Εδώ, απέφυγες την περιπέτεια να ξαναϋπάρχεις κι είναι το χέρι σου μόνο στην τετράγωνη νύχτα της φωτογραφίας. Σαν ανάσταση σκίζει το χάρτινο σύμπαν μονάχο κι ανεβαίνει,
σαν αίφνης που αίρει το Λίγο του κόσμου. Με τέσσερα επί τέσσερα ουρανό που ξεκινάει; Αλλ’ είναι η ασφυξία των διαστάσεων ο σπόρος των θαυμάτων.
Εγώ όμως ούτε καλό ταξίδι, δεν μπορώ να σου πώ , αγαπημένε μου φίλε. δε μπορώ να σκεφτώ, πως δεν ακούς, πως δεν μιλάς, πως δεν γελάς, πως δεν θυμώνεις, πως δεν υπάρχεις. Έτσι, έτσι απλά, αθόρυβα, ήσυχα.
Θα μου λείψεις, εξαιρετικέ μου φίλε, Χρήστο.
Θα αδειάσει η γειτονιά μου, η πολη, το μέρος της ψυχής μου που σου ανήκε.
Κι είναι πικρό να λείπουμε όλο και πιο πολλοί όσο μεγαλώνουμε. είναι πικρό να έχουμε απώλειες, δεν αντέχονται, δεν είμαστε πια νέοι..
Μέχρι να βρεις τρόπο να ζεις , μη την σκοτώνεις τη ζωή... τι μένει κάτσε μέτρα
Ο Σωκράτης Μάλαμας είναι τραγουδοποιός, γεννημένος στις 29 Σεπτεμβρίου του 1957 στη Συκιά Χαλκιδικής. Σπούδασε κιθάρα στη Θεσσαλονίκη, στη Στουτγάρδη (Γερμανία) και στην Αθήνα, επαγγελματίας μουσικός από 23 ετών.
Η πρώτη απόπειρα του Σωκράτη Μάλαμα στην ελληνική δισκογραφία ήταν ατυχής καθώς η LYRA απέρριψε το υλικό του ως "μη εμπορικό". Συνέχισε να παίζει σε λαϊκά μαγαζιά, ανακατεύοντας, δειλά-δειλά, δικά του τραγούδια στο πρόγραμμα, χωρίς φυσικά να αναφέρει ότι ο ίδιος τα έχει γράψει...
Ο Σωκράτης Μάλαμας γεννήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου του 1957 στη Συκιά Χαλκιδικής. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη Στουτγάρδη της Γερμανίας όπου είχε εγκατασταθεί μόνιμα με τους γονείς του. Η πρώτη του επαφή με τη μουσική ήταν στα εφτά του χρόνια όταν και απέκτησε ένα μπουζούκι, δώρο του πατέρα του. Μέχρι τα δεκατρία του χρόνια δεν υπήρξε συνειδητά σοβαρή ενασχόληση με τη μουσική μέχρι που πήρε την πρώτη του κιθάρα. Δεκαεπτά ετών ξεκινά μαθήματα κιθάρας στο Μακεδονικό Ωδείο Θεσσαλονίκης και μόλις τελειώνει το Λύκειο αφήνει και πάλι την Ελλάδα για τη Γερμανία όπου και παρακολουθεί μαθήματα μουσικής στο Ωδείο της Στουτγάρδης. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα κατεβαίνει στην Αθήνα για σπουδές στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών, σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής του όπως ο ίδιος έχει πει, έχοντας δασκάλους τον Βαγγέλη Ασημακόπουλο και το Νότη Μαυρουδή.
Από το 1980 είναι επαγγελματίας μουσικός . Εργάστηκε ως δάσκαλος κιθάρας καθώς και σε λαϊκά μαγαζιά για αρκετό καιρό, ενώ τα τελευταία χρόνια πριν ξεκινήσει την προσωπική του δισκογραφία ανήκε στην ορχήστρα του Νίκου Παπάζογλου. Η πρώτη του απόπειρα στην ελληνική δισκογραφία ήταν ατυχής καθώς η LYRA απέρριψε το υλικό του ως "μη εμπορικό". Συνέχισε να παίζει σε λαϊκά μαγαζιά, ανακατεύοντας, δειλά-δειλά, δικά του τραγούδια στο πρόγραμμα, χωρίς φυσικά να αναφέρει ότι ο ίδιος τα έχει γράψει... Τα τραγούδια αυτά άκουσε και αναγνώρισε ο Νίκος Παπάζογλου οπότε τον πείθει να μπει στο studio και να ετοιμάσει την πρώτη του δουλειά η οποία κυκλοφορεί με τίτλο "Ασπρόμαυρες Ιστορίες" το 1989. Από Κιθάρα wiki
Mη ομιλείτε περί ενοχής, μη ομιλείτε περί ευθύνης. Όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας· όταν ριγούν και τρέμουν αι αισθήσεις, άφρων και ασεβής είναι όστις μένει μακράν, όστις δεν ορμά εις την καλήν εκστρατείαν, την βαίνουσαν επί την κατάκτησιν των απολαύσεων και των παθών. Όλοι οι νόμοι της ηθικής - κακώς νοημένοι, κακώς εφαρμοζόμενοι - είναι μηδέν και δεν ημπορούν να σταθούν ουδέ στιγμήν, όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας. Mη αφήσης καμίαν σκιεράν αρετήν να σε βαστάξη. Mη πιστεύης ότι καμία υποχρέωσις σε δένει. Tο χρέος σου είναι να ενδίδης, να ενδίδης πάντοτε εις τας Eπιθυμίας, που είναι τα τελειότατα πλάσματα των τελείων θεών. Tο χρέος σου είναι να καταταχθής πιστός στρατιώτης, με απλότητα καρδίας, όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας. Mη κλείεσαι εν τω οίκω σου και πλανάσαι με θεωρίας δικαιοσύνης, με τας περί αμοιβής προλήψεις της κακώς καμωμένης κοινωνίας. Mη λέγης, Tόσον αξίζει ο κόπος μου και τόσον οφείλω να απολαύσω. Όπως η ζωή είναι κληρονομία και δεν έκαμες τίποτε δια να την κερδίσης ως αμοιβήν, ούτω κληρονομία πρέπει να είναι και η Hδονή.
Mη κλείεσαι εν τω οίκω σου· αλλά κράτει τα παράθυρα ανοικτά, ολοάνοικτα, δια να ακούσης τους πρώτους ήχους της διαβάσεως των στρατιωτών, όταν φθάνη το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας. Mη απατηθής από τους βλασφήμους όσοι σε λέγουν ότι η υπηρεσία είναι επικίνδυνος και επίπονος. H υπηρεσία της ηδονής είναι χαρά διαρκής. Σε εξαντλεί, αλλά σε εξαντλεί με θεσπεσίας μέθας. Kαι επί τέλους όταν πέσης εις τον δρόμον, και τότε είναι η τύχη σου ζηλευτή. Όταν περάση η κηδεία σου, αι Mορφαί τας οποίας έπλασαν αι επιθυμίαι σου θα ρίψουν λείρια και ρόδα λευκά επί του φερέτρου σου, θα σε σηκώσουν εις τους ώμους των έφηβοι Θεοί του Oλύμπου, και θα σε θάψουν εις το Kοιμητήριον του Iδεώδους όπου ασπρίζουν τα μαυσωλεία της ποιήσεως.
ΜΑΝΑ ΚΟΥΡΑΓΙΟ Νικημένοι ; Ποιοι, εμείς ! Άλλο οι νίκες των τρανών, κι’ άλλο των μικρών. Άλλο οι χασούρες των τρανών, άλλο των μικρών. Ξέρεις, καμιά φορά η νίκη των αποπάνω δεν παναπεί και νίκη των μικρών. Καμιά φορά μάλιστα, αν θες να στο πω, η χασούρα του μεγάλου είναι κέρδος γι’ αυτουνούς που βρίσκουνται στον πάτο —για μας δηλαδή. Εμείς οι μικροί τι έχουμε να χάσουμε — την τιμή μας μόνο. Χαρά στο τζοβαίρι, αυτήνε ας τήνε χάνουμε καθεμέρα. Μια δόση θυμάμαι, στη Λιθουανία, ο Λοχαγός μας έπαθε τέτοια νίλα απ’ τον εχτρό σ’ ένα πατατράκι, όπου διαλύθηκε το σύμπαν. Όπου εγώ, μέσα στο σαματά και στο πατείς-με-πατώ-σε βάνω στο χέρι μια γκρίζα φοράδα άλφα πράμα... Με βόλεψε εφτά μήνες ολάκερους, την είχα ζέψει στον αραμπά —μεγαλεία ! Όπου απάνω στους εφτά μήνες νικάμε, γίνεται καταγραφή, και πάει η φοράδα. Ό,τι και να πεις όμως, τι χασούρα τι νίκη, για μας τους μικρούς είναι άσκημο πράμα, πάντα εμείς το πληρώνουμε. Το πιο καλύτερο είναι να μη γίνουνται μανούβρες στην πολιτική.
Το τί πληγή προκαλεί ένα μαχαίρι, έχει περισσότερη σχέση με το θύμα, παρά με το ίδιο το μαχαίρι. Τ.Πορφύρης
Ματαιοδοξία της λέξης εμπειρία. Η εμπειρία δεν είναι εμπειρική.Δεν την προκαλεί κανείς. Την υφίσταται.Μάλλον καρτερία παρά εμπειρία. Κάνουμε υπομονή ή μάλλον υπομένουμε. Πρακτικό αποτέλεσμα: από την εμπειρία κανείς δε γίνεται σοφός αλλά εμπειρογνώμων. Σε τί όμως; Καμύ
Η καρδιά που γερνά. Να έχεις αγαπήσει και να μην έχει σωθεί τίποτα! Καμύ
Πως πήγε αλήθεια η μεγάλη εκείνη επιχείρηση αισθήματος που άνοιξες.
