Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

χρονια πολλά!

Σάββατο!

ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΤΙ ΝΑ ΧΑΣΕΙΣ
Καλὰ τὰ βγάζει πέρα ἡ μοναξιὰ
φτωχικὰ ἀλλὰ τίμια.
Ἀλλοῦ κοιμᾶται αὐτὴ
κι ἀλλοῦ τὸ ἐγκρατὲς σκεπτικὸ ἐάν.

Μόνο καμιὰ φορὰ
σὲ πειραματισμοὺς τὴν παρασύρει
ἡ περιέργεια
- ὄφις προγενέστερος
καὶ πιὸ φανατικὸς
ἀπ᾿ τὸν νερόβραστον ἐκεῖνον τῆς μηλέας.



Δοκίμασε τῆς λέει, μὴ φοβᾶσαι
δὲν ἔχεις τί νὰ χάσεις
καὶ τὴν πείθει
νὰ κουλουριάζεται πνιχτὰ
νὰ τρίβεται σὰ γάτα ἀνεπαίσθητη
πάνω στὸν διαθέσιμο ἀέρα
ποῦ ἀφήνεις προσπερνώντας.

Ἀπόλαυση πολὺ μοναχικότερη
ἀπὸ τὴ στέρησή της.

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

μαγιακοφσκι

γιατί η αγάπη δεν είναι τρυφερός παράδεισος, μα βίαιη



επίθεση





της λαίλαπας νερού και φωτός"

Ξεχωριστο

Ἦταν πρωὶ κι ὁ καινούργιος ἥλιος λαμπύριζε χρυσαφένιος πάνω στοὺς κυματισμοὺς μιᾶς ἤρεμης θάλασσας.
Ἕνα μίλι ἀπ᾿ τὴν ἀκτή, μιὰ ψαρόβαρκα ἔπαιζε μὲ τὸ νερό, καὶ τὸ σύνθημα νὰ μαζευτεῖ τὸ σμῆνος γιὰ πρόγευμα πέρασε σὰν ἀστραπὴ στὸν ἀέρα, καὶ τότε ἕνα σύννεφο ἀπὸ χίλιους γλάρους ᾖρθε νὰ παλέψει πονηρὰ γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει κάποια κομμάτια τροφῆς. Ἄρχιζε μιὰ καινούργια μέρα γεμάτη δουλειά. Πολὺ πιὸ πέρα ὅμως, ὁλομόναχος, πετώντας μακριὰ ἀπ᾿ τὴ βάρκα καὶ τὴν ἀκτή, ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος συνέχιζε τὶς ἀσκήσεις του. Ἀπὸ ὕψος ἑκατὸ πόδια, ψηλὰ στὸν οὐρανό, χαμήλωσε τὰ παλαμωτά του πόδια, σήκωσε τὸ ράμφος του καὶ πάσχισε νὰ ἐπιβάλει στὰ φτερά του μιὰ ὀδυνηρή, δύσκολη, στριφτὴ καμπύλη. Μιὰ τέτοια καμπύλη τοῦ ἐπέτρεπε νὰ πετάξει μὲ μικρὴ ταχύτητα καὶ τώρα πετοῦσε ὅλο καὶ πιὸ ἀργὰ ὥσπου ὁ ἄνεμος ἔγινε ἕνα ψιθύρισμα στὸ πρόσωπό του, ὥσπου τὸ πέλαγο στάθηκε ἀκίνητο κάτω. Στένεψε τὰ μάτια του σὲ ἐντατικὴ αὐτοσυγκέντρωση, κράτησε τὴν ἀνάσα του, μὲ δύναμη θέλησε νὰ δώση... ἕνα... ἀκόμα... ἑκατοστό... κλίσης... στὴν καμπύλη. Ὕστερα τὰ φτερά του ζάρωσαν, ἔχασε τὸν ἔλεγχο κι᾿ ἔπεσε.
Οἱ γλάροι, ὅπως ξέρετε, δὲν χάνουν ποτὲ τὴ σταθερότητα, δὲν χάνουν ποτὲ τὸν ἔλεγχό τους. Νὰ χάσουν τὸν ἔλεγχο τῆς πτήσης τους εἶναι γι᾿ αὐτοὺς ντροπή, εἶναι ἐξευτελισμός.
Ὅμως ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος, ποὺ δίχως ντροπὴ ἅπλωσε ξανὰ τὶς φτεροῦγες του πετώντας στὴν ἴδια κείνη τρεμάμενη δύσκολη καμπύλη - ὅλο καὶ πιὸ ἀργά, πιὸ ἀργὰ καὶ πάλι χάνοντας τὸν ἔλεγχό του - δὲν ἦταν ἕνα κοινὸ πουλί.
