Πριν από 6 ημέρες
Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009
καλή χρονιά!!!
Φ. Ντοστογιέφσκι
από τον «Ηλίθιο»
................
Κατά τις έξι, βρέθηκε στην πλατφόρμα της σιδηροδρομικής γραμμής για το Τσάρσκογε Σελό. Η μοναξιά τού έγινε γρήγορα αφόρητη. Μια καινούργια λαχτάρα πλημμύρισε ζεστά την καρδιά του και για μια στιγμή φώτισε μ' ένα λαμπρό φως το σκοτάδι όπου παράδερνε η ψυχή του. Πήρε ένα εισιτήριο για το Παυλόβσκ και δεν έβλεπε την ώρα να φύγει. Μα, φυσικά, κάτι τον παραμόνευε κι αυτό ήταν κάτι πραγματικό κι όχι μια φαντασία, όπως ίσως είχε την τάση να νομίζει. Τη στιγμή σχεδόν που ανέβαινε στο βαγόνι, πέταξε ξαφνικά το εισιτήριο που μόλις είχε πάρει και ξαναβγήκε απ' το σταθμό, σαστισμένος και σκεφτικός. Λίγο αργότερα, στο δρόμο, σαν κάτι να θυμήθηκε ξαφνικά, σαν κάτι να κατάλαβε αναπάντεχα, κάτι πολύ παράξενο, κάτι που τον ανησυχούσε από καιρό. Του 'τυχε ξάφνου να συλλάβει συνειδητά τον εαυτό του σε μιαν ασχολία που συνεχιζόταν από ώρα τώρα κι όμως δεν την είχε προσέξει ακόμα ως αυτή τη στιγμή: ήταν κιόλας κάμποσες ώρες, από τότε ακόμα που ήταν στη Ζυγαριά πού 'χε αρχίσει ξαφνικά να ψάχνει για κάτι γύρω του. Το ξέχναγε, για πολλήν ώρα μάλιστα, για ολάκερη μισή ώρα καμιά φορά, και ξαφνικά, ξαναγύριζε και κοίταζε μ' ανησυχία γύρω του σα να 'ψαχνε για κάτι.
Μόλις όμως πρόσεξε πως κάνει αυτή τη νοσηρή, κι ως τα τότε εντελώς ασυναίσθητη κίνηση που από τόσην ώρα κιόλας τον είχε κυριέψει, θυμήθηκε ξάφνου και κάτι άλλο ακόμα που του προκάλεσε πολύ ενδιαφέρον. Θυμήθηκε ότι τη στιγμή που πρόσεξε πως όλο και για κάτι ψάχνει γύρω του, στεκόταν στο πεζοδρόμιο, μπροστά σε μια βιτρίνα και περιεργαζόταν με μεγάλη περιέργεια τα εμπορεύματα. Ήθελε τώρα το δίχως άλλο να εξακριβώσει το εξής: είχε πράγματι σταθεί εδώ και πέντε λεπτά μπροστά στη βιτρίνα του μαγαζιού ή μήπως του φάνηκε μονάχα; Μήπως είχε μπερδέψει τίποτα; Υπάρχει πραγματικά αυτό το μαγαζί και κείνο το εμπόρευμα; Γιατί είναι γεγονός πως νιώθει σήμερα τον εαυτό του αρκετά άρρωστο, νιώθει σχεδόν όπως ένιωθε παλιότερα, όταν άρχιζαν οι κρίσεις της παλιάς του αρρώστιας. Ήξερε πως αυτές τις προεπιληπτικές στιγμές γίνεται ασυνήθιστα αφηρημένος και συχνά μπερδεύει πράγματα και πρόσωπα - εκτός αν εντείνει ιδιαίτερα την προσοχή του όταν τα κοιτάζει. Μα υπήρχε κι ένας ιδιαίτερος λόγος που ήθελε τόσο πολύ να εξακριβώσει αν είχε πράγματι σταθεί λίγο πριν μπροστά στο μαγαζί. Ανάμεσα στα πράγματα που ήταν εκτεθειμένα στη βιτρίνα του μαγαζιού, υπήρχε κι ένα αντικείμενο που το κοίταξε ιδιαίτερα και το 'χε εκτιμήσει μάλιστα, λέγοντας μέσα του πως θ' άξιζε εξήντα ασημένια καπίκια - αυτό το θυμόταν, παρ' όλη την αφηρημάδα και την ταραχή του. Κατά συνέπεια, αν αυτό το μαγαζί υπάρχει, σημαίνει πως είχε σταματήσει κυρίως για κείνο το αντικείμενο. Θα πει λοιπόν πως το αντικείμενο εκείνο είχε τόσο ενδιαφέρον ώστε τράβηξε την προσοχή του ακόμα και την ώρα που βρισκόταν σε μια τόσο καταθλιπτική σύγχυση, μόλις έχοντας βγει απ' το σιδηροδρομικό σταθμό. Προχωρούσε κοιτάζοντας με θλίψη σχεδόν προς τα δεξιά κι η καρδιά του χτυπούσε ανήσυχα κι ανυπόμονα. Μα να το αυτό το μαγαζί επιτέλους! Είχε ξεμακρύνει κιόλας πεντακόσια βήματα από κει όταν του πέρασε η σκέψη να γυρίσει. Να και κείνο το αντικείμενο που έκανε εξήντα καπίκια: «και βέβαια εξήντα καπίκια, δεν αξίζει παραπάνω!» ξανασκέφτηκε τώρα και γέλασε. Γέλασε όμως υστερικά. Ένιωσε τρομερό βάρος στην ψυχή. Θυμήθηκε ολοκάθαρα τώρα πως εδώ ακριβώς, όταν στεκόταν μπροστά σ' αυτή τη βιτρίνα, είχε γυρίσει ξάφνου κι είχε κοιτάξει πίσω του, ακριβώς όπως και λίγες ώρες πριν, τότε που έπιασε καρφωμένη πάνω του τη ματιά του Ραγκόζιν. Σαν βεβαιώθηκε πως δεν είχε κάνει λάθος (εδώ που τα λέμε, και πριν απ' αυτή την εξακρίβωση δεν είχε καμιά αμφιβολία), παράτησε το μαγαζί και βιάστηκε να φύγει από κει. Όλα αυτά πρέπει να τα σκεφτεί το γρηγορότερο, το δίχως άλλο. Τώρα ήταν φανερό πως δεν ήταν φαντασία του κείνο που ένιωσε στο σταθμό. Ήταν φανερό πως του 'χε συμβεί κάτι πραγματικό, κάτι που το δίχως άλλο είχε σχέση με την προηγούμενη ανησυχία του. Όμως, κατανίκησε και πάλι κάποια εσωτερική αηδία που δεν μπορούσε να της αντισταθεί: δε θέλησε να σκεφτεί και να εξετάσει τίποτα, δεν έκατσε να σκεφτεί τίποτα. Άρχισε να σκέφτεται εντελώς άλλα πράγματα.
Ανάμεσα στ' άλλα, άρχισε και σκεφτόταν πως στις επιληπτικές του κρίσεις, υπήρχε μια στιγμή, λίγο, ελάχιστα πριν απ' το ξέσπασμά της (αν η κρίση τού ερχόταν την ώρα που ήταν ξύπνιος), οπόταν ξαφνικά, μέσα στη θλίψη, μέσα στο ψυχικό σκοτάδι, την ώρα που κάτι τον πλάκωνε, ένιωθε στιγμές-στιγμές το μυαλό του να φλογίζεται κι όλες τις δυνάμεις του να εντείνονται, όλες μαζί, μονομιάς, στο έπακρο. Η αίσθηση της ζωής, η αυτοσυνείδηση, σχεδόν δεκαπλασιαζόταν κείνες τις στιγμές που κρατούσαν όσο και μια αστραπή. Το μυαλό κι η καρδιά φωτίζονταν μ' ένα ασυνήθιστο φως. Όλες οι αμφιβολίες του, κάθε ταραχή, λες και καταπραΰνονταν μονομιάς και μεταβάλλονταν σε μιαν ανώτερη ηρεμία, γεμάτη διάφανη, αρμονική χαρά κι ελπίδα, γεμάτη λογική και ξεκαθαρισμένες τελικές αιτίες. Όμως, οι στιγμές αυτές, αυτές οι διαλείψεις, δεν ήταν παρά μια προαίσθηση μονάχα του αποφασιστικού εκείνου δευτερολέπτου (ποτέ δεν κράταγε παραπάνω από ένα δευτερόλεπτο) που μ' αυτό άρχιζε η καθαυτό κρίση. Αυτό το δευτερόλεπτο ήταν φυσικά ανυπόφορο. Όταν σκεφτόταν αργότερα αυτή τη στιγμή, σαν είχε γίνει πια καλά, έλεγε συχνά μέσα του: «Όλες αυτές οι αστραπές κι οι διαλείψεις της ανώτερης αυτοαίσθησης και αυτοσυνείδησης και κατά συνέπεια της ¨ύψιστης ύπαρξης¨, δεν είναι άλλο παρά αρρώστια, δεν είναι παρά μια διασάλευση της φυσιολογικής κατάστασης κι αν είναι έτσι, δεν πρόκειται καθόλου για ύψιστη ύπαρξη μα απεναντίας θα πρέπει να λογιστεί σαν μια απ' τις κατώτερες». Κι ωστόσο, είχε φτάσει τελικά σ' ένα συμπέρασμα που θα φαινόταν σχεδόν σαν παραδοξολογία: «και τι σημασία έχει που όλ' αυτά είναι αρρώστια; - κατέληξε. - Τι σχέση έχει που αυτή η υπερένταση δεν είναι φυσιολογική, αφού το ίδιο το αποτέλεσμα, αυτή η στιγμή που νιώθω έτσι, όταν τη θυμάμαι και τη διερευνώ σε κατάσταση υγείας πια, αποδείχνεται πως έχει μιαν αρμονία φτασμένη στο ανώτατο σημείο της, είναι η ίδια η ομορφιά, αφού μου δίνει μια αίσθηση πληρότητας που ούτε ξανάκουσα ούτε μπορούσα ποτέ μου να φανταστώ ως τα τότε, μια αίσθηση πληρότητας, μέτρου, ειρήνευσης και παλλόμενης θρησκευτικής ταύτισης με την πεμπτουσία της ζωής;» Αυτές οι ομιχλώδεις εκφράσεις τού φαίνονταν αυτού του ίδιου πολύ κατανοητές, αν και πολύ κατώτερες απ' την πραγματικότητα. Πάντως δεν μπορούσε ν' αμφιβάλλει καθόλου πως πρόκειται πραγματικά για μια «ομορφιά και θρησκευτική ταύτιση», πως ήταν πραγματικά «η πεμπτουσία της ζωής» - α, όχι, ούτε την παραμικρότερη αμφιβολία δεν μπορούσε να παραδεχτεί για όλ' αυτά. Γιατί δεν ονειρευόταν τίποτα οράματα κείνη τη στιγμή, όπως γίνεται σαν πιει κανείς χασίς, όπιο ή κρασί, που εξασθενούν τις νοητικές ικανότητες και διαστρεβλώνουν την ψυχή, δεν έβλεπε πράγματα αφύσικα μήτε φανταστικά. Για όλ' αυτά μπορούσε να κρίνει λογικά σαν πέρναγε η κρίση. Οι στιγμές εκείνες ήταν αυτό και μόνο ίσα-ίσα - μια ασυνήθιστη ισχυροποίηση της αυτοσυνείδησης (αν χρειαζόταν να ορίσει κανείς αυτές τις στιγμές με μια μονάχα λέξη) και ταυτόχρονα της αυτοαίσθησης, στο έπακρο άμεσης. Αφού εκείνο το δευτερόλεπτο, δηλαδή την τελευταία συνειδητή στιγμή πριν απ' την κρίση, του τύχαινε να προφτάσει να πει καθαρά και συνειδητά στον εαυτό του: «Ναι, για' αυτή τη στιγμή μπορεί να δώσει κανείς όλη του τη ζωή!» σημαίνει φυσικά πως αυτή η στιγμή από μόνη της άξιζε μιαν ολάκερη ζωή. Εδώ που τα λέμε, δεν επέμενε για το διαλεκτικό μέρος του συμπεράσματός του: η αποβλάκωση, το ψυχικό σκοτάδι, η ηλιθιότητα, στέκονταν μπροστά του ξεκάθαρες συνέπειες αυτών των «ανώτερων στιγμών». Εννοείται πως δε θα καθόταν να συζητήσει σοβαρά το πράγμα. Στο συμπέρασμα, δηλαδή στην εκτίμησή του κείνης της στιγμής, υπήρχε χωρίς αμφιβολία κάποιο λάθος, η ρεαλιστικότητα ωστόσο της αίσθησης που δοκίμαζε, τον έφερνε σε αμηχανία. Γιατί αλήθεια πώς μπορεί να παραγνωρίσει τη ρεαλιστικότητα αυτή; Αφού αυτό του 'χε συμβεί, αφού αυτός ο ίδιος πρόφταινε να πει μέσα του το ίδιο κείνο δευτερόλεπτο πως αυτό το δευτερόλεπτο, με την απέραντη ευτυχία που τη γευόταν τότε ολοκληρωτικά αξίζει ίσως μια ολάκερη ζωή. «Τις τέτοιες στιγμές» - όπως έλεγε μια φορά στο Ραγκόζιν, στη Μόσχα, τότε που συναντιόνταν κει πέρα - «τις τέτοιες στιγμές, δεν ξέρω πώς, μα καταλαβαίνω κείνο τον παράξενο λόγο ότι χρόνος ουκέτι έσται. Πιθανόν, πρόσθεσε χαμογελώντας, να' ναι η ίδια εκείνη στιγμή που πριν ακόμα προφτάσει να χυθεί το νερό απ' την αναποδογυρισμένη στάμνα του επιληπτικού Μωάμεθ, αυτός είχε προφτάσει μέσα στο ίδιο εκείνο δευτερόλεπτο να περιέλθει όλα τα ενδιαιτήματα του Αλλάχ».
................
αντιγραφή :www.angelfire.com/ma/platon/dosto.html
Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2009
τίποτα δεν ταιριάζει καλύτερα.
Χρόνια πολλά!!
ο Μικρός Πρίγκηπας
Τότε λοιπόν εμφανίστηκε η αλεπού.
- Καλημέρα, είπε η αλεπού.
- Καλημέρα, απάντησε ευγενικά ο μικρός πρίγκιπας και στράφηκε, μα δεν είδε τίποτα.
- Εδώ είμαι, είπε η φωνή, κάτω απ’ τη μηλιά.
- Ποια είσαι; είπε ο μικρός πρίγκιπας. Είσαι πολύ όμορφη…
- Είμαι μια αλεπού, είπε η αλεπού.
- Έλα να παίξεις μαζί μου, της πρότεινε ο μικρός πρίγκιπας. Είμαι τόσο λυπημένος…
- Δεν μπορώ να παίξω μαζί σου, είπε η αλεπού. Δεν είμαι εξημερωμένη.
- Α, συγνώμη, είπε ο μικρός πρίγκιπας.
Όμως, μετά από σκέψη, πρόσθεσε:
- Τι πάει να πει «εξημερώνω»;
Εσύ δεν είσαι από εδώ, είπε η αλεπού, τι γυρεύεις;
- Γυρεύω τους ανθρώπους, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Τι πάει να πει «εξημερώνω»;
- Οι άνθρωποι, είπε η αλεπού, έχουν τουφέκια και κυνηγάνε… Μεγάλος μπελάς. Εκτρέφουν και κότες. Είναι το μόνο τους καλό. Κότες γυρεύεις;
- Όχι, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Γυρεύω φίλους. Τι πάει να πει «εξημερώνω»;
- Είναι κάτι που έχει ξεχαστεί από καιρό, είπε η αλεπού. Σημαίνει «δημιουργώ δεσμούς…».
- Δημιουργώ δεσμούς;
- Βέβαια, είπε η αλεπού. Για μένα ακόμα δεν είσαι παρά ένα αγοράκι ολόιδιο μ’ άλλα εκατό χιλιάδες αγοράκια. Και δε σε χρειάζομαι. Κι ούτε εσύ με χρειάζεσαι. Για σένα δεν είμαι παρά μια αλεπού ίδια μ’ εκατό χιλιάδες άλλες αλεπούδες. Αν όμως μ’ εξημερώσεις, θα χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο. Θα είσαι για μένα μοναδικός στον κόσμο. Θα είμαι για σένα μοναδική στον κόσμο…
- Αρχίζω να καταλαβαίνω, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Ξέρω ένα λουλούδι… νομίζω πως μ’ εξημέρωσε…
- Πολύ πιθανόν, είπε η αλεπού. Βλέπει κανείς στη Γη τα πιο τρελά πράματα…
- Α, δεν είναι στη Γη, είπε ο μικρός πρίγκιπας.
Η αλεπού φάνηκε πολύ παραξενεμένη:
- Σ’ έναν άλλο πλανήτη;
- Ναι.
- Υπάρχουν κυνηγοί σ’ εκείνο τον πλανήτη;
- Όχι.
- Ενδιαφέρον. Και κότες;
- Όχι.
- Τίποτα δεν είναι τέλειο, αναστέναξε η αλεπού.
Όμως η αλεπού ξαναγύρισε στην προηγούμενη σκέψη της:
- Η ζωή μου είναι μονότονη. Κυνηγάω κότες, οι άνθρωποι με κυνηγάν. Όλες οι κότες μοιάζουν κι όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν. Γι’ αυτό λοιπόν, βαριέμαι λίγο. Αν όμως μ’ εξημερώσεις, η ζωή μου θα γίνει ηλιόλουστη. Θ’ αναγνωρίζω το θόρυβο ενός βήματος διαφορετικού απ’ όλα τα’ άλλα. Τα άλλα βήματα θα με κάνουν να κρύβομαι κάτω απ’ τη γη. Το δικό σου, σαν μουσική, θα με τραβάει έξω απ’ τη φωλιά μου. Κι έπειτα κοίτα. Βλέπεις εκεί πέρα, τα χωράφια με το στάρι; Δεν τρώω ψωμί. Το στάρι για μένα είναι άχρηστο. Τα χωράφια με το στάρι δε μου θυμίζουν τίποτα. Κι αυτό είναι λυπηρό. Όμως εσύ έχεις μαλλιά χρυσαφένια. Θα είναι υπέροχο λοιπόν όταν θα με έχεις εξημερώσει. Το στάρι, που είναι χρυσαφένιο, θα μου θυμίζει εσένα. Και θα μ’ αρέσει ν’ ακούω τον άνεμο μέσα στα στάχυα…
Η αλεπού σώπασε και κοίταξε ώρα πολλή το μικρό πρίγκιπα:
- Σε παρακαλώ… εξημέρωσέ με, είπε.
- Το θέλω, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, αλλά δεν έχω πολύ χρόνο. Έχω ν’ ανακαλύψω φίλους και πολλά πράματα να γνωρίσω.
- Γνωρίζουμε μονάχα τα πράματα που εξημερώνουμε, είπε η αλεπού. Οι άνθρωποι δεν έχουν πια καιρό να γνωρίζουν τίποτα. Τ’ αγοράζουν όλα έτοιμα απ’ τους εμπόρους. Επειδή όμως δεν υπάρχουν έμποροι που να πουλάν φίλους, οι άνθρωποι δεν έχουν πια φίλους. Αν θέλεις ένα φίλο, εξημέρωσέ με.
- Τι πρέπει να κάνω; είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- Χρειάζεται μεγάλη υπομονή, απάντησε η αλεπού. Στην αρχή θα καθίσεις κάπως μακριά μου, έτσι, στο χορτάρι. Θα σε κοιτάζω με την άκρη του ματιού κι εσύ δε θα λες τίποτα. Ο λόγος είναι πηγή παρεξηγήσεων. Κάθε μέρα, όμως, θα μπορείς να κάθεσαι όλο και πιο κοντά…
Την επομένη ο μικρός πρίγκιπας ξαναήρθε.
- Θα ήταν καλύτερα αν ερχόσουν την ίδια πάντα ώρα, είπε η αλεπού. Αν έρχεσαι, για παράδειγμα, στις τέσσερις τα’ απόγευμα, από τις τρεις θ’ αρχίζω να είμαι ευτυχισμένη. Όσο περνάει η ώρα τόσο πιο ευτυχισμένη θα νιώθω. Στις τέσσερις πια θα κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα και Θ’ ανησυχώ. Θ’ ανακαλύψω την αξία της ευτυχίας. Αν έρχεσαι όμως όποτε λάχει, δε θα ξέρω ποτέ τι ώρα να φορέσω στην καρδιά μου τα γιορτινά της… Χρειάζεται κάποια τελετή.
