Τρίτη 30 Μαρτίου 2010

εκ γυναικος πηγαζει τα κρειττω

Η μοναχή Κασσιανή, ή Κασσία, ή Ικασία, γεννήθηκε περίπου στα 810 και συμμετείχε στην αντίσταση κατά των εικονομάχων. Η πένα της, που ήταν απαράμιλλη, συνέτεινε στο να επισκιαστούν οι σύγχρονές της υμνογράφοι- μελωδοί. Θεωρείται η πλέον επιφανής γυναίκα μελωδός στο Βυζάντιο.
Η Κασσιανή πριν γίνει μοναχή, ήταν ανάμεσα στις παρθένες ευγενικής καταγωγής που συνάντησε ο Θεόφιλος για να επιλέξει ανάμεσά τους την μέλλουσα σύζυγό του. «Εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα» (από τη γυναίκα πηγάζουν τα κακά) της είπε ο αυτοκράτορας, έχοντας υπόψη του την Εύα. Εκείνη είχε άποψη και την είπε: «αλλ’ ως εκ γυναικός πηγάζει τα κρείτω» του απάντησε (αλλά και από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλά) έχοντας στο νου της την Παναγία.
Ο Θεόφιλος προχώρησε στην επομένη και της έδωσε το μήλο. Λέγεται ότι ο έρωτάς του με την Κασσιανή δεν έσβησε ποτέ και υπάρχει ένας θρύλος σχετικός με το Τροπάριο: εκείνη ήταν στη μονή και το έγραφε, οπότε έμαθε ότι έρχεται ο βασιλιάς. Όταν άκουσε τα βήματά του, έφυγε, αφήνοντάς το μισοτελειωμένο. Τότε εκείνος πήρε το φτερό, το βούτηξε στη μελάνη και έγραψε επάνω στο αναλόγιό της, συμπληρώνοντας το ποίημα: «ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν, κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη» (ενώ ήταν στον Παράδεισο η Εύα το δειλινό, άκουσε κρότο και κρύφτηκε από φόβο). Εκείνη δεν διέγραψε τη φράση, αντίθετα συνέχισε και ολοκλήρωσε το έργο της.
Κατά τον Βυζαντινολόγο Κρουμβάχερ: “«H Κασσιανή ήταν μία εξαίρετη μορφή και ότι το έργο της το διακρίνει ισχυρά πρωτοβουλία, βαθεία μόρφωσις, αυτοπεποίθησις και παρρησία. Πολύ συναίσθημα και βαθεία θεοσέβεια». Και ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης αναφερόμενος στο έργο της είπε : «Το χαρακτηρίζει γλυκύτης μέλους ακορέστου».


Τροπάριο της Κασσιανής
«Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα
γυνή τη σην αισθομένη θεότητα
μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν
οδυρομένη, μύρα σοι προ του ενταφιασμού σου κομίζει.

Οίμοι λέγουσα ότι νυξ μοι υπάρχει,
οίστρος ακολασίας,
Ζοφώδης Τε και ασέληνος
έρως της αμαρτίας.

Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων
ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ,
κάμθητι μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας
ο κλίνας τους ουρανούς
τη αφάτω σου κενώσει.

Kαταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας,
αποσμήξω τούτους δε πάλιν
τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις,
Ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν
Κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα τω φόβω εκρύβη.

Αμαρτιών μου τα πλήθη
και κριμμάτων μου αβύσσους
ης εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου.
Μη με την σην δούλην παρίδης
ο αμέτρητον έ­χων το έλεος.»


Κωστής Παλαμάς

« Κύριε,
Η γυναίκα που έπεσε, σε τόσες αμαρτίες, σαν άκουσε, σαν ένοιωσε τη θεϊκή σου Χάρη σαν μυροφόρας ένδυμα, στα κλάματα πνιγμέ­νη μύρα προ του θανάτου Σου,
εντάφια σου φέρνει, και ωιμέ, στενάζει, κλαίει και θρηνεί πολλή με δέρνει νύχτα ασέληνη και σκοτεινή έρως της αμαρτίας νύχτα που φλέγει και κεντά πόθους ακολασίας.

Δέξου Χριστέ, τα δάκρυα τα πύρινα που χύνω Συ, που στα σύννεφα τραβάς της θάλασσας το κύμα.
Γύρισε την συμπόνια Σου, στους στεναγμούς μου,

Συ πώγυρες τους ουρανούς στην θεία γέννησή Σου.
Τα πόδια σου τα άγια, άφησε να φιλήσω και να σκουπίσω άφησε με τα ξανθά μαλλιά μου
Τα πόδια, που σαν άκουσε τον κρότο τους
η Εύα το δειλινό μεσ’ στην Εδέμ κρύφθηκε α­πό φόβο

Τις τόσες αμαρτίες μου και τη βαθιά Σου κρίση ποιος να μετρήσει ημπορεί
Χριστέ μου, ψυχοσώστη
Μη με αφήνεις έρημη και ταπεινή σου δούλη Σου,
όπου έχεις, ως Θεός άπειρη καλοσύνη».

Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010

Φρικη!



λυπαμαι, ντρέπομαι, ε, και; φοβαμαι όλα αυτα που θα γεννησει η βια.

Κυριακή 28 Μαρτίου 2010

ετσι πολυ ατενισα

Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα,
που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου.

Γραμμές του σώματος. Κόκκινα χείλη. Μέλη ηδονικά.
Μαλλιά σαν από αγάλματα ελληνικά παρμένα·
πάντα έμορφα, κι αχτένιστα σαν είναι,
και πέφτουν, λίγο, επάνω στ' άσπρα μέτωπα.
Πρόσωπα της αγάπης, όπως τάθελεν
η ποίησίς μου.... μες στες νύχτες της νεότητός μου,
μέσα στες νύχτες μου, κρυφά, συναντημένα....



Κ.Π.Καβαφης

ναι,απ την αρχη ν αρχισω....

καλημερα.ακουω, διαβάζω, επικοινωνώ. και λέω όχι ενα στοίχημα ειναι κι αυτο. ας μην χαθει.. ας δώσω ο΄τι δύναμαι, ας αδειάσω τα αποθέματα, πάντα περίσσευε. η τολμη, το προς τα μπρος, η παραγραφή. πάντα οι αντοχες μαδουν μες στα χρονια, αλλά και πάντα ήταν εκεί.
Αλλά αναρωτιεμαι, αν, με τα ιδια φθαρμενα και χρησιμοποιημενα υλικά που αποσυντεθηκαν, μπορούμε, όση μαεστρια, ταλέντο και υπομονή να βαλουμε, να φτιαξουμε κατι νεο,με προοπτική και οριζοντες, χωρις την οσμη της σήψης;
γιατι τοτε η ηττα ειναι πολλαπλή και μη αναστρεψιμη, κι αυτο δεν ξερω ποσες φορες αντεχεται...