Οἱ περισσότεροι γλάροι δὲ νοιάζονται νὰ μάθουν παρὰ μόνο τὰ πιὸ βασικὰ πράγματα γιὰ τὸ πέταγμα — πῶς νὰ πετοῦν ἀπ᾿ τὴν ἀκτή στὴν τροφή τους καὶ πίσω πάλι. Γιὰ τοὺς περισσότερους γλάρους σημασία δὲν £ἔχει τὸ πέταγμα, ἀλλὰ τὸ φαγητό. Γιὰ τοῦτον, ὅμως, τὸ γλάρο σημασία δὲν εἶχε τὸ φαγητό, ἀλλὰ τὸ πέταγμα. Πάνω ἀπὸ κάθε τι ἄλλο, ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος ἀγαποῦσε νὰ πετάει.
Ἕνας τέτοιος τρόπος σκέψης δὲν ἦταν, καθὼς ἀνακάλυψε, τὸ καλύτερο μέσο γιὰ νὰ γίνεις ἀγαπητὸς στ᾿ ἄλλα πουλιά. Ἀκόμα καὶ οἱ γονεῖς του ἔνιωθαν ἀπογοήτευση ὅταν ὁ Ἰωνάθαν περνοῦσε μέρες ὁλόκληρες μόνος, κάνοντας ἑκατοντάδες χαμηλὲς πτήσεις μὲ ἀκίνητα φτερά, κάνοντας δοκιμές.
Δὲν ἤξερε λόγου χάρη τὸ γιατί, ὅμως, ὅταν πετοῦσε πάνω ἀπ᾿ τὸ νερό, σὲ ὕψος μικρότερο ἀπ᾿ τὸ μισὸ ἄνοιγμα τῶν φτερῶν του, μποροῦσε νὰ μείνει στὸν ἀέρα περισσότερο καὶ μὲ μικρότερη προσπάθεια. Οἱ πτήσεις μὲ ἀκίνητα τὰ φτερά του τέλειωναν ὄχι μὲ τὸ συνηθισμένο πλατσούρισμα τῶν ποδιῶν στὴ θάλασσα, ἀλλὰ μ᾿ ἕνα μακρύ, πλατὺ αὐλάκι καθὼς ἄγγιζε τὴν ἐπιφάνεια μὲ τὰ πόδια του ἀεροδυναμικὰ δεμένα πάνω στὸ κορμί του. Ὅταν ἄρχισε νὰ γλιστρᾷ γιὰ νὰ προσγειωθεῖ μὲ μαζεμένα τὰ πόδια του στὴν παραλία, ὅταν δρασκέλιζε τὸ μῆκος τῆς γλίστρας του στὴν ἄμμο, οἱ γονεῖς του ἦσαν ἀλήθεια πολὺ ἀπογοητευμένοι.
«Γιατί Ἴων, γιατί;» ρωτοῦσε ἡ μάνα του. «Γιατί εἶναι τόσο δύσκολο, Ἴων, νὰ εἶσαι ὅπως ὅλα τ᾿ ἄλλα πουλιὰ στὸ σμῆνος; Γιατί δὲν μπορεῖς ν᾿ ἀφήσεις τὸ χαμηλὸ πέταγμα στοὺς ἄλμπατρος, στοὺς πελεκάνους; Γιατί δὲν τρῷς; Γιόκα μου, εἶσαι φτερὸ καὶ κόκαλο!».
«Μάνα, δὲ μὲ πειράζει νἆμαι φτερὸ καὶ κόκαλο. Θέλω μόνο νὰ ξέρω τί μπορῶ καὶ τί δὲ μπορῶ νὰ κατορθώσω στὸν ἀέρα. Τίποτ᾿ ἄλλο. Θέλω νὰ ξέρω».
«Ἄκου ἐδῶ Ἰωνάθαν», εἶπε ὁ πατέρας του, ὄχι δίχως καλοσύνη. «Ὁ χειμῶνας πλησιάζει. Οἱ βάρκες θἆναι λιγοστὲς καὶ τ᾿ ἀφρόψαρα θὰ κολυμποῦν βαθιά. Ἂν πρέπει κάτι νὰ μελετήσεις, μελέτα τὴν τροφὴ καὶ πῶς νὰ τὴν ἐξασφαλίσεις. Αὐτὴ ἡ ὑπόθεση μὲ τὶς πτήσεις εἶναι πολὺ καλή, ἀλλὰ μιὰ πτήση μ᾿ ἀκίνητα φτερὰ δὲν τρώγεται. Τὸ ξέρεις. Μὴ ξεχνᾷς πὼς ἂν πετᾶς εἶναι γιὰ νὰ τρῶς».