- Τι πάει να πει τελετή; είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- Είναι κι αυτό κάτι που έχει ξεχαστεί από καιρό, είπε η αλεπού. Είναι αυτό που κάνει μια μέρα να μη μοιάζει με τις άλλες, μια ώρα με τις άλλες ώρες. Υπάρχει, για παράδειγμα, μια τελετή στους κυνηγούς. Χορεύουν την Πέμπτη με τα κορίτσια του χωριού. Η Πέμπτη λοιπόν είναι υπέροχη μέρα. Πάω και κάνω βόλτα ίσαμε τ’ αμπέλι. Αν οι κυνηγοί χόρευαν οποτεδήποτε, οι μέρες θα έμοιαζαν όλες, κι εγώ δε θα είχα ποτέ διακοπές.
Έτσι ο μικρός πρίγκιπας εξημέρωσε την αλεπού. Κι όταν πλησίασε η ώρα του αποχωρισμού:
- Αχ, είπε η αλεπού… Θα κλάψω.
- Εσύ φταις, είπε ο μικρός πρίγκιπας, εγώ δεν ήθελα το κακό σου, εσύ θέλησες να σε εξημερώσω…
- Σωστά, είπε η αλεπού.
- Όμως θα κλάψεις, είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- Σωστά, είπε η αλεπού.
- Τι κέρδισες λοιπόν;
- Κέρδισα, είπε η αλεπού, το χρώμα του σταριού.
Έπειτα πρόσθεσε:
- Πήγαινε να ξαναδείς τα τριαντάφυλλα. Θα καταλάβεις πως το δικό σου είναι μοναδικό στον κόσμο. Θα ξανάρθεις να με αποχαιρετήσεις και θα σου χαρίσω ένα μυστικό.
Ο μικρός πρίγκιπας πήγε να ξαναδεί τα τριαντάφυλλα.
- Δε μοιάζετε καθόλου με το δικό μου τριαντάφυλλο, δεν είσαστε τίποτα ακόμα, τους είπε. Κανείς δε σας έχει εξημερώσει και δεν έχετε εξημερώσει κανέναν. Είσαστε όπως ήταν η αλεπού μου. Μια αλεπού ίδια μ’ άλλες εκατό χιλιάδες. Γίναμε όμως φίλοι και τώρα είναι μοναδική στον κόσμο.
Και τα τριαντάφυλλα στέκονταν θιγμένα.
- Είσαστε όμορφα, όμως είσαστε άδεια, τους είπε ακόμα. Δεν πεθαίνει κανείς για σας. Βέβαια, το δικό μου τριαντάφυλλο ένας απλός περαστικός θα έλεγε πως σας μοιάζει. Όμως εκείνο μόνο του έχει περισσότερη σημασία απ’ όλα εσάς, αφού εκείνο είναι που πότισα. Αφού εκείνο έβαλα κάτω απ’ τη γυάλα. Αφού εκείνο προστάτεψα με το παραβάν. Αφού σ’ εκείνο σκότωσα τις κάμπιες (εκτός από δυο τρεις για να γίνουν πεταλούδες). Αφού εκείνο άκουσα να παραπονιέται ή να κομπάζει ή κάποιες φορές ακόμα να σωπαίνει. Αφού είναι το τριαντάφυλλό μου.
Και ξαναγύρισε στην αλεπού:
- Αντίο, είπε…
- Αντίο, είπε η αλεπού. Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά. Την ουσία τα μάτια δεν τη βλέπουν.
- Την ουσία τα μάτια δεν τη βλέπουν, επανέλαβε ο μικρός πρίγκιπας για να το θυμάται.
- Είναι ο χρόνος που ξόδεψες για το τριαντάφυλλό σου που το κάνει τόσο σημαντικό.
- Είναι ο χρόνος που ξόδεψα για το τριαντάφυλλό μου…, είπε ο μικρός πρίγκιπας για να το θυμάται.
- Οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει αυτή την αλήθεια, είπε η αλεπού. Εσύ όμως δεν πρέπει να την ξεχάσεις. Θα είσαι υπεύθυνος για πάντα για ό,τι έχεις εξημερώσει. Είσαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό σου…
- Είμαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό μου…, επανέλαβε ο μικρός πρίγκιπας για να το θυμάται.
ο Μικρός Πρίγκηπας
Τότε λοιπόν εμφανίστηκε η αλεπού.
- Καλημέρα, είπε η αλεπού.
- Καλημέρα, απάντησε ευγενικά ο μικρός πρίγκιπας και στράφηκε, μα δεν είδε τίποτα.
- Εδώ είμαι, είπε η φωνή, κάτω απ’ τη μηλιά.
- Ποια είσαι; είπε ο μικρός πρίγκιπας. Είσαι πολύ όμορφη…
- Είμαι μια αλεπού, είπε η αλεπού.
- Έλα να παίξεις μαζί μου, της πρότεινε ο μικρός πρίγκιπας. Είμαι τόσο λυπημένος…
- Δεν μπορώ να παίξω μαζί σου, είπε η αλεπού. Δεν είμαι εξημερωμένη.
- Α, συγνώμη, είπε ο μικρός πρίγκιπας.
Όμως, μετά από σκέψη, πρόσθεσε:
- Τι πάει να πει «εξημερώνω»;
Εσύ δεν είσαι από εδώ, είπε η αλεπού, τι γυρεύεις;
- Γυρεύω τους ανθρώπους, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Τι πάει να πει «εξημερώνω»;
- Οι άνθρωποι, είπε η αλεπού, έχουν τουφέκια και κυνηγάνε… Μεγάλος μπελάς. Εκτρέφουν και κότες. Είναι το μόνο τους καλό. Κότες γυρεύεις;
- Όχι, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Γυρεύω φίλους. Τι πάει να πει «εξημερώνω»;
- Είναι κάτι που έχει ξεχαστεί από καιρό, είπε η αλεπού. Σημαίνει «δημιουργώ δεσμούς…».
- Δημιουργώ δεσμούς;
- Βέβαια, είπε η αλεπού. Για μένα ακόμα δεν είσαι παρά ένα αγοράκι ολόιδιο μ’ άλλα εκατό χιλιάδες αγοράκια. Και δε σε χρειάζομαι. Κι ούτε εσύ με χρειάζεσαι. Για σένα δεν είμαι παρά μια αλεπού ίδια μ’ εκατό χιλιάδες άλλες αλεπούδες. Αν όμως μ’ εξημερώσεις, θα χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο. Θα είσαι για μένα μοναδικός στον κόσμο. Θα είμαι για σένα μοναδική στον κόσμο…
- Αρχίζω να καταλαβαίνω, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Ξέρω ένα λουλούδι… νομίζω πως μ’ εξημέρωσε…
- Πολύ πιθανόν, είπε η αλεπού. Βλέπει κανείς στη Γη τα πιο τρελά πράματα…
- Α, δεν είναι στη Γη, είπε ο μικρός πρίγκιπας.
Η αλεπού φάνηκε πολύ παραξενεμένη:
- Σ’ έναν άλλο πλανήτη;
- Ναι.
- Υπάρχουν κυνηγοί σ’ εκείνο τον πλανήτη;
- Όχι.
- Ενδιαφέρον. Και κότες;
- Όχι.
- Τίποτα δεν είναι τέλειο, αναστέναξε η αλεπού.
Όμως η αλεπού ξαναγύρισε στην προηγούμενη σκέψη της:
- Η ζωή μου είναι μονότονη. Κυνηγάω κότες, οι άνθρωποι με κυνηγάν. Όλες οι κότες μοιάζουν κι όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν. Γι’ αυτό λοιπόν, βαριέμαι λίγο. Αν όμως μ’ εξημερώσεις, η ζωή μου θα γίνει ηλιόλουστη. Θ’ αναγνωρίζω το θόρυβο ενός βήματος διαφορετικού απ’ όλα τα’ άλλα. Τα άλλα βήματα θα με κάνουν να κρύβομαι κάτω απ’ τη γη. Το δικό σου, σαν μουσική, θα με τραβάει έξω απ’ τη φωλιά μου. Κι έπειτα κοίτα. Βλέπεις εκεί πέρα, τα χωράφια με το στάρι; Δεν τρώω ψωμί. Το στάρι για μένα είναι άχρηστο. Τα χωράφια με το στάρι δε μου θυμίζουν τίποτα. Κι αυτό είναι λυπηρό. Όμως εσύ έχεις μαλλιά χρυσαφένια. Θα είναι υπέροχο λοιπόν όταν θα με έχεις εξημερώσει. Το στάρι, που είναι χρυσαφένιο, θα μου θυμίζει εσένα. Και θα μ’ αρέσει ν’ ακούω τον άνεμο μέσα στα στάχυα…
Η αλεπού σώπασε και κοίταξε ώρα πολλή το μικρό πρίγκιπα:
- Σε παρακαλώ… εξημέρωσέ με, είπε.
- Το θέλω, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, αλλά δεν έχω πολύ χρόνο. Έχω ν’ ανακαλύψω φίλους και πολλά πράματα να γνωρίσω.
- Γνωρίζουμε μονάχα τα πράματα που εξημερώνουμε, είπε η αλεπού. Οι άνθρωποι δεν έχουν πια καιρό να γνωρίζουν τίποτα. Τ’ αγοράζουν όλα έτοιμα απ’ τους εμπόρους. Επειδή όμως δεν υπάρχουν έμποροι που να πουλάν φίλους, οι άνθρωποι δεν έχουν πια φίλους. Αν θέλεις ένα φίλο, εξημέρωσέ με.
- Τι πρέπει να κάνω; είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- Χρειάζεται μεγάλη υπομονή, απάντησε η αλεπού. Στην αρχή θα καθίσεις κάπως μακριά μου, έτσι, στο χορτάρι. Θα σε κοιτάζω με την άκρη του ματιού κι εσύ δε θα λες τίποτα. Ο λόγος είναι πηγή παρεξηγήσεων. Κάθε μέρα, όμως, θα μπορείς να κάθεσαι όλο και πιο κοντά…
Την επομένη ο μικρός πρίγκιπας ξαναήρθε.
- Θα ήταν καλύτερα αν ερχόσουν την ίδια πάντα ώρα, είπε η αλεπού. Αν έρχεσαι, για παράδειγμα, στις τέσσερις τα’ απόγευμα, από τις τρεις θ’ αρχίζω να είμαι ευτυχισμένη. Όσο περνάει η ώρα τόσο πιο ευτυχισμένη θα νιώθω. Στις τέσσερις πια θα κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα και Θ’ ανησυχώ. Θ’ ανακαλύψω την αξία της ευτυχίας. Αν έρχεσαι όμως όποτε λάχει, δε θα ξέρω ποτέ τι ώρα να φορέσω στην καρδιά μου τα γιορτινά της… Χρειάζεται κάποια τελετή.
- Τι πάει να πει τελετή; είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- Είναι κι αυτό κάτι που έχει ξεχαστεί από καιρό, είπε η αλεπού. Είναι αυτό που κάνει μια μέρα να μη μοιάζει με τις άλλες, μια ώρα με τις άλλες ώρες. Υπάρχει, για παράδειγμα, μια τελετή στους κυνηγούς. Χορεύουν την Πέμπτη με τα κορίτσια του χωριού. Η Πέμπτη λοιπόν είναι υπέροχη μέρα. Πάω και κάνω βόλτα ίσαμε τ’ αμπέλι. Αν οι κυνηγοί χόρευαν οποτεδήποτε, οι μέρες θα έμοιαζαν όλες, κι εγώ δε θα είχα ποτέ διακοπές.
Έτσι ο μικρός πρίγκιπας εξημέρωσε την αλεπού. Κι όταν πλησίασε η ώρα του αποχωρισμού:
- Αχ, είπε η αλεπού… Θα κλάψω.
- Εσύ φταις, είπε ο μικρός πρίγκιπας, εγώ δεν ήθελα το κακό σου, εσύ θέλησες να σε εξημερώσω…
- Σωστά, είπε η αλεπού.
- Όμως θα κλάψεις, είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- Σωστά, είπε η αλεπού.
- Τι κέρδισες λοιπόν;
- Κέρδισα, είπε η αλεπού, το χρώμα του σταριού.
Έπειτα πρόσθεσε:
- Πήγαινε να ξαναδείς τα τριαντάφυλλα. Θα καταλάβεις πως το δικό σου είναι μοναδικό στον κόσμο. Θα ξανάρθεις να με αποχαιρετήσεις και θα σου χαρίσω ένα μυστικό.
Ο μικρός πρίγκιπας πήγε να ξαναδεί τα τριαντάφυλλα.
- Δε μοιάζετε καθόλου με το δικό μου τριαντάφυλλο, δεν είσαστε τίποτα ακόμα, τους είπε. Κανείς δε σας έχει εξημερώσει και δεν έχετε εξημερώσει κανέναν. Είσαστε όπως ήταν η αλεπού μου. Μια αλεπού ίδια μ’ άλλες εκατό χιλιάδες. Γίναμε όμως φίλοι και τώρα είναι μοναδική στον κόσμο.
Και τα τριαντάφυλλα στέκονταν θιγμένα.
- Είσαστε όμορφα, όμως είσαστε άδεια, τους είπε ακόμα. Δεν πεθαίνει κανείς για σας. Βέβαια, το δικό μου τριαντάφυλλο ένας απλός περαστικός θα έλεγε πως σας μοιάζει. Όμως εκείνο μόνο του έχει περισσότερη σημασία απ’ όλα εσάς, αφού εκείνο είναι που πότισα. Αφού εκείνο έβαλα κάτω απ’ τη γυάλα. Αφού εκείνο προστάτεψα με το παραβάν. Αφού σ’ εκείνο σκότωσα τις κάμπιες (εκτός από δυο τρεις για να γίνουν πεταλούδες). Αφού εκείνο άκουσα να παραπονιέται ή να κομπάζει ή κάποιες φορές ακόμα να σωπαίνει. Αφού είναι το τριαντάφυλλό μου.
Και ξαναγύρισε στην αλεπού:
- Αντίο, είπε…
- Αντίο, είπε η αλεπού. Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά. Την ουσία τα μάτια δεν τη βλέπουν.
- Την ουσία τα μάτια δεν τη βλέπουν, επανέλαβε ο μικρός πρίγκιπας για να το θυμάται.
- Είναι ο χρόνος που ξόδεψες για το τριαντάφυλλό σου που το κάνει τόσο σημαντικό.
- Είναι ο χρόνος που ξόδεψα για το τριαντάφυλλό μου…, είπε ο μικρός πρίγκιπας για να το θυμάται.
- Οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει αυτή την αλήθεια, είπε η αλεπού. Εσύ όμως δεν πρέπει να την ξεχάσεις. Θα είσαι υπεύθυνος για πάντα για ό,τι έχεις εξημερώσει. Είσαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό σου…
- Είμαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό μου…, επανέλαβε ο μικρός πρίγκιπας για να το θυμάται.
Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009
καλημέρα, βοιωτία
Η Πόλις
Είπες· «Θα πάγω σ' άλλη γή, θα πάγω σ' άλλη θάλασσα,
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ' είν' η καρδιά μου -- σαν νεκρός -- θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμό αυτόν θα μένει.
Οπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα».
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ' ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού -- μη ελπίζεις --
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Ετσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ' όλην την γή την χάλασες.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1910)
Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009
σε λίγο....
τελευταίες μέρες ενός χρόνου ακόμη. συμβατικό το μέγεθος,θα πουν οι αισιόδοξοι. πραγματικό, θα πουν οι ρεαλιστές. πιο κοντά στο "ανόργανο" θα έλεγε ένας φίλος με κυνισμό. όπως και ναχει ,διαπίστωσα και μου μετέφεραν φίλοι πολόί από πολλές γωνιές του κόσμου πώς υπήρχε μια έντονη κατήφεια τούτες τις γιορτινές μέρες. μια θλίψη που δεν ήταν αυτή η παλιά αδιόρατη νοσταλγία. ήταν πιο οργισμένη, πιο θρασεία, πιο επιθετική..σημεία καιρών; απόγνωση;αναρθροι φιθυρισμοί εγκλωβισμένων που βρίσκουν κάγκελα παντού, ή μήπως, o tempora, o mores,η δυστυχία της περικοπής των δαπανών της υπερκατανάλωσης;;;!!!!!!
Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009
Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009
Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009
Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2009
ειναι κι άλλοι....
....που χρειαζονται κάτι περισσότερο. είναι κι άλλοι που τους λείπει ένα τι κι ένα ε. είναι κι άλλοι που χρειάζονται μάτια να δουν όχι λαμπιόνια, αλλά φως.όχι στολισμούς, αλλά συγκινήσεις. είναι και μόνοι. πολλοί μόνοι. θωρακισμένοι, φοβισμένοι, αμυντικοί, πολυάσχολοι δήθεν,έρημοι όμως. χρόνια πολλά.
Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2009
χρόνια πολλά!
Υπηρέτρα
Την εσπέραν της παραμονής των Χριστουγέννων του έτους .... η δεκαοκταέτις κόρη το Ουρανιώ το Διόμικο, μελαγχροινή νοστιμούλα, εκλείσθη εις την οικίαν της ενωρίς, διότι ήτο μόνη.
Ο πατήρ της, ο ατυχής μπαρμπα-Διόμας, αρχαίος εμποροπλοίαρχος πτωχεύσας, όστις κατήντησε να γίνη πορθμεύς εις το γήράς του, είχεν επιβή της λέμβου του περί μεσημβρίαν, όπως πλεύση εις την νήσον Τσουγκριάν, τρία μίλια απέχουσαν, και διαπορθμεύση εκείθεν εις την πολίχνην εορτασίμους τινάς προμηθείας. Υπεσχέθη ότι θα επανήρχετο προς εσπέραν, αλλ’ ενύκτωσε και ακόμη δεν εφάνη.
Η νέα ήτο ορφανή εκ μητρός. Η μόνη προς μητρός θεία της, ήτις της εκράτει άλλοτε συντροφίαν, διότι αι οικίαι των εχωρίζοντο δι’ ενός τοίχου, εμάλωσε και αυτή μαζί της διά δύο στρέμματα αγρού, και δεν ωμιλούντο πλέον. Η νεάνις εκάθισε πλησίον του πυρός, το οποίον είχεν ανάψει εις την εστίαν περιμένουσα τον πατέρα της, και εκράτει το ούς τεταμένον εις πάντα θόρυβον, εις τα φαιδρά *Ασματα των παίδων της οδού, ανυπόμονος και ανησυχούσα πότε ο πατήρ της να έλθη.
Αι ώραι παρήρχοντο και ο πτωχός γέρων δεν εφαίνετο. Το Ουρανιώ είχεν απόφασιν να μη κατακλιθή, αλλ’ έμεινεν ούτως ημίκλιντος πλησίον της εστίας.
Παρήλθεν το μεσονύκτιον και ήρχισαν ν’ αντηχώσιν οι κώδωνες των ναών, καλούντες τους χριστιανούς εις την ευφρόσυνον της εορτής ακολουθίαν.
Η καρδία της νέας εκόπηκε μέσα της.
- Πέρασαν τα μεσάνυχτα, είπε, κι ο πατέρας μου!...
Συγχρόνως τότε ήκουσε θόρυβον και φωνάς έξωθεν. Η γειτονιά είχεν εξυπνήσει, και όλοι ητοιμάζοντο διά την εκκλησίαν.
Η δύστηνος Ουρανιώ δεν αντέσχεν, αλλ’ έλαβε την τόλμην να εξέλθη εις τον σκεπαστόν και περίφρακτον υπό σανίδων εξώστην της οικίας, όπου κρυπτομένη εις το σκότος προέβαλε διά της θυρίδος την κεφαλήν.
Μία γειτόνισσα λάλος και φωνασκός είχεν εγερθή πρώτη, και αφύπνιζε διά των κραυγών της τους γείτονας όλους, όσων ο ύπνος ανθίστατο εις των κωδώνων τον κρότον, προσπαθούσα να εξυπνίση τον άνδρα και τα παιδία της. Ο σύζυγός της, Νταραδήμος, είχεν ανάγκην μοχλού διά να σταθή εις τους πόδας του.
Η θύρα της οικίας των ήτο αντικρύ της του μπαρμπα-Διόμα. Το Ουρανιώ έβλεπε καθαρώς απέναντί της την γυναίκα εκείνην, κρατούσαν φανόν, φωτίζουσαν οικτιρμόνως τα σκότη της οδού διά τους διαβάτας και τους γείτονας. Διότι το σκότος ήτο βαθύ, και ελαφρός άνεμος έπνεεν, όσος ήρκει διά να μεταφέρη εκ των χιονοσκεπών βουνών το ψύχος και τον παγετόν εις τας φλέβας των ανθρώπων.