Σάββατο 27 Μαρτίου 2010

χρονια πολλά!





στα χρονια που περασαν, στα χρονια που θαρθουν. στις τρικυμισμένες και στις γαληνιες διαδρομές, στους παραδεισους και στην ..κολαση ενίοτε, γιατι ολα τα αντικρίσαμε δίχως φόβο αλλά με παθος. μια μεγαλη διαδρομή σε μια μικρη ζωή που μοιαζει ναναι ίδια. δεν είναι όμως .

καλημερα!!!!!!!

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010

πού να βρω την ψυχη μου.....




σε όσους χωρις δολο και προθεση εκινηθησαν και προχωρησαν και δεν εμποδισαν και δεν λοιδωρησαν και δεν επροδωσαν ιεροτητες παναρχαιες...

γιατι κι η πατριδα ειναι μια αγαπη μυστικη κι ακαταλυτη

Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
περπατώντας η Δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλληκάρια,
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γεναμένο από λίγα χορτάρια
που είχαν μείνει στην έρημη γη.


«Η καταστροφή των Ψαρών».


Διονύσιος Σολωμός.

Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

αδοξο τελος τετοις γυναικας!

Μαρία Πολυδούρη - Ἀνεπίδοτη ἐπιστολὴ
Ἀγαπητοὶ φίλοι!

Ἴσως τὸ γράμμα αὐτὸ νὰ μὴν διαβαστεῖ ποτέ, ἀπὸ κανέναν, ἀλλὰ στ’ ἀλήθεια δὲ μὲ νοιάζει. Ἴσως μέχρι νὰ φτάσει στὰ χέρια σας νἄχω πειὰ ὁλότελα ξεχαστῆ ἀπ’ ὅλους. Ἀλλά, οὔτε δὰ κι’ αὐτὸ τὸ τελευταῖο μὲ νοιάζει. Ἐξάλλου, δὲν ἔχω καὶ πολλὰ νὰ σᾶς πῶ, θέλω μόνο νὰ σᾶς θυμίσω ὅτι κάποτε ὑπῆρξα. Κάποτε ὑπῆρξα κι’ ἤμουν καὶ ζωὴ καὶ θάνατος μαζί. Καὶ ζωὴ καὶ Χάρος ἤμουν!

Ἔζησα, τὁμολογῶ, μιὰ ζωὴ δηλητηριασμένη, γι’ αὐτὸ θαρρῶ ἀποφάσισα νὰ τὴν ἐγκαταλείψω. Ἐκεῖνο ποὺ γιὰ τοὺς ἄλλους ἤτανε ζωή, γιὰ μένα θάνατος ἦταν. Γεννιόμουνα καὶ πέθαινα κάθε μέρα, ὥρα καὶ στιγμή. Ζοῦσα μὲ τὸ θάνατο, ζοῦσα γιὰ νὰ πεθάνω, μὰ τουλάχιστον δὲ ζοῦσα νεκρὴ ὅπως οἱ γύρω μου, τὰ μικρὰ ἀστεῖα ἀνθρωπάκια ποὺ λέγαν πὼς μ’ ἀγάπησαν, κι’ ἂς μὴν μπόρεσαν ποτέ, κι’ ἂς μὴν τόλμησαν ποτὲ νὰ διαβάσουν τὴν ψυχὴ ποὔκρυβε περίσσιο φῶς καὶ σκοτάδι μέσα της. Κατὰ βάθος μὲ φοβόντουσαν καὶ δὲν ἀργοῦσαν νὰ τραποῦν εἰς ἄτακτον φυγήν. Δὲν ἄντεχαν νὰ μὲ κοιτοῦν κατάμματα, μὴν τύχει καὶ τοὺς κλέψω τὴν ψυχή τους.

Ἀγαπήθηκα, ἀγαπήθηκα πολύ, μὰ μπορεῖ ποτὲ κανεὶς νὰ φαντασθῆ ὅτι λυπόμουνα βαθειὰ ὅταν καταλάβαινα ὅτι μ’ ἀγαποῦσαν; Ἐγώ, ἴσως νὰ μὴν ἀγάπησα ἀρκετά, ὄχι ὅσο ἔπρεπε. Τὸν ἰδανικό μου ἔρωτα θαρρῶ τὸν ἔζησα στὴ φαντασία μου. Ἡ ψυχή μου καὶ ἡ ἀγάπη γεννήθηκαν τὴν ἴδια μέρα. Αὐτὸ τὸ ἔνιωθα μέσα μου, κι’ ὅμως δὲν πίστευα ὅτι θὰ ὑπῆρχε μέρα ποὺ θὰ μοῦ ἀποδείκνυε ὅτι ἀγαποῦσα ἀληθινά. Δὲν εἶνε στ’ ἀλήθεια τραγικό, μιὰ μεγάλη εἰρωνεία, νὰ μιλοῦν γιὰ τὴν ἀγάπη ἄνθρωποι ποὺ δὲν τὴν γνωρίζουν καὶ νὰ σιωποῦν ἐντελῶς κεῖνοι ποῦ νοιώθουν τὴν ψυχή τους νὰ πνίγεται στὸ πόνο της;




Πολλοὶ λέγαν ὅτι ζοῦσα μεσ’ στὸ κεφάλι μου. Κάτι ἔπρεπε νὰ ποῦν κι’ αὐτοί... Πῶς ἄλλως θὰ μὲ κατέτασσαν σὲ συγκεκριμένη κατηγορία ἀνθρώπων; Ἄνθρωποι, ἀνθρωπάκια! Ἡ ζωὴ ἕνα τεράστιο ψέμα ποὺ ἄλλοι τὸ ἀγαπᾶνε κι’ ἄλλοι - οἱ λίγοι - προσπαθοῦν νὰ τὸ κάνουν ἀληθινὴ ζωή. Ἐσεῖς, ἀγαπητοὶ ἄγνωστοί μου φίλοι, πῶς ζεῖτε; Ζεῖτε; Μιὰ φάρσα, αὐτὸ ἦταν ἡ δικιά μου ζωή. Κανεὶς δὲν τὴν κατάλαβε. Γεννήθηκα χωρὶς νὰ τὸ θέλω, ἔζησα στὸ περίπου, καὶ σκηνοθέτησα τὸ θάνατό μου. Κι’ ὅμως ἀγαποῦσα τὴ ζωή, ἀλλὰ πάντα αὐτὴ μοὔπαιρνε ὅ,τι ἄλλο ἀγαποῦσα. Μοῦ ἔλειπε πάντα μιὰ καρδιὰ ποὺ νὰ πονῆ γιὰ μένα. Κι ἦταν δύσκολο, δύσκολο πολὺ νὰ ζῶ μονάχη μου μέσ’ σἕνα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στὰ μικρά της ζωῆς καὶ στὸ τίποτα. Ἤμουνα σὰν παράσιτο, σὰν μαῦρο ξωτικὸ ποὺ ἔχασε τὸ δρόμο κι’ ἀντὶ νὰ ταξιδέψει στὸν ὀνειροκόσμο του, ξέπεσε σὲ τούτη δῶ τὴ γῆ. Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος μὲ ρώτησε κρυφὰ ἂν εἶμαι χήρα σὰν φοροῦσα μαῦρα βαρειά. Ἐγέλασα. Ἀλήθεια ἦταν! ἂν μάντεψε τὴν ψυχή μου, καλὰ τὴν ὠνόμασε χήρα...