Μαθαίνω σε γονάτισε. Τουλάχιστον ξεμπέρδεψες με τις υποχρεώσεις; Βοήθησες τη λήθη να χτίσει; Χρόνια ονειρευότανε δική της οικογένεια δικό της σπιτικό μακριά μακριά από τη μνήμη όσων τις αγαπήσαν και τις δυό.
Ανάμεσα εις συντρίμματα και ερείπια, λείψανα παλαιάς κατοικίας ανθρώπων, εν μέσω αγριοσυκών, μορεών με ερυθρούς καρπούς, είς έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν, προς μίαν παραλίαν βορειοδυτικήν της νήσου, όπου την νύκτα επόμενον ήτο να βγαίνουν και πολλά φαντάσματα, είδωλα ψυχών κουρασμένων, σκιαί επιστρέφουσαι, καθώς λέγουν, από τον ασφοδελόν λειμώνα, αφήνουσαι κενάς οιμωγάς εις την ερημίαν, θρηνούσαι το πάλαι ποτέ πρόσκαιρον σκήνωμά των, εις τον επάνω κόσμον-εκεί ανάμεσα εσώζετο ακόμη ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας. Δεν υπήρχε πλέον οικία ορθή, δεν υπήρχε στέγη και άσυλον εις όλον το οροπέδιον εκείνο, παρά την απορρώγα ακτήν. Μόνος ο μικρός ναΐσκος υπήρχε και εις το προαύλιον του ναΐσκου ο Φραγκούλης Κ.Φραγκούλας είχε κτίσει μικρόν υπόστεγον καλύβην μάλλον ή οικίαν, λαβών την ξυλείαν, όσην ηδυνήθη να εύρη, καί τινας λίθους από τα τόσα τριγύρω ερείπια, διά να στεγάζεται προχείρως εκεί και καπνίζη ακατακρίτως το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμόν, έξω του ναού, ο φιλέρημος γέρων.Ο ναΐσκος ήτο ιδιόκτητος· πράγμα σπάνιον εις τον τόπον, λείψανον παλαιού θεσμού· ήτον κτήμα αυτού του γέροντος Φραγκούλα. Ο αξιότιμος πρεσβύτης, φέρων όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα προεστού, ωραίον φέσι του Τουνεζίου, επανωβράκι τσόχινον, με ζώνην πλατείαν κεντητήν, μακράν τσιμπούκαν με ηλέκτρινον μαμόν, και κρατών με την αριστεράν ηλέκτρινον μακρόν κομβολόγιον, δεν ήτο και πολύ γέρων, ως πενήντα πέντε χρόνων άνθρωπος. Κατήγετο από την αρχαιοτέραν και πλέον γνησίως αυτόχθονα οικογένειαν του τόπου. Ήτον εκ νεαράς ηλικίας ευσταλής, υψηλός, λεπτός την μέσην, μελαγχροινός, με αδρούς χαρακτήρας του προσώπου, δασείας οφρύς, οφθαλμούς μεγάλους, ογκώδη ρίνα, χονδρά χείλη προέχοντα. Ηγάπα πολύ τα μουσικά τα τε εκκλησιαστικά και τα εξωτερικά, υπήρξε δε με την χονδρήν, αλλά παθητικήν φωνήν του, ψάλτης και τραγουδιστής εις τον καιρόν του μέχρι γήρατος.Την Σινιώραν, ωραίαν νέαν, λεπτοφυή, λευκοτάτην, την είχε νυμφευθή από έρωτα. Ήδη είχε συζήσει μαζί της υπέρ τα είκοσι πέντε έτη, και είχεν αποκτήσει τέσσαρας υιούς και τρεις θυγατέρας. Αλλά τώρα, εις τον ουδόν του γήρατος, δεν συνέζη πλέον μαζί της.Είχε χωρίσει άπαξ ήδη, αφού εγεννήθησαν τα τέσσαρα πρώτα παιδία, δύο υιοί και δύο θυγατέρες· ο πρώτος ούτος χωρισμός διήρκεσεν επί τινας μήνας. Είτα επήλθε συνδιαλλαγή και συμβίωσις πάλιν. Τότε εγεννήθησαν άλλα δύο τέκνα, υιός και θυγάτριον. Είτα επήλθε δεύτερος χωρισμός , υπέρ το έτος διαρκέσας. Μετά τον χωρισμόν δευτέρα συνδιαλλαγή. Τότε εγεννήθη ο τελευταίος υιός. Ακολούθως επήλθε μακρός χωρισμός μεταξύ των συζύγων. Ο τελευταίος ούτος χωρισμός, μετά πολλάς αγόνους αποπείρας συνδιαλλαγής, διήρκει από τριών ετών και ημίσεος. Δεν ήτο πλέον φόβος να γεννηθούν άλλα τέκνα. Η Σινιώρα ήτο υπερτεσσαρακοντούτις ήδη.Την εσπέραν εκείνην, της 13 Αυγούστου του έτους 186... εκάθητο μόνος, ολομόναχος, έξω του ναΐσκου, εις το προαύλιον, έμπροσθεν της καλύβης την οποίαν είχε κτίσει, εκάπνιζε το τσιμπούκι του κ’ ερρέμβαζεν. Ο καπνός από τον λουλάν ανέθρωσκε και ανέβαινεν εις κυανούς κύκλους εις το κενόν, και οι λογισμοί του ανθρώπου εφαίνοντο να παρακολουθούν τους κύκλους του καπνού και να χάνωνται μετ’ αυτών εις το αχανές, το άπειρον. Τι εσκέπτετο;Βεβαίως την σύζυγόν του, με την οποίαν ήσαν εις διάστασιν, και τα τέκνα του, τα οποία σπανίως έβλεπεν. Εσχάτως του είχον παρουσιασθή πρώτην φοράν εις την ζωήν του, και οικονομικαί στενοχωρίαι. Ο Φραγκούλας ήτο μεγαλοκτηματίας. Είχε παμπόλλους ελαιώνας, αμπέλια αρκετά, και χωράφια αμέτρητα. Μόνον από τον αντίσπορον των χωραφιών ημπορούσε να μην αγοράζη ψωμί δι’ όλου του έτους αυτός και η οικογένειά του. Οι δε ελαιώνες, όταν εκαρποφόρουν έδιδον αρκετόν εισόδημα. Αλλ’ επειδή δεν ειργάζετο ποτέ μόνος του, τά έξοδα «τον έτρωγαν!» Είτα, αυξανομένης της οικογενείας, συνηυξάνοντο και αι ανάγκαι. Και όσον ηύξανον τα έξοδα, τόσον τα έσοδα ηλαττούντο. Ήλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», αφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Είτα, διά πρώτην φοράν, έλαβεν ανάγκην μικρών δανείων. Δεν εφαντάζετο ποτέ ότι μία μικρή κάμπη αρκεί διά να καταστρέψη ολόκληρον φυτείαν. Απηυθύνθη εις ένα τοκογλύφον του τόπου.Οι τοιούτοι ήσαν άνθρωποι «φερτοί», απ’ έξω, και όταν κατέφυγον εις τον τόπον, εν ώρα συμφοράς και ανεμοζάλης, κατά την Μεγάλην Επανάστασιν, ή κατά τα άλλα κινήματα τα προ αυτής, αρχομένης της εκατονταετηρίδος, κανείς δεν έδωκεν προσοχήν και σημασίαν εις αυτούς.Αλλ’ επειδή οι εντόπιοι είχον αποκλειστικήν προσήλωσιν εις τα κτήματα, ούτοι, οι επήλυδες, ως πράττουσιν όλοι οι φύσει και θέσει Εβραίοι, έδωκαν όλην την σημασίαν και την προσοχήν των εις τα χρήματα. Ήνοιξαν εργαστήρια, μαγαζεία, κ’ εμπορεύοντο κ’ εχρηματίζοντο. Είτα ήλθεν η ώρα, όπως και τώρα και πάντοτε συμβαίνει, οι εντόπιοι έλαβον ανάγκην των χρημάτων, και τότε ήρχισαν να υποθηκεύουν τα κτήματα. Εωσότου παρήλθε μία γενεά, ή μία και ημισεία, και τα χρήματα επέστρεψαν εις τους δανειστάς συμπαραλαβόντα μεθ’ εαυτών και τα κτήματα.Έως τότε δεν είχε συλλογισθή τοιαύτα πράγματα ο Φραγκούλης Φραγκούλας, ούτε τον έμελε ποτέ του περί χρημάτων. Αλλ’ επ’ εσχάτων είχε λάβει ανάγκην και δευτέρου και τρίτου δανείου, και οι δανεισταί προθύμως του έδιδαν, αλλ’ απήτουν να τους καθιστά υπέγγυα τα καλλίτερα κτήματα, εκ των οποίων έκαστον είχε κατ’ αυτόν εκτιμητήν, δεκαπλασίαν αξίαν του ποσού του δανειζομένου... Πλην φευ! αυτός δεν ήτο μόνος καϋμός του.Ο Φραγκούλης Φραγκούλας δεν εφόρει πλέον το ωραίον του μαύρον φέσι, το τουνεζιάνικον· έφερεν οικιακόν μαύρον σκούφον επί της κεφαλής. Αλλ’ ευρίσκετο σήμερον εις την εξοχήν. Εάν τον συνηντώμεν την προτεραίαν εις την αγοράν, κάτω εις την πολίχνην, θα εβλέπομεν ότι είχε βάψει μαύρον το φέσι του... Είχε πρόσφατον πένθος.-Α! Τώχασα το καϋμένο μ’, το ευάγωγο, τώχασα.Ο γέρο-Φραγκούλης εστέναζε, και είχε δίκαιον να στενάζη. Το καλλίτερον κοράσιόν του, το τρίτον, το μικρότερον, δεκατετραετές μόλις την ηλικίαν –το οποίον είχε γεννηθή κατά τι διάλειμμα έρωτος, μεταξύ δύο χωρισμών- του είχεν αποθάνει προ ολίγων μηνών...