οι ασυνείδητες... επιλογές όμως που μένουν... φιμωμένες είναι η απόδειξη της κρυφής και τυφλής ανελευθερίας μας.
και η.... επικοινωνία μεταξύ τους .... είναι η ευκαιρία μας να επιλέξουμε όντως. ατελείωτο συγκλονιστικό, μαγικό, έργο ζωής...."
εμαυτα
μια ομορφη μερα μεσα στα σκουπιδια. υπαρχουν κι αυτες. υπαρχουν ακομα.όπως και τα σκουπιδια που υπήρχαν παντα. μονο που καποτε μπορουσες να τα αγνοεις περισσοτερο ευκολοτερα. τελος παντων ομως, υπαρχουν ακομα ατελειωτοι ψιθυρισμενοι σκοποί και μουσικες. κι ίδιες ματιες προς όμοια πραγματα. και φως. και τα ακριβα μας. που δεν εισήχθησαν σε κανενα χρηματιστηριο για να μην εκπεσουν ποτε.κι ό,τι εξημερωσαμε κι απο οσους εξημερωθήκαμε. αυτα ειναι δικα μας. αυτα ειναι μονο δικα μας.
Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010
Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010
παρων στο Δ εκλογικο....
απων ή παρων; το ίδιο. εγγεγραμενος μονο στους εκλογικους καταλογους συνηθως. παρων τις ημερες των εκλογικών διαδικασιών, ειτε ως και παντα -παλιος- συμμαθητης, συνεργατης, φιλος, συντροφος, σειρα,τετοια ευφρόσυνα και αναμνηστικα σουβενιρ του μηδεποτε συναπτειν σχεση. όμως δεν ορρωδει ο πολιτευομενος, ο πας τις , να ανασύρει μιας στιγμής φευγαλέα συνύπαρξη, για να στηρίξει εναν συναισθηματισμο και να απευθυνθει στο θυμικό του εξ ορισμου λιγοτερο επιτυχημενου συμμαθητη, κανοντας του την μεγιστη τιμη, να τον ανυψωνει σε συμμαχητη. ένα παιχνίδι απ το οποίο δειχνει οτι θα κερδίσουν και οι δυο. ο συμμαθητης διοτι εκει στην μακαρία επίπεδη ζωη του, ενιωσε το σκιρτημα του οτι καποιος τον θυμηθηκε, καποιος σπουδαίος και τρανός, κι ο πολιτευτης διοτι μπορει να αγνοούσε τον συμμαθητη, ως συμμαθητη,αλλα τον χρειαζεται ως σταυρό. εχει κατι το μακαβριο ο συλλογισμος...κι ενω η πραγματικη δημοκρατια θα ηταν ακριβως αναποδα, ενω ο παλιος συμμαθητης,φιλος, συντροφος, σειρα.... θαπρεπε να διαμορφωνει το τοπίο που χωραει ή δεν χωραει καποιους απ αυτους τους μη αριστιδην αναδεικνυόμενους..πάλι υποτελώς, ανεξελεγκτα ,παρορμητικά, φανατικά και εμπαθως συρεται σε δυο λεπτων Καταξιωση του. καλο βολι συντροφια!
ξαναζητηθηκε! το χαριζω!!!
Λυπάμαι....
Λυπαμαι, γενικώς τον ανθρωπο.
Λυπάμαι που ειναι ανεπαναληπτο θαύμα, που η ζωή είναι ένα βαθυ ταξίδι γνώσης κι επιθυμίας κι οι περισσότεροι ...θα πεθάνουν απο αδιαφορία και μικροψυχες ιδιότητες, ενώ θα έχουν ζήσει όσο έζησαν με την δολιοφθορα που τους κληροδοτησε η φτωχή τους συνύπαρξη με το απεραντο κενό.
Λυπάμαι που ενώ είναι μαγικό να συναντας τον εαυτό σου, τη ζωή, τη γνώση,τη συγκίνηση, αρκεί λίγο να έχεις την ωριμότητα του είμαι εδώ, είμαι ελεύθερος,είμαι σημαντικός, διαλέγεις να διαλέγουν οι "βρυκόλακες" για σενα..