Ὁ Ἰωνάθαν ἔσκυψε τὸ κεφάλι ὑπάκουα. Γιὰ λίγες μέρες προσπάθησε νὰ φερθεῖ ὅπως οἱ ἄλλοι γλάροι· προσπάθησε στ᾿ ἀλήθεια, κρώζοντας καὶ πολεμώντας μὲ τὸ σμῆνος γύρω στὶς ἀποβάθρες καὶ τὶς ψαρόβαρκες, βουτώντας πάνω σὲ ἀποκόμματα ψάρι καὶ ψωμί. Κι᾿ ὅμως δὲν τὰ κατάφερνε.
Δὲν ἔχει κανένα νόημα, σκέφτηκε, ἀφήνοντας σκόπιμα νὰ πέσει, ἀφοῦ τὴν κέρδισε μὲ χίλιους κόπους, μιὰ ἀντσούγια σ᾿ ἕναν πεινασμένο γερογλάρο ποὺ τὸν κυνηγοῦσε. Θὰ μποροῦσα ν᾿ ἀσχοληθῶ ὅλ᾿ αὐτὸ τὸ διάστημα μαθαίνοντας νὰ πετάω. Ἔχει τόσα νὰ μάθει κανείς!
Καὶ πολὺ σύντομα ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος ξανάφυγε μόνος πάλι, πέρα στ᾿ ἀνοιχτά, πεινασμένος, εὐτυχισμένος, μαθαίνοντας.
Θέμα ἦταν ἡ ταχύτητα, καὶ μὲ μία βδομάδα ἐξάσκηση ἔμαθε γιὰ τὴν ταχύτητα πολλὰ περισσότερα ἀπὸ τὸν πιὸ γρήγορο γλάρο στὸν κόσμο.
Ἀπὸ χίλια πόδια ὕψος, ἀφοῦ κουνοῦσε τὰ φτερά του ὅσο πιὸ δυνατὰ μποροῦσε, ξεκινοῦσε μίαν ἀκάθεκτη κατάδυση πρὸς τὰ κύματα, καὶ μάθαινε γιατὶ οἱ γλάροι δὲν κάνουν κάθετες καταδύσεις μ᾿ ὅλη τους τὴν ὁρμή. Σ᾿ ἕξη μόλις δευτερόλεπτα πετοῦσε μ᾿ ἑβδομῆντα μίλια τὴν ὥρα καὶ στὴν ταχύτητα αὐτὴ ἡ φτεροῦγα «παίζει», ὅταν βρίσκεται στὴν πάνω της κίνηση.
Αὐτὸ ἔγινε ξανὰ καὶ ξανά. Καθὼς ἦταν προσεχτικός, καὶ καθὼς δούλευε ἐξαντλώντας ὅλες του τὶς ἱκανότητες, ἔχανε τὸν ἔλεγχό του σὲ πολὺ μεγάλη ταχύτητα.
Ἀνέβαινε χίλια πόδια ψηλά. Μ᾿ ὅλη του τὴ δύναμη πετοῦσε πρῶτα μπροστά, κι᾿ ὕστερα μονομιᾶς, φτερουγίζοντας, ἄρχιζε τὴν κάθετη βουτιά. Τότε, κάθε φορά, ἡ ἀριστερὴ φτεροῦγα του ἔχανε τὸν ἔλεγχο στὴν πάνω κίνηση, κατρακυλοῦσε κεῖνος ἀπότομα ἀριστερά, ἔχανε τὸν ἔλεγχο τῆς δεξιᾶς φτερούγας προσπαθώντας νὰ τὴν ἐπαναφέρει, καὶ τιναζόταν σὰν φωτιὰ σ᾿ ἕνα τρελλὸ στριφτὸ κουτρουβάλιασμα πρὸς τὰ δεξιά.
Ὅλη του ἡ προσοχὴ δὲν ἦταν ἀρκετὴ γιὰ νὰ ἐλέγξει ἐκείνη τὴν κίνηση τῆς φτερούγας. Προσπάθησε δέκα φορές, καὶ κάθε φορά, καθὼς ξεπερνοῦσε τὰ ἑβδομήντα μίλια τὴν ὥρα, γινόταν ξαφνικὰ μιὰ ἀνάκατη μάζα ἀπὸ φτερά, δίχως ἔλεγχο, ποὺ γκρεμιζόταν στὴ θάλασσα.
Τὸ κλειδί, σκέφτηκε στὸ τέλος, μούσκεμα ἀκόμα ἀπ᾿ τὸ νερό, θὰ εἶναι νὰ κρατᾷς τὰ φτερὰ ἀκίνητα στὶς μεγάλες ταχύτητες - νὰ φτερουγίζεις ὡς τὰ πενήντα κι ὕστερα νὰ κρατᾶς τὰ φτερὰ ἀκίνητα.