Και αυτός ήλθεν εις την Παναγίαν διά να κλαύση και να πη τον πόνο του. Ήτον κτήμα του ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας. Το εκκλησίδιον ήτο ευπρεπέστατον, ωραία στολισμένον, και είχε καλάς εικόνας –και μάλιστα την φερώνυμον, την γλυκείαν Παναγίαν την Πρέκλαν- σκαλιστόν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλαιον και μανουάλια ορειχάλκινα, κανδήλια αργυρά. Έφερε πάντοτε ο ιδιοκτήτης μαζί του την βαρείαν υπερμεγέθη κλείδα της δρύΐνης θύρας της στερεάς, και δεν έλειπε συχνά να επισκέπτεται την Παναγίαν. Την ημέραν εκείνην θα ετελείτο πανήγυρις εις τον ναΐσκον, τιμώμενον επ’ ονόματι της Κοιμήσεως. Θα ήρχοντο από τον τόπον πολλαί οικογένειαι και άτομα, δωδεκάδες τινές προσκυνητών και πανηγυριστών και ο Παππανικόλας ο συμπέθερός του. Εις τον Παππανικόλαν έδιδεν ο Φραγκούλης διά τον κόπον του εν τάλληρον, περιπλέον δε εισέπραττεν ο παππάς διά λογαριασμόν του τας δεκάρας, όσας έδιδον αι γυναίκες «διά να γράψουν τα ονόματα» ή τα «ψυχοχάρτια». Όλα τ’ άλλα, προσφοράς, αρτοκλασίαν, πώλησιν κηρίων κ.τ.λ. τα εισέπραττεν ο Φραγκούλης ως εισόδημα ιδικόν του...Και τώρα τους επερίμενε να έλθουν πάλιν... και ανελογίζετο πώς άλλοτε, όταν ήτο νέος ακόμη, μετά τον πρώτον χωρισμόν από τη γυναίκα του, η πανήγυρις αύτη της Παναγίας της Κοιμήσεως έγινεν αφορμή διά να επέλθη συνδιαλλαγή μετά της γυναικός του. Κατόπιν της συνδιαλλαγής εκείνης εγεννήθη ο τρίτος υιός, και το Κουμπώ, το θυγάτριον το οποίον εθρήνει τώρα ο γερο-Φραγκούλης.-Τώχασα, το καυμένο μου, το ευάγωγο, τώχασα!...Ω, δεν ελυπείτο τώρα τόσον πολύ τον από της γυναικός του χωρισμόν –την οποίαν άλλως τε τρυφερώς ηγάπα-, όσον εθρήνει την σκληράν απώλειαν εκείνη της κορασίδος, την οποίαν εις τον άλλον κόσμον ήλπιζε μόνον να επανεύρη... Και κατενύσσετο πολύ η καρδία του και εθλίβετο... Και ανελογίσθη ότι το πάλαι εδώ οι χριστιανοί, όσοι ήσαν ως αυτός τεθλιμμένοι, εις τον ναΐσκον αυτόν της Παναγίας της Πρέκλας ήρχοντο τας ημέρας αυτάς, να εύρωσι διά της εγκρατείας και της προσευχής και του ιερού άσματος αναψυχήν και παραμυθίαν... Τον παλαιόν καιρόν, προ του εικοσιένα, όταν το σήμερον έρημον και κατηρειπωμένον χωρίον εκατοικείτο ακόμη, όλοι οι κάτοικοι, και των δύο ενοριών, ήρχοντο εις τον ναόν της Πρέκλας, όστις ήτο απλούν παρεκκλήσιον, ν’ ακούσωσι τας ψαλλομένας Παρακλήσεις καθ’ όλον τον Δεκαπενταύγουστον...Άφησεν εις την άκρην το τσιμπούκι, το οποίον είχε σβύσει ήδη ανεπαισθήτως, εν μέσω της αλλοφροσύνης των ρεμβασμών του καπνιστού, και ακουσίως ήρχισε να υποψάλλη.Έλεγε τον Μέγαν Παρακλητικόν Κανόνα και τον εις την Παναγίαν, όπου διεκτραγωδούνται τα παθήματα και τα βάσανα μιας ψυχής και την σειράν όλην των κατανυκτικών ύμνων, όπου εις βασιλεύς Έλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, από Λατίνους και Άραβας και τους ιδικούς του, διεκτραγωδεί προς την Παναγίαν τους ιδίους πόνους του, και τους διωγμούς, όσους υπέφερεν από τα στίφη των βαρβάρων, τα οποία ονομάζει «νέφη».Είτα, κατά μικρόν, αφού είπεν όσα τροπάρια ενθυμείτο από στήθους,ύψωσεν ακουσίως την φωνήν, και ήρχισε να μέλπη το αθάνατον εκείνο:«Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδεΓεθσημανή τω χωρίω κηδεύσατέ μου το σώμα,Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα»,...Και είτα προσέτι, παρεκάλει διά του άσματος την Παναγίαν, να είναι μεσίτρια προς τον Θεόν, «μη μου ελέγξη τας πράξεις ενώπιον των Αγγέλων...» Ω, αυτό είχε την δύναμιν και το προνόμιον να κάμνη πολλά ζεύγη οφθαλμών να κλαίωσι τον παλαιόν καιρόν, όταν οι άνθρωποι έκλαιον ακόμη εκούσια δάκρυα εκ συναισθήσεως...Ο γέρο-Φραγκούλης επίστευε και έκλαιεν... Ω, ναι, ήτον άνθρωπος ασθενής· ηγάπα και ημάρτανε και μετενόει... Ηγάπα την θρησκείαν, ηγάπα την σύζυγον και τα τέκνα του, επόθει ακόμη τον συζυγικόν βίον, επόθει και τον βίον τον μοναχικόν. Τον καιρόν εκείνον είχε αγαπήσει εξ όλης καρδίας την Σινιωρίτσα του... και την ηγάπα ακόμη. Αλλ’ όσον τρυφερός ήτον εις τον έρωτα, τόσον ευεπίφορος εις το πείσμα, και τόσον γοργός εις την οργήν. Ω, ατέλειαι των ανθρώπων!Τώρα εις τους τελευταίους χρόνους, είχε γνωρίσει ακόμη και την οικονομικήν στενοχωρίαν, το παράπονον της ξεπεσμένης αρχοντιάς, τας πιέσεις και τας απειλάς των τοκογλύφων. «Το διάφορο κεφάλι! το διάφορο κεφάλι! το διάφορο κεφάλι!» Επί τέσσαρας ενιαυτούς ήτον αφορία, αι ελαίαι δεν εκαρποφόρησαν· ο καρπός είχε προσβληθή από άγνωστον ασθένειαν, διά τας αμαρτίας των ιδιοκτητών. Είχαν κιτρινίσει και μαυρίσει αι ελαίαι, και ήσαν γεμάται από βούλες και είχαν πέσει άκαιρα. Τόσα «υποστατικά», τόσα «μούλκια», τόσο «βιος», αγύριστα κτήματα, σχεδόν τσιφλίκια, ηπειλούντο να περιέλθωσιν εις χείρας των τοκογλύφων. Εγέννα ή όχι η γη, εκαρποφόρουν ή όχι τα δένδρα, ο τόκος δεν έπαυε. Τα κεφάλαια «έτικτον». Έπαυσε να τίκτη η γόνιμος (όπως λέγει ο Άγιος Βασίλειος), αφού τα άγονα ήρχισαν κ’ εξηκολούθουν να τίκτουν...Ανελογίζεταο αυτά, κ’ έκλαιεν η ψυχή του. Δεν ήλπιζε πλέον, ούτε ηύχετο σχεδόν, να ήρχετο η Σινιωρίτσα αύριον εις την πανήγυριν, όπως ήρχετο τακτικά κάθε χρόνον άλλοτε, όταν ήσαν «μονιασμένοι», -όπως είχεν έλθει και άπαξ, εις καιρόν οπού ευρίσκοντο χωρισμένοι προ δεκαπέντε ετών... Τώρα μόνον η ψυχή της Κούμπως, της αθώας μικράς παρθένου, είθε να παρίστατο αοράτως εις την πανήγυριν αγαλλομένη.Ω! άλλοτε, προ δεκαπέντε ετών, πριν γεννηθή ακόμη η Κούμπω ναι, η Παναγία είχε δωρήσει το αβρόν εκείνο άνθος εις τον Φραγκούλην και την Σινιώραν, και η Παναγία πάλιν το είχε δρέψει και το είχεν αναλάβει πλησίον της. πριν μολυνθή εκ της επαφής των ματαίων του κόσμου. Τον καιρόν εκείνον, είχε συμβή ο πρώτος χωρισμός, το πρώτον πείσμα, το πρώτον κάκιωμα μεταξύ των συζύγων. και ο Φραγκούλης, θυμώδης, οξύχολος, δριμύς, είχεν αναβή όπως τώρα, από την πολίχνην την κατοικημένην εις το παλαιόν χωρίον το έρημον, του οποίου εσώζοντο τότε ακόμη ολίγισται οικίαι και δεν ήτο ερείπιον όλον, όπως σήμερον. Και καθώς τώρα, είχεν έλθει δύο ή τρεις ημέρας προ της εορτής εις το παρεκκλήσιον της Πρέκλας, εκάθητο δε εις τα πρόθυρα του ναΐσκου κι’ εκάπνιζε το μακρόν τσιμπούκι με το ηλέκτρινον επιστόμιον. Πλην τότε το φέσι του ήτο κατακόκκινον, και τώρα εφόρει μαύρον σκούφον... Και τότε ο Φραγκούλης ήτο σαράντα χρόνων και τώρα ήτο πενηνταπέντε. Τότε έτρεφε πείσμα και χολήν, αλλ’ είχε πολύ περισσότερον και βαθύτερον συζυγικόν έρωτα, και μόνον νύξιν ήθελεν· ήτον έτοιμος να συγχωρήση και ν’ αγαπήση... Αλλά τώρα δεν είχε πλέον ούτε πείσμα σχεδόν ούτε οργήν, ηγάπα την Σινιώραν, την επόνει, αλλ’ έκλαιε πολύ περισσότερον διά το θυγάτριόν του, το Κουμπώ. «Το καϋμένο το ευάγωγο!».Εκείνην την φοράν, ο παππά-Νικόλας, άμα έφθασε την παραμονήν, ακολουθούμενος από πλήθος προσκυνητών διά την πανήγυριν, εστάθη πλησίον της θύρας του ναού, παρά την γωνίαν, και του είπε μυστηριωδώς:-Θάχης μουσαφιρλίκια, θαρρώ.