Μένοντας πάντα στα παρασκήνια κι αρπάζοντας ό,τι και αν περίσσεψε, ό,τι κι αν ευαρεστηθούν οι ισχυροι που κολακευεις να σου πεταξουν.
Διαπράττοντας μικροατιμίες και εμπλεκομενος σε μικροίντριγκες για να αξιώνεσαι να σε προσφωνούν, αλλιώς θαρρείς θα σου λειπε κι η πιο μικρή αναγνωρισιμότητα.
Λησμονώντας πως η βαρύτερη τιμωρία είναι του αναίτιου θύματος, γιατί υπαρχουν τα πραγματικά θύματα που εκδικουνται...
Λησμονώντας πως είναι επιλογή να είσαι άνθρωπος
Λησμονώντας πως είναι επιλογή να κατοικείς τον εαυτό σου, να τον σπουδάζεις, να τον μορφώνεις, να τον χαρίζεις, αλλά να σου ανήκει/
Λησμονώντας πως είναι τόσο σύντομο για να μπορεις να είσαι τοσο λίγος, τόσο ζητιάνος, τόσο φτωχός, τόσο μη όν.....
Λυπαμαι, γενικώς τον ανθρωπο.
Λυπάμαι που ειναι ανεπαναληπτο θαύμα, που η ζωή είναι ένα βαθυ ταξίδι γνώσης κι επιθυμίας κι οι περισσότεροι ...θα πεθάνουν απο αδιαφορία και μικροψυχες ιδιότητες, ενώ θα έχουν ζήσει όσο έζησαν με την δολιοφθορα που τους κληροδοτησε η φτωχή τους συνύπαρξη με το απεραντο κενό.
Λυπάμαι που ενώ είναι μαγικό να συναντας τον εαυτό σου, τη ζωή, τη γνώση,τη συγκίνηση, αρκεί λίγο να έχεις την ωριμότητα του είμαι εδώ, είμαι ελεύθερος,είμαι σημαντικός, διαλέγεις να διαλέγουν οι "βρυκόλακες" για σενα..
Μένοντας πάντα στα παρασκήνια κι αρπάζοντας ό,τι και αν περίσσεψε, ό,τι κι αν ευαρεστηθούν οι ισχυροι που κολακευεις να σου πεταξουν.
Διαπράττοντας μικροατιμίες και εμπλεκομενος σε μικροίντριγκες για να αξιώνεσαι να σε προσφωνούν, αλλιώς θαρρείς θα σου λειπε κι η πιο μικρή αναγνωρισιμότητα.
Λησμονώντας πως η βαρύτερη τιμωρία είναι του αναίτιου θύματος, γιατί υπαρχουν τα πραγματικά θύματα που εκδικουνται...
Λησμονώντας πως είναι επιλογή να είσαι άνθρωπος
Λησμονώντας πως είναι επιλογή να κατοικείς τον εαυτό σου, να τον σπουδάζεις, να τον μορφώνεις, να τον χαρίζεις, αλλά να σου ανήκει/
Λησμονώντας πως είναι τόσο σύντομο για να μπορεις να είσαι τοσο λίγος, τόσο ζητιάνος, τόσο φτωχός, τόσο μη όν.....
Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010
Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010
Μια τρύπια τσέπη η ψυχή σας.......