Ξαναδοκίμασε ἀπὸ τὰ δυὸ χιλιάδες πόδια, κατρακυλώντας στὴ βουτιά του, μὲ τὸ ράμφος ἴσια κάτω, τὶς φτεροῦγες ὀρθάνοιχτες καὶ σταθερὲς μόλις πάτησε τὰ πενήντα μίλια τὴν ὥρα. Χρειάστηκε τρομακτικὴ δύναμη, ἀλλὰ τὸ πέτυχε. Σὲ δέκα δευτερόλεπτα πέρασε σὰν καπνὸς ἐνενήντα μίλια τὴν ὥρα. Ὁ Ἰωνάθαν εἶχε πετύχει μιὰ παγκόσμια ἐπίδοση ταχύτητας γιὰ γλάρους!
Ἡ νίκη, ὅμως, δὲν βάσταξε πολύ. Τὴ στιγμὴ ποὺ ἄρχισε τὴν ἀνάδυση, τὴ στιγμὴ ποὺ ἄλλαξε τὴ γωνία τῶν φτερῶν του, ἀντιμετώπισε τὴν ἴδια τρομαχτικὴ ἀνεξέλεγκτη καταστροφή, ποὺ μὲ ταχύτητα ἐνενήντα μίλια τὴν ὥρα τὸν κτύπησε σὰν κεραυνός. Ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος ἔσκασε στὸν ἀέρα καὶ γκρεμοτσακίστηκε πάνω σὲ μιὰ θάλασσα σκληρὴ σὰν πέτρα.
Ὅταν συνῆλθε εἶχε πιὰ νυχτώσει, κι᾿ ἔπλεε στὸ φεγγαρόφωτο πάνω στὴν ἐπιφάνεια τοῦ πελάγου. Οἱ φτεροῦγες του ἦσαν σὰ κουρελιασμένα κομμάτια μολύβι, ἀλλὰ τὸ βάρος τῆς ἀποτυχίας ἦταν πάνω στὴν πλάτη του ἀκόμα πιὸ βαρύ. Θἄθελε, ἔτσι ἀδύναμος, τὸ βάρος νὰ ἦταν ἀρκετὸ γιὰ νὰ τὸν παρασύρει ἀπαλὰ ὡς τὸ βυθό, καὶ νὰ τελειώναν ὅλα.
Καθὼς βούλιαξε χαμηλὰ στὸ νερό, μιὰ παράξενη κούφια φωνὴ ἀντήχησε μέσα του. Δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ ξεφύγω. Εἶμαι γλάρος. Εἶμαι ἀπ᾿ τὴν φύση μου περιορισμένος. Ἂν ἤμουν φτιαγμένος νὰ μάθω τόσα πολλὰ γιὰ τὸ πέταγμα θἆχα διαγράμματα ἀντὶ γιὰ μυαλό. Ἂν ἤμουν φτιαγμένος νὰ πετάω σὲ τέτοιες ταχύτητες, θἆχα μικρὲς φτεροῦγες ὅπως τὸ γεράκι καὶ θἄτρωγα ποντίκια, ὄχι ψάρια. Ὁ πατέρας μου εἶχε δίκιο. Πρέπει νὰ τὶς ξεχάσω αὐτὲς τὶς τρέλες. Πρέπει νὰ πετάξω πίσω στὸ σμῆνος καὶ ν᾿ ἀρκεσθῶ σ᾿ αὐτὸ ποὺ εἶμαι, ἕνας φουκαριάρης γλάρος.
Ἡ φωνὴ ἔσβησε, ὁ Ἰωνάθαν συμφώνησε. Ἡ θέση ἑνὸς γλάρου τὴ νύχτα εἶναι στὴ στεριά, κι᾿ ἀπὸ τούτη τὴ στιγμή, ὁρκίστηκε, θὰ γινόταν ἕνας φυσιολογικὸς γλάρος. Ὅλοι θἆταν ἔτσι πιὸ εὐτυχισμένοι. Κουρασμένος ἔφυγε ἀπ᾿ τὰ σκοτεινὰ νερὰ καὶ πέταξε πρὸς τὴ στεριά, κι᾿ εὐγνωμονοῦσε τὰ ὅσα εἶχε μάθει γιὰ τὸ ξεκούραστο χαμηλὸ πέταγμα.
Ὅμως ὄχι, συλλογίστηκε. Πάει, τέλειωσα μ᾿ ὅ,τι ἤμουν, πάει, τέλειωσα μ᾿ ὅ,τι ἔμαθα. Εἶμαι γλάρος ὅπως κάθε ἄλλος γλάρος καὶ θὰ πετάω σὰ γλάρος. Κι᾿ ἔτσι ἀνέβηκε μὲ κόπο ἑκατὸ πόδια ψηλὰ καὶ φτερούγισε πιὸ δυνατά, γιὰ νὰ φτάση γρήγορα στὴν ἀκτή.