Κατ’ εκείνην την στιγμήν διήλθεν άνθρωπός τις, όν ιδούσα και αναγνωρίσασα η Ουρανιώ δεν ηδυνήθη να μη μειδιάση.
- Πώς! κι ο Αργυράκης πάει στην εκκλησιά;... εψιθύρισεν. Ο Αργυράκης της Γαροφαλιάς, όστις είχε το προνόμιον να προσωνυμήται από του ονόματος της συζύγου του, είχεν ειπεί άλλοτε και το λόγιον έμεινε παροιμιώδες “όποτε πάω στην εκκλησιά βάια μοιράζουνε”. Αλλά την φοράν ταύτην τον εξύπνισε βιαίως η Γαροφαλιά και τω επέταξε να υπάγη εις την εκκλησίαν, διότι είδε κακόν όνειρον, είπεν. Εφοβείτο μήπως οι γύφτισσες (υπήρχον αντικρύ του οικίσκου των πέντε ή έξ καλύβαι γύφτων νεοφωτίστων), έκαμαν μαγείας εναντίον της. Και αν αυτή επάθαινε τίποτε, Θεός να φυλάη! ποία άλλη θα εκόλλα τον φούρνον, οι μέρες που έρχονται, “τώρα τον Αι-Βασίλη” κτλ., εις όλην την γειτονιά; Όλον δε το άτομόν της ενθύμιζε την μητέρα εκείνην των Σαράντα Δράκων του παραμυθιού, ήτις εφούρνιζε με τας παλάμας και επάνιζε με τους μαστούς.
Ο ευπειθής Αργυράκης, όστις μόλις έφθανε μέχρι των ώμων του αναστήματός της, ηγέρθη, εφόρεσεν εις την κεφαλήν του τον γιοργούλη του, εζώσθη το κόκκινον ζωνάρι του, τρειίς σπιθαμάς πλατύ, υπέδησεν εις τους πόδας τα πέδιλά του, και εξήλθεν εις την οδόν.
Ταυτοχρόνως είχεν εξέλθει και ο Νταραδήμος, όστις έπιασεν ομιλίαν με τον Αργυράκη της Γαροφαλιάς.
- Τώρα μ’ αρέσεις, γείτονα, τω λέγει... μήν είσαι αλιβάνιστος, διότι είναι κατά τα σκοίνια (καταισχύνη). Το φεγγάρι δεν είναι τώρα παν’ τς Έλληνες (πανσέληνος) να φοβάσαι τον ίσκιο σου την νύχτα...
Τοιαύτα ελληνικά ωμίλει ο Νταραδήμος.
- Τι να κάμουμε, να σ’ ορίσω, γείτονα; απήντησε ταπεινοφρόνως ο Αργυράκης.
Και ο Νταραδήμος κατέβη εις την οδόν, προηγουμένης της συζύγου του, κρατούσης πάντοτε τον φανόν.
- Δεν ξέρουμε, να ήλθε τάχα ο γείτονας; είπε την στιγμήν εκείνην η σύζυγος του Νταραδήμου και ρίπτουσα εκφραστικόν βλέμμα προς την οικίαν του μπαρμπα-Διόμα.
- Σωπάτε, είπε, φέρων τον δάκτυλον εις το στόμα ο Αργυράκης, είπαν πώς βούλιαξε...
- Τι; είπεν η σύζυγος του Νταραδήμου.
Ο Αργυράκης ητοιμάζετο να διηγηθή πώς και που τα ήκουσεν, αλλά την αυτήν στιγμήν γοερά και σπαρακτική κραυγή ηκούσθη από της σιγηλής οικίας, προς ήν έβλεπον οι τρείς ομιληταί.
Από του σκεπαστού και περιφράκτου εξώστου, η δυστυχής το Ουρανιώ, είχεν ακούσει την λέξιν του Αργυράκη, και αφήκε την κραυγήν εκείνην.
Η άστοργος θεία, ήτις από έτους και πλέον δεν είχε καλημερίσει την ανεψιάν της, ήκουσε την γοεράν κραυγήν, και λησμονήσασα τότε τα τρία στρέμματα του αγρού, έτρεξε προς βοήθειαν της περιαλγούς κόρης.
Περί την μεσημβρίαν της αυτής ημέρας, ο ατυχής μπαρμπα-Διόμας είχε φορέσει μέχρι των ώτων καταβαίνον όρθιον το παμπάλαιον φέσι του, είχεν ενδυθή την τσάκαν του και το αμπαδίτικο βρακί του, και καταβάς εις τον αιγιαλόν, έλυσε την μικράν, ελαφροτάτην και υπόσαθρον λέμβον, και λαβών τας κώπας ήλαυνε προς την μεσημβρινώτερον κειμένην μικράν νήσον Τσουγκριάν.
Μόνη έμεινεν η Ουρανιώ εις την οικίαν, και μόνος ο μπαρμπα-Διόμας επέβαινε της λέμβου του, ναύτης ο αυτός και κυβερνήτης και πρωρεύς.
Ναυτίλος από της δωδεκαετούς ηλικίας του, ο μπαρμπα-Διόμας, απέκτησεν αμοιβαδόν σκούνες, γολέτες και βρίκια, ύστερον υπεβιβάσθη εις βρατσέραν, και τέλος έμεινε κύριος της μικράς ταύτης λέμβου, δι’ ής εξετέλει βραχείας αλιευτικάς ή πορθμευτικάς εκδρομάς. Τα περισσεύματα των κόπων του τα έφαγαν άλλοι πάλιν φίλοι, ατυχήσαντες και αυτοί εις τας θαλασσίους επιχειρήσεις των. Εις το γήράς του δεν τω έμεινε άλλο τι, ειμή σιδηρά υγεία, δι’ ής ηδύνατο ακόμη ν’ αντέχη εις τους θαλασσίους κόπους, χάριν του επιουσίου άρτου εργαζόμενος.
Ενίοτε, ελλείψει ομιλητού, διηγείτο τα παράπονά του εις τους ανέμους και εις τα κύματα:
- Πήγα δά και στην Αθήνα, σ’ εκείνο το Ιππομαχικό, και μόδωκαν, λέει, δύο σφάκελα, να τα πάω στο Σοκομείο, να παρουσιασθώ στην Πιτροπή^ πήγα και στην Πιτροπή, ο ένας ο γιατρός με ηύρε γερό, άλλος σακάτη, κι αυτοί δεν ήξευραν... ύστερα γύρισα στο υπουργείο και μου είπαν, “σύρε στο σπίτι σου, κ’ εμείς θα σού στείλωμε τη σύνταξή σου”. Σηκώνομαι, φεύγω, έρχομαι δώ, περιμένω, περνάει ένας μήνας, έρχονται τα χαρτιά στο λιμεναρχείο, να πάω, λέει, πίσω στην Αθήνα, έχουν ανάγκη να με ξαναϊδούν. Σηκώνω τριάντα δραχμές από ένα γείτονα, γιατί δεν είχα να πάρω το σωτήριο για το βαπόρι, γυρίζω πίσω στην Αθήνα χειμώνα καιρό, δέκα μέρες με παίδευαν να με στέλνουν από το υπουργείο στο Ιππομαχικό, κι απ’ το Ιππομαχικό στο Σοκομείο, ύστερα μου λένε “παινε, και θα βγή η απόφαση”. Σηκώνομαι, φεύγω, γυρίζω στο σπίτι μου, καρτερώ... είδες εσύ σύνταξη; (απηυθύνετο προς υποτιθέμενον ακροατήν), άλλο τόσο κ’ εγώ. Επήρα κ’ εγώ την Πηρέτρα και πασκίζω να βγάλω το ψωμί μου.
Πηρέτρα ή Υπηρέτρα ήτο το όνομα της λέμβου, όπερ αυτός τη έδιδε.
Και παύων να μονολογή, ήρχιζε να τραγωδή διά τής τραχείας και μονοτόνου φωνής του:
Βασανισμένο μου κορμί, τυραγνισμένα νιάτα!...
και δεν έλεγεν άλλον στίχον.
Καταπλεύσας εις την τερπνήν νήσον Τσουγκριάν, ο μπαρμπα-Διόμας εφόρτωσεν επί της “Υπηρέτρας” πέντε ή έξ ζεύγη ορνίθων, κοφίνους τινάς ωών και τυρού, δύο ή τρείς ινδιάνους, και άλλα τινά πράγματα, και ητοιμάζετο να λύση τα απόγεια της λέμβου και ν’ αποπλεύση. Αλλά την στιγμήν εκείνην προσήλθεν ο κουμπάρος του Σταθαρός, ο ποιμήν του Τσουγκριά, και τον παρεκάλεσε να του κάμη την χάριν να παραλάβη οχληρόν συμπλωτήρα... “υιόν υποζυγίου” ώριμον προς επίσαξιν... όπως κομίση αυτόν προς ένα των πολυαρίθμων κουμπάρων του εις την πολίχνην.
Ο μπαρμπα-Διόμας εσυλλογίσθη το βάρος, και έρριψεν αμήχανον βλέμμα εις το στενόχωρον και την ελαφρότητα της “Υπηρέτρας”, αλλ’ αφ’ ετέρου εσκέφθη ότι μία δραχμή, ο ναύλος του οναρίου, ήτο κάτι δι’ αυτόν, ήτο ο καπνός και ο οίνος των τριών σχολασίμων ημερών των Χριστουγέννων, και απεφάσισε να προσλάβη τον πώλον.
Ο κουμπάρος Σταθαρός ευχαριστηθείς τον εφίλευσεν ολίγα αυγά, μίαν μυζήθραν, και ο μπαρμπα-Διόμας, επιβιβάσας τον πώλον, έλαβε τας κώπας, και έστρεψε την πρώραν προς τον λιμένα.
Απεμακρύνθη, έκαμε πανιά, και, διανύσας υπέρ το έν μίλιον, απείχεν εξ ίσου σχεδόν του Τσουγκριά και της πολίχνης. Καίτοι βορειοδυτικός ο άνεμος, Γραίος, υπεβοήθει εκ πλαγίου το ιστίον, διότι ο μπαρμπα-Διόμας έδιδε βορειοδυτικήν εις την λέμβον διεύθυνσιν.
Αλλ’ ο πώλος, όστις έβοσκεν ησύχως το χόρτον του, και δεν εφαίνετο ν’ ανησυχή πολύ περί του διάπλου, αίφνης εσήκωσε τον πόδα, έδωκεν άτακτον λάκτισμα εις την σανίδα... και το μαδέρι της ευθραύστου και υποσάθρου λέμβου διερράγη.
Το ύδωρ ήρχισε να εισρέη εις το κύτος.
Η λέμβος ήρχισε να βυθίζηται.
Ταχύς ως η αστραπή, ο μπαρμπα-Διόμας, απέβαλε το βαρύτερον φόρεμα, τον αμπά του, τον οποίον είχε φορέσει μόνον ενόσω εκάθητο εις το πηδάλιον, έγειρε προς το μέρος της σκότας του πανίου αριστερά, εκρεμάσθη επί της πλευράς του σκάφους και κατώρθωσε να μπατάρη την λέμβον.
Μέγας έγινεν ο θρήνος υπό την ανατραπείσαν τρόπιδα. Όρνιθες, ινδιάνοι, κόφινοι και ο αίτιος της συμφοράς, ο πώλος, όλα κατήλθον εις τον πυθμένα.
Ο μπαρμπα-Διόμας, όστις εκολύμβα ως έγχελυς, είχε και στήριγμα την ανατραπείσαν “Υπηρέτραν”, την οποίαν ημπόδισε του να βυθισθή.
Περί τας δύο ώρας έμεινεν ούτως ο μπαρμπα-Διόμας επίστομα επί των πλευρών του σκάφους, κρατούμενος διά των χειρών από της τρόπιδος, μη τολμών να στηριχθή όλος επί των σανίδων, διότι η λέμβος θα εβυθίζετο.
Τέλος, περί την αμφιλύκην, ενόσω υπήρχεν ακόμη αρκετόν φως, όσον έρριπτεν η ανταύγεια των χιονοσκεπών πέριξ ορέων, εφάνη μακρόθεν έν ιστίον.
Ο μπαρμπα-Διόμας ήρχιζε να φωνάζη με όσην δύναμιν τω έμεινεν ακόμη.
Ο άνεμος ήτο βοηθητικός διά το ερχόμενον πλοίον, όπερ έπλεεν εξ ανατολών προς δυσμάς.
Ήτο μέγα τρεχαντήριον φορτωμένον.
Αι φωναί του μπαρμπα-Διόμα δεν ηκούοντο, ο άνεμος τας ώθει μακράν προς τον λίβα.
Αλλά το τρεχαντήριον επλησίαζε και ο μικρός μαύρος όγκος της ανατραπείσης λέμβου διεκρίνετο ως φωλεά αλκυόνος επί των κυμάτων.
Καθ’ όσον όμως επλησίαζεν, ηδύναντο ν’ ακουσθώσι και αι φωναί. Διότι το ανατραπέν σκαφίδιον, ωθούμενον υπό των κυμάτων, είχε μετατοπισθή πολλάς δεκάδας οργυιών προς τα νοτιοδυτικά, και ο γέρων ναυαγός συνέβαλε και αυτός εις τούτο διά των χειρών και των ποδών.
Τέλος το τρεχαντήριον προσήγγισε και απέλυσε την λέμβον. Ο μπαρμπα-Διόμας ήκουσε κώπας πλαταγούσας πλησίον του, αλλά τόσον μόνον ήκουσεν. Ευθύς κατόπιν ελιποθύμησεν.
Οι δύο κωπηλάται ανέσυραν τον μπαρμπα-Διόμαν παγωμένον και ημιθανή, και τον ανεβίβασαν εις το τρεχαντήριον.
Αφού του ήλλαξαν τα ενδύματα, δι’ εμπνοών και προστρίψεων προσεπάθησαν να τον ανακαλέσωσιν εις την ζωήν.
Ο κυβερνήτης διέταξε να στρέψωσι πρώραν προς τον λιμένα, όπως τον αποδώσωσι νεκρόν ή ζώντα εις τους οικείους του.
Τέλος ο πτωχός ναυαγός ήνοιξε τους οφθαλμούς.
Οι καλοί ναύται ηθέλησαν να τω προσφέρωσι πούντς και άλλα θερμά ποτά.
Αλλ’ άμα ανοίξας τους οφθαλμούς ο μπαρμπα-Διόμας, διά του πρώτου βλέμματος είδε βαρέλια.
Το πλοίον ήτο φορτωμένον οίνους.
- Όχι πούντς, όχι, είπε διά πεπνιγμένης φωνής^ κρασί δώστέ μου!
Οι ναύται τω προσήνεγκον φιάλην πλήρη ηδυγεύστου μαύρου οίνου, και ο μπαρμπα-Διόμας την ερρόφησεν απνευστί.
......................................................................................................................
Υπέφωσκεν ήδη η ημέρα των Χριστουγέννων, και η θεία εις μάτην προσεπάθει να παρηγορήση την σφαδάζουσαν υπό άλγους Ουρανιώ.
Αλλ’ η σύζυγος του Νταραδήμου ελθούσα τότε ανήγγειλεν ότι ο μπαρμπα-Διόμας εναυάγησε μεν, αλλ’ εσώθη, και ότι έφθασεν υγιής.
Ο Αργυράκης και άλλοι τινές αγρόται είχον ίδει, φαίνεται, μακρόθεν την ανατροπήν της λέμβου, και εντεύθεν διεδόθη ότι ο γέρων επνίγη. Αλλ’ επειδή ενύκτωσε, δεν είδον και το σωστικόν και οινοφόρον τρεχαντήριον.
Ο μπαρμπα-Διόμας, ελθών μετ’ ολίγον και ο ίδιος, ενηγκαλίσθη την κόρην του. ‘Ω, πενιχρά αλλ’ υπερτάτη ευτυχία του πτωχού!
Το Ουρανιώ έχυνεν ακόμη δάκρυα, αλλά δάκρυα χαράς. Ο πατήρ της δεν της είχε φέρει ούτε αυγά ούτε μυζήθρες ούτε όρνιθες, αλλά της έφερε το σκληραγωγημένον και θαλασσόδαρτον άτομόν του και τας δύο στιβαράς και χελωνοδέρμους χείράς του, δι’ ών ηδύνατο ακόμη επί τινα έτη να εργάζηται δι’ εαυτόν και δι’ αυτήν.
(1888)
Την εσπέραν της παραμονής των Χριστουγέννων του έτους .... η δεκαοκταέτις κόρη το Ουρανιώ το Διόμικο, μελαγχροινή νοστιμούλα, εκλείσθη εις την οικίαν της ενωρίς, διότι ήτο μόνη.
Ο πατήρ της, ο ατυχής μπαρμπα-Διόμας, αρχαίος εμποροπλοίαρχος πτωχεύσας, όστις κατήντησε να γίνη πορθμεύς εις το γήράς του, είχεν επιβή της λέμβου του περί μεσημβρίαν, όπως πλεύση εις την νήσον Τσουγκριάν, τρία μίλια απέχουσαν, και διαπορθμεύση εκείθεν εις την πολίχνην εορτασίμους τινάς προμηθείας. Υπεσχέθη ότι θα επανήρχετο προς εσπέραν, αλλ’ ενύκτωσε και ακόμη δεν εφάνη.
Η νέα ήτο ορφανή εκ μητρός. Η μόνη προς μητρός θεία της, ήτις της εκράτει άλλοτε συντροφίαν, διότι αι οικίαι των εχωρίζοντο δι’ ενός τοίχου, εμάλωσε και αυτή μαζί της διά δύο στρέμματα αγρού, και δεν ωμιλούντο πλέον. Η νεάνις εκάθισε πλησίον του πυρός, το οποίον είχεν ανάψει εις την εστίαν περιμένουσα τον πατέρα της, και εκράτει το ούς τεταμένον εις πάντα θόρυβον, εις τα φαιδρά *Ασματα των παίδων της οδού, ανυπόμονος και ανησυχούσα πότε ο πατήρ της να έλθη.
Αι ώραι παρήρχοντο και ο πτωχός γέρων δεν εφαίνετο. Το Ουρανιώ είχεν απόφασιν να μη κατακλιθή, αλλ’ έμεινεν ούτως ημίκλιντος πλησίον της εστίας.
Παρήλθεν το μεσονύκτιον και ήρχισαν ν’ αντηχώσιν οι κώδωνες των ναών, καλούντες τους χριστιανούς εις την ευφρόσυνον της εορτής ακολουθίαν.
Η καρδία της νέας εκόπηκε μέσα της.
- Πέρασαν τα μεσάνυχτα, είπε, κι ο πατέρας μου!...
Συγχρόνως τότε ήκουσε θόρυβον και φωνάς έξωθεν. Η γειτονιά είχεν εξυπνήσει, και όλοι ητοιμάζοντο διά την εκκλησίαν.
Η δύστηνος Ουρανιώ δεν αντέσχεν, αλλ’ έλαβε την τόλμην να εξέλθη εις τον σκεπαστόν και περίφρακτον υπό σανίδων εξώστην της οικίας, όπου κρυπτομένη εις το σκότος προέβαλε διά της θυρίδος την κεφαλήν.
Μία γειτόνισσα λάλος και φωνασκός είχεν εγερθή πρώτη, και αφύπνιζε διά των κραυγών της τους γείτονας όλους, όσων ο ύπνος ανθίστατο εις των κωδώνων τον κρότον, προσπαθούσα να εξυπνίση τον άνδρα και τα παιδία της. Ο σύζυγός της, Νταραδήμος, είχεν ανάγκην μοχλού διά να σταθή εις τους πόδας του.
Η θύρα της οικίας των ήτο αντικρύ της του μπαρμπα-Διόμα. Το Ουρανιώ έβλεπε καθαρώς απέναντί της την γυναίκα εκείνην, κρατούσαν φανόν, φωτίζουσαν οικτιρμόνως τα σκότη της οδού διά τους διαβάτας και τους γείτονας. Διότι το σκότος ήτο βαθύ, και ελαφρός άνεμος έπνεεν, όσος ήρκει διά να μεταφέρη εκ των χιονοσκεπών βουνών το ψύχος και τον παγετόν εις τας φλέβας των ανθρώπων.
Κατ’ εκείνην την στιγμήν διήλθεν άνθρωπός τις, όν ιδούσα και αναγνωρίσασα η Ουρανιώ δεν ηδυνήθη να μη μειδιάση.