"Μια τρύπια τσέπη η ψυχή σας
Όλο για χαμένα αιστήματα μιλάτε
Η καρδιά σας κλεισμένη σ’ έν’ αυγό
Και τ’ αυγό στην κοιλιά μέσα μιας χήνας
Η χήνα στην κοιλιά ενός λιονταριού
Το λιοντάρι στο κελάρι ενός πύργου
Καταμεσίς σε χώρα ανύπαρχτη ο πύργος
Πώς να μην είσαστε λοιπόν για την αθανασία σίγουροι
Δράκοι της εποχής μου κουστουμαρισμένοι
Τα χαμόγελά σας με τρομάζουν
Μου θυμίζουν πόσο κοφτερά είναι τα δόντια σας
Το αίμα σας χρωματιστό νερό
Το δέρμα σας μια πλαστική σακούλα
Το πνεύμα σας κοπανιστός αέρας
Μέσα σας ένα μηχανάκι κουρδισμένο επιμένει
Είμαστε άνθρωποι είμαστε άνθρωποι....... "
οταν βρισκεσαι σε ενα τεραστιο ανθόκηπο και συ κοιτας τα πλαστικα που δεν θελουν περιποιηση και φροντιδα/
όταν αξιωθηκες δυο ποδια κι εσυ θες να χρησιμοποιείς τεσσερα।
όταν αξιωθηκες να επικοινωνησεις με την καθαρότητα κι εσυ τη μαγαρίζεις।
ο΄ταν κλεβεις οχι ναους χρυσοποικιλτους, αλλα εικονοστασια, γιατι εκει μπορεις।
όταν κοιτας πισω ή μπροστα σου και δεν έχεις καμια ιστορια να πεις και ναναι δικη σου।
όταν εκουσίως εισαι ανυπαρκτος και ως τετοιος ευκολος στο βλαπτειν και α-πίθανο στο να προξενήσεις μια καλωσύνη, χωρις επ αμοιβή!
όταν διαλεγεις να σε διαλεγουν ποιους θα υπηρετησεις ανωδυνότερα
όταν η παρουσια και η απουσία σου προκαλουν την ιδια ευθεία γραμμη στο γραφημα
σε νιωθω.... ολα εχουν μια πατριδα, και εσυ δεν θα εισαι σε καμια παρτιδα!
Όλο για χαμένα αιστήματα μιλάτε
Η καρδιά σας κλεισμένη σ’ έν’ αυγό
Και τ’ αυγό στην κοιλιά μέσα μιας χήνας
Η χήνα στην κοιλιά ενός λιονταριού
Το λιοντάρι στο κελάρι ενός πύργου
Καταμεσίς σε χώρα ανύπαρχτη ο πύργος
Πώς να μην είσαστε λοιπόν για την αθανασία σίγουροι
Δράκοι της εποχής μου κουστουμαρισμένοι
Τα χαμόγελά σας με τρομάζουν
Μου θυμίζουν πόσο κοφτερά είναι τα δόντια σας
Το αίμα σας χρωματιστό νερό
Το δέρμα σας μια πλαστική σακούλα
Το πνεύμα σας κοπανιστός αέρας
Μέσα σας ένα μηχανάκι κουρδισμένο επιμένει
Είμαστε άνθρωποι είμαστε άνθρωποι....... "
οταν βρισκεσαι σε ενα τεραστιο ανθόκηπο και συ κοιτας τα πλαστικα που δεν θελουν περιποιηση και φροντιδα/
όταν αξιωθηκες δυο ποδια κι εσυ θες να χρησιμοποιείς τεσσερα।
όταν αξιωθηκες να επικοινωνησεις με την καθαρότητα κι εσυ τη μαγαρίζεις।
ο΄ταν κλεβεις οχι ναους χρυσοποικιλτους, αλλα εικονοστασια, γιατι εκει μπορεις।
όταν κοιτας πισω ή μπροστα σου και δεν έχεις καμια ιστορια να πεις και ναναι δικη σου।
όταν εκουσίως εισαι ανυπαρκτος και ως τετοιος ευκολος στο βλαπτειν και α-πίθανο στο να προξενήσεις μια καλωσύνη, χωρις επ αμοιβή!
όταν διαλεγεις να σε διαλεγουν ποιους θα υπηρετησεις ανωδυνότερα
όταν η παρουσια και η απουσία σου προκαλουν την ιδια ευθεία γραμμη στο γραφημα
σε νιωθω.... ολα εχουν μια πατριδα, και εσυ δεν θα εισαι σε καμια παρτιδα!
Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010
Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010
Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2010
ετσι
....Καρπὸ δὲν ἔκοψα κανένα
ἀπὸ τὸ δέντρο τῆς ζωῆς,
μονάχα μάζεψα ὅ,τι βρῆκα
νά ῾ναι πεσμένο καταγῆς...
...
Τώρα γυρίζω καὶ κοιτάζω
καὶ τὴ ζωὴ ἀναμετρῶ:
-πόσο μεγάλη ἦταν ἡ φόρα,
-πόσο τὸ πήδημα μικρό!......
Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2010
Αναγκη
«Σαν κλωνάρι λέξης αδημονείς για Μάιο». Δεν σε φτάνει τίποτα για να χωρέσεις. Ξέρω την έκρηξη που σε δονεί και καταιγίδα ξεσηκώνει ό,τι αγγίζεις, γιατί το θες. Μάθε να συλλαμβάνεις με το νου ό,τι θα νιώσει η καρδιά σου κι αποχύμωσέ τα όλα με ευλάβεια, όση και μόνο αν τους αξίζει. Μην ξοδέψεις ούτε μια ματιά μάταια. Αλλού μπορεί να δώσει φως και στο μάταιο μπορεί να σε τυφλώσει κι εσένα. Πρέπει να γίνεις άξια να προσφέρεις το θαύμα που σου χαρίστηκε.
Ο αγώνας είναι να αντιμετωπίσεις τον πρώτο αποχωρισμό. Να σταθείς στα δικά σου μάτια, γιατί η αλήθεια έχει πολλές όψεις, ανάλογα από ποια γωνία θα εστιάσεις.
Το σήμα όμως είναι ότι ψάχνουμε το ένα, το πάντα, το πρώτο που γνωρίσαμε.
Θα συναντήσεις τόσες φενάκες και σκουπίδια για
κατανάλωση σε μαζικούς χώρους τουρισμού των σαρκίων μας.
Αλλά, θα ξεχωρίσεις πάντοτε τα μάτια που σαν κρατήρες άσβεστοι μόνα, μένουν εκεί, να δείχνουν την Ανάγκη. Κι η Ανάγκη είναι κατ’ αρχάς σιωπηλή, γιατί η κραυγή της θα διαλύσει τις χωματερές και θα πεταχτούν τα δυσώδη δηλητήρια και θα πνίξουν κι αυτό δεν οριοθετείται.
Την ξεγελούν λοιπόν εφήμερα με αναλώσιμα φθαρτά φτιασίδια, μη και την κανακέψει ή την εξημερώσει καμιά ψευδαίσθηση και
ημερέψει.
Η Αιτία όμως διευρύνεται κι η αλήθεια, εκείνη η πρώτη, πονάει. Πονάει γιατί μεγαλώνεις και δεν κατάφερες κανένα Πάντα, κανένα Ένα.
Ο άνθρωπος: επιθυμία για αγάπη, επιθυμία για γνώση. Να ελευθερωθεί από τα δεσμά της καταπίεσης των συγκινήσεών του και να μπορέσει να μάθει, να ανακαλύπτει, να γνωρίζει και να φτάνει σε βάθη και πλάτη. Να ’χει τη χαρά να βλέπει τις καμπύλες να ανεβαίνουν, να πέφτουν, να κοκκινίζουν.
Ύστερα θα ’ρθει η σιωπή. Και θα ’ναι ατέλειωτη.
Προδημοσιευση.
no copy!attention!
Ο αγώνας είναι να αντιμετωπίσεις τον πρώτο αποχωρισμό. Να σταθείς στα δικά σου μάτια, γιατί η αλήθεια έχει πολλές όψεις, ανάλογα από ποια γωνία θα εστιάσεις.
Το σήμα όμως είναι ότι ψάχνουμε το ένα, το πάντα, το πρώτο που γνωρίσαμε.
Θα συναντήσεις τόσες φενάκες και σκουπίδια για
κατανάλωση σε μαζικούς χώρους τουρισμού των σαρκίων μας.
Αλλά, θα ξεχωρίσεις πάντοτε τα μάτια που σαν κρατήρες άσβεστοι μόνα, μένουν εκεί, να δείχνουν την Ανάγκη. Κι η Ανάγκη είναι κατ’ αρχάς σιωπηλή, γιατί η κραυγή της θα διαλύσει τις χωματερές και θα πεταχτούν τα δυσώδη δηλητήρια και θα πνίξουν κι αυτό δεν οριοθετείται.
Την ξεγελούν λοιπόν εφήμερα με αναλώσιμα φθαρτά φτιασίδια, μη και την κανακέψει ή την εξημερώσει καμιά ψευδαίσθηση και
ημερέψει.