Ἔνιωσε καλύτερα μὲ τὴν ἀπόφασή του νὰ εἶναι μόνο ἕνα ἁπλὸ μέλος στὸ σμῆνος. Δὲν θὰ ἦταν πιὰ δεμένος στὴ δύναμη ποὺ τὸν τράβηξε στὴ μάθηση, δὲν θὰ ὑπῆρχαν ἄλλες προκλήσεις κι ἄλλες ἀποτυχίες. Κι ἦταν ὄμορφο νὰ μὴ σκέφτεσαι, καὶ νὰ πετᾶς στὸ σκοτάδι πρὸς τὰ φῶτα πάνω ἀπ᾿ τὴν ἀκτή.
Σκοτάδι! Ἡ κούφια φωνὴ στρίγγλισε τρομαγμένη. Οἱ γλάροι ποτὲ δὲν πετοῦν στὸ σκοτάδι!
Ὁ Ἰωνάθαν δὲν εἶχε τὴν προδιάθεση ν᾿ ἀκούσει. Τί ὄμορφα ποὺ εἶναι, σκέφτηκε. Τὸ φεγγάρι καὶ τὰ φῶτα νὰ τρεμοσβήνουν πάνω στὸ νερό, καὶ ν᾿ ἁπλώνουν μέσ᾿ στὴ νύχτα φωτερὰ μονοπάτια, κι ὅλα τόσο εἰρηνικὰ κι᾿ ἀκίνητα...
Κατέβα! Οἱ γλάροι δὲν πετοῦν ποτὲ στὰ σκοτεινά! Ἂν ἤσουν φτιαγμένος γιὰ νὰ πετᾶς στὸ σκοτάδι θά 'χες μάτια κουκουβάγιας! Θά 'χες σχεδιαγράμματα στὸ κεφάλι σου, ὄχι μυαλό! Θὰ 'χες κοντὰ φτερὰ ὅπως τὸ γεράκι!
Ἐκεῖ, μέσα στὴ νύχτα, ἑκατὸ πόδια ψηλὰ στὸν ἀέρα, ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος ἔπαιξε τὸ μάτι. Ὁ πόνος του, οἱ ἀποφάσεις του ἔγιναν καπνός. Κοντὰ φτερά. Κοντὰ φτερὰ ὅπως τὸ γεράκι! Νὰ ἡ λύση! Τί βλάκας ποὺ ἤμουν! Μοῦ ἀρκεῖ ἕνα τόσο δὰ φτερό, ἀρκεῖ ν᾿ ἀναδιπλώσω τὶς φτεροῦγες μου καὶ νὰ πετάω μόνο μὲ τὶς ἄκρες τους! Κοντὰ φτερά!
Ἀνέβηκε δυὸ χιλιάδες πόδια πάνω ἀπ᾿ τὴ σκοτεινὴ θάλασσα καὶ δίχως νὰ συλλογιστεῖ οὔτε στιγμὴ τὴν ἀποτυχία ἢ τὸ θάνατο, ἔφερε τὸ μπρὸς μέρος τῆς κάθε του φτερούγας σφιχτὰ πάνω στὸ σῶμα του, ἄφησε μόνο σὰ στενὰ λεπίδια τὶς ἄκρες τους νὰ ξεπεταχτοῦν στὸν ἀέρα, καὶ ἔπεσε σὲ κάθετη πτήση.
Ὁ ἀέρας μούγγριζε σὰ θεριὸ στὸ κεφάλι του. Ἑβδομήντα μίλια τὴν ὥρα, ἐνενήντα, ἑκατὸν εἴκοσι καὶ πιὸ γρήγορα ἀκόμα. Τώρα ἡ πίεση τοῦ ἀέρα, στὰ ἑκατὸ σαράντα μίλια τὴν ὥρα, ἦταν πολὺ λιγότερη ἀπ᾿ ὅ,τι πρὶν στὰ ἑβδομῆντα, καὶ μὲ μιὰ ἐλάχιστη στροφὴ στὶς ἄκρες τῶν φτερῶν του βγῆκε ἄνετα ἀπ᾿ τὴν κατάδυσή του καὶ τινάχτηκε πρὸς τὰ πάνω, μακριὰ ἀπ᾿ τὰ κύματα, σὰ μιὰ σταχτιὰ ὀβίδα στὸ φεγγαρόφωτο.
Ἔκλεισε σχεδὸν ὁλότελα τὰ μάτια του ἀπέναντι στὸν ἄνεμο κι᾿ ἔνιωσε χαρά. Ἑκατὸ σαράντα μίλια τὴν ὥρα! καὶ μὲ ἀπόλυτο ἔλεγχο! Ἂν βουτήξω ἀπὸ τὰ πέντε χιλιάδες πόδια, ἀντὶ ἀπὸ τὰ δυὸ χιλιάδες, πόσο γρήγορα ἄραγε...