- Πώς! κι ο Αργυράκης πάει στην εκκλησιά;... εψιθύρισεν. Ο Αργυράκης της Γαροφαλιάς, όστις είχε το προνόμιον να προσωνυμήται από του ονόματος της συζύγου του, είχεν ειπεί άλλοτε και το λόγιον έμεινε παροιμιώδες “όποτε πάω στην εκκλησιά βάια μοιράζουνε”. Αλλά την φοράν ταύτην τον εξύπνισε βιαίως η Γαροφαλιά και τω επέταξε να υπάγη εις την εκκλησίαν, διότι είδε κακόν όνειρον, είπεν. Εφοβείτο μήπως οι γύφτισσες (υπήρχον αντικρύ του οικίσκου των πέντε ή έξ καλύβαι γύφτων νεοφωτίστων), έκαμαν μαγείας εναντίον της. Και αν αυτή επάθαινε τίποτε, Θεός να φυλάη! ποία άλλη θα εκόλλα τον φούρνον, οι μέρες που έρχονται, “τώρα τον Αι-Βασίλη” κτλ., εις όλην την γειτονιά; Όλον δε το άτομόν της ενθύμιζε την μητέρα εκείνην των Σαράντα Δράκων του παραμυθιού, ήτις εφούρνιζε με τας παλάμας και επάνιζε με τους μαστούς.
Ο ευπειθής Αργυράκης, όστις μόλις έφθανε μέχρι των ώμων του αναστήματός της, ηγέρθη, εφόρεσεν εις την κεφαλήν του τον γιοργούλη του, εζώσθη το κόκκινον ζωνάρι του, τρειίς σπιθαμάς πλατύ, υπέδησεν εις τους πόδας τα πέδιλά του, και εξήλθεν εις την οδόν.
Ταυτοχρόνως είχεν εξέλθει και ο Νταραδήμος, όστις έπιασεν ομιλίαν με τον Αργυράκη της Γαροφαλιάς.
- Τώρα μ’ αρέσεις, γείτονα, τω λέγει... μήν είσαι αλιβάνιστος, διότι είναι κατά τα σκοίνια (καταισχύνη). Το φεγγάρι δεν είναι τώρα παν’ τς Έλληνες (πανσέληνος) να φοβάσαι τον ίσκιο σου την νύχτα...
Τοιαύτα ελληνικά ωμίλει ο Νταραδήμος.
- Τι να κάμουμε, να σ’ ορίσω, γείτονα; απήντησε ταπεινοφρόνως ο Αργυράκης.
Και ο Νταραδήμος κατέβη εις την οδόν, προηγουμένης της συζύγου του, κρατούσης πάντοτε τον φανόν.
- Δεν ξέρουμε, να ήλθε τάχα ο γείτονας; είπε την στιγμήν εκείνην η σύζυγος του Νταραδήμου και ρίπτουσα εκφραστικόν βλέμμα προς την οικίαν του μπαρμπα-Διόμα.
- Σωπάτε, είπε, φέρων τον δάκτυλον εις το στόμα ο Αργυράκης, είπαν πώς βούλιαξε...
- Τι; είπεν η σύζυγος του Νταραδήμου.
Ο Αργυράκης ητοιμάζετο να διηγηθή πώς και που τα ήκουσεν, αλλά την αυτήν στιγμήν γοερά και σπαρακτική κραυγή ηκούσθη από της σιγηλής οικίας, προς ήν έβλεπον οι τρείς ομιληταί.
Από του σκεπαστού και περιφράκτου εξώστου, η δυστυχής το Ουρανιώ, είχεν ακούσει την λέξιν του Αργυράκη, και αφήκε την κραυγήν εκείνην.
Η άστοργος θεία, ήτις από έτους και πλέον δεν είχε καλημερίσει την ανεψιάν της, ήκουσε την γοεράν κραυγήν, και λησμονήσασα τότε τα τρία στρέμματα του αγρού, έτρεξε προς βοήθειαν της περιαλγούς κόρης.
Περί την μεσημβρίαν της αυτής ημέρας, ο ατυχής μπαρμπα-Διόμας είχε φορέσει μέχρι των ώτων καταβαίνον όρθιον το παμπάλαιον φέσι του, είχεν ενδυθή την τσάκαν του και το αμπαδίτικο βρακί του, και καταβάς εις τον αιγιαλόν, έλυσε την μικράν, ελαφροτάτην και υπόσαθρον λέμβον, και λαβών τας κώπας ήλαυνε προς την μεσημβρινώτερον κειμένην μικράν νήσον Τσουγκριάν.
Μόνη έμεινεν η Ουρανιώ εις την οικίαν, και μόνος ο μπαρμπα-Διόμας επέβαινε της λέμβου του, ναύτης ο αυτός και κυβερνήτης και πρωρεύς.
Ναυτίλος από της δωδεκαετούς ηλικίας του, ο μπαρμπα-Διόμας, απέκτησεν αμοιβαδόν σκούνες, γολέτες και βρίκια, ύστερον υπεβιβάσθη εις βρατσέραν, και τέλος έμεινε κύριος της μικράς ταύτης λέμβου, δι’ ής εξετέλει βραχείας αλιευτικάς ή πορθμευτικάς εκδρομάς. Τα περισσεύματα των κόπων του τα έφαγαν άλλοι πάλιν φίλοι, ατυχήσαντες και αυτοί εις τας θαλασσίους επιχειρήσεις των. Εις το γήράς του δεν τω έμεινε άλλο τι, ειμή σιδηρά υγεία, δι’ ής ηδύνατο ακόμη ν’ αντέχη εις τους θαλασσίους κόπους, χάριν του επιουσίου άρτου εργαζόμενος.
Ενίοτε, ελλείψει ομιλητού, διηγείτο τα παράπονά του εις τους ανέμους και εις τα κύματα:
- Πήγα δά και στην Αθήνα, σ’ εκείνο το Ιππομαχικό, και μόδωκαν, λέει, δύο σφάκελα, να τα πάω στο Σοκομείο, να παρουσιασθώ στην Πιτροπή^ πήγα και στην Πιτροπή, ο ένας ο γιατρός με ηύρε γερό, άλλος σακάτη, κι αυτοί δεν ήξευραν... ύστερα γύρισα στο υπουργείο και μου είπαν, “σύρε στο σπίτι σου, κ’ εμείς θα σού στείλωμε τη σύνταξή σου”. Σηκώνομαι, φεύγω, έρχομαι δώ, περιμένω, περνάει ένας μήνας, έρχονται τα χαρτιά στο λιμεναρχείο, να πάω, λέει, πίσω στην Αθήνα, έχουν ανάγκη να με ξαναϊδούν. Σηκώνω τριάντα δραχμές από ένα γείτονα, γιατί δεν είχα να πάρω το σωτήριο για το βαπόρι, γυρίζω πίσω στην Αθήνα χειμώνα καιρό, δέκα μέρες με παίδευαν να με στέλνουν από το υπουργείο στο Ιππομαχικό, κι απ’ το Ιππομαχικό στο Σοκομείο, ύστερα μου λένε “παινε, και θα βγή η απόφαση”. Σηκώνομαι, φεύγω, γυρίζω στο σπίτι μου, καρτερώ... είδες εσύ σύνταξη; (απηυθύνετο προς υποτιθέμενον ακροατήν), άλλο τόσο κ’ εγώ. Επήρα κ’ εγώ την Πηρέτρα και πασκίζω να βγάλω το ψωμί μου.
Πηρέτρα ή Υπηρέτρα ήτο το όνομα της λέμβου, όπερ αυτός τη έδιδε.
Και παύων να μονολογή, ήρχιζε να τραγωδή διά τής τραχείας και μονοτόνου φωνής του:
Βασανισμένο μου κορμί, τυραγνισμένα νιάτα!...
και δεν έλεγεν άλλον στίχον.
Καταπλεύσας εις την τερπνήν νήσον Τσουγκριάν, ο μπαρμπα-Διόμας εφόρτωσεν επί της “Υπηρέτρας” πέντε ή έξ ζεύγη ορνίθων, κοφίνους τινάς ωών και τυρού, δύο ή τρείς ινδιάνους, και άλλα τινά πράγματα, και ητοιμάζετο να λύση τα απόγεια της λέμβου και ν’ αποπλεύση. Αλλά την στιγμήν εκείνην προσήλθεν ο κουμπάρος του Σταθαρός, ο ποιμήν του Τσουγκριά, και τον παρεκάλεσε να του κάμη την χάριν να παραλάβη οχληρόν συμπλωτήρα... “υιόν υποζυγίου” ώριμον προς επίσαξιν... όπως κομίση αυτόν προς ένα των πολυαρίθμων κουμπάρων του εις την πολίχνην.
Ο μπαρμπα-Διόμας εσυλλογίσθη το βάρος, και έρριψεν αμήχανον βλέμμα εις το στενόχωρον και την ελαφρότητα της “Υπηρέτρας”, αλλ’ αφ’ ετέρου εσκέφθη ότι μία δραχμή, ο ναύλος του οναρίου, ήτο κάτι δι’ αυτόν, ήτο ο καπνός και ο οίνος των τριών σχολασίμων ημερών των Χριστουγέννων, και απεφάσισε να προσλάβη τον πώλον.
Ο κουμπάρος Σταθαρός ευχαριστηθείς τον εφίλευσεν ολίγα αυγά, μίαν μυζήθραν, και ο μπαρμπα-Διόμας, επιβιβάσας τον πώλον, έλαβε τας κώπας, και έστρεψε την πρώραν προς τον λιμένα.
Απεμακρύνθη, έκαμε πανιά, και, διανύσας υπέρ το έν μίλιον, απείχεν εξ ίσου σχεδόν του Τσουγκριά και της πολίχνης. Καίτοι βορειοδυτικός ο άνεμος, Γραίος, υπεβοήθει εκ πλαγίου το ιστίον, διότι ο μπαρμπα-Διόμας έδιδε βορειοδυτικήν εις την λέμβον διεύθυνσιν.
Αλλ’ ο πώλος, όστις έβοσκεν ησύχως το χόρτον του, και δεν εφαίνετο ν’ ανησυχή πολύ περί του διάπλου, αίφνης εσήκωσε τον πόδα, έδωκεν άτακτον λάκτισμα εις την σανίδα... και το μαδέρι της ευθραύστου και υποσάθρου λέμβου διερράγη.
Το ύδωρ ήρχισε να εισρέη εις το κύτος.
Η λέμβος ήρχισε να βυθίζηται.
Ταχύς ως η αστραπή, ο μπαρμπα-Διόμας, απέβαλε το βαρύτερον φόρεμα, τον αμπά του, τον οποίον είχε φορέσει μόνον ενόσω εκάθητο εις το πηδάλιον, έγειρε προς το μέρος της σκότας του πανίου αριστερά, εκρεμάσθη επί της πλευράς του σκάφους και κατώρθωσε να μπατάρη την λέμβον.
Μέγας έγινεν ο θρήνος υπό την ανατραπείσαν τρόπιδα. Όρνιθες, ινδιάνοι, κόφινοι και ο αίτιος της συμφοράς, ο πώλος, όλα κατήλθον εις τον πυθμένα.
Ο μπαρμπα-Διόμας, όστις εκολύμβα ως έγχελυς, είχε και στήριγμα την ανατραπείσαν “Υπηρέτραν”, την οποίαν ημπόδισε του να βυθισθή.
Περί τας δύο ώρας έμεινεν ούτως ο μπαρμπα-Διόμας επίστομα επί των πλευρών του σκάφους, κρατούμενος διά των χειρών από της τρόπιδος, μη τολμών να στηριχθή όλος επί των σανίδων, διότι η λέμβος θα εβυθίζετο.
Τέλος, περί την αμφιλύκην, ενόσω υπήρχεν ακόμη αρκετόν φως, όσον έρριπτεν η ανταύγεια των χιονοσκεπών πέριξ ορέων, εφάνη μακρόθεν έν ιστίον.
Ο μπαρμπα-Διόμας ήρχιζε να φωνάζη με όσην δύναμιν τω έμεινεν ακόμη.
Ο άνεμος ήτο βοηθητικός διά το ερχόμενον πλοίον, όπερ έπλεεν εξ ανατολών προς δυσμάς.
Ήτο μέγα τρεχαντήριον φορτωμένον.
Αι φωναί του μπαρμπα-Διόμα δεν ηκούοντο, ο άνεμος τας ώθει μακράν προς τον λίβα.
Αλλά το τρεχαντήριον επλησίαζε και ο μικρός μαύρος όγκος της ανατραπείσης λέμβου διεκρίνετο ως φωλεά αλκυόνος επί των κυμάτων.
Καθ’ όσον όμως επλησίαζεν, ηδύναντο ν’ ακουσθώσι και αι φωναί. Διότι το ανατραπέν σκαφίδιον, ωθούμενον υπό των κυμάτων, είχε μετατοπισθή πολλάς δεκάδας οργυιών προς τα νοτιοδυτικά, και ο γέρων ναυαγός συνέβαλε και αυτός εις τούτο διά των χειρών και των ποδών.
Τέλος το τρεχαντήριον προσήγγισε και απέλυσε την λέμβον. Ο μπαρμπα-Διόμας ήκουσε κώπας πλαταγούσας πλησίον του, αλλά τόσον μόνον ήκουσεν. Ευθύς κατόπιν ελιποθύμησεν.
Οι δύο κωπηλάται ανέσυραν τον μπαρμπα-Διόμαν παγωμένον και ημιθανή, και τον ανεβίβασαν εις το τρεχαντήριον.
Αφού του ήλλαξαν τα ενδύματα, δι’ εμπνοών και προστρίψεων προσεπάθησαν να τον ανακαλέσωσιν εις την ζωήν.
Ο κυβερνήτης διέταξε να στρέψωσι πρώραν προς τον λιμένα, όπως τον αποδώσωσι νεκρόν ή ζώντα εις τους οικείους του.
Τέλος ο πτωχός ναυαγός ήνοιξε τους οφθαλμούς.
Οι καλοί ναύται ηθέλησαν να τω προσφέρωσι πούντς και άλλα θερμά ποτά.
Αλλ’ άμα ανοίξας τους οφθαλμούς ο μπαρμπα-Διόμας, διά του πρώτου βλέμματος είδε βαρέλια.
Το πλοίον ήτο φορτωμένον οίνους.
- Όχι πούντς, όχι, είπε διά πεπνιγμένης φωνής^ κρασί δώστέ μου!
Οι ναύται τω προσήνεγκον φιάλην πλήρη ηδυγεύστου μαύρου οίνου, και ο μπαρμπα-Διόμας την ερρόφησεν απνευστί.
......................................................................................................................
Υπέφωσκεν ήδη η ημέρα των Χριστουγέννων, και η θεία εις μάτην προσεπάθει να παρηγορήση την σφαδάζουσαν υπό άλγους Ουρανιώ.
Αλλ’ η σύζυγος του Νταραδήμου ελθούσα τότε ανήγγειλεν ότι ο μπαρμπα-Διόμας εναυάγησε μεν, αλλ’ εσώθη, και ότι έφθασεν υγιής.
Ο Αργυράκης και άλλοι τινές αγρόται είχον ίδει, φαίνεται, μακρόθεν την ανατροπήν της λέμβου, και εντεύθεν διεδόθη ότι ο γέρων επνίγη. Αλλ’ επειδή ενύκτωσε, δεν είδον και το σωστικόν και οινοφόρον τρεχαντήριον.
Ο μπαρμπα-Διόμας, ελθών μετ’ ολίγον και ο ίδιος, ενηγκαλίσθη την κόρην του. ‘Ω, πενιχρά αλλ’ υπερτάτη ευτυχία του πτωχού!
Το Ουρανιώ έχυνεν ακόμη δάκρυα, αλλά δάκρυα χαράς. Ο πατήρ της δεν της είχε φέρει ούτε αυγά ούτε μυζήθρες ούτε όρνιθες, αλλά της έφερε το σκληραγωγημένον και θαλασσόδαρτον άτομόν του και τας δύο στιβαράς και χελωνοδέρμους χείράς του, δι’ ών ηδύνατο ακόμη επί τινα έτη να εργάζηται δι’ εαυτόν και δι’ αυτήν.
(1888)
Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009
πανεμορφο
ακούστε το,αισθηματοποιήστε τις στιγμές σας σας, αυτό είναι και το νόημα μιας γιορτής ή μιας ζωής κατα τον μεγαλο Αλεξανδρινό...
Επεστρεφε
Επεστρεφε συχνα και παιρνε με,
αγαπημενη αισθησις επεστρεφε και παιρνε με-
οταν ξυπνα του σωματος η μνημη,
κ'επιθυμια παληα ξαναπερνα στο αιμα,
οταν τα χειλη και το δερμα ενθυμουνται,
κ'αισθανονται τα χερια σαν ν'αγγιζουν παλι.
Επεστρεφε συχνα και παιρνε με την νυχτα,
οταν τα χειλη και το δερμα ενθυμουνται'''
Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009
Μις κοσμος εξελέγη η αιωνιότης: δεν παρέστη
Πέθανε αιωνόβιος ο σημαντικός Έλληνας ζωγράφος Γιάννης Μόραλης, φτωχαίνοντας έτσι τις πηγές των συγκινήσεών μας, τις ούτως ή άλλως πάσχουσες με χρόνια λειψυδρία, ακόμα περισσότερο. θα παραθέσουμε εδώ μια όμορφη συνέντευξή του, μικρή, αλλά ενδεικτική της προσωπικότητάς του, αντί άλλων που παντύ θα διαβάσετε.
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΡΑΛΗΣ “Τα έργα μου μοιάζει να με έχουν προδώσει” [1]
Στα 92 του χρόνια ο Γιάννης Μόραλης παραμένει χαμηλών τόνων, λάτρης του ωραίου φύλου, εξαιρετικός αφηγητής, χιουμορίστας αλλά και… ανατρεπτικός!
Της Έλσας Σπυριδοπούλου
Το περασμένο Σάββατο, παρά το μεγάλο της ηλικίας του, δεν δίστασε να ανέβει σε ελικόπτερο και να βρεθεί για λίγες ώρες στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στη Χώρα της Άνδρου. Δεν μπορούσε να μη δει, όπως είπε, την έκθεση “Μία ανίχνευση”, που οργανώνει προς τιμήν του το Μουσείο, την τέταρτη -και όπως πιστεύει ο Μόραλης την τελευταία- αναδρομική έκθεσή του.
Η χαρά και η συγκίνησή του ήταν εμφανείς. Το ίδιο και όλων όσοι βρεθήκαμε κοντά του, αφού ο καλλιτέχνης, που δεν έχει δώσει ποτέ του συνέντευξη, μας χάρισε μία απολαυστική κουβέντα. Επέστρεψε στο νησί έπειτα από περίπου 60 χρόνια, για να αντικρίσει έργα μιας ζωής, εκ των οποίων πολλά είχε να τα δει εδώ και χρόνια. Λάδια, σχέδια και γλυπτά, που αφηγούνται ιστορίες από τη ζωή του. Εξάλλου η δουλειά του, όπως τόνισε, “είναι κυρίως αυτοβιογραφική”. Αρχίζει από τον ίδιο. “Δεν υπάρχει πιο ηλίθια φράση από το ‘κάνω κάτι για το λαό’. Η δημιουργία ξεκινά πάντα από τον καλλιτέχνη και μετά το κοινό επιλέγει εάν του αρέσει ή όχι”. Επιπλέον δεν μπορείς να εξηγήσεις ένα έργο. “Όπως έχει πει και ο Πικάσο, ‘ο τρόπος, για να τα κατανοήσεις, είναι να βρεις το κλειδί της ποίησης’. Σημασία έχει να τα αισθάνεσαι”. Τα αγαπά ιδιαίτερα, γι’ αυτό και δεν τα πουλούσε. “Αναγκάστηκα να το κάνω κάποια στιγμή”, ομολόγησε και η αίσθηση είναι πικρή: “Αισθάνομαι σαν να με έχουν προδώσει. Ανήκουν αλλού πια”.
απο ριζοσπαστη
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ ΕΞ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ
Η έκθεση στο Μουσείο της Άνδρου έχει στηθεί από τον ίδιο τον Μόραλη. Ήταν ένας επιμελητής εξ αποστάσεως, όπως μας αποκάλυψε ο διευθυντής του Μουσείου -και “συνεπιμελητής”- Κυριάκος Κουτσομάλλης, αφού ο καλλιτέχνης επέλεξε ο ίδιος τα έργα (“δάνεια” από δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές) και με βάση μία κλίμακα του χώρου που του είχαν στείλει από το Μουσείο υπέδειξε πώς θα τοποθετηθούν.