Η Αιτία όμως διευρύνεται κι η αλήθεια, εκείνη η πρώτη, πονάει. Πονάει γιατί μεγαλώνεις και δεν κατάφερες κανένα Πάντα, κανένα Ένα.
Ο άνθρωπος: επιθυμία για αγάπη, επιθυμία για γνώση. Να ελευθερωθεί από τα δεσμά της καταπίεσης των συγκινήσεών του και να μπορέσει να μάθει, να ανακαλύπτει, να γνωρίζει και να φτάνει σε βάθη και πλάτη. Να ’χει τη χαρά να βλέπει τις καμπύλες να ανεβαίνουν, να πέφτουν, να κοκκινίζουν.
Ύστερα θα ’ρθει η σιωπή. Και θα ’ναι ατέλειωτη.
Προδημοσιευση.
no copy!attention!
Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010
Τυρβη - ύβρι!
τιποτα αυτονοητο, τιποτα δεδομένο, τίποτα αυταπόδεικτο। ολα στην τυρβη της πολυσημιας, της ευκαιριας, της πολλαπλής ερμηνείας। κι η συγχυση που επεται αναπόφευκτη।και μαλλον..."ματαιως ανθησαν τοσα θαυματα..."
Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010
Kείνοι που επράξαν το κακό - τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Άσμα ηρωικό και πένθιμο
για τον χαμένο ανθυπολοχαγό
της Αλβανίας
(
1
Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος,
Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός,
Καθώς εχιόνιζε απ' το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας,
Κι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες,
Εκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
Και μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό,
Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
Μα όλος ο κόπος τ' ουρανού,
Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
Πρωί στα πόδια του βουνού,
Τώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει,
Τώρα, η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκκαλιάρικα,
Πιάνει και σβήνει ένα-ένα τα λουλούδια επάνω της,
Μες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
Από λιμό χαράς κοίτουνται τα τραγούδια
Βράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
Κόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.
Χειμώνας μπαίνει ως το μυαλό. Κάτι κακό
Θ' ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου,
Τα όρνια μοιράζονται ψηλά τις ψίχες τ' ουρανού.
2
Τώρα μες τα θολά νερά ένας ίσκιος νευριάζει.
Ο άνεμος αρπαγμένος απ' τις φυλλωσιές
Κάνει εμετό στη σκόνη του,
Τα φρούτα φτύνουν το κουκκούτσι τους,
Η γη κρύβει τις πέτρες της,
Ο φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας
Την ώρα που μες από τα ουράνια θάμνα
Το ούρλιασμα της συννεφολύκαινας
Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας.
Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο,
Κι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες,
Κι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν' αντιχαιρετίσουνε: - φωτιά ή μαχαίρι!
Γι' αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν
Κακό θ' ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός,
Μόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!
3
Γι' αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή,
Λυώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης
Ο Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο!
Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα,
Κάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας αντίκρυ
Στο θάνατο - κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.
Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος
Καταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο,
Κιάλια, τηλέμετρα, όλμοι κέρωσαν!
Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά...
Στο χώμα μόνο μια στιγμή κουνήθηκαν οι ρίζες,
Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά
Να ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια.
Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά
Μόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος,
Κι ύστερα χύθηκε μεμιάς ως τα χλωμά του νύχια!
4
Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη,
Μ' ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά,
Μ' ένα κλαδάκι λησμονιάς στ' αριστερό του αφτί,
Μοιάζει μπαξές που του' φυγαν άξαφνα τα πουλιά,
Μοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά,
Μοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Μόλις είπαν «γεια παιδιά!» τα ματοτσίνορα
Κι η απορία μαρμάρωσε...
Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Αιώνες μαύροι γύρω του
Αλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
Κι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
Ακούν με προσοχή·
Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε,
Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.
Κάτω απ' τα πέντε κέδρα,
Χωρίς άλλα κεριά,
Κείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη...
Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα,
Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο,
Κι ανάμεσα απ' τα φρύδια -
Μικρό πικρό πηγάδι, δακτυλιά της μοίρας,
Μικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο,
Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!
Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από που του-
Από που του' φυγε η ζωή. Μην πείτε πως -
Μην πείτε πως ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή, έτσι λοιπόν η μια
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή, παράτησε την άλλη,
Κι ο ήλιος ο παντοτεινός έτσι με μιας τον κόσμο!
5
Ήλιε, δεν ήσουν ο παντοτεινός;
Πουλί, δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;
Λάμψη, δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;
Κι εσύ, περβόλι, ωδείο των λουλουδιών,
Κι εσύ, ρίζα σγουρή, φλογέρα της μαγνόλιας!
Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο
Και το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα
Κι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι
Και τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν -
Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού 'ναι το παλικάρι;
Κι όλα τ' αητόπουλα απορούν πού 'ναι το παλικάρι!
Γιατί, ρωτάει, στενάζοντας η μάνα, πού 'ναι ο γιος μου;
Κι όλες οι μάνες απορούν πού να 'ναι το παιδί!
Γιατί; ρωτάει ο σύντροφος, πού να 'ναι ο αδερφός μου;
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να 'ναι ο πιο μικρός!
Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός.
Πιάνουν το χέρι και παγώνει,
Παν να δαγκάσουνε ψωμί, κ' εκείνο στάζει αίμα,
Κοιτούν μακριά τον ουρανό κ' εκείνος μελανιάζει
Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος
Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί
Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε
ο ήλιος!..
6
Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μες το κλάμα του·
Βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι,
Καβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Κι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά,
Εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
Ήταν γερό παιδί·
Τις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης
Πιάνοντας ύστερα χορό μ' όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν' ακούσει και να χύσ' η αυγή το φως μες στα μαλλιά του,
Η αυγή που μ' ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Να βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Τις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα!...
Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του,
Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά,
Και με το κράνος του - γιαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
που δεν γνώρισε κακό ποτέ του)
Με τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του.
-Φωτιά στην άνομη, φωτιά!
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Και το στώμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο,
Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας.
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν.
Γιατί να κλάψουν;
Ήταν γενναίο παιδί!
7
Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει.
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Τίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά
Γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας
Απ' τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει...
Δεν κλαίει πια ούτ' η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε
Γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού
Δεν κλαίει. Μονάχ' από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια
Πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού
Μήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες
Και κρύψουν τις αχτίδες τους
Και σταματήσουν
Εκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί!...
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος,
Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά,
Σκυφτή πίσω από μήνες - σύννεφα αφουκράζεται
Τι να' ναι που αφουκράζεται σύννεφα - μήνες μακριά;
Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους -αχ αφήστε την -
Μισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει -αφήστε την-
Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει -αφήστε την!
Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός
Κι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν
Τα περιβόλια για ν' ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι
Το αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά,
Κι η λευτεριά για ν' αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!
8
Πέστε λοιπόν στον ήλιο να' βρει ένα καινούριο δρόμο
Τώρα πια που η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη
Αν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του·
Ή τότε πάλι με χώμα και νερό
Ας γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα!
Πέστε στον ήλιο να' βρει ένα καινούριο δρόμο
Μην καταπροσωπίσει πια ούτε μια μαργαρίτα
Στη μαργαρίτα πέστε να' βγει μ' άλλη παρθενιά
Μη λερωθεί από δάκτυλα που δεν της πάνε!
Χωρίστε από τα δάχτυλα τ' αγριοπεριστέρια
Και μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού
Καθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ' αδειανό κοχύλι
Μη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς
Μόν' φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς
Τις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευε
Τις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε
Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα
Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι
Στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον' οι χρυσόμυγες
Και παν με βιάση τα πουλιά ν' ακούσουνε απ' τα δέντρα
Ποιου σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο!
9
Φέρτε καινούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει
Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!
Φέρτε καινούρια πόδια, τι τώρα ποιος θα μπει
Στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!
Καινούρια μάτια -Θε μου- τι τώρα πού θα παν
Να σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!
Αίμα καινούριο, τι με ποιο χαράς χαίρε θ' ανάψουν
Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο,
Τι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια σας παιδιά!»