-Τι τρέχει, παππά; ηρώτησε μειδιών ο Φραγκούλης, όστις εμάντευσε πάραυτα.-Θα σου έλθει τ’ ασκέρι... Κύτταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρίς πείσματα.Ο Παππάς, ασκέρι λέγων, εννοούσε προφανώς την οικογένειαν του Φραγκούλα· αλλά τάχα μόνον τα παιδία, τα δύο μεγαλείτερα εκ των τεσσάρων; -καθόσον τα άλλα δύο τα μικρά, δεν θα ηδύναντο να κουβαληθούν εις διάστημα τριών ωρών οδοιπορίας χωρίς την μητέρα των. Ο Φραγκούλης ηθέλησε να βεβαιωθή.-Θάρθη μαζί κι’ η μάνα τους;-Βέβαια... πιστεύω, είπεν ο παππάς.Τω όντι, όταν εβράδυασε καλά και άρχισε να σκοτεινιάζη, η κυρά Σινιώρα ήλθε, μαζύ με την γραίαν μητέρα της και με τα τέσσερα παιδιά της, εν συνοδεία και άλλων προσκυνητριών, γειτονισσών ή συγγενών της. Από πολλών μηνών δεν είχεν ιδεί τον συζυγόν της, όστις είχε κατοικήσει χωριστά –εις ευτελές δωμάτιον, χάρις ταπεινώσεως, το οποίον ονόμαζε «το κελλί του», και έζη από μηνών ως καλόγηρος. Επλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα· ο Φραγκούλης ίστατο εκεί παραπέρα από την θύραν της εκκλησίας, κ’ έκαμνε πως έβλεπεν αλλού και πως επρόσεχεν είς τινα ομιλίαν περί αγροτικών υποθέσεων μεταξύ δύο ή τριών χωρικών.Η Σινιώρα εισήλθεν εις τον Ναΐσκον, επροσκύνησεν, εκόλλησε κηρία και ησπάσθη τας εικόνας. Είτα μετά τινα ώραν εξήλθεν. Επλησίασε συνεσταλμένη κ’ εχαιρέτησε τον σύζυγόν της. Ούτος έτεινε προς αυτήν την χείρα και ησπάσθη φιλοστόργως τα τέκνα του.Ήδη ενύκτωνε και εψάλη ο Μικρός Εσπερινός. Ακολούθως μετά το λιτόν σαρακοστιανόν, το οποίον έφαγον καθ’ ομάδας καθίσαντες οι διάφοροι προσκυνηταί εδώ κι’ εκεί επί των χόρτων και των ερειπίων, ο Φραγκούλης ητοίμασεν ιδιοχείρως ξύλινον σήμαντρον πρόχειρον κατά μίμησιν εκείνων τα οποία συνηθίζονται εις τα μοναστήρια, και φέρων τρεις γύρους περί τον ναόν, το έκρουσε μόνος του, πρώτον εις τροχαϊκόν ρυθμόν: «τον Αδάμ,Αδάμ,Αδάμ!» είτα εις ιαμβικόν: «το τάλαντον, το τάλαντον!»Ευθύς τότε τα δύο παιδία του Φραγκούλα και πέντε ή εξ άλλοι μικροί μοσχομάγκαι ανερριχήθησαν επάνω εις την στέγην του ναού, άνωθεν της θύρας, και ήρχισαν να βαρούν τρελλά, αλύπητα, αχόρταστα, τον μικρόν μισορραγισμένον κώδωνα, τον κρεμάμενον από δύο διχαλών ξύλων, εκεί επάνω. Ύστερον από πολλάς φωνάς, μαλώματα και επιπλήξεις του Φραγκούλα, του μπάρμπα-Δημητρού, του ψάλτου και του Παναγιώτου της Αντωνίτσας (ενός καλού χωρικού, όστις δεν εκουράζετο να τρέχη εις όλα τα εξωκκλήσια και να κάμνη «κουμάντο», έως ου επί τέλους η Δημαρχία ηναγκάσθη να τον αναγνωρίση ως ισόβιον επίτροπον όλων των εξοχικών ναών), τα παιδία μόλις έπαυσαν οψέποτε να κρούουν τον κώδωνα, κ’ εξεκόλλησαν τέλος από την στέγην του ναΐσκου. Ο παππά-Νικόλας έβαλεν ευλογητόν, και ήρχισεν η Ακολουθία της Αγρυπνίας.Ο Φραγκούλης ήτο τόσον ευδιάθετος εκείνην την εσπέραν, ώστε από του «Ελέησόν με ο Θεός», της αρχής του Αποδείπνου μέχρι του «Είη το όνομα», εις το τέλος της λειτουργίας, όπου η παννυχίς διήρκεσεν οκτώ ώρας άνευ διαλείμματος –όλα τα έψαλλε και τα απήγγειλε μόνος του, από του δεξιού χορού, μόλις επιτρέπων εις τον κυρ – Δημητρόν τον κάτοχον του αριστερού χορού να λέγει κι’ αυτός από κανένα τροπαράκι, διά να ξενυστάξη. Έψαλε το «Θεαρχίω νεύματι» και εις τους οκτώ ήχους μοναχός του, προφάσει ότι ο κυρ – Δημητρός, «δεν εύρισκεν εύκολα τον ήχον». Εις το τέλος του Εσπερινού, μοναχός του εδιάβασε το Συναξάρι, και, χωρίς να πάρη ανασασμόν, μοναχός του πάλιν άρχισε τον εξάψαλμον. Έψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Αναβαθμούς και Προκείμενα, είτα όλον το «Πεποικιλμένη» έως το «Συνέστειλε χορός», και όλον το «Ανοίξω το στόμα μου», έως το «Δέχου παρ’ ημών». Είτα έψαλε Αίνους, Δοξολογίαν, εδιάβασεν Ώρας και Μετάληψιν, προς χάριν όλων των ητοιμασμένων διά την θείαν Κοινωνίαν, και εις την λειτουργίαν πάλιν όλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, το Χερουβικόν, το «Αι γενεαί πάσαι», το Κοθινωνικόν κ.τ.λ.Όλα αυτά τα ενθυμείτο ακόμη, ως να ήταν χθες, ο γερο-Φραγκούλας, και είχον παρέλθει δεκαπέντε έτη έκτοτε. Ακόμη και μικρά τινα φαιδρά επεισόδια, τα οποία συνέβησαν εις την Λιτήν, μικρόν προ του μεσονυκτίου, κατά την έξοδον της ιεράς εικόνος εις την ύπαιθρον. Επειδή αι γυναίκες είχον κολλήσει πολλά και χονδρά; κηρία, τα πλείστα έργα αυτών των ιδίων χειρομάλακτα, τα δε κηρία συμπλεκόμενα εις δέσμας και περικοκλάδας από τον Παναγιώτην της Αντωνίτσας, τον πρόθυμον εις την υπηρεσίαν της ιεράς πανηγύρεως, είχον λαμπαδιάσει, εις μίαν στιγμήν ολίγον έλειψε να πάρη φωτιά το φελόνι του παππά, είτα και το γένειόν του. Τότε ο Παναγιώτης της Αντωνίτσας, μη ευρίσκων άλλο προχειρότερον μέσον, ήρπαζε τας ογκώδεις δέσμας των φλεγόντων κηρίων, τας έφερε κάτω εις το έδαφος κ’ επάτει δυνατά με τα τσαρούχια του, διά να τα σβύση. Αι γυναίκες δυσφορούσαι εγόγγυζον να μη πατή τα κηρία, γιατί είναι κρίμα.Τότε εις των παρεστώτων υιός πλουσίου του τόπου, από εκείνους οίτινες είς το ύστερον κατέστησαν δανεισταί του Φραγκούλα –και όστις ελέγετο ότι εις τας εκλογάς εμελέτα να βάλη κάλπην ως υποψήφιος δήμαρχος-, ηκούσθη να λέγηότι πρέπει να μάθουν να κάμνουν «οικονομία, οικονομία στα κηρία!... η νύχτα μεγαλώνει... ισημερία τώρα κοντεύει... έχει νύκτα...»Αλλ’ αι γυναίκες, ενώ είξευραν καλλίτερα από εκείνον όλας τας οικονομίας του κόσμου, δεν εννιούσαν τι θα πη «οικονομία στα κηρία» αφού άπαξ είναι αγορασμένα και πληρωμένα και είναι μελετημένα και ταμένα εξ άπαντος να καούν διά την χάριν της Παναγίας. Μία απ’αυτάς, γερόντισσα, ανεπόλησε κάτι τι δι’ εν θαύμα, το οποίον είχεν ακούσει από το συναξάρι του Αγίου Δημητρίου, όπου ο Άγιος, εις την Σαλονίκην, επέπληξεν αυστηρώς τον νεωκόρον, έχοντα την μανίαν να σβύνη μισοκαμμένα τα κηρία –και η γερόντισσα ήρχισε να το διηγήται χθαμαλή τη φωνή εις την πλησίον της: «Αδελφέ Ονήσιμε, άφες να καούν τα κηρία όσα προσφέρουν οι Χριστιανοί και μη αμαρτάνης...»Την ίδίαν ώραν συνέβη και τούτο. Ενώ ο παππάς απήγγελε τας μακράς αιτήσεις της Λιτής, επισυνάπτων και τα ονόματα όλα ζωντανά και πεθαμένα, όσα του είχον υπαγορεύσει αφ’ εσπέρας αι ευλαβείς προσκυνήτριαι, ο Φραγκούλης έψαλλε μεγαλοφώνως το τριπλούν «Κύριε Ελέησον» με την χονδρήν φωνήν του, και με όλον το πάθος της ψαλτικής του. Τότε ο μπάρμπα-Δημητρός, όστις εφαίνετο να είχε πειραχθή ολίγον, ίσως διότι ο Φραγκούλας εν τη ψαλτομανία του δεν επέτρεπε να πη κ’ εκείνος ένα τροπαράκι σωστό (διότι, άμα ήρχιζεν ο Δημητρός το δικό του, ο Φραγκούλας με την γερήν κεφαλικήν φωνήν του, εκθύμως συνέψαλλε, του ήρπαζε την πρωτοφωνίαν, και υπέτασσε κ’ εκάλυπτε την ασθενή και τερετίζουσαν φωνήν εκείνου) έλαβε το θάρρος να κάμη παρατήρησιν.