Η διαδρομή λοιπόν ξεκινά από ένα γλυπτό του Μόραλη από τον Γ. Παππά, περιστοιχισμένο από φωτογραφίες του καλλιτέχνη, και ακολουθούν η παιδευτική φάση από το Παρίσι στα τέλη της δεκαετίας του ’40 με εξαιρετικά σκίτσα και πορτρέτα, η περίοδος κατά την οποία εμφανίζονται τα στοιχεία κυβισμού και η “εξαΰλωση” των μορφών και η τρίτη, αφαιρετική και αντιπροσωπευτικότερη φάση της τέχνης του Μόραλη (περιλαμβάνει και το τελευταίο χρονολογικά έργο, την “Περίσκεψη”, 2007).
Όπως είχε προαναγγείλει ο κ. Κουτσομάλλης, το καλοκαίρι του 2009 θα δούμε στο Μουσείο έργα του Πιέρ Ντελβό, εμπνευσμένα από την αρχαία Ελλάδα (συνεργασία με το Μουσείο Βρυξελλών, όπου θα μεταφερθεί η έκθεση), και το 2010 γλυπτά του Ιζάμου Νογκούτσι (συνεργασία με το Ίδρυμα Νογκούτσι στη Νέα Υόρκη).
Άνδρος. Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή (Χώρα). Έκθεση “Ι. Μόραλης: Μία ανίχνευση”. Διάρκεια έως 28 Σεπτεμβρίου.
[1] http://www.makthes.gr/index.php?name=News&file=article&sid=20171
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΡΑΛΗΣ “Τα έργα μου μοιάζει να με έχουν προδώσει” [1]
Στα 92 του χρόνια ο Γιάννης Μόραλης παραμένει χαμηλών τόνων, λάτρης του ωραίου φύλου, εξαιρετικός αφηγητής, χιουμορίστας αλλά και… ανατρεπτικός!
Της Έλσας Σπυριδοπούλου
Το περασμένο Σάββατο, παρά το μεγάλο της ηλικίας του, δεν δίστασε να ανέβει σε ελικόπτερο και να βρεθεί για λίγες ώρες στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στη Χώρα της Άνδρου. Δεν μπορούσε να μη δει, όπως είπε, την έκθεση “Μία ανίχνευση”, που οργανώνει προς τιμήν του το Μουσείο, την τέταρτη -και όπως πιστεύει ο Μόραλης την τελευταία- αναδρομική έκθεσή του.
Η χαρά και η συγκίνησή του ήταν εμφανείς. Το ίδιο και όλων όσοι βρεθήκαμε κοντά του, αφού ο καλλιτέχνης, που δεν έχει δώσει ποτέ του συνέντευξη, μας χάρισε μία απολαυστική κουβέντα. Επέστρεψε στο νησί έπειτα από περίπου 60 χρόνια, για να αντικρίσει έργα μιας ζωής, εκ των οποίων πολλά είχε να τα δει εδώ και χρόνια. Λάδια, σχέδια και γλυπτά, που αφηγούνται ιστορίες από τη ζωή του. Εξάλλου η δουλειά του, όπως τόνισε, “είναι κυρίως αυτοβιογραφική”. Αρχίζει από τον ίδιο. “Δεν υπάρχει πιο ηλίθια φράση από το ‘κάνω κάτι για το λαό’. Η δημιουργία ξεκινά πάντα από τον καλλιτέχνη και μετά το κοινό επιλέγει εάν του αρέσει ή όχι”. Επιπλέον δεν μπορείς να εξηγήσεις ένα έργο. “Όπως έχει πει και ο Πικάσο, ‘ο τρόπος, για να τα κατανοήσεις, είναι να βρεις το κλειδί της ποίησης’. Σημασία έχει να τα αισθάνεσαι”. Τα αγαπά ιδιαίτερα, γι’ αυτό και δεν τα πουλούσε. “Αναγκάστηκα να το κάνω κάποια στιγμή”, ομολόγησε και η αίσθηση είναι πικρή: “Αισθάνομαι σαν να με έχουν προδώσει. Ανήκουν αλλού πια”.
απο ριζοσπαστη
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ ΕΞ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ
Η έκθεση στο Μουσείο της Άνδρου έχει στηθεί από τον ίδιο τον Μόραλη. Ήταν ένας επιμελητής εξ αποστάσεως, όπως μας αποκάλυψε ο διευθυντής του Μουσείου -και “συνεπιμελητής”- Κυριάκος Κουτσομάλλης, αφού ο καλλιτέχνης επέλεξε ο ίδιος τα έργα (“δάνεια” από δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές) και με βάση μία κλίμακα του χώρου που του είχαν στείλει από το Μουσείο υπέδειξε πώς θα τοποθετηθούν.
Η διαδρομή λοιπόν ξεκινά από ένα γλυπτό του Μόραλη από τον Γ. Παππά, περιστοιχισμένο από φωτογραφίες του καλλιτέχνη, και ακολουθούν η παιδευτική φάση από το Παρίσι στα τέλη της δεκαετίας του ’40 με εξαιρετικά σκίτσα και πορτρέτα, η περίοδος κατά την οποία εμφανίζονται τα στοιχεία κυβισμού και η “εξαΰλωση” των μορφών και η τρίτη, αφαιρετική και αντιπροσωπευτικότερη φάση της τέχνης του Μόραλη (περιλαμβάνει και το τελευταίο χρονολογικά έργο, την “Περίσκεψη”, 2007).
Όπως είχε προαναγγείλει ο κ. Κουτσομάλλης, το καλοκαίρι του 2009 θα δούμε στο Μουσείο έργα του Πιέρ Ντελβό, εμπνευσμένα από την αρχαία Ελλάδα (συνεργασία με το Μουσείο Βρυξελλών, όπου θα μεταφερθεί η έκθεση), και το 2010 γλυπτά του Ιζάμου Νογκούτσι (συνεργασία με το Ίδρυμα Νογκούτσι στη Νέα Υόρκη).
Άνδρος. Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή (Χώρα). Έκθεση “Ι. Μόραλης: Μία ανίχνευση”. Διάρκεια έως 28 Σεπτεμβρίου.
[1] http://www.makthes.gr/index.php?name=News&file=article&sid=20171
Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2009
Σαββατο!
Κρατώ λουλούδι μάλλον.
Παράξενο.
Φαίνεται απ' τη ζωή μου
πέρασε κήπος κάποτε.
Στο άλλο χέρι
κρατώ πέτρα.
Με χάρη και έπαρση.
Υπόνοια καμιά
ότι προειδοποιούμαι γι' αλλοιώσεις,
προγεύομαι άμυνες.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
πέρασε άγνοια κάποτε.
Χαμογελώ.
Η καμπύλη του χαμόγελου,
το κοίλο αυτής της διαθέσεως,
μοιάζει με τόξο καλά τεντωμένο,
έτοιμο.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
πέρασε στόχος κάποτε.
Και προδιάθεση νίκης.
Το βλέμμα βυθισμένο
στο προπατορικό αμάρτημα:
τον απαγορευμένο καρπό
της προσδοκίας γεύεται.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
πέρασε πίστη κάποτε.
Η σκιά μου, παιχνίδι του ήλιου μόνο.
Φοράει στολή δισταγμού.
Δεν έχει ακόμα προφθάσει να είναι
σύντροφός μου ή καταδότης.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
πέρασ' επάρκεια κάποτε.
Συ δεν φαίνεσαι.
Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο τοπίο,
για να 'χω σταθεί στην άκρη του
κρατώντας λουλούδι
και χαμογελώντας,
θα πει πώς όπου να 'ναι έρχεσαι.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
ζωή πέρασε κάποτε.
Παράξενο.
Φαίνεται απ' τη ζωή μου
πέρασε κήπος κάποτε.
Στο άλλο χέρι
κρατώ πέτρα.
Με χάρη και έπαρση.
Υπόνοια καμιά
ότι προειδοποιούμαι γι' αλλοιώσεις,
προγεύομαι άμυνες.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
πέρασε άγνοια κάποτε.
Χαμογελώ.
Η καμπύλη του χαμόγελου,
το κοίλο αυτής της διαθέσεως,
μοιάζει με τόξο καλά τεντωμένο,
έτοιμο.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
πέρασε στόχος κάποτε.
Και προδιάθεση νίκης.
Το βλέμμα βυθισμένο
στο προπατορικό αμάρτημα:
τον απαγορευμένο καρπό
της προσδοκίας γεύεται.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
πέρασε πίστη κάποτε.
Η σκιά μου, παιχνίδι του ήλιου μόνο.
Φοράει στολή δισταγμού.
Δεν έχει ακόμα προφθάσει να είναι
σύντροφός μου ή καταδότης.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
πέρασ' επάρκεια κάποτε.
Συ δεν φαίνεσαι.
Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο τοπίο,
για να 'χω σταθεί στην άκρη του
κρατώντας λουλούδι
και χαμογελώντας,
θα πει πώς όπου να 'ναι έρχεσαι.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
ζωή πέρασε κάποτε.
Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009
επιβάλλεται....
Ο ταξιδιώτης και η μαργαρίτα του Ευγένιου Τριβιζά
Αν ψέματα του ‘λεγε; Αν καμωνόταν;
Αν κάποιο άλλο αστέρι πρόσμενε; Αν πεταλούδες πλουμιστές ονειρευόταν; Πως θα σιγουρευόταν; Αλήθεια, πως
Μεσάνυχτα. Στον ουρανό τον ήσυχο, το βαθυσκότεινο,
θαμποσβήνουν δειλά, αχνόφωτα τα αστέρια
σ’ άπειρους μαγευτικούς συνδυασμούς, αμέτρητες εξωτικές, παραμυθένιες ζωγραφιές. Αστέρια πολλά. Μυριάδες αστέρια.
Φαναράκια χρυσαφιά, που, με τις τοσοδούλικες τους λάμψεις,
ζωγραφίζουν στα μενεξεδένια βελούδα γαλέρες, γιρλάντες, άτια και κάστρα και θεριά παράξενα.
Εκεί ψηλά, στων αστεριών τον κόσμο που η χλωμόχρυση σελήνη βασιλεύει,
πλανιόταν κάποτε συντροφικά τρία άστρα μικρά, αδέλφια αγαπημένα.
Το πρώτο το ‘λεγαν Αυγερινό, τ’ άλλο Αστραφτερή
και το τρίτο το τελευταίο, που ‘χε την πιο γλυκόθωρη λάμψη απ’ όλα τ’ άλλα αστέρια που το στερέωμα στολίζουν, το ‘λεγαν «Καμάρι τ’ Ουρανού».
Ανέμελα έπαιζαν κρυφτό στα πουπουλένια νέφη,
κυνηγητό με τις φεγγαραχτίδες, που γλιστρούσαν γοργά,
γνέφανε γελαστά, χάνονταν και ξέφευγαν στ’ απλόχωρα ουράνια χαρωπές.
Ώσπου κουράστηκε κάποια νυχτιά το Καμάρι τ’ Ουρανού με τ’ αδέλφια του αντάμα.
Απόκαμε να παίξει. Βαρέθηκε να θαυμάζει το φεγγάρι εκστατικά.
Πεθύμησε σ’ άλλους κόσμους, κόσμους πρωτόγνωρους, αλαργινούς, να ταξιδέψει.
Δεν το χώραγε ο ουρανός, άχαρος και πληχτικός του φαινότανε ο γαλαξίας.- Μη φεύγεις! παρακάλεσε η Αστραφτερή.- Μη μας αφήνεις! κλάφτηκε ο Αυγερινός.
Μα το ‘χε πάρει απόφαση το Καμάρι τ’ Ουρανού. Υπόσχεση του έδωσε πως θα γυρνούσε σίγουρα, προτού η ροδόλουστη αυγούλα ξεπροβάλει, και, μ’ ένα σάλτο ανάλαφρο, αποχαιρέτησε τους συντρόφους του και τις ουράνιες στράτες.
Άρχισε να γλιστρά γοργά στο διάφανο διάστημα, νιώθοντας έναν ίλιγγο μεθυστικό, ίλιγγο που τ’ ανατρίχιαζε, του έκοβε την ανάσα.
Ένα τράνταγμα, μια μαρμαρυγή, κι έπεσε το Καμάρι τ’ Ουρανού στη Γή!
Όταν συνήλθε απ’ την παραζάλη, έφερε το βλέμμα γύρωθε του.
Είχε βυθιστεί σ’ ένα λιβάδι άγνωστο και σκοτεινό,
κι η αχνή του ανάσα φανέρωνε μια ύπαρξη μαγευτική, εκεί κοντά του.
Πλάι του ακριβώς, στην άκρη μίσχου λεπτού,
φύτρωνε ένας ήλιος τοσοδούλης, στεφανωμένος πάλλευκες αχτίδες.
- Ποιος είσαι; μίλησε η μαργαρίτα πρώτη.
- Ένας ταξιδιώτης από το γαλαξία. Εσύ;
- Λουλούδι. Δεν έχεις ξαναδεί;
- Όχι. Από πού έπεσες εδώ;
- Δεν έπεσα. Εδώ έτυχε ν’ αναστηθώ, εδώ, σ’ ένα λιβάδι μυστικό,
να ρουφώ από τη γή πικρούς χυμούς και να προσμένω…
Δε χόρταινε να την κοιτά, να θαυμάζει το φλουράτο κεφαλάκι με τα χαριτωμένα πέταλα,
τον ντελικάτο μίσχο της τον τρυφερό.
Απόμειναν για λίγο σιωπηλοί.
Μόνο τ’ αργοθρόισμα ακουγόταν.
Ύστερα, σιγανή άκουσε τη φωνή της:
Έψαχνες να με βρείς;Έτσι θαρρώ!
Είχε σκύψει πλάι του. Πολύ κοντά του. Ένιωσε το άρωμα της.
Ένα της πέταλο άγγιξε μια χρυσαφιά του ακίδα. Ρίγησαν.
Μια άλικη σπίθα ελαμψε ανάμεσα τους,
κι η ψυχή του ξενιτεμένου αστεριού πλημμύρισε λατρεία τρυφερή για την μαργαρίτα την χλωμή,
που ‘γερνε πλάι του σιγοτρέμοντας, απ’ τη φεγγοβολιά του θαμπωμένη.
Κι εκείνη η κρυσταλλένια νύχτα ήταν μεγάλη, ατέλειωτη,
μ’ ώρες μεθυστικές, αμέτρητες, στιγμές μαγευτικές, ολόδικες τους.
Το βαθυσκότεινο λιβάδι κοιμόταν απέραντο,
ανασαλεύοντας νωχελικά στη μυρωμένη αύρα
Ξάφνου, μια σκιά πέρασε σαν αστραπή απ’ το λιβάδι,
και προτού καλά καλά φανεί, την κατάπιε πάλι το σκοτάδι.
Το αστέρι ένιωσε μια σαΐτα να κεντά τα’ ασημένια του τα φυλλοκάρδια,
και την ίδια τη στιγμή ζήλια μαρτυρική στην ψυχή του να φουντώνει!
Όσο ένιωθε την καλή του αγγελικά να το θωρεί,
αμφιβολία βασανιστική το τυραννούσε, ζήλια για κάθε χορτάρι του απέραντου αγρού,
για κάθε κρυφή της μαργαρίτας σκέψη…
Βαθιά την αγαπούσε. Κι εκείνη το ίδιο άραγε;
Αν καμωνόταν; Αν κάποιο άλλο αστέρι πρόσμενε;
Αν πεταλούδες πλουμιστές ονειρευόταν;
Αν ταξίδευε κι αυτή στα όνειρά της;
Πως θα σιγουρευόταν; Πως θα μάθαινε τα μυστικά της;
Πως;
Τέτοια συλλογιζόταν, όταν τράβηξε με δύναμη ένα πέταλο χιονάτο.
- Μ’ αγαπά, μουρμούρισε όπως τ’ άφηνε να πέσει.
Έπειτα, δισταχτικά τράβηξε ακόμα ένα.
- Δεν μ’ αγαπά, ψέλλισε βραχνά.
- Μη! στέναξε η μαργαρίτα τρέμοντας από πόνο γλυκό, παράπονο, απορία.
Μα μες στη μέθη του τ’ αστέρι, πως θα μάθαινε, όπου να ‘ναι την αλήθεια,
δεν έδωσε στο μαρτύριο της σημασία.
- Μ’ αγαπά: γέλαγε τρισευτυχισμένο.
- Δε μ’ αγαπά! θρηνούσε σκυθρωπό.
Κι ασυλλόγιστα μαδούσε ολοένα τα πέταλα της τα χιονάτα, ένα ένα.
- Γιατί; ψιθύριζε τ’ άδολο ανθάκι λαβωμένο.
Μα τ’ αστέρι δεν την άκουγε, στον οίστρο του παραδομένο.
- Μ’ αγαπά!- Δε μ’ αγαπά!
Πονούσε η μαργαρίτα. Πονούσε πολύ. Με κάθε πέταλο απαλό έφευγε και μια πνοή.
Ώσπου τράβηξε το στερνό της πέταλο τ’ αστέρι.
- Μ’ αγαπά! φώναξε χαρούμενο.
Κι ο αντίλαλος του γύρισε θλιμμένος πίσω.
Σταμάτησε, σκέφτηκε.
Είδε την μαργαρίτα να σκιρτά όλο παράπονο, να ξεψυχά εκεί,
στης λάμψης του την αχνόφωτη αγκαλιά
. Έγειρε αργά αργά, άγγιξε τη χλόη. Της αύρας η πνοή πήρε τα πέταλα, τα σκόρπισε τριγύρω.
Ύστερα, τίποτ’ άλλο πια. Μόνο σκοτάδι.
Κι ολόγυρα, σκούρα, πυκνά χορτάρια απειλητικά.
Τότε μόνο ένιωσε τι της είχε κάνει.
Τρεμόπαιξε για μια στιγμή, στέναξε κι έπαψε ν’ ανασαίνει χρυσαφένιο φως.
Άδικα πρόσμενε ο Αυγερινός. Άδικα τ’ αναζητούσε η Αστραφτερή..
γιατί δε γύρισε το Καμάρι τ’ Ουρανού, όπως είχε υποσχεθεί
Την άλλη μέρα, όταν ροδόλουστη η αυγή απ’ της ανατολής τ’ ασημογάλαζα
ξεπρόβαλε τα τούλια, σ’ απλόχωρο λιβάδι λιόχαδο,
πνιγμένα μες στη δροσερή του αγκάλη,
βρήκε μια μαδημένη μαργαρίτα κι ένα σβησμένο αστέρι βυθισμένα…
Αν ψέματα του ‘λεγε; Αν καμωνόταν;
Αν κάποιο άλλο αστέρι πρόσμενε; Αν πεταλούδες πλουμιστές ονειρευόταν; Πως θα σιγουρευόταν; Αλήθεια, πως
Μεσάνυχτα. Στον ουρανό τον ήσυχο, το βαθυσκότεινο,
θαμποσβήνουν δειλά, αχνόφωτα τα αστέρια
σ’ άπειρους μαγευτικούς συνδυασμούς, αμέτρητες εξωτικές, παραμυθένιες ζωγραφιές. Αστέρια πολλά. Μυριάδες αστέρια.
Φαναράκια χρυσαφιά, που, με τις τοσοδούλικες τους λάμψεις,
ζωγραφίζουν στα μενεξεδένια βελούδα γαλέρες, γιρλάντες, άτια και κάστρα και θεριά παράξενα.
Εκεί ψηλά, στων αστεριών τον κόσμο που η χλωμόχρυση σελήνη βασιλεύει,
πλανιόταν κάποτε συντροφικά τρία άστρα μικρά, αδέλφια αγαπημένα.
Το πρώτο το ‘λεγαν Αυγερινό, τ’ άλλο Αστραφτερή
και το τρίτο το τελευταίο, που ‘χε την πιο γλυκόθωρη λάμψη απ’ όλα τ’ άλλα αστέρια που το στερέωμα στολίζουν, το ‘λεγαν «Καμάρι τ’ Ουρανού».
Ανέμελα έπαιζαν κρυφτό στα πουπουλένια νέφη,
κυνηγητό με τις φεγγαραχτίδες, που γλιστρούσαν γοργά,
γνέφανε γελαστά, χάνονταν και ξέφευγαν στ’ απλόχωρα ουράνια χαρωπές.
Ώσπου κουράστηκε κάποια νυχτιά το Καμάρι τ’ Ουρανού με τ’ αδέλφια του αντάμα.