Εἶνε ποὺ θὰ παρακαλοῦσαν νὰ εἶχαν ζήσει στὴν ἐποχή μου. Ἐγώ, θἄθελα νὰ ζήσω σὲ κάποιαν ἄλλην ἐποχή. Ἔζησα ἀνάμεσα σὲ μιὰ γενειὰ ἡττημένη. Κάποιοι ἀπό μας κάναν τὸν πόνο στίχο, τὴν ὀργὴ τραγούδι, ἀλλὰ κανεὶς δὲν τόλμησε... - οὔτ᾿ ἀπὸ μᾶς οὔτ᾿ ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους - δὲν τόλμησε νὰ νὰ ξεφύγει ἀπ’ τὸ χαραγμένο μονοπάτι, δὲν τόλμησε νὰ πεῖ ὅ,τι στ’ ἀλήθεια σκεφτότανε, δὲν τόλμησε νὰ κάνει ὅ,τι στ’ ἀλήθεια ἤθελε νὰ κάνει. Οἱ περισσότεροι ἦταν - εἴμασταν - δειλοὶ ποὺ ’ψαχναν ἁπλὰ ναύρουν τὴν αὐτοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωποὶ κι’ ἀνάπηροι. Ὀλίγοι γέροι μὲ κακόβουλο ὕφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι καὶ ὑπερφίαλοι... Ἀπόκληροί της ἀντίληψης... Κι’ ὅμως ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ Κ., ὁ μόνος ποὺ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ μὲ καταλάβει, ἀλλὰ οὔτε καὶ κεῖνος τόλμησε... Μοὖπε μάλιστα, πὼς μὲ λυπόταν γιατί τὸν ἀγαποῦσα... ὅτι ἤμουνα γι’ αὐτὸν μιὰ παρηγοριά. Τὄχε ἡ ἐποχή, κανεὶς δὲν ἦταν ὁ ἐαυτός του! Γι’ αὐτὸ θαρρῶ καὶ ἔζησα τόσο μόνη, κι’ ἂς εἶχα πάντοτε κάποιους νὰ μὲ συντροφεύουν, ἀδέλφια μου σένα πόνο ποὺ δὲ θὰ μποροῦσαν ποτὲ νὰ συλλάβουν. Ἔκαναν τὰ πάντα γιὰ μέ, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη τους ἦταν μιὰ θυσία ποὺ ποτὲ δὲν δέχτηκα μὲ εὐμένεια κι’ οἱ ἀνησυχίες τους χειροπέδες γιὰ μένα. “Πόσο εἶνε ἀστεία ἡ ζωὴ μὰ καὶ πόσο ἀστειότεροι εἴμαστε μεῖς ποὺ τὴν ἀνεχόμαστε τέτοια”, ἔγραψα, θυμᾶμαι, κάποτε στὸ ἡμερολόγιό μου...

Μά, ἀπὸ τότε ἔχουν πειὰ περάσει χρόνια. Πόσα, δὲν ξεύρω, ἀφοῦ ὁ χρόνος δὲν ἔχει πειὰ γιὰ μὲ καμμία σημασία. Τώρα, εἶμαι κάπου ἀλλοῦ καὶ ζῶ - ἂν τούτη δῶ ἡ κατάσταση θεωρεῖται ζωὴ - μέσ’ ἀπ’ τὶς ἀναμνήσεις μου. Ξεφυλλίζω τὰ τετράδια τοῦ μυαλοῦ καὶ κυττάζω πίσω. Ὅλα ζητάω τὰ χαμένα, τὶς μικρὲς στιγμές, τὸν ἀγαπημένο... Γυρνῶ τὸ βλέμμα καὶ τὸν κυττάζω πάντα τὸ δρόμο ποὺ ἀφήσαμε. Εἶνε μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες καὶ φρίκη... εἶνε τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος... κι’ ὅμως - θεὲ συγχώρεσέ με - θὰ τὸν ἔπερνα μὲ τὴν καρδιὰ γεμάτη δάκρυα καὶ μεταμέλεια... Μὲ τὴν καρδιὰ δεμένη μὲ τὰ σίδερα τῆς ἁμαρτίας θὰ ξεκινοῦσα νὰ σ’ εὕρω μοναδικὴ κι’ ἀξέχαστή μου ἀγάπη... Δὲ θέλω τίποτε ἄλλο, μόνο νὰ φτάσω, νὰ σταθῶ κοντά σου τόσο ποὺ φτάνει γιὰ νὰ ἰδῶ... νὰ ἰδῶ τὸ πρῶτο βλέμμα σου ἐκεῖνο ποὺ μοῦ ’ριχνες σὰν ἔφτανα... τὶς μικροῦλες ὅλες ἐκεῖνες ρυτίδες στὸ πρόσωπό σου... νὰ ἰδῶ τὰ χέρια σου ν’ ἁπλώνονται σὲ μένανε νὰ μὲ ἀγκαλιάσουν... νὰ ἰδῶ... νὰ νοιώσω τὸ φίλημά σου... Εἶνε τόσο μεγάλος ὁ καϋμὸς καὶ εἴμεθα τόσο μικροὶ ἕνας-ἕνας ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν ἀποτελοῦμεν...