- Πειο σιγά, πειο ταπεινά, κυρ-Φραγκούλη· σιγανώτερα να λες το «Κύριε ελέησον», γιατί δεν ακούονται τα ονόματα, και θέλουν αι γυναίκες να τ’ ακούνε.Είχε κάπως δίκαιον, διότι πράγματι αι γυναίκες απήτουν να λέγωνται εκφώνως τα ονόματα, όσα είχαν ειπεί εις τον παππάν να γράψη. Εννοούσαν να τ’ ακούη κι’ ο Θεός, κι’ η Παναγία, κι όλος ο κόσμος. Η καθεμία ήθελε ν’ ακούση «τα δικά της τα ονόματα», και να τ’ αναγνωρίση, καθώς απηγγέλοντο αραδιαστά. Άλλως θα είχαν παράπονα κατα του παππά, κι’ ο παππάς αν ήθελε να φάη κι’ άλλοτε, εις το μέλλον, προσφορές, ώφειλε να τα έχη καλά με τις ενορίτισσαις.Τότε η Αργυρή, η πρωτότοκος του Φραγκούλα, ούσα τότε δωδεκαέτις, πονηρά, θυμόσοφος κορασίς, καθώς έστεκε πλησίον εις τον πατέρα της, εψήλωσεν ολίγον διά να φθάση εις το ους του, και του λέγει κρυφά:- Πατέρα, άφησε και τον μπαρμπα – Δημητρό να ψάλλη «Κύριε ελέησον!!»Τούτο ήτο ως έμπνευσις και βοήθημα διά τον Φραγκούλην. Επειδή ούτος δεν ήθελε φανερά να υπακούση εις την σχεδόν αυθάδη παραίνεσιν του Δημητρού, και πάλιν δεν ήθελε να δείξη ότι εθύμωσεν, εστράφη προς τον καλόν γέροντα και του λέγη:- Πε, Δημητρό, σαράντα φορές το «Κύριε ελέησον».Τότε ο μπάρμπα-Δημητρός, όστις αν και είχε γηράσει, δεν είχε μάθει ακόμη καλά τα τυπικά, και δεν είξευρεν ακριβώς πότε κατά την Λιτήν το Κύριε ελέησον λέγεται τρις και... πότε τεσσαρακοντάκις, ήρχισε πράγματι να το ψάλλη σαράντα φορές, ώστε ο παππάς εβιάσθη ν’ απαγγείλη ραγδαίως και αθρόα τα τελευταία ονόματα, και διά να είναι σύμφωνος με τον ψάλτην, ήρχισε προ της ώρας να λέγη: «... υπέρ του διαφυλαχθήναι, από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας» και τα εξής.Τέλος μετά την λειτουργίαν ο παππάς, ο Φραγκούλας και η οικογένειά του και ολίγοι φίλοι εκάθισαν κ’ έφαγαν ομού και ηυφράνθησαν, και την εσπέραν ο Φραγκούλας επανήρχετο ειρηνικώς και με αγάπην, μετά της συζύγου και των τέκνων του υπό την οικιακήν στέγην.Πριν παρέλθη έτος εγεννήθη η Κούμπω. Η κόρη αύτη, πλάσμα χαριτωμένον και συμπαθές, ανετρέφετο και ηλικιούτο, εγένετο το χάρμα και η παρηγορία του πατρός της. Δεν είχε μόνον νοημοσύνην πρώιμον, αλλά κάτι άλλο παράδοξον γνώρισμα, οιονεί χαρακτήρα φρονίμου γυναικός εις ηλικίαν παιδίσκης. Ύστερον, μετά χρόνους, όταν επήλθεν ο δεύτερος χωρισμός, η Κούμπω, οκταέτις τότε, έτρεχε πλησίον του πατρός της, εις το «κελλί του», όπου κατώκει εις την ανωφερή εσχατιάν της πολίχνης, και την εγέμιζε περιποιήσεις και τρυφερότητας.Αυτή μόνον εδέχετο προθύμως τους πατρικούς χαλινούς, ενώ τα άλλα τέκνα δεν ήρχοντο ποτέ πλησίον του πατρός των, και διά τούτο εκείνος την ωνόμαζε «το ευάγωγο». Καθημερινώς έτρεχε να τον εύρη, και δεν έπαυε να τον παρακαλή.- Έλα, πατέρα, στο σπίτι· μη μας αφήσης, λεγ’ η μητέρα, ζωνταρφανά.Μίαν των ημερών έτρεξε δρομαία, φαιδρά, και πνευστιώσα του είπε:- Τάμαθες, πατέρα; ... Θα παντρέψουμε τ’ Αργυρώ μας ... Έλα στο σπίτι, γιατί δεν είναι πρέπον, λέγει η μητέρα, να είσθε χωρισμένοι εσείς, που θα παντρευτή τ’ Αργυρώ μας ... για να μην κακιώση ο γαμπρος! ...Τω όντι ο Φραγκούλας επείσθη κ’ εφιλιώθη με την σύζυγόν του. Ηρραβώνισαντην Αργυρώ, είτα μετ’ ολίγους μήνας την εστεφάνωσαν ... Είτα πάλιν επήλθε τρίτος χωρισμός μεταξύ του παλαιού ανδρογύνου και μ’ ένα γεροντόπαιδον μαζί, το οποίον ήλθεν εις τον κόσμον σχεδόν συγχρόνως με τον γάμο της πρωτοτόκου.Τότε η Κούμπω, ήτις είχε γίνει δεκατριών ετών, δεν έπαυε να τρέχη πλησίον του πατρός της, και να τον παρακινή ν’ αγαπήση με την μητέρα.Μίαν ημέραν θλιβερά του είπεν:- Δεν θα μπορώ πλέον νάρχωμαι, ούτε στο κελλί σου, πατέρα ... Είναι κάτι κακές γυναίκες εκεί στον μαχαλά στο δρόμο που περνώ, και τις άκουσα που λέγανε καθώς περνούσα: Να, το κορίτσι της Φραγκούλαινας, που την έχει απαρατήσει ο άνδρας της». Δεν το βαστώ πλέον, πατέρα.Τω όντι, παρήλθον τρεις ημέραι, και η Κούμπω δεν εφάνη εις το κελλί του πατρός της. Την τετάρτην ημέραν ήλθε πολύ ωχρά και μαραμένη· εφαίνετο να πάσχη.-Τι έχεις κορίτσι μου; της είπεν ο πατήρ της.-Αν δεν έλθης, πατέρα, του απήντησεν αποτόμως αίφνης, με παράπονον και με πνιγμένα δάκρυα, να ξεύρης, θα πεθάνω απ’ τον καϋμό μου!-Έρχομαι, κορίτσι μου, είπεν ο Φραγκούλης.Τω όντι,, την άλλην ημέραν επήγεν εις την οικίαν. Αλλ’ η νεαρά κόρη έπεσε πράγματι ασθενής και είχεν δεινόν πυρετόν. Όταν ο πατέρας ήλθεν παρά την κλίνην της και της ανήγγειλεν ότι έκαμε αγάπην με την μητέρα της διά να χαρή, ήτο αργά πλέον. Η τρυφερή παιδίσκη εμαράνθη εξ αγνώστου νόσου, και ούτε φάρμακον ούτε νοσηλεία ίσχυσε να την ανακαλέση εις τον πρόσκαιρον κόσμον. Εκοιμήθη χωρίς αγωνίαν και πόνον, εξέπνευσεν ως πουλί, με τη λαλιάν εις το στόμα.-Πατέρα! Πατέρα! στην Παναγία να κάμετε μια λειτουργία ... με την μητέρα μαζί!...Είπε και απέθανε!Ο Φραγκούλης έκλαυσεν απαρηγόρητα· έκλαυσεν αχόρταστα ομού με την σύζυγόν του ... Κατόπιν απεσύρθη, κ’ εξηκολούθησε να κλαίη μόνος του εις την ερημίαν ...Ο τελευταίος ούτος χωρισμός ήτο μάλλον φιλικός και με την συναίνεσιν της Σινιώρας, ήτις έβλεπεν ότι ο γέρων σύζυγός της επεθύμει μάλλον να γείνη μοναχός. Ο Φραγκούλης ενθυμείτο μίαν τελευταίαν σύστασιν της Κούμπως: «με την μητέρα μαζί». Μόνον εν παροδικόν πείσμα του είχεν έλθει. Του εφάνη ότι αι ίδιαι αδελφαί της, η ύπανδρος, και η άλλη η δευτερότοκος, δεν την ελυπήθησαν όσον έπρεπε, δεν την επένθησαν, όσον της ήξιζε, την ατυχή μικράν, την Κούμπω. Έκτοτε εξηκολούθει να ζη ολομόναχος πάλιν, τώρα «επί γήρατος ουδώ». Και ενθυμείτο τον στίχον του Ψαλτηρίου: «Μη απώση με εις καιρόν γήρως ... και έως γήρως και πρεσβείου, μη εγκαταλίπης με».Και την ημέραν αυτήν, την παραμονήν της Κοιμήσεως πάλιν, τον ευρίσκομεν να κάθηται εις το προαύλιον του ναΐσκου, και να καπνίζη μελαγχολικώς το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμόν... αναλογιζόμενος τόσα άλλα και τους οχληρούς δανειστάς του, οι οποίοι του είχαν πάρει εν τω μεταξύ το καλλίτερον κτήμα –ένα ολόκληρον βουνόν, ελαιώνα, άμπελον, αγρόν με οπωροφόρα δένδρα, με βρύσιν, με ρέμα, με νερόμυλον –και να εκχύνη τα παράπονά του εις θρηνώδεις μελωδίας προς την Παναγίαν.«Εκύκλωσαν αι του βίου μου ζάλαι, ώσπερ μέλισσαι, κηρίον, Παρθένε...»Και επόθει ολοψύχως τον μοναχικόν βίον, ολίγον αργά, και επεκαλείτο μεγάλη τη φων ή τον «Γλυκασμόν των Αγγέλων, των θλιβομένων την χαράν», όπως έλθη εις αυτόν βοηθός και σώτειρα:«Αντιλαβού μου και ρύσαι των αιωνίων βασάνων...» ---
τα των φίλων αίσχιστον όστις καταβαλών εξ συμφοράς αυτός σέσωσται [η πιο τρανή ντροπή είναι να ρίχνει κάποιος σε συμφορές τους φίλους του κι ο ίδιος να γλυτώνει], Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν Ταύροις 605-607.