Απόκαμε να παίξει. Βαρέθηκε να θαυμάζει το φεγγάρι εκστατικά.
Πεθύμησε σ’ άλλους κόσμους, κόσμους πρωτόγνωρους, αλαργινούς, να ταξιδέψει.
Δεν το χώραγε ο ουρανός, άχαρος και πληχτικός του φαινότανε ο γαλαξίας.- Μη φεύγεις! παρακάλεσε η Αστραφτερή.- Μη μας αφήνεις! κλάφτηκε ο Αυγερινός.
Μα το ‘χε πάρει απόφαση το Καμάρι τ’ Ουρανού. Υπόσχεση του έδωσε πως θα γυρνούσε σίγουρα, προτού η ροδόλουστη αυγούλα ξεπροβάλει, και, μ’ ένα σάλτο ανάλαφρο, αποχαιρέτησε τους συντρόφους του και τις ουράνιες στράτες.
Άρχισε να γλιστρά γοργά στο διάφανο διάστημα, νιώθοντας έναν ίλιγγο μεθυστικό, ίλιγγο που τ’ ανατρίχιαζε, του έκοβε την ανάσα.
Ένα τράνταγμα, μια μαρμαρυγή, κι έπεσε το Καμάρι τ’ Ουρανού στη Γή!
Όταν συνήλθε απ’ την παραζάλη, έφερε το βλέμμα γύρωθε του.
Είχε βυθιστεί σ’ ένα λιβάδι άγνωστο και σκοτεινό,
κι η αχνή του ανάσα φανέρωνε μια ύπαρξη μαγευτική, εκεί κοντά του.
Πλάι του ακριβώς, στην άκρη μίσχου λεπτού,
φύτρωνε ένας ήλιος τοσοδούλης, στεφανωμένος πάλλευκες αχτίδες.
- Ποιος είσαι; μίλησε η μαργαρίτα πρώτη.
- Ένας ταξιδιώτης από το γαλαξία. Εσύ;
- Λουλούδι. Δεν έχεις ξαναδεί;
- Όχι. Από πού έπεσες εδώ;
- Δεν έπεσα. Εδώ έτυχε ν’ αναστηθώ, εδώ, σ’ ένα λιβάδι μυστικό,
να ρουφώ από τη γή πικρούς χυμούς και να προσμένω…
Δε χόρταινε να την κοιτά, να θαυμάζει το φλουράτο κεφαλάκι με τα χαριτωμένα πέταλα,
τον ντελικάτο μίσχο της τον τρυφερό.
Απόμειναν για λίγο σιωπηλοί.
Μόνο τ’ αργοθρόισμα ακουγόταν.
Ύστερα, σιγανή άκουσε τη φωνή της:
Έψαχνες να με βρείς;Έτσι θαρρώ!
Είχε σκύψει πλάι του. Πολύ κοντά του. Ένιωσε το άρωμα της.
Ένα της πέταλο άγγιξε μια χρυσαφιά του ακίδα. Ρίγησαν.
Μια άλικη σπίθα ελαμψε ανάμεσα τους,
κι η ψυχή του ξενιτεμένου αστεριού πλημμύρισε λατρεία τρυφερή για την μαργαρίτα την χλωμή,
που ‘γερνε πλάι του σιγοτρέμοντας, απ’ τη φεγγοβολιά του θαμπωμένη.
Κι εκείνη η κρυσταλλένια νύχτα ήταν μεγάλη, ατέλειωτη,
μ’ ώρες μεθυστικές, αμέτρητες, στιγμές μαγευτικές, ολόδικες τους.
Το βαθυσκότεινο λιβάδι κοιμόταν απέραντο,
ανασαλεύοντας νωχελικά στη μυρωμένη αύρα
Ξάφνου, μια σκιά πέρασε σαν αστραπή απ’ το λιβάδι,
και προτού καλά καλά φανεί, την κατάπιε πάλι το σκοτάδι.
Το αστέρι ένιωσε μια σαΐτα να κεντά τα’ ασημένια του τα φυλλοκάρδια,
και την ίδια τη στιγμή ζήλια μαρτυρική στην ψυχή του να φουντώνει!
Όσο ένιωθε την καλή του αγγελικά να το θωρεί,
αμφιβολία βασανιστική το τυραννούσε, ζήλια για κάθε χορτάρι του απέραντου αγρού,
για κάθε κρυφή της μαργαρίτας σκέψη…
Βαθιά την αγαπούσε. Κι εκείνη το ίδιο άραγε;
Αν καμωνόταν; Αν κάποιο άλλο αστέρι πρόσμενε;
Αν πεταλούδες πλουμιστές ονειρευόταν;
Αν ταξίδευε κι αυτή στα όνειρά της;
Πως θα σιγουρευόταν; Πως θα μάθαινε τα μυστικά της;
Πως;
Τέτοια συλλογιζόταν, όταν τράβηξε με δύναμη ένα πέταλο χιονάτο.
- Μ’ αγαπά, μουρμούρισε όπως τ’ άφηνε να πέσει.
Έπειτα, δισταχτικά τράβηξε ακόμα ένα.
- Δεν μ’ αγαπά, ψέλλισε βραχνά.
- Μη! στέναξε η μαργαρίτα τρέμοντας από πόνο γλυκό, παράπονο, απορία.
Μα μες στη μέθη του τ’ αστέρι, πως θα μάθαινε, όπου να ‘ναι την αλήθεια,
δεν έδωσε στο μαρτύριο της σημασία.
- Μ’ αγαπά: γέλαγε τρισευτυχισμένο.
- Δε μ’ αγαπά! θρηνούσε σκυθρωπό.
Κι ασυλλόγιστα μαδούσε ολοένα τα πέταλα της τα χιονάτα, ένα ένα.
- Γιατί; ψιθύριζε τ’ άδολο ανθάκι λαβωμένο.
Μα τ’ αστέρι δεν την άκουγε, στον οίστρο του παραδομένο.
- Μ’ αγαπά!- Δε μ’ αγαπά!
Πονούσε η μαργαρίτα. Πονούσε πολύ. Με κάθε πέταλο απαλό έφευγε και μια πνοή.
Ώσπου τράβηξε το στερνό της πέταλο τ’ αστέρι.
- Μ’ αγαπά! φώναξε χαρούμενο.
Κι ο αντίλαλος του γύρισε θλιμμένος πίσω.
Σταμάτησε, σκέφτηκε.
Είδε την μαργαρίτα να σκιρτά όλο παράπονο, να ξεψυχά εκεί,
στης λάμψης του την αχνόφωτη αγκαλιά
. Έγειρε αργά αργά, άγγιξε τη χλόη. Της αύρας η πνοή πήρε τα πέταλα, τα σκόρπισε τριγύρω.
Ύστερα, τίποτ’ άλλο πια. Μόνο σκοτάδι.
Κι ολόγυρα, σκούρα, πυκνά χορτάρια απειλητικά.
Τότε μόνο ένιωσε τι της είχε κάνει.
Τρεμόπαιξε για μια στιγμή, στέναξε κι έπαψε ν’ ανασαίνει χρυσαφένιο φως.
Άδικα πρόσμενε ο Αυγερινός. Άδικα τ’ αναζητούσε η Αστραφτερή..
γιατί δε γύρισε το Καμάρι τ’ Ουρανού, όπως είχε υποσχεθεί
Την άλλη μέρα, όταν ροδόλουστη η αυγή απ’ της ανατολής τ’ ασημογάλαζα
ξεπρόβαλε τα τούλια, σ’ απλόχωρο λιβάδι λιόχαδο,
πνιγμένα μες στη δροσερή του αγκάλη,
βρήκε μια μαδημένη μαργαρίτα κι ένα σβησμένο αστέρι βυθισμένα…
Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009
απόλυτο ή τίποτα....
Όχι
Δεν είναι το «art pour l' art»
Η ανωτέρα εκδήλωσις των ποιητών και των ανθρώπων
Ούτε ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός που είναι απλώς πολιτική
Ούτε η τέρψις τάξεων προνομιούχων
Δεν είναι αυτά ο προορισμός των ποιητών
Γιατί δεν είναι δυνατόν
Με την αφηρημένη μόνον ομορφιά
Ή με την συμβατικώς παραστατική
Ή με το «όπερ έδει δείξαι» μόνον ή το «γαρ»
Να αντικατασταθούν ή να πνιγούν των ενορμήσεων οι
ώσεις
Αφού ο λόγος δεν είναι λογική
Αφού το κάλλος δεν είναι αισθητική
Και το καλόν δεν είναι ηθική
Αφού «un coup de des jamais n' abolira le hasard»
Αφού εν σπερματόζωον μονάχα αρκεί
Να γονιμοποιηθεί το ωάριον της γυναικός ή ο λόγος
Αφού μόνον ο έρωτας τον θάνατον νικά
Θα 'ναι η ποίησις σ π ε ρ μ α τ ι κ ή
Απόλυτα ερωτική
Ή δ ε ν θα υ π ά ρ χ η.
Δεν είναι το «art pour l' art»
Η ανωτέρα εκδήλωσις των ποιητών και των ανθρώπων
Ούτε ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός που είναι απλώς πολιτική
Ούτε η τέρψις τάξεων προνομιούχων
Δεν είναι αυτά ο προορισμός των ποιητών
Γιατί δεν είναι δυνατόν
Με την αφηρημένη μόνον ομορφιά
Ή με την συμβατικώς παραστατική
Ή με το «όπερ έδει δείξαι» μόνον ή το «γαρ»
Να αντικατασταθούν ή να πνιγούν των ενορμήσεων οι
ώσεις
Αφού ο λόγος δεν είναι λογική
Αφού το κάλλος δεν είναι αισθητική
Και το καλόν δεν είναι ηθική
Αφού «un coup de des jamais n' abolira le hasard»
Αφού εν σπερματόζωον μονάχα αρκεί
Να γονιμοποιηθεί το ωάριον της γυναικός ή ο λόγος
Αφού μόνον ο έρωτας τον θάνατον νικά
Θα 'ναι η ποίησις σ π ε ρ μ α τ ι κ ή
Απόλυτα ερωτική
Ή δ ε ν θα υ π ά ρ χ η.
Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2009
ετσι.....
Η πραγματική λογοκρισία, η βαθιά λογοκρισία, δεν συναντάται στην απαγόρευση, τον τεμαχισμό, την αφαίρεση, την στέρηση, αλλά στην ακατάλληλη εκπαίδευση, την διατήρηση, την καταστολή, την συγκράτηση σε πνευματικά, μυθιστορηματικά και ερωτικά στερεότυπα, δίνοντας ως πνευματική τροφή μόνον την καθιερωμένη από τους άλλους έκφραση, την επαναληπτική ουσία της συνηθισμένης γνώσης»
Ο έρωτας τυφλώνει: η παροιμία ψεύδεται. Ο έρωτας σου ανοίγει διάπλατα τα μάτια, σε καθιστά οξυδερκή:" διαθέτω την απόλυτη γνώση για σένα, πάνω σε σένα. Σχέση του λογίου με τον αφέντη: κατέχεις κάθε εξουσία πάνω μου, αλλά κατέχω όλη τη γνώση για σένα
(Ρολάν Μπαρτ)
Ο έρωτας τυφλώνει: η παροιμία ψεύδεται. Ο έρωτας σου ανοίγει διάπλατα τα μάτια, σε καθιστά οξυδερκή:" διαθέτω την απόλυτη γνώση για σένα, πάνω σε σένα. Σχέση του λογίου με τον αφέντη: κατέχεις κάθε εξουσία πάνω μου, αλλά κατέχω όλη τη γνώση για σένα
(Ρολάν Μπαρτ)
hilda Doolittle
Μια καινούργια αίσθηση
δεν χαρίζεται στον καθένα,
όχι στον καθένα και παντού,αλλά
σ εμάς εδώ, μια καινούργια αίσθηση
μας παραλύει,
μας αφήνει άφωνους,
ναρκώνει τις αισθήσεις μας,
τα νεύρα μας τρέμουν.
είμαι σίγουρη
γνωρίζετε τι εννοώ.
ήταν ένα δέντρο γέρικο
όπως αυτά που βλέπουμε παντού,
οπουδήποτε εδω γύρω-και κάποιες
σανίδες βαρελιών και κάτι τούβλα
κι η μια πλευρά του τείχους ακάλυπτη
και η γυμνή ασχήμια
και ύστερα η μουσική; Ω,αυτό που εννοούσα
όταν είπα μουσική ήταν-
ρίχνει ανεμόσκαλες η μουσικη,
μας κάνει αόρατους,
αυθύπαρκτους,
ελεύθερους να δραπετεύσουμε.
http://anastasia.pblogs.gr/files/146068-2532505255_5a407e8576.jpg
όμως από το ορατό
δεν υπάρχει διαφυγή.
δεν υπάρχει σωτηρία από το δόρυ
που τρυπά την καρδιά.
δεν χαρίζεται στον καθένα,
όχι στον καθένα και παντού,αλλά
σ εμάς εδώ, μια καινούργια αίσθηση
μας παραλύει,
μας αφήνει άφωνους,
ναρκώνει τις αισθήσεις μας,
τα νεύρα μας τρέμουν.
είμαι σίγουρη
γνωρίζετε τι εννοώ.
ήταν ένα δέντρο γέρικο
όπως αυτά που βλέπουμε παντού,
οπουδήποτε εδω γύρω-και κάποιες
σανίδες βαρελιών και κάτι τούβλα
κι η μια πλευρά του τείχους ακάλυπτη
και η γυμνή ασχήμια
και ύστερα η μουσική; Ω,αυτό που εννοούσα
όταν είπα μουσική ήταν-
ρίχνει ανεμόσκαλες η μουσικη,
μας κάνει αόρατους,
αυθύπαρκτους,
ελεύθερους να δραπετεύσουμε.
http://anastasia.pblogs.gr/files/146068-2532505255_5a407e8576.jpg
όμως από το ορατό
δεν υπάρχει διαφυγή.
δεν υπάρχει σωτηρία από το δόρυ
που τρυπά την καρδιά.
Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009
από το antinews
Από τα καλύτερα του Αρκά:
1. ΠΡΟΣΠΑΘΩ ΝΑ ΒΓΩ ΑΠΟ ΤΟ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ, ΑΛΛΑ ΔΕN ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΘΥΜΗΘΩ ΑΠΟ ΠΟΥ ΜΠΗΚΑ.
2. ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΤΕΧΝΗ ΝΑ ΚΟΥΡΑΖΕΣΑΙ ΤΙΣ ΩΡΕΣ AΝΑΠΑΥΣΗΣ.
3. H ΠΕΙΡΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΧΤΕΝΑ ΠΟΥ ΤΗΝ ΑΠΟΚΤΑΣ ΟΤΑΝ ΕΙΣΑΙ ΠΙΑ ΦΑΛΑΚΡΟΣ!
4. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΙΝΑΙ 4 ΛΥΚΟΙ ΚΑΙ 1 ΠΡΟΒΑΤΟ ΝΑ ΨΗΦΙΖΟΥΝ ΓΙΑ ΦΑΓΗΤΟ.
5. ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΚΑΝΟΥΝ ΠΩΣ ΞΕΡΟΥΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΕΚΝΕΥΡΙΖΟΥΝ ΕΜΑΣ ΠΟΥ ΤΑ ΞΕΡΟΥΜΕ.
6. ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΦΑΡΜΑΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΒΗΧΑ ΕΙΝΑΙ Η ΦΑΣΟΛΑΔΑ. ΜΕΤΑ ΘΑ ΦΟΒΑΣΑΙ ΝΑ ΒΗΞΕΙΣ.
7. Η ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΚΕΡΔΙΣΕΙ ΤΗ ΦΥΣΙΚΗ ΗΛΙΘΙΟΤΗΤΑ.
8. Η ΖΩΗ ΧΩΡΙΖΕΤΑΙ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΦΑΣΕΙΣ: EΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, ΠΕΡΙΣΥΛΛΟΓΗ, ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ. ΞΕΚΙΝΑΣ ΝΑ ΑΛΛΑΞΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΓΕΙΣ ΝΑ ΑΛΛΑΖΕΙΣ ΚΑΝΑΛΙΑ.
9. ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΟΛΑ. ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ ΑΠΟ ΚΑΤΩ.
10. ΜΕΓΑΛΟΦΥΪΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΟΥ ΣΕ ΜΙΑ ΠΑΡΑΛΙΑ ΓΥΜΝΙΣΤΩΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΘΥΜΑΤΑΙ ΦΑΤΣΕΣ.
11. ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΗΛΙΘΙΩΝ ΕΙΝΑΙ ΤΑΞΙΚΗ. ΕΤΣΙ ΕΝΑΣ ΗΛΙΘΙΟΣ ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΑ ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΕΝΩ ΕΝΑΣ ΗΛΙΘΙΟΣ ΦΤΩΧΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΑ ΗΛΙΘΙΟΣ.
12. Η ΤΥΧΗ ΧΤΥΠΑΕΙ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΣΟΥ ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΦΟΡΑ, ΑΛΛΑ Η ΑΤΥΧΙΑ ΕΧΕΙ ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΥΠΟΜΟΝΗ.
13. ΕΧΩ ΔΙΑΒΑΣΕΙ ΤΟΣΑ ΠΟΛΛΑ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΤΟ ΠΟΥ ΑΠΟΦΑΣΙΣΑ ΝΑ ΚΟΨΩ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΜΑ.
14. Η ΦΙΛΟΔΟΞΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΤΥΧΙΑΣ.
15. ΚΑΝΤΕ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΟ ΝΕΡΟ: ΠΛΥΘΕΙΤΕ ΜΑΖΙ ΜΕ ΕΝΑ ΦΙΛΟ
ClopYandPastE.blogspot.com
Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2009
Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009
μέρες τρυφερότητας
Ο Σαγκάλ γεννήθηκε στο Βιτέμπσκ της σημερινής Λευκορωσίας, πρωτότοκος γιος εβραϊκής οικογένειας με εννέα παιδιά. Φοίτησε στο εβραϊκό δημοτικό σχολείο και αργότερα συνέχισε τις σπουδές του σε δημόσιο γυμνάσιο, παρά το γεγονός πως οι Εβραίοι
γίνονταν πολύ δύσκολα δεκτοί. Από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με τη μουσική μαθαίνοντας βιολί, καθώς και με το σχέδιο. Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη ζωγραφική και φοίτησε στη σχολή ζωγραφικής του Γεχούντα Πεν, στο Βιτέμπσκ, με στόχο να ολοκληρώσει αργότερα τις σπουδές του στην πρωτεύουσα της Ρωσίας. Το χειμώνα του 1906, εγκαταστάθηκε στην Αγία Πετρούπολη, έχοντας προηγουμένως εξασφαλίσει την ειδική άδεια που έπρεπε να κατέχει κάθε Εβραίος, την εποχή εκείνη, προκειμένου να κατοικήσει μόνιμα στην πρωτεύουσα.
Στην Αγία Πετρούπολη κατάφερε να κερδίσει υποτροφία για σπουδές στη γνωστή σχολή Svanseva, όπου δίδασκε ο Λέον Μπακστ, σχεδιαστής σκηνικών για το ρωσικό θέατρο και εκπρόσωπος του συμβολισμού. Τα πρώτα έργα του Σαγκάλ χαρακτηρίζονταν από θέματα που επανήλθαν και σε μεταγενέστερους πίνακές του, όπως αγροτικές σκηνές ή θέματα εμπνευσμένα από τη ζωή στην ύπαιθρο και την επαρχία. Το φθινόπωρο του 1909 γνώρισε την Μπέλα Ρόζενφελντ, κόρη Εβραίου κοσμηματοπώλη από την πόλη του Βίτεμπσκ, την οποία παντρεύτηκε τελικά το 1915 και στην οποία είναι αφιερωμένοι αρκετοί από τους πίνακές του.