Οἱ προηγούμενοι ὅρκοι του ξεχάστηκαν, σκορπίστηκαν μακριὰ μέσα στὸ μεγάλο γρήγορο ἄνεμο. Κι᾿ ὅμως δὲν ἔνιωσε ἔνοχος, καθὼς καταπατοῦσε τὶς ὑποσχέσεις ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε δώσει. Τέτοιες ὑποσχέσεις εἶναι μόνο γιὰ τοὺς γλάρους ποὺ ἀποδέχονται τὰ συνηθισμένα. Ὅποιος ἀρίστευσε μαθαίνοντας, δὲν χρειάζεται τέτοιες ὑποσχέσεις.
Μὲ τὴν ἀνατολή, ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος ἄρχισε πάλι τὴν ἐξάσκησή του. Ἀπὸ ὕψος πέντε χιλιάδες πόδια οἱ ψαρόβαρκες ἦσαν βουλίτσες πάνω στὸ λεῖο γαλανὸ νερό, τὸ Σμῆνος στὸ Πρόγευμα ἕνα ἀχνὸ σύννεφο ἀπὸ μικροσκοπικὰ σκονάκια, νὰ στροβιλίζονται. Ἦταν ζωντανός, τρέμοντας λίγο ἀπὸ χαρά, περήφανος ποὺ κυριαρχοῦσε τώρα πάνω στὸ φόβο του. Ὕστερα δίχως ἐπισημότητες μάζεψε τὶς φτεροῦγες του, ἅπλωσε τὶς κοντὲς λοξὲς ἄκρες τῶν φτερῶν του καὶ βούτηξε ἀμέσως πρὸς τὴ θάλασσα. Ὅταν πέρασε τὶς τέσσερεις χιλιάδες πόδια, εἶχε φτάσει τὴν ὁριακὴ ταχύτητα, ὁ ἀέρας ἦταν ἕνα στέρεο φράγμα ἤχου ἀπέναντι στὸ ὁποῖο δὲν μποροῦσε νὰ κινηθεῖ πιὸ γρήγορα. Πετοῦσε τώρα ἴσια κάτω, μὲ ταχύτητα διακόσια δεκατέσσερα μίλια τὴν ὥρα. Ξεροκατάπιε, γιατί ἤξερε πὼς ἂν τὰ φτερά του ἄνοιγαν σ᾿ αὐτὴ τὴ ταχύτητα, θὰ γινόταν ἕνα ἑκατομμύριο κομματάκια γλάρου. Ἡ ταχύτητα ὅμως ἦταν δύναμη, καὶ ἡ ταχύτητα ἦταν χαρά, καὶ ἡ ταχύτητα ἦταν ἀπόλυτη ὀμορφιά.
Ἄρχισε τὴν ἀνάσχεση στὰ χίλια πόδια, οἱ ἄκρες τῶν φτερῶν του ἔτριζαν κι᾿ ἄναβαν σ᾿ αὐτὸ τὸν τρομακτικὸ ἄνεμο, ἡ βάρκα καὶ τὸ πλῆθος τῶν γλάρων ἔρχονταν κατὰ πάνω του καὶ μεγάλωναν μὲ ἀστραπιαία ταχύτητα, πάνω στὸ δρόμο του.
Δὲν μποροῦσε νὰ σταματήσει· δὲν ἤξερε ἀκόμα οὔτε πῶς νὰ στρίψει μ᾿ αὐτὴ τὴν ταχύτητα.
Ἡ σύγκρουση θὰ σήμαινε ἀκαριαῖο θάνατο. Κι᾿ ἔτσι ἔκλεισε τὰ μάτια του.
Συνέβηκε κεῖνο τὸ πρωί, τότε, μόλις μετὰ τὸ ξημέρωμα, ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος νὰ περάσει σὰ σφαῖρα ἀπ᾿ τὸ κέντρο ἀκριβῶς τῆς συνάθροισης γιὰ Πρόγευμα τοῦ Σμήνους, σὰν ἀστραπὴ μὲ διακόσια δώδεκα μίλια τὴν ὥρα, μὲ τὰ μάτια κλειστά, σ᾿ ἕνα ἄγριο βουητὸ ἀπὸ ἀέρα καὶ φτερά. Ὁ Γλάρος Τύχη τοῦ χαμογέλασε γιὰ μιὰ φορὰ καὶ κανένας δὲ σκοτώθηκε.