Τὰ λόγια αὐτὰ ἴσως νἀκούγονται σὰν παραλήρημα ἑνὸς ἑτοιμοθανάτου, μά, ἀλοί, δὲν μπορῶ νὰ πεθάνω ἀφοῦ εἶμαι ἀπὸ χρόνια πειὰ νεκρή. Ὅσο ζοῦσα, ὅσο ἔζησα, ἤμουνα παιδί. Ἤμουνα ἕνα παιδὶ ἄμυαλο, μπορῶ νὰ τὸ παραδέχωμαι ἀλλὰ καὶ ποιὸ παιδὶ δὲν εἶνε ἄμυαλο; Ἕνα παιδὶ εἶμαι ἀκόμη... Ἕνα παιδὶ ποὺ γράφει σὲ σᾶς, τοὺς ἄγνωστούς του φίλους, γιὰ νὰ τοὺς πεῖ: νὰ μείνετε πάντα παιδιά, κι’ ἂν εἶνε δυνατὸν ἄμυαλα παιδιά. Νὰ ζήσετε τὴ ζωή σας μὲ τρέλλα, νὰ ζήσετε παράλογα, νὰ σκοτώσετε τὴ λογικὴ ποὖνε ὁ φονιὰς τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ζωῆς, νὰ τολμήσετε νὰ κάνετε τὰ δύσκολα, τὰ μεγάλα, τὰ σημαντικά, ν’ ἀκολουθήσετε τὰ δύσβατα μονοπάτια, ν’ ἀφήσετε νὰ θρονιαστεῖ στὴν καρδιά σας γιὰ πάντα ἡ ἄνοιξη καὶ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη, ν’ ἀγαπήσετε μὲ πάθος καὶ νὰ καεῖτε ἀπ’ τὴ φλόγα τῆς ἀγάπης σας, νὰ κάνετε τὸν πόνο, τὴ χαρά, τὴν κάθε σας στιγμὴ τραγούδι, κι’ ὅταν ἔρθ’ ἡ ὥρα ἡ στερνὴ νὰ πεθάνετε ὄχι ἀπὸ πλῆξι, ἀλλὰ ἀπὸ εἰλικρίνεια ὅπως ὁ φίλος τζίτζικας, ποὺ τόσο ὡραία τὰ ἔλεγε μὰ μεῖς τὰ παίρναμε γιὰ γκρίνια...

Τώρα, καθὼς γράφω τὶς τελευταῖες γραμμές, κυττῶ πίσω καὶ ἀντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: ἔζησα ἐλεύθερη ὅσο καμμιὰ ἄλλη γυναίκα τῆς ἐποχῆς μου, ἔκανα πράγματα ποὺ δὲν ἔκανε καμμιὰ ἄλλη, κι’ ἀγαπήθηκα ὅσο λίγες. Καί, δὲν τὸ ξεχνῶ, καθὼς τὸ βλέμμα μου ἔσβηνε, ἐκείνη τὴ μελαγχολικὴ αὐγούλα τ’ Ἀπρίλη, δὲν ἤμουν πειὰ μόνη. Νέοι ποὺ μ’ ἀγάπησαν ἦρθαν νὰ μ’ ἀποχαιρετήσουν καὶ φίλες γκαρδιακὲς στὸ προσκεφάλι μου ἕνα τελευταῖο τραγούδι νὰ μοῦ χαρίσουν...

Αὐτὸ εἶναι τὸ γράμμα μου στὸν κόσμο ποὺ ποτὲ δὲν ἔγραψε σὲ μένα, ὅπως λέει κι’ ἡ καλή μου φίλη.

Μὲ ἀγάπη
Μαρίκα Πολυδούρη

Σάββατο 20 Μαρτίου 2010

Ανοιξη!

.

ερωτικη αλληλογραφια βερλαιν-ρεμπω.

ΑΥΛΑΙΑ:
ο Βερλαιν στον Ρεμπώ το 1871:... ελάτε λοιπον, μεγαλη ψυχη αγαπημένη, σας φωναζουν, σας καρτερούν.
ο Βερλαίν στη γυναικα του το 1872 Βρυξελλες: αθλια πανουργα μαγισσα, ποντικοπριγκιπεσσα, κοριε για πάτημα, τι άλλο να μου κάνετε πια, ίσως να έχετε σκοτώσει την καρδια του φίλου μου. παω να βρω τον Ρεμπω, αν ακομη με Θελει, ύστερα απ αυτη την προδοσία στην οποία με σπρώξατε.
ο Βερλαίνν στον Ρεμπω: Παρισι 1872: Ρεμπω,οπωσδηποτε θα ξαναιδωθουμε! ποτε; ας περιμένουμε λιγο! σκληρες αναγκαιότητες! αχαρες περιστασεις! εστω! σκατα..... και ποτε να μην περασει απ το μυαλό σου η ιδεα πως εγω θα σε εγκαταλειψω, remember!θυμητικο. δικος σου Πωλ Βερλαιν




ΣΚΗΝΗ Β
ο Βερλαιν στον Delahaye to 1875: ....δεν νιωθω αρκετα δυνατος απεναντι στις παλιες βλακειες μου, και παλεύω θηριωδώς προκειμένου να κατεδαφίσω τον παλιο εκεινο εαυτό μου των Βρυξελλών και του λονδίνου 72-73....
ΑΥΛΑΙΑ.

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

Τρίτη 16 Μαρτίου 2010

γλυκυτητα!

"νεος ζητουσα απ τους ανθρώπους περισσότερα από όσα μπορούσαν να μου δώσουν. αδιάλειπτη φιλία, διαρκή συγκίνηση.
τώρα ξερω να τους ζητω λιγοτερα απο οσα μπορουν να δώσουν: τη σιωπηλή παρεα. Και οι συγκινήσεις τους, η φιλια τους, οι ευγενικές χειρονομίες τους, διατηρούν στα μάτια μου ακέραια την αξία του θαύματος: ένα άρτιο αποτέλεσμα της χαριτος.'

καλημερα..




Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

«Είμαστε σε απόλυτο αδιέξοδο»

Αντιγραφη από ΤΟ ΒΗΜΑ


ANNA ΚΟΚΚΙΝΟΥ «Είμαστε σε απόλυτο αδιέξοδο»
Αγαπάει τα χαμομηλάκια και τις παπαρούνες, θα ήθελε ένα παιδί, θεωρεί την κρίση συνομήλικη με το κράτος μας και σκηνοθετεί το έργο ενός παρεξηγημένου σπουδαίου Ιρλανδού, στο οποίο και πρωταγωνιστεί



ΤΗΣ ΚΕΛΛΥΣ ΚΙΚΗΣ | Κυριακή 14 Μαρτίου 2010
Φουαγέ του θεάτρου Σφενδόνη, λίγες ημέρες πριν από την πρεμιέρα της νέας παράστασης στην οποία η Αννα Κοκκίνου παίζει και σκηνοθετεί. «Αν δεν ερχόσασταν ως τις επτά και είκοσι, θα έφευγα» λέει καθώς μου σερβίρει γαλλικό καφέ σε μια κούπα. «Ηρθα στην ώρα μου ακριβώς και την πατήσατε όμως» της απαντώ, για να μου ανταποδώσει: «Την πάτησα, αλήθεια. Και μην ανησυχείτε επειδή λέω τέτοια. Είμαι παιχνιδιάρα». Την προσοχή μου τραβά η εμπριμέ τιράντα που κρατά το παντελόνι της και η οποία ίσα που φαίνεται μέσα από τη μαύρη ζακέτα της. Επειτα το τσίγκινο κατοσταράκι, βγαλμένο θαρρείς από παλιό καπηλειό, από όπου πίνει νερό. Και με απορροφά απόλυτα η παρουσία της όταν ξεκινά η κουβέντα μας, καθ΄ όλη τη διάρκεια της οποίας με κοιτά κατάματα. Η Αννα Κοκκίνου, παρά την απόσταση που διατηρεί, είναι τόσο εκφραστική ως συνομιλήτρια όσο και επί σκηνής. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται τον λόγο είναι απολαυστικός, όπως και οι συχνές και μεγάλες παύσεις της. «Η δική μου εκδοχή για το θέμα είναι το πώς ένας άνθρωπος χάνει τα πάντα στη ζωή του και τότε καταλαβαίνει τι είναι η ζωή και τι είναι ο θάνατος. Φτάνει στη χειρότερη κατάσταση που μπορεί να βρεθεί κανείς και όμως στέκεται στα πόδια του. Γι΄ αυτό το έργο τελειώνει με μια ανάταση» μου λέει για τους «Καβαλάρηδες στη θάλασσα» του Ιρλανδού Τζον Μίλινγκτον Σινγκ.

Τη ρωτάω αν οι άσχημες στιγμές στη ζωή μας μπορεί να μας κάνουν να σκεφθούμε βαθύτερα ή να αναθεωρήσουμε τα πράγματα. «Ναι, βέβαια, άλλοι τα χάνουν όλα και καταβαραθρώνονται. Ο Αναξαγόρας, τον οποίο αναφέρει ο Πλούταρχος στα “Ηθικά” του, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του γιου του, δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ και είπε: “Μα ήξερα ότι γέννησα θνητούς”. Αυτό ταιριάζει κάπου με τη Μόιρα από τους “Καβαλάρηδες στη θάλασσα”». Παρατηρώ τα χαμομήλια στο βάζο της. Λίγο μαραζωμένα.«Μαραζωμένα τα χαμομηλάκια; Οχι. Είναι επειδή σκοτείνιασε και κοιμούνται, αύριο θα ανοίξουν ξανά. Αλλά σας τα έδειξα απλώς επειδή τα λατρεύω. Μου αρέσει να μαζεύω χαμομηλάκια και παπαρούνες όταν πηγαίνω βόλτες στους γύρω λόφους».

Στο έργο που ανεβάζει η ηρωίδα αναρωτιέται κάποια στιγμή: «Πώς θα ζήσω τώρα χωρίς τα παιδιά μου;». Πόσο ταιριάζει στην ίδια η επιλογή «χωρίς οικογένεια;». Λέει: «Θα ήθελα πάρα πολύ να έχω κάνει ένα παιδί. Απλώς, εκ των υστέρων, καταλαβαίνω ότι είχα ανοιχτά θέματα με τον εαυτό μου και ίσως σωστά δεν το τόλμησα. Βέβαια ποτέ δεν ξέρεις. Θα μπορούσαν αυτά τα “ανοιχτά θέματα” να είχαν αλλάξει, αλλά τις περισσότερες φορές βλέπουμε το αντίθετο. Κάτι που υπάρχει μετατίθεται στο παιδί. Πάντως οπωσδήποτε θα ήθελα να είχα κάνει ένα παιδί αλλά δεν το αποφάσισα».

Και για την κρίση τι λέει; « Αισθάνομαι ότι είναι πολύ υγιές που έχει ξεσπάσει όλο αυτό το πράγμα και ότι θα έπρεπε να έχει συμβεί εδώ και πολλές δεκαετίες. Πρόκειται για πράγματα τα οποία φέρει η χώρα από γεννήσεως του κράτους. Στην ουσία, δηλαδή, η νοοτροπία δεν έχει αλλάξει από τότε. Τώρα τουλάχιστον φαίνεται σαν αυτό να έχει φτάσει σε απόλυτο αδιέξοδο. Εύχομαι να είναι πράγματι απόλυτο το αδιέξοδο και να είναι μια κρίση σε όλα τα επίπεδα, όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στην κοινωνία και στον πολιτισμό. Εξάλλου πιστεύω ότι το πρόβλημα στην οικονομία είναι συνυφασμένο με όλα τα υπόλοιπα. Εύχομαι και ελπίζω αυτό να σημαίνει και αλλαγή νοοτροπίας. Είναι βέβαιο πάντως ότι, αν σημαίνει αυτό, θα φανεί έπειτα από δύο, τρεις ή τέσσερις γενιές. Εύχομαι να συμβεί, να είναι απόλυτη η κρίση και να δουν όλοι το αδιέξοδο σε όλα τα επίπεδα. Και να λυθεί, φυσικά». Στον πολιτισμό υπάρχει κρίση; «Αυτό που με πονάει πάρα πολύ είναι που τελειώνουν τα παιδιά, οι νέοι ηθοποιοί, τις σχολές τους και δεν γνωρίζουν ποιο είναι το αντικείμενό τους. Δηλαδή, το θέμα “λόγος” είναι κάτι το οποίο όποιος το γνωρίζει το έχει μάθει εμπειρικά. Επικρατεί παντελής έλλειψη διαπαιδαγώγησης των ηθοποιών. Βέβαια, έχω συζητήσει το θέμα και με ανθρώπους από άλλα επαγγέλματα και μου έχουν πει ότι ισχύει το ίδιο. Δηλαδή, δεν είναι θέμα σχολών αλλά γενικότερα θέμα Παιδείας στη χώρα».

Η Αννα Κοκκίνου πρωταγωνιστεί και σκηνοθετεί την παράσταση «Καβαλάρηδες στη θάλασσα» που ανεβαίνει στο θέατρο Σφενδόνη. Παράλληλα σε εναλλασσόμενο ρεπερτόριο παίζεται ξανά το «Λα Πουπέ» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη.

Kυριακη

Σάββατο 13 Μαρτίου 2010

λεμε......