Tο μυθιστόρτημα «Λέσχη των νέων πιανιστών»του Νορβηγού συγγραφέα και πιανίστα της τζαζ Κέτιλ Μπγιόρνσταντ, δεν είναι απλώς ένα μυθιστόρημα για τη μουσική. Είναι ένα μυθιστόρημα για τη μαγεία του έρωτα και το κυνήγι του ονείρου, στολισμένο με σαγηνευτικές νότες...ένα υπέροχο βιβλίο...
Ο ήλιος της φιλίας! Δεν μπορώ να σου δώσω λύσεις για όλα τα προβλήματα της ζωής σου. Ούτε έχω απαντήσεις, για τις αμφιβολίες και τους φόβους σου. Όμως μπορώ να σ΄ακούσω και να τα μοιραστώ μαζί σου. Δεν μπορώ να αλλάξω το παρελθόν ή το μέλλον σου. Όμως όταν με χρειάζεσαι θα είμαι δίπλα σου. Δεν μπορώ να αποτρέψω τα παραπατήματα σου. Μόνο μπορώ να σου προσφέρω το χέρι μου, Να κρατηθείς και να μην πέσεις
.Οι χαρές σου, οι θρίαμβοι και οι επιτυχίες σου,δεν είναι δικές μου. Όμως ειλικρινά απολαμβάνω να σε βλέπω ευτυχισμένο. Δεν κρίνω τις αποφάσεις που παίρνεις στη ζωή σου Αρκούμαι να σε στηρίξω, να σου δώσω κουράγιο και να σε βοηθήσω αν μου το ζητήσεις. Δεν μπορώ να περιορίσω μέσα σε όρια,αυτά που πρέπει να πραγματοποιήσεις Όμως θα σου προσφέρω τον ελεύθερο χώρο που χρειάζεσαι για να μεγαλουργήσεις. Δεν μπορώ να αποτρέψω τις οδύνες σου Όταν κάποιες θλίψεις, σκίζουν την καρδιά σου.Όμως μπορώ να κλάψω μαζί σου Και να μαζέψω τα κομμάτια , Για να τη φτιάξουμε, ξανά πιο δυνατή .Δεν μπορώ να σου πω ποιος είσαι ούτε ποιος πρέπει να γίνεις Μόνο μπορώ να σ΄αγαπώ όπως είσαι και να είμαι φίλος σου Αυτές τις μέρες σκεφτόμουν τους φίλους και τις φίλες μου, δεν ήσουν πάνω ή κάτω ή στη μέση, δεν ήσουν πρώτος ούτε τελευταίος στη λίστα, δεν ήσουν το νούμερο ένα ούτε το τελευταίο. Να κοιμάσαι ευτυχισμένος Να εκπέμπεις αγάπη Να ξέρεις ότι είμαστε εδώ περαστικοί. Ας βελτιώσουμε τις σχέσεις μας. Να αρπάζουμε τις ευκαιρίες Να ακούμε την καρδιά μας Να εκτιμούμε τη ζωή. Πάντως δεν έχω την αξίωση, να είμαι ο πρώτος, ο δεύτερος ή ο τρίτος στη λίστα σου .Μου αρκεί, που με θέλεις σαν φίλο. Ευχαριστώ που είμαι!
Συνέχεια ο Χριστός μάθαινε ότι τα ναρκωτικά θερίζουν τους νέους στη γη, κι αποφάσισε να δει από κοντά τι σόι πράγμα είναι αυτά. Στέλνει λοιπόν τον Ιωάννη να του φέρει να δει πως είναι το χασίς. Κατόπιν στέλνει τον Πέτρο να του φέρει λίγη κοκαϊνη Στη συνέχεια στέλνει τον Ιάκωβο να του φέρει ηρωίνη Με τα πολλά, αφού έστειλε όλους τους μαθητές του να του φέρουν κι από μια ουσία, έστειλε τελευταίο τον Ιούδα να του φέρει ότι είχε απομείνει. ... κι αυτός του έφερε το F.B.I.
Ο γατος κραταει στα νυχια του ενα αηδονι και του μιλαει με γλυκια φωνη.. -εχω ακουστα,του λεει,πως κανενας δεν τραγουδαει τοσο γλυκα οπως εσυ. .δεν θελω να σε φαω..αν μου τραγουδησεις κι ευχαριστηθω,θα σ'αφησω ελευθερο,γιατι κι εγω τρελαινομαι για την μουσικη. Ομως το αηδονι στα νυχια του γατου δεν μπορει να κελαηδησει.. κοβεται η φωνη του και βγαζει μονο λιγες σπαρακτικες κραυγες. Ο γατος απογοητευεται και του λεει' -αυτο ειναι λοιπον το ξακουστο τραγουδι σου ? μα τα γατακια μου τοτε τραγουδουν πιο γλυκα.. ας δοκιμασουμε τωρα και το κρεας σου,ισως αυτο να ειναι πιο νοστιμο! .....και τρωει το αηδονι.!!
Να'σαι θεριο ανημερο,θερμη ψυχη και να μην μπορεις να εκφραστεις..!!
Φωναζε εσυ ποιητη μου τωρα και παντα,οσο μπορεις,ακομη και στα νυχια του γατου αν βρεθεις..!!
Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός
Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.
ΙΙ.
Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ'άλλα πού πέρασαν Εάν είναι αλήθεια
Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουζαν γλυκά Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά Τά "πίστεψέ με" και τα "μή" Μιά στόν αέρα μιά στή μουσική
Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας Πού γύρευαν ν'ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί Πάνω απ'τίς ξερολιθιές,πίσω άπ'τούς φράχτες Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από τούς καταρράχτες
Επειδή σ'αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ'αχανή σεντόνια Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμη Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε
Ακουστά σ'έχουν τά κύματα Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ" Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά
Πάντα εσύ τ'αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ Επειδή σ'αγαπώ καί σ'αγαπώ Πάντα Εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό Εξαργυρώνει:
Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική Καμάρα τ'ουρανού με τ'άστρα Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή
Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου Νά μυρίζω από σένα καί ν'αγριεύουν οί άνθρωποι Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ'αλλού φερμένο Δέν τ'αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ'ακούς Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου
Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες Θά'ρθει μέρα,μ'ακούς Νά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι, μ ακούς Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ'ακούς Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,ν'ακούς Τών ανθρώπων Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει, μ ακούς Στά νερά ένα-- ένα , μ'ακούς Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ'ακούς Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ'ακούς Όπου κάποτε οί φιγούρες,μ ακούς Τών Αγίων βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ'ακούς Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ'ακούς Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς Πουθενά δέν πάω ,μ'ακους Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ'ακούς
Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ'ακούς Τής αγάπης Μιά γιά πάντα τό κόψαμε, μ ακούς Καί δέν γίνεται ν'ανθίσει αλλιώς,μ'ακούς Σ'άλλη γή,σ'άλλο αστέρι,μ'ακούς Δέν υπάρχει τό χώμα δέν υπάρχει ο αέρας Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ'ακούς
Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ'άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ'ακούς Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ'ακούς Μές στή μέση τής θάλασσας Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ'ακούς Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ'ακούς Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς άκου,άκου Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει- ακούς; ποιος γυρευει τον αλλο,ποιος φωναζει-ακους; Είμ'εγώ πού φωνάζω κι είμ'εγώ πού κλαίω,μ'ακούς Σ'αγαπώ,σ'αγαπώ,μ'ακούς.
V.
Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς Μέ σοφές παραμάνες καί μ'αντάρτες απόμαχους Από τί νά'ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά'ρθω Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό
Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι Στά μέρη τ'αψηλά της Κρήτης τίποτα Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι
Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ'όλα τό γύρο Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά
Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής Μέ τ'άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης
Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή
Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα μ'όλα της τά βοτάνια
Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική Πού διώχνω μέσα μου αλλ' αυτή γυρίζει δυνατότερη Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.
VI.
Έχω δεί πολλά καί η γή μές απ'τό νού μου φαίνεται ωραιότερη Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά τής θάλασσας
Έτσι σ'έχω κοιτάξει πού μου αρκεί Νά'χει ο χρόνος όλος αθωωθεί Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν'ακολουθεί
Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο Μόνος,καί ας είμ'εγώ η πατρίδα που πενθεί Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνό- φυλλο Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ'ολοστρόγγυλο Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !
VII.
Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα
Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή Έχω ρίξει μές στ'άπατα μιάν ηχώ Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ να σε βλέπω μιση να περνας στο νερό και μιση να σε κλαίω μεσ στον Παράδεισο.