Το 1910, με τη βοήθεια του προστάτη του, Max Winawer, ταξίδεψε στο Παρίσι όπου ήρθε σε επαφή με το έργο πρωτοπόρων καλλιτεχνών της εποχής, όπως των ιμπρεσιονιστών, του Πωλ Γκωγκέν, του Βίνσεντ βαν Γκογκ ή του Ανρί Ματίς. Εξίσου επιδραστική υπήρξε και η επίσκεψή του στο Λούβρο, η οποία όπως ο ίδιος σημειώνει στα απομνημονεύματά του, τον «σημάδεψε». Στο Παρίσι ο Σαγκάλ συνδέθηκε επίσης με τον Γάλλο ποιητή Γκιγιώμ Απολλιναίρ, ο οποίος προσπαθούσε να του εξασφαλίζει ευκαιρίες να εκθέτει τα έργα του. Εκείνος του αφιέρωσε με τη σειρά του τον πίνακα Φόρος τιμής στον Απολιναίρ (1911). Σε ορισμένους από τους πίνακες του Σαγκάλ εκείνης της περιόδου, όπως στο Αδάμ και Εύα (1912) διαφαίνεται η σχέση του με το κίνημα του κυβισμού, αν και θεωρείται πως επηρεάστηκε λιγότερο από τους θεμελιωτές του, δηλαδή τον Πάμπλο Πικάσσο και τον Ζωρζ Μπρακ, και περισσότερο από το έργο του Ρομπέρ Ντελωναί. Την Άνοιξη του 1914, μετά από πρόταση του Απολιναίρ, ο εκδότης του περιοδικού Der Sturm (Η Θύελλα) Χέρβαρτ Βάλντεν, ανέλαβε την οργάνωση της πρώτης ατομικής έκθεσης του Σαγκάλ στο Βερολίνο.
Το καλοκαίρι του ίδιου έτους, επισκέφτηκε το Βιτέμπσκ. Η έναρξη του Α' Παγκοσμίου πολέμου και το κλείσιμο των συνόρων παρέτειναν τελικά την παραμονή του στη Ρωσία. Παρά την επιθυμία του να αποφύγει τη στράτευση, τελικά τοποθετήθηκε σε μία νευραλγική οικονομική υπηρεσία στην Αγία Πετρούπολη, όπου η θητεία του αντιστοιχούσε σε υπηρεσία στο μέτωπο. Μετά τα γεγονότα της ρωσικής επανάστασης, ο Λένιν διόρισε ως υπεύθυνο για θέματα πολιτισμού τον Ανατόλι Λουνατσάρσκι, ο οποίος ήταν γνωστός του Σαγκάλ από την περίοδο που ζούσε στο Παρίσι. Χάρη στη γνωριμία τους, το Σεπτέμβριο του 1918, διορίστηκε επίτροπος Καλών Τεχνών στο Βιτέμπσκ. Στα πλαίσια των νέων καθηκόντων του, οργάνωσε εκθέσεις και επαναλειτούργησε τη Σχολή Καλών Τεχνών της πόλης, όπου κατόρθωσε να συγκεντρώσει σημαντικούς δασκάλους όπως ο Ελιέζερ Λισίτσκι και ο Καζιμίρ Μαλέβιτς. Έχοντας επιφυλάξεις για την επανάσταση και ειδικότερα σε ό,τι αφορούσε τις ιδέες της για την τέχνη, ο Σαγκάλ παραιτήθηκε το Μάιο του 1920 και μετακόμισε στη Μόσχα, όπου ανέλαβε τη διακόσμηση του Εβραϊκού Θεάτρου της πόλης. Την περίοδο εκείνη, η οικονομική βοήθεια των σοβιετικών καλλιτεχνών ήταν ανάλογη της «χρησιμότητας» του έργου τους ενώ και οι επιχορηγήσεις που αποσπούσε ο Σαγκάλ ήταν πενιχρές, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίσει οικονομικά προβλήματα, γεγονός που συνέβαλε στην απόφασή του να εγκατασταθεί στο Βερολίνο, όπου παλαιότερα ο Βάλντεν είχε πουλήσει πίνακές του. Τα χρήματα που είχε κερδίσει ο Σαγκάλ από τις πωλήσεις αυτές είχαν ωστόσο χάσει την αξία τους.
Το Σεπτέμβριο του 1923 εγκαταστάθηκε εκ νέου στο Παρίσι και τον επόμενο χρόνο παρουσιάστηκε η πρώτη αναδρομική έκθεση έργων του και ακολούθησε η πρώτη του ατομική έκθεση στη Νέα Υόρκη. Όπως σημειώνει ο ίδιος ο Σαγκάλ στα απομνημονεύματά του, η δεκαετία 1923-1933 υπήρξε η πιο ευτυχισμένη της ζωής του. Την περίοδο αυτή υπέγραψε συμβόλαιο με τον έμπορο τέχνης Bernheim, με αποτέλεσμα να απαλλαχθεί από οικονομικές έγνοιες αλλά και να γίνει ευρύτερα γνωστός σε διεθνές επίπεδο"
Ο Μωυσής και η φλεγόμενη βάτος (Moses and the burning bush), λιθογραφία του Μαρκ Σαγκάλ, μέρος ενός ευρύτερου κύκλου έργων ονόματι «Η Ιστορία της Εξόδου» που δημοσιεύτηκε το 1966.Όταν η γαλλική κυβέρνηση υπέγραψε συμφωνία συνθηκολόγησης με τη ναζιστική Γερμανία, ο Σαγκάλ δεν μπορούσε να παραμείνει ασφαλής στη Γαλλία. Συνελήφθη στη Μασσαλία και επρόκειτο να παραδοθεί στους Γερμανούς, ωστόσο τελικά σώθηκε από αμερικανική παρέμβαση. Χάρη στη φήμη του, ο ίδιος κατόρθωσε να ξεφύγει από την προοπτική των στρατοπέδων συγκέντρωσης και στις 7 Μαΐου 1941 επιβιβάστηκε με την οικογένειά του σε πλοίο που τους μετέφερε στις Ηνωμένες Πολιτείες για να εγκατασταθούν τελικά στην πόλη της Νέας Υόρκης. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 πέθανε η σύζυγός του Μπέλα Ρόζενφελντ και δύο χρόνια αργότερα ο Σαγκάλ επέστρεψε στην Ευρώπη.
Μετά την επιστροφή του στη Γαλλία η φήμη του άρχισε να αυξάνεται σταθερά. Το 1959 έγινε επίτιμο μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων και στα επόμενα χρόνια διοργανώθηκαν αναδρομικές ή ατομικές εκθέσεις του σε διάφορες πόλεις, ενώ το 1973 εγκαινιάστηκε το Εθνικό Μουσείο Σαγκάλ στη γαλλική Νίκαια. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολήθηκε εκτεταμένα με τοιχογραφίες, ψηφιδωτά και υαλογραφήματα, με σημαντικότερες δημιουργίες το εσωτερικό της εκκλησίας στο Plateua-d' Assy της Σαβοΐας (1957), τα βιτρώ του καθεδρικού ναού της πόλης Μετς και της συναγωγής της Πανεπιστημιακής Κλινικής της Ιερουσαλήμ (1962), τα παράθυρα του κτιρίου των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη και την οροφή της όπερας του Παρισιού (1964) καθώς και οι τοιχογραφίες για το κτίριο του κοινοβουλίου στην Ιερουσαλήμ (1966).
Πέθανε στις 28 Μαρτίου 1985 σε ηλικία 97 ετών, στην κοινότητα του Αγίου Παύλου, στη νοτιοανατολική Γαλλία. Το 1997 ιδρύθηκε το Μουσείο Σαγκάλ στη γενέτειρά του, το οποίο περιλαμβάνει αντίγραφα των έργων του.
βικιπαιδεια
φωτο απο yakynthy.blogspot.com
Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009
Σάββατο!
Στο πλοίο
Μικρόσωμο νεαρό ζευγάρι.
Εκπατρισμένη των ματιών η καταγωγή.
Κάπου στην επιβίωση θα δουλεύουν
-- φημίζεται για την αξιοσύνη της
η υποταγή.
Με άδεια καλοκαιρινή.
Ελεύθερα τώρα τα χέρια νοικοκυρεύουν
τα παραμελημένα χάδια τους.
Θαυμάζω τι επιδέξια ξαπλώνουν τα δάχτυλα
στου παιχνιδιού τους το κρεβάτι
σφιχτά δεμένα
σα να πλέκουν γελαστά καλαθάκια
με πόθου συστροφή τα γεμίζουν
τα ξηλώνουν κι απ' την αρχή τα πλέκουν
.σα να κουράστηκε τώρα ο νέος
ίσως απ' την πολλή ελευθερία της πλοκής
λίκνιζε χαρούμενα και το πλοίο
γέρνει κι αποκοιμιέται
πάνω στο αριστερό του σκουλαρίκι
ξύπνια εκείνη ακόμα
κοιτάζει για λίγο το κοιμισμένο χέρι του
κι αργά προσεκτικά μην το ξυπνήσει
στον ώμο της το φέρνει
κι επάνω του γέρνοντας
γλυκά κι αυτή αποκοιμιέται>
Τι εύχρηστο μαξιλάρι η αγάπη
κατάλληλο
για κάθε ταξίδι του πόνου στο σώμα
για κάθε ηλικίας όνειρα
για κάθε είδους νύστα
απαραίτητο
για το σπίτι
για το στοχασμό
για το λεωφορείο
για το πλοίο και για ό,τι
μας πνίγει.
Μικρόσωμο νεαρό ζευγάρι.
Εκπατρισμένη των ματιών η καταγωγή.
Κάπου στην επιβίωση θα δουλεύουν
-- φημίζεται για την αξιοσύνη της
η υποταγή.
Με άδεια καλοκαιρινή.
Ελεύθερα τώρα τα χέρια νοικοκυρεύουν
τα παραμελημένα χάδια τους.
Θαυμάζω τι επιδέξια ξαπλώνουν τα δάχτυλα
στου παιχνιδιού τους το κρεβάτι
σφιχτά δεμένα
σα να πλέκουν γελαστά καλαθάκια
με πόθου συστροφή τα γεμίζουν
τα ξηλώνουν κι απ' την αρχή τα πλέκουν
.σα να κουράστηκε τώρα ο νέος
ίσως απ' την πολλή ελευθερία της πλοκής
λίκνιζε χαρούμενα και το πλοίο
γέρνει κι αποκοιμιέται
πάνω στο αριστερό του σκουλαρίκι
ξύπνια εκείνη ακόμα
κοιτάζει για λίγο το κοιμισμένο χέρι του
κι αργά προσεκτικά μην το ξυπνήσει
στον ώμο της το φέρνει
κι επάνω του γέρνοντας
γλυκά κι αυτή αποκοιμιέται>
Τι εύχρηστο μαξιλάρι η αγάπη
κατάλληλο
για κάθε ταξίδι του πόνου στο σώμα
για κάθε ηλικίας όνειρα
για κάθε είδους νύστα
απαραίτητο
για το σπίτι
για το στοχασμό
για το λεωφορείο
για το πλοίο και για ό,τι
μας πνίγει.
Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009
...το τραγούδι είναι μια μαγική στιγμή...
..Το τραγούδι δεν είναι σύνθημα ή πράξη εκτονώσεως.Ούτε μαστίχα για το στόμα αθλητικών εφήβων ή συντροφιά νυχτερινή για οδηγούς ταξί κ φορτηγών, Είναι μια σχέση υπεύθυνη, μια πράξη ερωτική ανάμεσά μας που μας αποκαλύπτει. Τελετουργία που απαιτεί, τόσο από σας όσο κι από μένα, μια προετοιμασία θρησκευτική, επίμονη άσκηση γνώσης και αθωότητας, αποκαλύψεως και ανιχνεύσεως, μνήμης και προφητείας.
Το τραγούδι είναι μια μαγική στιγμή κι εγώ ένας πανηγυριώτης μάγος εκπρόσωπός σας- αφού γεννήθηκα τον ίδιο καιρό με σας και μες στον ίδιο χώρο-, που θα φωτίσω τις κρυφές κι αθέατες γωνιές σας, θα σας εκπλήξω, θα σας γεμίσω ερωτήματα και μελωδίες που ίσως γεννούν δικές σας και θα μεταθερθούν και στο σπίτι σας, έτσι που να κοπεί ο ύπνος σας και να χαθεί για πάντα- αν είναι δυνατόν- ο εφησυχασμός σας. Κι ας μην μπορείτε να τραγουδήσετε. Μήπως τάχα μπορείτε να εξαφανίσετε ένα πουλί ή να το φανερώσετε μέσα απ το φόρεμα ή το μαντήλι σας; Κι όμως δε θα ξεχάσετε κι ούτε θα το ξεχάσετε σ όλη σας τη ζωή......
θα το θυμάσθε και θα το έχετε εντός σας, χωρίς την δυνατότητα να το γλεντήστε με αυτάρεσκη και δυνατή φωνή.Μόνο να ψελλίζετε θα είναι δυνατόν, σαν προσευχή ή σαν τω Υπερμάχω. Δεν είναι το τραγούδι μου απλοικό κι ευχάριστο σαν το τενεκεδένιο σήμα μιας πολιτικής παράταξης ή ενός αθλητικού συλλόγου. Δεν κολακεύει τις συνήθειές σας ούτε και διασκεδάζει την αμηχανία σας, την οικογενειακή σας πλήξη ή την ερωτική σας ανεπάρκεια.......
Πιστεύω πως η τέχνη του τραγουδιού αποτελεί κοινωνικό λειτούργημα, γιατί το τραγούδι μας ενώνει μέσα σ ένα μύθο κοινό. Κι όπως στον χορό ενώνουμε τα χέρια μεταξύ μας για ν ακολουθήσουμε ίδιες ρυθμικές κινήσεις, έτσι και στο τραγούδι ενώνουμε τις ψυχές μας για να ακολουθήσουμε μαζί, τις ίδιες εσωτερικές δονήσεις. Κι όσο για τον κοινό μύθο που δεν υπάρχει στις μέρες μας, τον σχηματίζουμε καινούργιο κι απ την αρχή κάθε φορά. Κάθε φορά που νιώθουμε βαθιά την ανάγκη να τραγουδήσουμε.
Μάνος Χατζηδάκις "ο καθρέφτης και το μαχαίρι"
Το τραγούδι είναι μια μαγική στιγμή κι εγώ ένας πανηγυριώτης μάγος εκπρόσωπός σας- αφού γεννήθηκα τον ίδιο καιρό με σας και μες στον ίδιο χώρο-, που θα φωτίσω τις κρυφές κι αθέατες γωνιές σας, θα σας εκπλήξω, θα σας γεμίσω ερωτήματα και μελωδίες που ίσως γεννούν δικές σας και θα μεταθερθούν και στο σπίτι σας, έτσι που να κοπεί ο ύπνος σας και να χαθεί για πάντα- αν είναι δυνατόν- ο εφησυχασμός σας. Κι ας μην μπορείτε να τραγουδήσετε. Μήπως τάχα μπορείτε να εξαφανίσετε ένα πουλί ή να το φανερώσετε μέσα απ το φόρεμα ή το μαντήλι σας; Κι όμως δε θα ξεχάσετε κι ούτε θα το ξεχάσετε σ όλη σας τη ζωή......
θα το θυμάσθε και θα το έχετε εντός σας, χωρίς την δυνατότητα να το γλεντήστε με αυτάρεσκη και δυνατή φωνή.Μόνο να ψελλίζετε θα είναι δυνατόν, σαν προσευχή ή σαν τω Υπερμάχω. Δεν είναι το τραγούδι μου απλοικό κι ευχάριστο σαν το τενεκεδένιο σήμα μιας πολιτικής παράταξης ή ενός αθλητικού συλλόγου. Δεν κολακεύει τις συνήθειές σας ούτε και διασκεδάζει την αμηχανία σας, την οικογενειακή σας πλήξη ή την ερωτική σας ανεπάρκεια.......
Πιστεύω πως η τέχνη του τραγουδιού αποτελεί κοινωνικό λειτούργημα, γιατί το τραγούδι μας ενώνει μέσα σ ένα μύθο κοινό. Κι όπως στον χορό ενώνουμε τα χέρια μεταξύ μας για ν ακολουθήσουμε ίδιες ρυθμικές κινήσεις, έτσι και στο τραγούδι ενώνουμε τις ψυχές μας για να ακολουθήσουμε μαζί, τις ίδιες εσωτερικές δονήσεις. Κι όσο για τον κοινό μύθο που δεν υπάρχει στις μέρες μας, τον σχηματίζουμε καινούργιο κι απ την αρχή κάθε φορά. Κάθε φορά που νιώθουμε βαθιά την ανάγκη να τραγουδήσουμε.
Μάνος Χατζηδάκις "ο καθρέφτης και το μαχαίρι"
Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009
Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009
..θηρευοντας πραγματα αιωνια θ αφήσω να φύγουν τα χρόνια....
Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009
μια γενναία γυναίκα
Πολυδούρη- Καρυωτάκης
... Ενα απόγεμα, τον παρασέρνει να πάνε περίπατο ως το Φάληρο. έξω από τον αη-σώστη, τους παίρνει το μάτι ενός χωροφύλακα να περπατούν αγκαλιασμένοι. αυτό τα χρόνια εκείνα ...ηταν προσβολή της δημοσίας αιδούς. το τμήμα ηθών επαγρυπνούσε κ αλοίμονο σ όποιο ζευγάρι συλλαμβανόταν χωρίς να κρατά μαζί του το πιστοποιητικό του...γάμου του. ο χωροφύλακας τους κάλεσε να τον ακολουθήσουν στο τμήμα. ο καρυωτάκης πάνιασε, και ισχυρίστηκε πως έπρεπε να πάρουν ένα μόνιππο γιατί ήταν πολύ μακριά. ο χωρο φύλακας δέχθηκε. καθισε αυτός δίπλα στον αμαξά και το ζευγάρι πίσω. "Χαθήκαμε", ψιθύρισε στη Μαρία, μόλις το μόνιππο ξεκίνησε. -και τι να κάνουμε; ρωτα εκείνη. αλλά βλέπει το κατάχλωμο πρόσωπό του και τα γεμάτα πανικό μάτια του και του λέει αποφασιστικά -τότε άντε πήδα. κάποια στιγμή που το αμάξξι σιγάνεψε, ο Καρυωτάκης πήδηξε και την άφησε μόνη. ο χωροφύλακας άφρισε απ το κακό του......
δεν της έκαναν τίποτα στο τμήμα, αλλά το περίεργο είναι πως, όπως διηγείται ο Σακελλαριάδης, όχι μόνο δεν κατάλαβε πόσο εξευτελιστική ήταν η συμπεριφορά του, αλλά τον δικαιολογούσε κιόλας, όταν μου διηγήθηκε το επεισόδιο. "Ενας πραγματικός άνθρωπος", μου είπε, δεν είναι υποχρεωτικά ήρωας. Εγώ αγάπησα έναν Ποιητή. Αν ήθελα ηρωισμούς, θα ερωτευόμουν τον Ανδρούτσο....
Αποσπασμα απο το βιβλίο της Λιλής Ζωγράφου Καρυωτάκης Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης
... Ενα απόγεμα, τον παρασέρνει να πάνε περίπατο ως το Φάληρο. έξω από τον αη-σώστη, τους παίρνει το μάτι ενός χωροφύλακα να περπατούν αγκαλιασμένοι. αυτό τα χρόνια εκείνα ...ηταν προσβολή της δημοσίας αιδούς. το τμήμα ηθών επαγρυπνούσε κ αλοίμονο σ όποιο ζευγάρι συλλαμβανόταν χωρίς να κρατά μαζί του το πιστοποιητικό του...γάμου του. ο χωροφύλακας τους κάλεσε να τον ακολουθήσουν στο τμήμα. ο καρυωτάκης πάνιασε, και ισχυρίστηκε πως έπρεπε να πάρουν ένα μόνιππο γιατί ήταν πολύ μακριά. ο χωρο φύλακας δέχθηκε. καθισε αυτός δίπλα στον αμαξά και το ζευγάρι πίσω. "Χαθήκαμε", ψιθύρισε στη Μαρία, μόλις το μόνιππο ξεκίνησε. -και τι να κάνουμε; ρωτα εκείνη. αλλά βλέπει το κατάχλωμο πρόσωπό του και τα γεμάτα πανικό μάτια του και του λέει αποφασιστικά -τότε άντε πήδα. κάποια στιγμή που το αμάξξι σιγάνεψε, ο Καρυωτάκης πήδηξε και την άφησε μόνη. ο χωροφύλακας άφρισε απ το κακό του......
δεν της έκαναν τίποτα στο τμήμα, αλλά το περίεργο είναι πως, όπως διηγείται ο Σακελλαριάδης, όχι μόνο δεν κατάλαβε πόσο εξευτελιστική ήταν η συμπεριφορά του, αλλά τον δικαιολογούσε κιόλας, όταν μου διηγήθηκε το επεισόδιο. "Ενας πραγματικός άνθρωπος", μου είπε, δεν είναι υποχρεωτικά ήρωας. Εγώ αγάπησα έναν Ποιητή. Αν ήθελα ηρωισμούς, θα ερωτευόμουν τον Ανδρούτσο....
Αποσπασμα απο το βιβλίο της Λιλής Ζωγράφου Καρυωτάκης Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης
θελει μαγκιά...