" οι άνθρωποι που τους βαραίνει μια βαθια θλιψη προδίδονται όταν είναι ευτυχισμένοι. έχουν έναν τροπο να αρπάζουν την ευτυχία, σαν να θέλουν να την αγκαλιασουν και να την πνίξουν απο ζήλεια.."


Παρασκευή 12 Μαρτίου 2010

αλλά δοθήκαμε στη τέχνη μας λες και πετούσαμε μεις οι ιδιοι

Η κατάρα των Χαλίλ

Τον καιρό των παραμυθιών ζούσε στη μακρινή Περσία ένας παπουτσής, ο Χαλίλ. Αυτός ο Χαλίλ είχε τη φήμη σπουδαίου μάστορα -λέγαν οτι δεν είχε βρεθεί άνθρωπος να του ζητήσει παπούτσι, που να μη μπορεί να το φτιάξει. 'Ακουσε για τον Χαλίλ ο δερβίσης Νεμπού, ο μάγος του τάγματος των Μελδεβίδων και τον αναζήτησε.
-"Χαλίλ", του είπε, "θέλω να μου φτιάξεις παπούτσια με φτερά να μπορώ να πετάω"'.
Συλλογίστηκε ο Χαλίλ κι απάντησε:
-"Θα προσπαθήσω"'.
Πέρασανε χρόνια αλλά όσο και να προσπαθούσε ο Χαλίλ, παπούτσια με φτερά, να πετάν οι άνθρωποι, δεν κατάφερε να φτιάξει. Κι όταν πέθανε ο δερβίσης Νεμπού, τον έπιασε τρόμος. "Ένα πράγμα μου ζήτησε ο άγιος άνθρωπος κι εγώ ήμουν ανίκανος. Φοβάμαι μη με καταραστεί και μένα και τη γενιά μου".
Λίγο πριν αισθανθεί να τον καλεί κι αυτόν ο θάνατος, ο Χαλίλ κάλεσε τον
πρωτότοκο γιο του, τον Σελίμ Ιμπν Χαλίλ και του είπε:
-"Γιε μου, θα σου αφήσω το παπουτσάδικο και την ευχή μου και θα σου μάθω όλα τα μυστικά της τέχνης μου, αλλά θα μου ορκιστείς ότι δε θα λησμονήσεις το όνειρο του δερβίση. Θα φτιάξεις παπούτσια με φτερά να πετάν οι άνθρωποι".
Ο Σελίμ Ιμπν Χαλίλ χωρίς να συλλογιστεί είπε:
-"Θα προσπαθήσω".
Πέρασαν τα χρόνια. Ο γιος του Χαλιλ, γέρος πια πήγε στον τάφο του δερβίση κι άρχισε τις κατάρες.
-"Πανάθεμά σε τρελέ δερβίση. Μια ζωή τρέχω πίσω απ' τ' όνειρό σου και δεν κατάφερα τίποτα. Και τώρα πρέπει ν' αφήσω το βάρος στο γιο μου και στους γιους των γιων μου να κυνηγάνε μια ζωή, αυτό που δεν πραγματοποιείται. Καταραμένος να 'σαι άθλιε μάγε. Να μη λιώσουν οι σάρκες σου".
Κι ύστερα ο Σελίμ κάλεσε τον πρωτότοκο γιο του, τον Αβδούλ Ιμπν Σελίμ Ιμπν Χαλίλ και του είπε.
-"Βαριά σκιά κυνηγά εμάς τους Χαλίλ, γιε μου, να τρέχουμε πίσω από το όνειρο του δερβίση. Για να σου δώσω το μαγαζί και να σου μάθω τα μυστικά της τέχνης μου, πρέπει να μου ορκιστείς ότι θα φτιάξεις παπούτσια με φτερά, να πετάν οι άνθρωποι".
Περάσανε γενιές και γενιές αλλά κανείς απ τους Χαλίλ δε μπόρεσε να πραγματοποιήσει τ' όνειρο του δερβίση. Κι όλοι πήγαιναν στον τάφο του και τον καταριόντουσαν. Κι έλεγαν πως ο μάγος Νεμπού έμενε ακόμα κάτω από τη γη μ' ανοιγμένα μάτια, σα να ονειρεύεται.
Ήρθε όμως καιρός κι ανέλαβε το χρέος των Χαλίλ ο Ασίκ Ιμπν Αβδούλ Ιμπν Σελίμ Ιμπν...Ιμπν Χαλίλ, που όταν γέρασε κι έγινε κι αυτός δερβίσης και μάγος των Αλεβίδων, πήγε κι αυτός στον τάφο του Νεμπού, έχυσε κρασί και στάρι κι είπε.
-"Βλογημένος να 'σαι δερβίση μου. Μπορεί να μη τα καταφέραμε να φτιάξουμε παπούτσια με φτερά να πετάν οι άνθρωποι, αλλά δοθήκαμε στη τέχνη μας λες και πετούσαμε μεις οι ιδιοι και φτιάξαμε τα πιο ωραία σαντάλια για τις πριγκίπισσες στα χαρέμια και φτιάξαμε παπούτσια από δέρμα κάπρου για τους δουλευτές στα χωράφια και μάθαμε να καρφώνουμε την πρόκα, όχι για να κολλάει το πόδι στη γη αλλά για να τρέχει σα να καβάλαγε αλόγατα του πολέμου. Βλογημένος να 'σαι δερβίση μου και συ και το τρελό όνειρό σου, που μας κράτησε ζωντανούς".
Κι έγινε τότε μεγάλο μυστήριο. Λένε πως ο δερβίσης Νεμπού, που από τις κατάρες δεν είχανε λιώσει οι σάρκες του, πρόβαλε από τον τάφο του και πέταξε σα να 'χε στα πόδια του παπούτσια με φτερά.
Ετσι λύθηκε η κατάρα των Χαλίλ!

Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010

ωραιος ο καφες, ωραιος κι ο μπουφες...



Στίχοι: Σταῦρος Καραμανιώλας
Μουσική: Σταῦρος Καραμανιώλας
Ἑρμηνεία: Ἀργύρης Μπακιρτζῆς



Μπῆκα μὲς σὲ μιὰ καφετερία,
ποὺ τὴν εἶχε μιὰ κομψὴ κυρία,
κάθησα στὸ μπουφέ, μὲ ὅλα μου τὰ ἐφφέ,
παρήγγειλα βαρὺ γλυκὸ καφέ.