Τι εφιάλτης. Όνειρο τάχα που μου είχε συστηθεί παιδιόθεν ως εμπρηστής εμφανίστηκε μπροστά μου πυροσβέστης. Τα γνωστά παζάρια και οι περικοπές. Κάτι ασυναρτησίες να κομπιάζει κάτι αβλαβή χειροφιλήματα μου μίλαγε και στον πληθυντικό ξέρετε εγώ τρέφω για σας εκτίμηση απεριόριστη χαίρομαι που σας βλέπω πιστέψτε με ό,τι περνάει από το χέρι μου όποτε χρειαστείτε σας βλέπω σαν μητέρα μου. Και βέβαια να με βλέπει το χαμένο σαν μητέρα του. Πόσες φορές το γέννησα εκεί που δεν υπήρχε.
Γεννήθηκε στη Μόσχα, μοναδικό παιδί εύπορης οικογένειας. Ο πατέρας του ήταν έμπορος τσαγιού. Το 1871 η οικογένεια μετακόμισε στην Οδησσό, όπου ο πατέρας του ανέλαβε θέση διευθυντή σε εργοστάσιο τσαγιού. Σύντομα, μετά τη μετακίνηση αυτή, οι γονείς του Καντίνσκι χώρισαν και την ανατροφή του ανέλαβε η θεία του Ελισάβετ, αδελφή της μητέρας του.
Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του και παρακολούθησε ιδιαίτερα μαθήματα μουσικής, ζωγραφικής και σχεδίου. Το 1886 επέστρεψε στη Μόσχα και ξεκίνησε σπουδές νομικής και οιονομικών στο Πανεπιστήμιο, ασχολούμενος παράλληλα στον ελεύθερο χρόνο του με τη ζωγραφική. Το 1889, επισκέφτηκε την επαρχία Βόλογκντα, με σκοπό την καταγραφή της τοπικής αγροτικής νομοθεσίας, στα πρότυπα έρευνας της Εταιρείας Φυσικών Επιστημών, Εθνογραφίας και Ανθρωπολογίας. Μετά από την έρευνά του, έγινε μέλος της Εταιρείας, γεγονός που του πρόσφερε καλύτερες προοπτικές να ακολουθήσει μία ακαδημαϊκή σταδιοδρομία. Παράλληλα ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1892, έγινε μέλος της Ένωσης Νομικών και του προσφέρθηκε μία θέση λέκτορα στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας.
Την περίοδο αυτή γνώρισε και παντρεύτηκε την ξαδέλφη του Άνια Τσιμιάκινα. Παρά την ακαδημαϊκή του πορεία, το ενδιαφέρον του για την τέχνη παρέμενε ζωντανό και τονώθηκε ακόμα περισσότερο εξαιτίας δύο γεγονότων. Το πρώτο αφορούσε στην έκθεση των Γάλλων ιμπρεσιονιστών στη Μόσχα και το δεύτερο στην παρουσίαση του έργου Λόενγκριν του Ρίχαρντ Βάγκνερ στο Βασιλικό Θέατρο της Μόσχας, που εντυπωσίασε τον Καντίνσκι.
Καλλιτεχνική διαμόρφωση (1896-1911) Το 1896, σε ηλικία τριάντα ετών, εγκατέλειψε τη Μόσχα και εγκαταστάθηκε στο Μόναχο, με σκοπό να ακολουθήσει τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες. Η πόλη του Μονάχου ήταν εκείνη την εποχή καλλιτεχνικό κέντρο ενώ από το 1892 είχε δημιουργηθεί η Απόσχιση (Sezession) του Μονάχου, ομάδα που συσπείρωνε καλλιτέχνες που ακολουθούσαν διαφορετικές τεχνοτροπίες. Ο Καντίνσκι φοίτησε αρχικά στη σχολή ζωγραφικής του Αντόν Αζμπέ και αργότερα προσέγγισε τον Φραντς φον Στουκ, ο οποίος αποτελούσε έναν από τους σημαντικότερους δασκάλους σχεδίου και ζωγράφους. Εκείνος του πρότεινε να παρακολουθήσει μαθήματα στην Ακαδημία του Μονάχου, ωστόσο ο Καντίνσκι απέτυχε στις εξετάσεις και όταν πλησίασε εκ νέου τον Στουκ, τον δέχθηκε στην τάξη του, όπου υπήρξε συμφοιτητής με τον Πάουλ Κλέε.
Τον επόμενο χρόνο εγκατέλειψε το εργαστήριο του Στουκ με στόχο να ακολουθήσει αυτόνομη πορεία και να συνενώσει άλλους καλλιτέχνες που μοιράζονταν κοινά πρότυπα και αντιλήψεις. Το 1901 ίδρυσε την ένωση Phalanx και οργάνωσε την πρώτη έκθεση έργων δικών του καθώς και άλλων καλλιτεχνών. Παράλληλα ξεκίνησε να δημοσιεύει κριτικές σε περιοδικά της Ρωσίας, καυτηριάζοντας το συντηρητισμό και τον ακαδημαϊσμό της καλλιτεχνικής σκηνής του Μονάχου. Μέχρι τη διάλυσή της το 1904, η Phalanx παρουσίασε συνολικά δώδεκα εκθέσεις, μέσα από τις οποίες αναδείχθηκε το έργο συμβολιστών, μεταϊμπρεσιονιστών και καλλιτεχνών της Αρ Νουβό. Στο σύνολό τους αντιμετωπίστηκαν με αδιαφορία ή εχθρότητα, καθώς θεωρήθηκαν αρκετά τολμηρές για τα δεδομένα της καλλιτεχνικής ζωής του Μονάχου. Ο ίδιος ο Καντίνσκι επεδίωκε μέσα από το έργο του, αλλά και σε συνεργασία με άλλους ομοϊδεάτες καλλιτέχνες, να θεμελιώσει μία νέα τάξη πραγμάτων στην τέχνη, στη βάση νέων αρχών. Την ίδια περίοδο δημιούργησε στενή σχέση με τη νεαρή ζωγράφο Γκαμπριέλε Μύντερ, με την οποία έζησε και συνεργάστηκε μετά το χωρισμό του από τη σύζυγό του.
Ο Καντίνσκι παρουσίασε έργα του στις εκθέσεις «Salon d' Automne» και «Salon des Indépendants» στο Παρίσι, όπου είχε τη δυαντότητα να έρθει σε επαφή με εκπροσώπους των κινημάτων του φωβισμού και του κυβισμού. Την Άνοιξη του 1908 επέστρεψε στο Μόναχο, έπειτα από σύντομα ταξίδια στη Δυτική Ευρώπη και τη Ρωσία, ενώ για μεγάλα διαστήματα έζησε στην μικρή πόλη Μούρναου, στους πρόποδες των Άλπεων. Τα έργα που ολοκλήρωσε εκεί χαρακτηρίζονταν από μεγάλες επιφάνειες έντονων χρωματισμών και αντιθέσεων, σταδιακά απομακρυνόμενα από το αναπαραστατικό στοιχείο και περισσότερο αφηρημένα.
Τον Ιανουάριο του 1909 ίδρυσε τη «Νέα Ένωση Καλλιτεχνών», οργανώνοντας ομαδικές εκθέσεις στο Μόναχο και κατορθώνοντας να προσελκύσει σε αυτές σημαντικούς καλλιτέχνες, όπως ο Ζωρζ Μπρακ και ο Πάμπλο Πικάσσο. Η νέα ανεικονική εικαστική εξέλιξη του Καντίνσκι βρήκε ωστόσο επικριτές και εξαιτίας της ακύρωσης εκθέσεων της Ένωσης για αυτό το λόγο, οδηγήθηκε στην παραίτησή του από τη θέση του προέδρου. Μαζί με το ζωγράφο Φραντς Μαρκ, σχεδίασε την έκδοση ενός βιβλίου, με τίτλο Γαλάζιος Καβαλάρης (Der Blaue Reiter) στο οποίο θα εξέθετε τις νέες κατευθύνσεις στην τέχνη.
Όταν ευεργετείς , σκέψου από πριν αυτόν προς τον οποίον προσφέρεις την ευεργεσία , μήπως είναι άνθρωπος τιποτένιος και σου επιστρέψει κακό αντί για καλό . (Δημόκριτος )
Ο άνθρωπος που δαγκώνει το χέρι που τον ταΐζει, συνήθως γλύφει την μπότα που τον κλωτσάει . (Ε. Χόφφερ) .
Εάν εσείς φιλοξενείτε ένα πεινασμένο αδέσποτο σκυλί και του φτιάχνετε μια άνετη ζωή, να είστε σίγουροι ότι δεν πρόκειται να σας δαγκώσει ποτέ. Εδώ είναι η διαφορά μεταξύ ανθρώπου και σκύλου . (Μ. Τουαίην) .
Μια μέρα την ώρα της εξέτασης η δασκάλα ρωτάει τα παιδιά - Παιδιά ποιο μέρος του σώματος του άνδρα όταν ερεθιστεί πολύ μεγαλώνει μέχρι και 10 φορές ; Τότε σηκώνεται η Αννούλα και λέει: - Κυρία θα έπρεπε να ντρέπεστε . Τι πράγματα είναι αυτά που λέτε σε μικρά παιδιά ; Θα το πω στους γονείς μου και στο διευθυντή και θα χάσετε τη δουλειά σας. Η δασκάλα την αγνοεί και ξανακάνει την ερώτηση Σηκώνεται ο Τοτός και λέει: - Η κόρη του ματιού. -Μπράβο Τοτέ λέει η δασκάλα και γυρνάει στην Αννούλα λέγοντάς της - Έχω να σου πω 3 πράγματα . Πρώτον έχεις πολύ βρώμικο μυαλό Δεύτερον είσαι αδιάβαστη και Τρίτον όταν μεγαλώσεις θα πάρεις μια πολύ μεγάλη απογοήτευση!!!
Περπατώ και νυχτώνει. Αποφασίζω και νυχτώνει. Όχι,δεν είμαι λυπημένη.