Mέρα, ποιος θ' αψηφίσει τα ροδακινόφυλλα;
Νύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά;
Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντίλια μες στους κάμπους
Ή θ' αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ' τον ήλιο,
Για να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ' άστρωτο άλογο
Και να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων;
Ποιος θ' ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι
Για ν' ασπαστεί τα βότσαλα
Και ποιος θα κοιμηθεί
Για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου
Να βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια
Αίμα και λαλιά
Να ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια
Και να ριχτεί -αχ τούτη τη φορά-
Και να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!
10
Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμι
Πάνω στα στήθη του όμοναν «Ζωή, να σε χαρώ!»
Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε
Μόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο
Κι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρός
Άστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη
Κι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε
Να πει μες απ' τα μάτια του και τις σημαίες τους «Ζω!»
Γεια σου μωρέ ποτάμι οπού' βλεπες χαράματα
Παρόμοιο τέκνο Θεού μ' ένα κλωνί ρογδιάς
Στα δόντια να ευωδιάζεται από τα νερά σου·
Γεια σου και συ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες
Κάθε που' θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του·
Και συ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ως τα πόδια του
Και συ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του
Που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του
Γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει
Αγάπη ανθρώπου ανάβοντας
Άστρον απ' άστρο τα κρυφά στερεώματα
Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ
Για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση
Με λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών
Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει
Κι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας!
11
Κείνοι που επράξαν το κακό - γιατί τους είχε πάρει
Τα μάτια η θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας
Γιατί τους είχε πάρει
Τη θλίψη ο τρόμος χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο
Πίσω! και πια χωρίς φτερά στο μέτωπο
Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια
Χωρίς τέρατα σίδερα και κουτουλιές φωτιάς
Eκεί που γδύν' η θάλασσα τ΄ αμπέλια και τα ηφαίστεια
Στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι
Στα βράχια της πατρίδας πάλι και με το μαντολίνο Ζάλογγο!
Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα
Μυρίζοντας τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά
Όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας!
Kείνοι που επράξαν το κακό - τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ' έλατα και με κρύα νερά
Μ' αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
Παππού δεν είχαν από δρυ κι από οργισμένο άνεμο
Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
Με πικραμένα μάτια·
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο - δεν είχαν πίσω τους αυτοί
Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή
Μάνα που να' χει σφάξει με τα χέρια της
Ή μάνα μάνας που με βυζί γυμνό
Χορεύοντας να' χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!
Kείνοι που επράξαν το κακό - τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Μα κείνος που τ' αντίκρυσε στους δρόμους τ' ουρανού
Ανεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!
12
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος...
Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε
Και του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα
Γέρνουν και κατ' αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα
Με τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους
Με τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι του ήλιου
Θαύμα - τι θαύμα χαμηλά στη γη
Άσπρες φυλές μ' ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπους
Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές
Και πιο βαθιά τ' απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης!
Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος
Τόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του
Φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός
Και στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων..
Στους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα
Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνε
Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος
Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο, λένε: το Πάσχα τ' ουρανού!
13
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο -
Λένε γι' αυτόν που κάηκε μες στη ζωή
Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα·
Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια
Ενώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη·
Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστη
Τότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας
Και πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!
Λένε γι' αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει
Για τον βαθύ καημό του έρωτα της ζωής
Που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας
Και κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μίλου τα δοκάρια
Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική
Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τους
- Κι έπνιγ' η βαρυσυννεφιά τα βουρκωμένα στήθη -
Για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά
Προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου
Ύστερα, δυνατά πέταλα έξω απ' το κατώφλι
Λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του
Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή
Τόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!
14
Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ' όνειρο μες στο αίμα
Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:
Ελευθερία.
Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν τον δρόμο:
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος
Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στα νερά
Καράβια μ' ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες
Τα πιο αθώα κορίτσια
Τρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών
Κι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη
Παιδιά! Δεν είναι άλλη γη ωραιότερη...
Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Ολοένα εκείνος ανεβαίνει·
Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά
Χαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά·
Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται·
Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του
Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του
«Πουλιά, καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!»
«Σύντροφοι, σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!»
Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γιαλίζει στα μαλλιά του
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)