Νεανικό,αλλά ενδεικτικό, σημειολογικό και περιγραφικό...ανοίγει δρόμο κι η σκληρότητα του στιχου του.αρκεί να μην έχει πάθει αρτηριοσκλήρωση η φλέβα της ψυχής..΄
κι αρκεί να υπάρχουν ακόμα οι στόχοι εκείνοι, οι διαφορετικοί απ το ο΄τι κινείται πυροβολείται και ψεκαστε, σκουπίστε, τελειώσατε.
αν όχι είναι κι αλλού πορτοκαλλιές που κάνουν πορτοκάλλια εσοδείας.....!!!!
γιαννάτου-φαραντούρη-πασπαλά
Διαβάστε στη σελίδα του Τροφωνίου Ωδείου, κι αν προλαβαίνετε, μην το χάνετυε. σπάνιες μουσικές συνευρέσεις, τέτοιας ποιότητας. Ρε, Ωδείο, πες το μας λίγο πιο νωρίς.... Εστω, ευχαριστούμε...
Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2009
Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009
Για τον Αλέξη
Την αδιέξοδη, παρακμιακή, τελματωμένη,επαχθή χωρίς υλικά επί το πλείστον βάρη της γενιάς σου, -μιας γενιάς που τελικά πήρε όλα και δεν πήρε τίποτα για νάχει-,τη σημάδεψες με τον άδικο χαμό σου.
Μια γενιά μεγαλωμένη στην εποχή εκείνη που όλα είχαν αντικατασταθεί, όλα τα παλιά είχαν θεωρηθεί αναχρονιστικά κι αυταρχικά και συντηρητικά έως αντιδραστικά, αλλά που τίποτε δεν είχε μπει στη θέση των παλιών συνεκτικών δεσμών του κοινωνικού ιστού.
Ετσι δεν υπήρχε πια το "δικαίωμα" κανενός να σε ελέγχει για να αναπτύξεις ελεύθερα την προσωπικότητά σου, αλλά ούτε η "υποχρέωση" κανενός να ¨θυσιάζει" τη ζωή του για σένα, να μπεί σε δεύτερο πλάνο, να σε ακολουθεί, να σε παρακολουθεί, να σε στηρίζει, να σε αποτρέπει, να σου απαγορεύει αν χρειάζεται, να σε τιμωρεί, γιατί κι αυτό μέρος της συγκρότησης είναι. όχι να σε εξοντώνει, να σου υποδεικνύει τις συνέπειες των επιλογών.
Κι έτσι σας αφήσαμε μόνους. με την τηλεόραση, με τις εξωσχολικές δραστηριότητες, με τους υπολογιστές, με την απίστευτη από τα δυό μισυ εκκοινώνιση.
Στερώντας σας και την ελάχιστη εκείνη ευκαιρία πουχει ο άνθρωπος στη ζωή του να αισθάνεται΄την αποκλειστικότητα και την προνομιακή μοναδικότητα της αγάπης .
πάντως όχι από δόλο.
Ταυτόχρονα καταφέρναμε να δομούμε ή να αναχόμαστε να δομείται μια κοινωνία που δεν είχε να δώσει ή να διδάξει τίποτα. μια κοινωνία που οι θεσμοί της εχουν όλοι σχεδόν απαξιωθεί και λειτουργούν ως μηχανισμοί στήριξης κύκλων και κυκλωμάτων, μια κοινωνία ακαλλιέργητων φοβικών, δουλοπρεπών "υπαλλήλων" των ταπεινότερων ενστίκτων και των χαμηλότερων προσδοκιών.
Ομως πάντα είχαμε τη δυνατότητα να σας παραγγείλουμε ένα ντελίβερι, να σας στείλουμε για σκι, να πάμε στα Μall,να σας παιρνουμε κινητα.....
Για τη δυνατότητα που σας αφαιρέσαμε: Να υπάρχετε με χαρά. Να ζείτε με όλα τούτα που εμείς δεν είχαμε, ελευθερία, διακίνηση ιδεών,επικοινωνία, κάλλος, αφού πρώτα σας είχαμε μάθει την αξία τους, ΣΥΓΓΝΩΜΗ ΑΛΕΞΗ.
Μια γενιά μεγαλωμένη στην εποχή εκείνη που όλα είχαν αντικατασταθεί, όλα τα παλιά είχαν θεωρηθεί αναχρονιστικά κι αυταρχικά και συντηρητικά έως αντιδραστικά, αλλά που τίποτε δεν είχε μπει στη θέση των παλιών συνεκτικών δεσμών του κοινωνικού ιστού.
Ετσι δεν υπήρχε πια το "δικαίωμα" κανενός να σε ελέγχει για να αναπτύξεις ελεύθερα την προσωπικότητά σου, αλλά ούτε η "υποχρέωση" κανενός να ¨θυσιάζει" τη ζωή του για σένα, να μπεί σε δεύτερο πλάνο, να σε ακολουθεί, να σε παρακολουθεί, να σε στηρίζει, να σε αποτρέπει, να σου απαγορεύει αν χρειάζεται, να σε τιμωρεί, γιατί κι αυτό μέρος της συγκρότησης είναι. όχι να σε εξοντώνει, να σου υποδεικνύει τις συνέπειες των επιλογών.
Κι έτσι σας αφήσαμε μόνους. με την τηλεόραση, με τις εξωσχολικές δραστηριότητες, με τους υπολογιστές, με την απίστευτη από τα δυό μισυ εκκοινώνιση.
Στερώντας σας και την ελάχιστη εκείνη ευκαιρία πουχει ο άνθρωπος στη ζωή του να αισθάνεται΄την αποκλειστικότητα και την προνομιακή μοναδικότητα της αγάπης .
πάντως όχι από δόλο.
Ταυτόχρονα καταφέρναμε να δομούμε ή να αναχόμαστε να δομείται μια κοινωνία που δεν είχε να δώσει ή να διδάξει τίποτα. μια κοινωνία που οι θεσμοί της εχουν όλοι σχεδόν απαξιωθεί και λειτουργούν ως μηχανισμοί στήριξης κύκλων και κυκλωμάτων, μια κοινωνία ακαλλιέργητων φοβικών, δουλοπρεπών "υπαλλήλων" των ταπεινότερων ενστίκτων και των χαμηλότερων προσδοκιών.
Ομως πάντα είχαμε τη δυνατότητα να σας παραγγείλουμε ένα ντελίβερι, να σας στείλουμε για σκι, να πάμε στα Μall,να σας παιρνουμε κινητα.....
Για τη δυνατότητα που σας αφαιρέσαμε: Να υπάρχετε με χαρά. Να ζείτε με όλα τούτα που εμείς δεν είχαμε, ελευθερία, διακίνηση ιδεών,επικοινωνία, κάλλος, αφού πρώτα σας είχαμε μάθει την αξία τους, ΣΥΓΓΝΩΜΗ ΑΛΕΞΗ.
Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2009
Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2009
εκει που ανθίζει η φοινικιά...
....Κι αν θελήσετε να εκθρονίσετε κάποιον τύραννο, φροντίστε πρώτα να καταστρέψετε το θρόνο που στήσατε μέσα σας γι' αυτόν....Χ.Γ
Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2009
Επωδυνον
....- Γιατί γκρεμίζονται τα όνειρα κ. Δημουλά;
«Ίσως επειδή δεν υπάρχουν ιδιοκτήτες ονείρων που να τα φροντίζουν και να τα συντηρούν. Περιφερόμενοι άστεγοι τα κατοικούν, συχνά πολλοί μαζί στο ίδιο όνειρο - ετοιμόρροπη κατάσταση. Αφήνω που τα περισσότερα όνειρα είναι χτισμένα επάνω σε μπαζωμένα ρέματα. Έναν μικρό σεισμό να κάνει ο ύπνος κι ένας ισχυρός να προκληθεί από το ρήγμα της αφύπνισης, σωριάστηκαν».
- Και τα αισθήματα, γιατί βρίσκουν όπως λέτε «αλλήθωρη ανταπόκριση»;
«Ακούστε, δεν ξέρω πόσην αδιαμφισβήτητη ευθύτητα είχαν τα βλέμματα που εσείς δεχθήκατε, αλλά εγώ, και τα 2/3 τουλάχιστον της ανθρωπότητας, χρειάστηκε πολλές φορές να πούμε: "Εδώ, εμένα κοίτα, κοίτα με καλά στα μάτια"».
- «Ν' αντέξεις είναι το ζητούμενο, όχι να καταλάβεις», γράφετε σε ένα από τα καινούργια ποιήματά σας (το «Πάλι σε συγχωρώ»). Μα, δεν είναι ηττοπαθής αυτή η στάση;
«Αν σ' αυτά που λέω, βλέπετε ηττοπάθεια, τότε σημαίνει ότι ηττήθηκε η σαφήνεια του στίχου, το νόημά του. Ν' αντέξουμε, προσπαθούμε, κάθε τι που μας πονάει, παραιτούμενοι από το να το κατανοήσουμε. Επειδή δεν κατανοείται το επώδυνο».
" ΕΠΩΔΥΝΗ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
Ὅ,τι λὲς στὴν πένα τὸ γράφει.
Σκέπτεσαι θυμᾶσαι νομίζεις ἀγαπᾶς ὑπαγορεύεις.
Μερικὰ τὰ ἀποσιωπᾶς.
Ὄχι πὼς εἶσαι ὑποκριτὴς ἀλλὰ
λιγάκι σὰ νὰ ντρέπεσαι ποὺ εἶναι τόσο λίγα
καὶ σὰ νὰ κομματιάζεσαι τόσα πολλὰ ποὺ εἶναι.
Μὲ ἀφοσίωση σὲ ἀκοῦνε οἱ λέξεις
σὲ ἀντιγράφουν καὶ ἡ πένα διψασμένη
ρουφάει ὅσο μελάνι ἀφήνουν πίσω τους
- σὰν τὶς σουπιὲς – τὰ συνταρακτικὰ
θολώνει ἡ σύλληψή τους.
Ὅπως σοῦ ὑπαγόρευσε ἡ μοίρα νὰ τὰ ζήσεις
γραμμένα σὲ δικό της ἀπορροφητικὸ χαρτὶ
ἔτσι ἀκριβῶς κι ἐσὺ τὰ ὑπαγορεύεις
στὴν ἄγνωστη ποιότητα τοῦ μέσου ποὺ διαθέτεις.
Καμιὰ φορὰ ὅταν ἡ πένα μπάζει κρύο
γιατὶ οἱ προφυλάξεις ἔχουν πετσικάρει
ἀπ᾿ τῶν δεινῶν τὴν παλαιότητα
λίγο παραμορφώνεις τὴν εἰκόνα -
αἴσθημα ποὺ δριμὺ χειμώνα δρέπει
τὸ στρέφεις νὰ μαζεύει χαμομήλια
καὶ κάπως ἔτσι γλυκαίνει τοῦ κειμένου ὁ καιρός.
www.e-steki.gr/showthread.php?t=15680
Ὅλα ἐτοῦτα καὶ ἄλλα μαζὶ
τὰ παίρνει φεύγοντας ὁ χρόνος
σὰ νά ῾τανε δικὰ του.
Κάποια στιγμὴ τοῦ τὰ ζητᾶς τ᾿ ἀνοίγεις
θέλεις νὰ δεῖς ἐὰν θυμᾶται τὸ χαρτὶ ὅσα
τοῦ ὑπαγόρευσες γιατὶ ἀκόμα
καὶ τῆς ἄψυχης ἐγγύησης ἡ μνήμη
μὲ τὸν καιρὸ κι αὐτὴ ἀδυνατίζει.
Ταράζεσαι χλωμιάζεις βλέπεις
νά ῾χουν γραφτεῖ πράγματα ποὺ δὲν εἶπες
τὸν ἑαυτό σου ἀγνώριστο
κι οἱ πράξεις του θρασύδειλες
νὰ θριαμβεύει ὡς θύμα
κι ἄλλα κι ἄλλα τερατώδη, ἐπονείδιστα
ποὺ καὶ νεκρὸς νὰ εἶσαι
ντρέπεσαι νὰ τὰ πεῖς
μὲ τὸ γυμνὸ ὄνομά τους.
Φρίττεις κι ἑρμηνεύεις
πὼς ὅλα εἶναι βγαλμένα
τάχα ἀπ᾿ τῆς γραφῆς τὸ ἄρρωστο μυαλό.
Σὲ λιγοστεύει σὲ ταπεινώνει νὰ παραδεχτεῖς
πὼς ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ ἀνίδεα ποὺ γράφουμε
γνωρίζουνε γιὰ μᾶς περισσότερα
καὶ πιὸ ἀβυσσαλέα
ἀπ᾿ ὅσα μισοξέρουν ὅσα ζήσαμε."
- «Ήχος απομακρύνσεων». Εσείς από τι έχετε απομακρυνθεί σε σχέση με τα όσα καταθέτατε στις προηγούμενες ποιητικές συλλογές σας;
«Απομακρύνθηκα από εκείνη τη "Φρόνηση", την "ψεύτρα", που ξεγέλαγε τον Καβάφη λέγοντάς του: "Αύριο. Έχεις πολύν καιρό"».
- Εγώ σας βλέπω τρυφερή, ανθεκτική, επιεική, καθόλου διεκδικητική. Όμως τα ποιήματά σας βάζουν κι άλλες αποχρώσεις. Τι άνθρωπος είστε;
«Δεν ξέρω. Πάντως είμαι πολύ φιλόξενη σε κάθε ατέλεια και αδυναμία. Παρέχω άσυλο βεβαίως, αλλά όχι και συγγνώμη πάντα».
- Μπορεί ένας ποιητής να είναι και καλός ως ποιητής και ευτυχισμένος ως άνθρωπος;
«Και καλός ποιητής και ευτυχισμένος; Πάει πολύ. Σαν μεγάλη εύνοια το βλέπω...».
από συνέντευξή της στη Μ. Χαρτουλάρη στα νεα
«Ίσως επειδή δεν υπάρχουν ιδιοκτήτες ονείρων που να τα φροντίζουν και να τα συντηρούν. Περιφερόμενοι άστεγοι τα κατοικούν, συχνά πολλοί μαζί στο ίδιο όνειρο - ετοιμόρροπη κατάσταση. Αφήνω που τα περισσότερα όνειρα είναι χτισμένα επάνω σε μπαζωμένα ρέματα. Έναν μικρό σεισμό να κάνει ο ύπνος κι ένας ισχυρός να προκληθεί από το ρήγμα της αφύπνισης, σωριάστηκαν».
- Και τα αισθήματα, γιατί βρίσκουν όπως λέτε «αλλήθωρη ανταπόκριση»;
«Ακούστε, δεν ξέρω πόσην αδιαμφισβήτητη ευθύτητα είχαν τα βλέμματα που εσείς δεχθήκατε, αλλά εγώ, και τα 2/3 τουλάχιστον της ανθρωπότητας, χρειάστηκε πολλές φορές να πούμε: "Εδώ, εμένα κοίτα, κοίτα με καλά στα μάτια"».
- «Ν' αντέξεις είναι το ζητούμενο, όχι να καταλάβεις», γράφετε σε ένα από τα καινούργια ποιήματά σας (το «Πάλι σε συγχωρώ»). Μα, δεν είναι ηττοπαθής αυτή η στάση;
«Αν σ' αυτά που λέω, βλέπετε ηττοπάθεια, τότε σημαίνει ότι ηττήθηκε η σαφήνεια του στίχου, το νόημά του. Ν' αντέξουμε, προσπαθούμε, κάθε τι που μας πονάει, παραιτούμενοι από το να το κατανοήσουμε. Επειδή δεν κατανοείται το επώδυνο».
" ΕΠΩΔΥΝΗ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
Ὅ,τι λὲς στὴν πένα τὸ γράφει.
Σκέπτεσαι θυμᾶσαι νομίζεις ἀγαπᾶς ὑπαγορεύεις.
Μερικὰ τὰ ἀποσιωπᾶς.
Ὄχι πὼς εἶσαι ὑποκριτὴς ἀλλὰ
λιγάκι σὰ νὰ ντρέπεσαι ποὺ εἶναι τόσο λίγα
καὶ σὰ νὰ κομματιάζεσαι τόσα πολλὰ ποὺ εἶναι.
Μὲ ἀφοσίωση σὲ ἀκοῦνε οἱ λέξεις
σὲ ἀντιγράφουν καὶ ἡ πένα διψασμένη
ρουφάει ὅσο μελάνι ἀφήνουν πίσω τους
- σὰν τὶς σουπιὲς – τὰ συνταρακτικὰ
θολώνει ἡ σύλληψή τους.
Ὅπως σοῦ ὑπαγόρευσε ἡ μοίρα νὰ τὰ ζήσεις
γραμμένα σὲ δικό της ἀπορροφητικὸ χαρτὶ
ἔτσι ἀκριβῶς κι ἐσὺ τὰ ὑπαγορεύεις
στὴν ἄγνωστη ποιότητα τοῦ μέσου ποὺ διαθέτεις.
Καμιὰ φορὰ ὅταν ἡ πένα μπάζει κρύο
γιατὶ οἱ προφυλάξεις ἔχουν πετσικάρει
ἀπ᾿ τῶν δεινῶν τὴν παλαιότητα
λίγο παραμορφώνεις τὴν εἰκόνα -
αἴσθημα ποὺ δριμὺ χειμώνα δρέπει
τὸ στρέφεις νὰ μαζεύει χαμομήλια
καὶ κάπως ἔτσι γλυκαίνει τοῦ κειμένου ὁ καιρός.
www.e-steki.gr/showthread.php?t=15680
Ὅλα ἐτοῦτα καὶ ἄλλα μαζὶ
τὰ παίρνει φεύγοντας ὁ χρόνος
σὰ νά ῾τανε δικὰ του.
Κάποια στιγμὴ τοῦ τὰ ζητᾶς τ᾿ ἀνοίγεις
θέλεις νὰ δεῖς ἐὰν θυμᾶται τὸ χαρτὶ ὅσα
τοῦ ὑπαγόρευσες γιατὶ ἀκόμα
καὶ τῆς ἄψυχης ἐγγύησης ἡ μνήμη
μὲ τὸν καιρὸ κι αὐτὴ ἀδυνατίζει.
Ταράζεσαι χλωμιάζεις βλέπεις
νά ῾χουν γραφτεῖ πράγματα ποὺ δὲν εἶπες
τὸν ἑαυτό σου ἀγνώριστο
κι οἱ πράξεις του θρασύδειλες
νὰ θριαμβεύει ὡς θύμα
κι ἄλλα κι ἄλλα τερατώδη, ἐπονείδιστα
ποὺ καὶ νεκρὸς νὰ εἶσαι
ντρέπεσαι νὰ τὰ πεῖς
μὲ τὸ γυμνὸ ὄνομά τους.
Φρίττεις κι ἑρμηνεύεις
πὼς ὅλα εἶναι βγαλμένα
τάχα ἀπ᾿ τῆς γραφῆς τὸ ἄρρωστο μυαλό.
Σὲ λιγοστεύει σὲ ταπεινώνει νὰ παραδεχτεῖς
πὼς ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ ἀνίδεα ποὺ γράφουμε
γνωρίζουνε γιὰ μᾶς περισσότερα
καὶ πιὸ ἀβυσσαλέα
ἀπ᾿ ὅσα μισοξέρουν ὅσα ζήσαμε."
- «Ήχος απομακρύνσεων». Εσείς από τι έχετε απομακρυνθεί σε σχέση με τα όσα καταθέτατε στις προηγούμενες ποιητικές συλλογές σας;
«Απομακρύνθηκα από εκείνη τη "Φρόνηση", την "ψεύτρα", που ξεγέλαγε τον Καβάφη λέγοντάς του: "Αύριο. Έχεις πολύν καιρό"».
- Εγώ σας βλέπω τρυφερή, ανθεκτική, επιεική, καθόλου διεκδικητική. Όμως τα ποιήματά σας βάζουν κι άλλες αποχρώσεις. Τι άνθρωπος είστε;
«Δεν ξέρω. Πάντως είμαι πολύ φιλόξενη σε κάθε ατέλεια και αδυναμία. Παρέχω άσυλο βεβαίως, αλλά όχι και συγγνώμη πάντα».
- Μπορεί ένας ποιητής να είναι και καλός ως ποιητής και ευτυχισμένος ως άνθρωπος;
«Και καλός ποιητής και ευτυχισμένος; Πάει πολύ. Σαν μεγάλη εύνοια το βλέπω...».
από συνέντευξή της στη Μ. Χαρτουλάρη στα νεα
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)