Τάκα-τάκα ἦρθε ἡ παραγγελία,
ποὖχα δώσει στὴν κομψὴ κυρία,
ρουφάω τὸν καφέ, ἐπάνω στὸ μπουφέ,
καὶ τότε λέω στὴν κομψὴ κυρία,
ἐκείνη ποὖχε τὴν καφετερία:

- Ὡραῖος ὁ καφές, ὡραῖος κι ὁ μπουφές,
ὡραία καὶ ἡ κυρία ποὺ σερβίρει·
ὡραῖος ὁ καφές, ὡραῖος κι ὁ μπουφές,
τραγούδι νὰ τῆς κάνουμε Ἀργύρη.

Βγάζω νὰ πληρώσω τὴν κυρία,
βρέ, ἐκείνη ποὖχε τὴν καφετερία,
νὰ δώσω μπουρμπουάρ, νὰ πῶ κι ὀρεβουάρ,
καὶ τότε ἀκούω τὴν κομψὴ κυρία,
ἐκείνη ποὖχε τὴν καφετερία:

- Στὸ λέω ὀρθὰ-κοφτά, δὲ θέλω ἐγὼ λεφτά,
δεκάρα τσακισμένη ἀπὸ σένα,
μόν᾿ θέλω νὰ μοῦ πεῖς καὶ δίχως νὰ ντραπεῖς
τὸ τραγουδάκι ποὖγραψες γιὰ μένα.

- Μπράβο!
- Ὡραῖος ὁ καφές, ὡραῖος κι ὁ μπουφές,
ὡραία καὶ ἡ κυρία ποὺ σερβίρει·
ὡραῖος ὁ καφές, ὡραῖος κι ὁ μπουφές,
τραγούδι νὰ τῆς κάνουμε Ἀργύρη.



Ωραιος ο καφες, αλλά γιατί του πρωτομάστορα την όμορφη γυναικα; γιατι ολημερις το χτιζατε το βραδυ γκρεμιζόταν; γιατί φτασαμε στο -αν δεν στοιχειώσετε άνθρωπο γιοφύρι δε στεριώνει; πικρη πατριδα της εσχατης απογύμνωσης. και μας πειραξε η ταδε τζουλια. αυτη δεν ητο σύμβολο. ούτε εστια, ούτε αγαπησε,ούτε αγαπηθηκε ουτε πρόδωσε κι ούτε προδόθηκε. .Καλή σας μερα

Τρίτη 9 Μαρτίου 2010

νοσταλγια




θελω να ταξιδευω πρωτη θεση και ποτε ως λαθρεπιβάτης. να την παραχωρώ δε μόνο στον πρωτογενη ανθρώπινο μόχθο και στον γενναιο ανθρώπινο πονο, που με κανουν άνθρωπο.

εξαισιως....

Σάββατο 6 Μαρτίου 2010

Πέμπτη Ωδή

ράινερ μαρια Ρίλκε




Σηκωθείτε και φοβίστε τον τρομερό Θεό, γκρεμίστε τον.
Χαρά πολέμου, από αιώνες τον έχει κακομάθει.
Τώρα εσάς να σπρώξει ο πόνος
εσάς να σπρώξει ένας νέος, πληγωμένος πόνος του πολέμου,
μπροστά στο θυμό του.
Κι αν σας αναγκάζει το αίμα, τρανωμένο απ' τους πατέρες σας ψηλά
τρεχούμενο αίμα, τότε ας είναι το συναίσθημα δικό σας.
Μη κάνετε τα ίδια τα παλιά.
Εξετάστε, μήπως είστε ο πόνος.
Ο δρων πόνος.
Ο πόνος έχει κι αυτός τη δική του αγαλλίαση.
Ω! και μετά ξεδιπλώνει η σημαία πάνω σας,
στον αγέρα που 'ρχεται από τον εχθρό!
Ποιά; Του πόνου.
Η σημαία του πόνου.
Το βαρύ που σας χτυπά πανί του πόνου.
Καθένας από σας σκούπισε το ιδρωμένο καφτό πρόσωπό του.
Όλων σας τα πρόσωπα είναι μαζεμένα κει, σε κομμάτια.
Κομμάτια του μέλλοντος ίσως.
Να μη κρατούσε συνεχώς μέσα του το μίσος,
αλλά μονάχα απορία.
Γιατί, ο προαποφασισμένος πόνος, ο υπέροχος θυμός
κι αυτοί οι τυφλοί γύρω σας, θολώσανε το νου σας.

Παρασκευή 5 Μαρτίου 2010

στιγμες

η τινα τιτιβιζει προσπαθωντας να σπασει τα δεσμα της κι η αγάπη την κάνει να κανει κυκλους ομοκεντρους... ολοι το κάνουμε ή το κάναμε αυτο.

ρε φιλε, δεν ειναι βρισια το κομμουνιστης, ειναι υπεροχο, αλλά αδειασε κι απολιθώθηκε. η πατριδα είναι και αξια και γλώσσα και ερωτας και μνημη και μυρωδια και ..θυσια. τώρα οι διαχειριστες της εξουσιας κοσμικής και μη, καθώς και πασης αλλης , ναι στην πυρά, αλλά αυτοί δεν έχουν πατρίδα.
αρνουμαι να μπω στο ιδιο τσουβαλι και στην συγχυσμένη ισοπεδωση που βολευει τους ενόχους. οι μεγαλες μορφες θεοδωρακης, χατζηδακις, γκατσος με αποσυντονιζουν για τον ασβεστο έρωτα τους και τη φιλοκαλια τους.

οταν ήμουν μικρούλα η μαμα μου που τραγουδαει πολυ ομορφα μου τραγουδουσε πολλα. ενα λοιπον δημοτικο τραγουδι έλεγε. ..και στης νύφης την τσεμπερα γραμματα είναι γραμμενα. κι όποιος τα κρυφαναγνώσει με τη νύφη θα ανταμώσει. κι ο γαμπρός ανάγνωσε με τη νύφη ανταμωσε. με εντυπωσίαζε. ειπα λοιπον πως πρεπει να κρυφοδιαβαζω...για να ανταμώνω..

μηπως ο γλεζος είναι σύμβολο;
Φυσικά και είναι σύμβολο

. επαυξανω για την προστασία των θεσμών, γιατι θεωρω οτι αυτη η απαξιωση τους μας οδήγησε σ αυτη την παρακμη. Κατανοώ ΄'ομως την αγανακτηση όταν οι εκπροσωποι θεσμών και αξιων δεν ανταποκρινονται στο ρολο τους.
φοβαμαι πως τραχυνα τοσο πολύ που θα το πω κι ας μη συμφωνω μεσα μου. Δεν είδα να οδηγει πουθενα ο σεβασμος κι η παιδεια....