Υπήρξα περίεργη και μελετηρή. Ξέρω απ'όλα.Λίγο απ'όλα. Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται, πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε. Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων μ'ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς. Όχι δεν ειμαι λυπημένη. Πέρασα μέρες με βροχή, εντάθηκα πίσω απ'αυτό το συρματόπλεγμα το υδάτινο υπομονετικά κι απαρατήρητα, όπως ο πόνος των δέντρων όταν το ύστατο φύλλο τους φεύγει κι όπως ο φόβος των γενναίων. Όχι,δεν είμαι λυπημένη. Πέρασα από κήπους,στάθηκα σε συντριβάνια και είδα πολλά αγαλματίδια να γελούν σε αθέατα αίτια χαράς. Και μικρούς ερωτιδείς,καυχησιάρηδες. Τα τεντωμένα τόξα τους βγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα. Είδα πολλά και ωραία όνειρα και είδα να ξεχνιέμαι. Όχι,δεν είμαι λυπημένη. Περπάτησα πολύ στα αισθήματα, τα δικά μου και των άλλων, κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσα τους να περάσει ο πλατύς χρόνος. Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα. Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα. Έλαβα κάρτες σύντομες: εγκάρδιο αποχαιρετιστήριο από την Πάτρα και κάτι χαιρετίσματα απο τον Πύργο της Πίζας που γέρνει. Όχι,δεν είμαι λυπημένη που γέρνει η μέρα. Mίλησα πολύ.Στους ανθρώπους, στους φανοστάτες,στις φωτογραφίες. Και πολύ στις αλυσίδες. Έμαθα να διαβάζω χέρια και να χάνω χέρια. Όχι,δεν είμαι λυπημένη. Ταξίδεψα μάλιστα. Πήγα κι από εδώ,πήγα και από εκεί... Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος. Έχασα κι από εδώ,έχασα κι από κεί. Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα κι από την απροσεξία μου. Πήγα και στη θάλασσα. Μου οφειλόταν ένα πλάτος.Πές πως το πήρα. Φοβήθηκα τη μοναξιά και φαντάστηκα ανθρώπους. Τους είδα να πέφτουν από το χέρι μιας ήσυχης σκόνης, που διέτρεχε μιάν ηλιαχτίδα κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης. Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες ορθόδοξης ερημιάς. Όχι,δεν είμαι λυπημένη. Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα. Και δεν μου έλειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα. Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια, σκοτεινή,με ακόνισε. Όχι,δεν είμαι λυπημένη. Όσο μπόρεσα έφερ'αντίσταση σ'αυτό το ποτάμι όταν είχε νερό πολύ,να μη με πάρει, κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό στα ξεροπόταμα και παρασύρθηκα. Όχι,δεν είμαι λυπημένη. Σε σωστή ώρα νυχτώνει.
ΌΜΩΣ, λέει ο Πάμπλο Νερούντα " ...Κάποιος μ' ακούει και δεν το ξέρουν, όμως εκείνοι, που γι' αυτούς τραγουδάω και που το ξέρουν συνεχίζουν να γεννιούνται και να γεμίζουν τον κόσμο..."
...Η ζωή σου θα γίνει ωραία και ασφαλής όταν η ζωντάνια σημαίνει για σένα περισσότερα απ’ την σιγουριά, η αγάπη περισσότερα απ’ το χρήμα, η ελευθερία σου περισσότερα απ’ την γραμμή του κόμματος ή την κοινή γνώμη, όταν η ψυχική διάθεση του Μπετόβεν ή του Μπαχ γίνει η ψυχική διάθεση του εαυτού σου (την έχεις μέσα σου αυτήν την διάθεση, Ανθρωπάκο, θαμμένη όμως βαθιά σε μια γωνιά της ψυχής σου), όταν οι σκέψεις σου είναι σε αρμονία και όχι σε διάσταση με τα αισθήματά σου, όταν θα είσαι σε θέση να καταλαβαίνεις νωρίς τα προτερήματά σου και να αναγνωρίζεις έγκαιρα τα γηρατειά σου, όταν θα κάνεις πρότυπο της ζωής σου τις σκέψεις των μεγάλων ανθρώπων και όχι τα εγκλήματα των μεγάλων πολεμιστών, όταν οι δάσκαλοι των παιδιών σου θα πληρώνονται καλύτερα απ’ τους πολιτικούς, όταν θα έχεις μεγαλύτερη εκτίμηση για τον έρωτα μεταξύ άντρα και γυναίκα παρά για την άδεια γάμου, όταν θ’ αναγνωρίζεις τα σφάλματά σου έγκαιρα κι όχι πολύ αργά όπως σήμερα, όταν θ’ ανυψώνεσαι πνευματικά ακούγοντας την αλήθεια και θα νιώθεις τρόμο για τις τυπικότητες, όταν θα έρχεσαι σε απ’ ευθείας επαφή με τους συναδέλφους σου σε ξένες χώρες και όχι με την βοήθεια διπλωματών, όταν η ερωτική ευτυχία της έφηβης κόρης σου θα σε γεμίζει με ευχαρίστηση κι όχι με λύσσα, όταν θα κουνάς μόνο το κεφάλι σου σε περιπτώσεις που άλλοτε τιμωρούσαν τα μικρά παιδιά επειδή άγγιζαν τα γεννητικά τους όργανα, όταν τα πρόσωπα των ανθρώπων στο δρόμο εκφράζουν ελευθερία, ζωντάνια κι ευχαρίστηση και όχι πια λύπη και αθλιότητα, όταν οι άνθρωποι δε θα περπατούν πια με συσπασμένη κι άκαμπτη μέση και νεκρωμένα σεξουαλικά όργανα. ..
Οι ανώμαλοι και οι ανόητοι καλοπερνούν διασκεδάζοντας, ξάπλωσαν στην πλατεία του θεάτρου και παρακολουθούν την σκηνή της Ζωής. Αν και δε γνωρίζουν τη γλύκα της νίκης, τουλάχιστον για αυτούς είναι άγνωστη και η πίκρα της ήττας.
Η ΨΥΧΗ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ ΓΕΡΑΣΜΕΝΗ ΚΑΙ ΜΕ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΟΛΟ ΚΑΙ ΠΙΟ ΝΕΑ. ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΚΩΜΩΔΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ. ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ ΝΕΟ ΚΑΙ ΓΕΡΝΑΕΙ. ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ.
κι είπαμε και τι δεν είπαμε για τούτα και για κείνα. για τα πολλά χρόνια που πέρασαν και πια ενήλικοι προχωρημένοι, σχεδόν αποπαιδίσαμε κιόλας, βλέπουμε πίσω μας πόσο εύκολα σβήνουν τα κεριά της μνήμης πόσο ασθενική είναι η φλόγα που τα συντηρεί, πόσο πολλά μετράνε... πόσο λίγο δικός μας είναι ο κόσμος από τώρα και στο εξής. πόσο γρήγορο είναι το πέρασμα στο κέντρο της αυλαίας, πόσο σύντομα είσαι πρωταγωνιστής στη ζωή σου- αν είσαι και ποτέ-, και πόσο γρήγορα γίνεσαι κομπάρσος ή δορυφόρος στις ζωές των άλλων. κι εκεί μας πήραν τα γέλια και τα κλάματα, σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση. τι να ξεχάσουμε, τα ξενύχτια, τους αγώνες, τα καράβια με τα ξεβαμμένα απ τα δάκρυα γράμματα, τις μουσικές, τα βράδυα στην Ακρόπολη, στην Πλάκα, στο Φάληρο και στην Καισαριανή; το κορίτσι απ τα Καμίνια, τον ναυτικό δόκιμο, το φίλο μας τον γκει που ταν ακριβός ως σπάνιο κόσμημα; και τι να θυμηθείς; τις εξετάσεις, τις διαδηλώσεις, τις ολονυχτιες στα σινεμα, στα θέατρα, στα ταβερνεία, στα άλση, στα ρεμπετάδικα, στα ακρογιάλια το καλοκαίρι; ..Ύστερα έφυγε, μπάρκαρε... σου γράφω, αγαπημένη ενώ το πλοίο διέρχεται τα φιόρδ της Νορβηγίας..και "τώρα που η μοιρα μας χωρίζει, μην κλαις γλυκιά μου καστανή, αυτός που φεύγει δεν ξεχνάει, αυτός που μένει λησμονεί." όταν πιάσουμε νότια θα βρω το ακριβότερο σμαραγδι και το μοναδικό στον κόσμο. κι είχες δίκιο όπως πάντα και σ αυτό. Κατά ένα περίεργο τρόπο οι άνθρωποι που φεύγουν κάνουν θέμα την ξενιτιά τους και μένουν με την δίψα της, ενώ όσοι μένουν αφαιρούν σιγά- σιγά και η λησμονιά είναι ο θάνατος του αγαπημένου αντικειμένου. .Ύστερα είπαμε να μαρτυρήσουμε τις κατεργαριές μας, τώρα που δεν πονάει ο χρόνος. Όμως φίλε μου πάντα πονάει. δεν πονάει αιματηρά, δεν αιμορραγεί, αλλά πονάει που έμαθα πως ήσουν πιο φίλος με τον Σταμάτη, όταν ήσουν στα καράβια. Τι διάολο. 30 χρόνια μετά, ό,τι γράψαμε δεν ξεγράφτηκε. τότε σ έλεγα "ο με τα φτερά του έρωτα". Στόπα σήμερα, δεν τόξερες, συγκινήθηκες. νύχτωσε κι έπρεπε να φύγεις πάλι. κι εγώ. είπαμε να συναντηθούμε με τα παιδιά μας. να δούμε τους καρπούς των άλλων μας ερώτων.Αγκαλιαστήκαμε..Μάλλον δεν θα ξαναιδωθούμε σχετικά νέοι.
Να θεωρώ την αχαριστία όνειδος. Να διαφυλάττω τα τιμαλφή μου απ' τις χυδαίες υπάρξεις. Να διαβάζω για να κερδίζω την κεκτημένη σοφία. Και λέω όχι: στους καννίβαλους ανθρώπων, αξιών, ιδεών, μνήμης και συναισθημάτων. Στους φτηνούς τουρίστες της ζωής τους και της ζωής των άλλων. Στους ιδιοτελείς χωρίς διακύβευμα, γιατί είναι μωροί. Στους αδίστακτους ηθικολόγους σε κάθε αλυσίδα συνενοχής.