Βαρεθηκα τα καταφύγια , με τα λαμπρότερα και διαφανέστερα και δικαιότερα των όπλων στη φαρέτρα μου. ..
κουραστηκα ναι, αλλά πολυ.
νιωθω πως οφειλω στην επομενη γενια. αλλιώς δεν θελω να αντεξω.
ποιοι οφειλουν ; αν δεν έμαθες ν αγαπας αυτο το ελλειπτικο πραγματακι που λεγεται πατριδα, τι χρεος να καταλάβεις;

πιστευω πολυ στην συγκινηση των πραγμάτων και την εσωτερίκευσή τους. απο κει προκύπτει το χρεος και η διαφύλαξη. και ντρεπομαι. αρκει;

why?

Γιατι, τίποτα μα απολυτως τίποτα δεν είναι δεδομένο. Δυστυχώς όταν αυτο πρέπει να το αποδεχθείς ώριμος είναι σαν μια ...προδοσια..



·

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010

ορθοι ωρε!



Εραστες της ζωής, του ονείρου, της γωνιας, του ψιθύρου, της κραυγής, της δημιουργίας. εραστες της πατρίδας. Κι η πατριδα έμοιασε να γίνεται σταχτη. μπορεί όμως κανείς να κλέψει αυτούς τους σκοπους απ την ψυχή μας; μπορεί κανένα διευθυντήριο να σωπάσει μέσα μας την ομορφιά του κόσμου;
μας κληροδοτήθηκε ο έρωτας των πραγμάτων ως θεος κι ως δύναμη όχι ως κλαυσίθυρες αυτοχειρίες κι ο ήλιος ως αυταξία κι όχι ως μαζικό ταξίδι προς απόλαυσι στην σαντορίνη. αλλοτριωθήκαμε και το πληρώσαμε ακριβά. αλλά, είμαστε ακόμα ζωντανοι...

Τρίτη 2 Μαρτίου 2010

,,,,,,,Τιποτα δεν σου ανήκει.....

Χοσέ Γιερρο
ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΕΣΤΕΤ

Εσύ που οσμίζεσαι το άνθος της ωραίας λέξης
ίσως δεν καταλαβαίνεις τις χωρίς άρωμα δικές μου.
Εσύ που ψάχνεις το νερό που τρέχει διάφανο
δεν πρέπει να πιεις τα κόκκινα νερά μου.

Εσύ που ακολουθείς το πέταγμα της ομορφιάς, ίσως
ποτέ δεν σκέφτηκες πώς μας φλερτάρει ο θάνατος
ούτε πώς ζωή και θάνατος – νερό και φωτιά- αδελφωμένα
σκάβουν σιγά σιγά το βράχο μας.

Τελειότης της ζωής που μας διαπλάθει και μας ετοιμάζει
για του θανάτου την τελειότητα τη μακρινή.
Τα υπόλοιπα, λέξεις, λέξεις, όλο λέξεις,
Αχ! Τι θαυμάσιες λέξεις!

Εσύ που πίνεις το κρασί στην ασημένια κούπα
δεν γνωρίζεις το δρόμο της πηγής που αναβλύζει
στην πέτρα. Δεν χορταίνεις τη δίψα σου στο καθαρό νερό της
με τα δυο χέρια σου σαν κούπα.

Τα ξέχασες όλα γιατί τα ξέρεις όλα.
Περνάς για αφεντικό, κι όχι αδελφός μικρός των όσων ονομάζεις.
Και ξεχνάς ( «Το Έργο Μου», λες) ξεχνάς
ότι ζωή και θάνατος είναι το έργο σου.



Δεν ήρθες στη γη να βάλεις σύνορα και τάξη
στην θαυμαστή αταξία των πραγμάτων.
Ήρθες να τα ονομάσεις, να τα μεταλάβεις
χωρίς να υψώσεις φράχτες για τη δόξα σου.

Τίποτα δεν σου ανήκει. Όλα πλημμύρα είναι, χείμαρρος.
Και τα νερά σου στη χρονική σου κοίτη εκβάλλουν.
και γινωμένα ένα ποτάμι τα ρίχνεις στη θάλασσα
«που είναι ο θάνατος» όπως λέει κι ο στίχος
.

Δεν ήρθες για να βάλεις τάξη, σύνορο. Ήρθες
να κάνεις για ν’ αλέσει η μυλόπετρα με το περαστικό νερό σου.
Το τέλος σου δεν βρίσκεται σε σένα ( «Το Έργο Μου», λες) , ξεχνάς
ότι ζωή και θάνατος είναι το έργο σου.

Και πως το άσμα που σήμερα λες σβηστό θα ‘ναι μια μέρα
από τη μουσική άλλων κυμάτων
.

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

what?




Aς καταρριψουμε τους αμυντικους μας μηχανισμους-εκει που αξίζει- πριν μας αποστερηθει η δυνατότητα είτε απ το χρόνο, είτε απ τα γεγονότα, γιατι η ζωή ειναι απροβλεπτη, μικρή και αιφνιδιαστική sometimes.....
Ας αφήσουμε την προσωπικοτητα μας
ελευθερη , ελευθερη να συν-κινείται, να συν-κλονίζεται, να μοιραζεται, να γνωρίζει.....αμα τη φυλάμε βαθια κρυμμένη, τι θα την κανουμε;

επ .....Ανοιξη

Ο πουχει κόρη ακριβή του Μάρτη ο ήλιος μην την δει....

ΔΩΡΙΣ

Δωρίδα την ροδόπυγον υπερ λεχέων διατείνας αψεσιν εν χλοεροις αθάνατος γέγονα.
η γαρ υπερφυεέσι μέσον διαβάσα με ποσίν,
ήνυσεν ακλινέως τον Κύπριδος δόλιχον ,
'ομμασι νωθρά βλέπουσα. τα δ΄ηύτε πνεύματι φύλλα,
αμφισαλευομένης, έτρεμε πορφύρεα,
μέχρις απεσείσθη λευκόν μένος αμφοτέροισιν,
και Δωρίς εξεχύθη μέλεσι


Την ροδογλουτη Δωριδα στην κλινη απλωνοντας
στα χλοερα της μέλη εγινα αθάνατος.
γιατι στα θεσπέσια κλεισμένον κρατώντας με πόδια της
μ όδήγησε σταθερα στη μακρια οδό της Αφροδίτης,
με ματια νωθρα βλέποντας με. κι αυτά καθώς τα φύλλα στον άνεμο,
όπως συστρεφόταν, ταράζονταν πορφυρά,
μέχρι που αποκύλησε η λευκή ορμή και των δύο
και η Δωρίδα χύθηκε με αφημένα μέλη.


Διοσκουρίδης