Ὅταν πιὰ σήκωσε τὸ ράμφος του πρὸς τὸν οὐρανό, ἐξακολουθοῦσε νὰ κινεῖται σὰ πύρινη σφαῖρα μὲ ταχύτητα ἑκατὸν ἑξήντα μίλια τὴν ὥρα. Ὅταν σιγὰ σιγὰ ἔφτασε στὰ εἴκοσι μίλια καὶ ἅπλωσε ξανὰ ἐπιτέλους τὰ φτερά του, ἡ βάρκα ἦταν σὰ ψίχουλο πάνω στὴ θάλασσα, τέσσερεις χιλιάδες πόδια κάτω. Σκέφτηκε τὸ θρίαμβο. Ὁριακὴ ταχύτητα! Ἕνας γλάρος πετᾶ μὲ ταχύτητα διακόσια δέκα τέσσερα μίλια τὴν ὥρα! Ἦταν μιὰ Κατάκτηση, ἦταν ἡ πιὸ μεγάλη, ἡ μοναδικὴ στιγμὴ στὴν ἱστορία του Σμήνους, καὶ κείνη τὴ στιγμὴ μία καινούργια ἐποχὴ ἄνοιξε γιὰ τὸν Ἰωνάθαν Γλάρο. Ἀφοῦ πέταξε στὸ ἐρημικὸ τόπο τῆς ἐξάσκησής του, διπλώνοντας τὰ φτερά του γιὰ νὰ βουτήξει ἀπὸ ὀχτὼ χιλιάδες πόδια, βάλθηκε ἀμέσως ν᾿ ἀνακαλύψει πῶς νὰ στρίβει.
Ἀνακάλυψε πὼς ἕνα καὶ μόνο ἀκρινὸ φτερὸ ἂν κινηθεῖ ἀνὰ χιλιοστό, προκαλεῖ μία ὁμαλὴ μεγαλόπρεπη καμπύλη σὲ τρομαχτικὴ ταχύτητα. Πρὶν τὸ μάθει αὐτό, ὡστόσο, ἀνακάλυψε πὼς ἂν κουνήσει περισσότερα ἀπὸ ἕνα φτερὸ σ᾿ αὐτὴ τὴν ταχύτητα, στροβιλίζεσαι σὰ σφαίρα ὅπλου... Καὶ ὁ Ἰωνάθαν εἶχε ἔτσι γίνει ὁ πρῶτος ἀκροβάτης τοῦ ἀέρα, πρὶν ἀπὸ κάθε ἄλλο γλάρο στὸν κόσμο.
Δὲν ἔχασε καιρὸ κείνη τὴ μέρα σὲ κουβέντες μὲ ἄλλους γλάρους ἀλλὰ συνέχισε νὰ πετᾶ ὥσπου νύχτωσε. Ἀνακάλυψε τὴν ἀκροβατικὴ στροφή, τὴν ἀργὴ περιστροφή, τὴν ἀνάποδη στροφή, τὸ στροβίλισμα, τὴν τούμπα.
Ὅταν ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος ἔφτασε κοντὰ στὸ Σμῆνος στὴν παραλία, ἦταν νύχτα βαθιά. Ἦταν ζαλισμένος καὶ φοβερὰ κουρασμένος. Κι᾿ ὅμως άπ᾿ τὴ χαρά του προσγειώθηκε μὲ ἀκροβασία καὶ πραγματοποιώντας λίγο πρὶν ἀγγίξει τὸ ἔδαφος, μιὰ ξαφνικὴ ἀπότομη περιστροφή.
Ὅταν μάθουν, σκέφτηκε, τὴν Κατάκτηση θὰ ξετρελαθοῦν ἀπὸ χαρά. Πόσο πιὸ πλούσια γίνεται τώρα ἡ ζωή μας! Ἀντὶ γιὰ τὸ μονότονο κοπιαστικὸ πήγαινε κι᾿ ἔλα στὶς ψαρόβαρκες, ὑπάρχει ἕνα νόημα στὴ ζωή! Μποροῦμε νὰ ξεπεράσουμε τὴν ἄγνοια, μποροῦμε ν᾿ ἀναγνωρίζουμε τὸν ἑαυτό μας σὰν ὄντα ξεχωριστά, ἔξυπνα καὶ ἐπιδέξια.Μποροῦμε νὰ εἴμαστε λεύτεροι! Μποροῦμε νὰ μάθουμε νὰ πετοῦμε!
Τὰ χρόνια μπροστά του ἀντηχοῦσαν καὶ λαμπύριζαν γεμάτα ὑποσχέσεις.
Οἱ Γλάροι ἦταν μαζεμένοι στὴ Συνάθροιση τοῦ Συμβουλίου ὅταν προσγειώθηκε καὶ καθὼς φαίνεται ἦταν ἐκεῖ συγκεντρωμένοι ἀπὸ ὥρα. Γιατί, πραγματικά, περίμεναν.
«Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρε! Στάσου στὸ Κέντρο!». Τὰ λόγια τοῦ Γέροντα ἀκούστηκαν μὲ μία φωνὴ ὑπέρτατης ἐπισημότητας. «Στάσου στὸ Κέντρο» σήμαινε μόνο μεγάλη ντροπὴ ἢ μεγάλη τιμή. Στὸ Κέντρο γιὰ Τιμὴ ἦταν ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο διακρίνονταν οἱ πιὸ μεγάλοι ἀρχηγοὶ τῶν γλάρων. Μὰ φυσικά, σκέφτηκε, στὸ Πρόγευμα τοῦ Σμήνους σήμερα τὸ πρωὶ εἶδαν τὴν Κατάκτηση! Ἐγὼ ὅμως δὲν θέλω τιμές. Δὲν ἐπιθυμῶ νὰ γίνω ἀρχηγός. Θέλω μόνο νὰ μοιραστῶ ὅ,τι ἀνακάλυψα, νὰ δείξω τοὺς ὁρίζοντες ποὺ ἁπλώνονται μπροστά μας. Ἔκανε ἕνα βῆμα μπρός.
«Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρε», εἶπε ὁ Γέροντας, «στάσου στὸ Κέντρο γιὰ Ντροπὴ νὰ σὲ δοῦν οἱ σύντροφοί σου γλάροι!».
Ἦταν σὰ νὰ τὸν εἶχαν χτυπήσει μὲ σανίδα. Τὰ γόνατά του λύγισαν, τὰ φτερά του ζάρωσαν, τ᾿ αὐτιά του βούιζαν. Στὸ Κέντρο γιὰ Ντροπή; Ἀδύνατο!
Ἡ Κατάκτηση! Δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν! Κάνουν λάθος, λάθος!
«...γιὰ τὴν ἐπικίνδυνη ἀνευθυνότητά του», ἡ σοβαρὴ φωνὴ ἀντηχοῦσε, «ποὺ καταπατᾶ τὴν ἀξιοπρέπεια καὶ τὴν παράδοση τῆς οἰκογένειας τῶν Γλάρων»...
Νὰ σταθεῖ στὸ Κέντρο γιὰ Ντροπὴ σημαίνει πὼς θὰ τὸν διώξουν ἔξω ἀπ᾿ τὴν κοινωνία τῶν γλάρων, ἀπόβλητο σὲ μοναχικὴ ζωὴ στοὺς Πέρα Βράχους.
«...κάποια μέρα, Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρε, θὰ μάθεις πὼς ἡ ἀνευθυνότητα δὲν ἀποδίδει. Ἡ ζωὴ εἶναι τὸ ἄγνωστο κι᾿ αὐτὸ ποὺ παραμένει ἄγνωστο· ἕνα μόνο εἶναι γνωστό: πὼς ἐρχόμαστε στὸν κόσμο τοῦτο γιὰ νὰ τρῶμε, γιὰ νὰ παραμείνουμε ζωντανοὶ ὅσο μποροῦμε περισσότερο».
Ἕνας γλάρος δὲν ἀντιμιλᾶ ποτὲ στὸ Συμβούλιο τοῦ Σμήνους, ἀλλὰ ἡ φωνὴ τοῦ Ἰωνάθαν ξέσπασε. «Ἀνευθυνότητα; Ἀδέλφια μου!» φώναξε. «Ποιὸς εἶναι πιὸ ὑπεύθυνος ἀπὸ τὸ γλάρο ποὺ ἀνακαλύπτει κι᾿ ἀκολουθεῖ ἕνα νόημα, ἕναν ἀνώτερο σκοπὸ στὴ ζωή; γιὰ χίλια χρόνια τσαλαβουτοῦμε ψάχνοντας νὰ βροῦμε ψαροκεφαλές, ἀλλὰ τώρα ἔχουμε ἕνα σκοπὸ στὴ ζωὴ - νὰ μάθουμε, ν᾿ ἀνακαλύψουμε, νά 'μαστε λεύτεροι! Δῶστε μου μιὰ εὐκαιρία μόνο, ἀφῆστε με νὰ σὰς δείξω τί ἀνακάλυψα...».
Τὸ Σμῆνος θαρρεῖς πὼς ἦταν πέτρινο.
«Δὲν ἀνήκεις πιὰ στὴν Ἀδελφότητα» φώναξαν ὅλα μαζί, καὶ μονομιᾶς ἔκλεισαν τ᾿ αὐτιά τους καὶ τοῦ γύρισαν τὶς πλάτες.
Ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος πέρασε τὶς ὑπόλοιπές του μέρες μόνος, ἀλλὰ πέταξε μακριά, πιὸ μακριὰ ἀπ᾿ τοὺς Πέρα Βράχους. Ἦταν θλιμμένος ὄχι ἀπὸ μοναξιά, ἀλλὰ γιατί οἱ γλάροι ἀρνήθηκαν νὰ πιστέψουν στὸ μεγαλεῖο τῆς πτήσης ποὺ τοὺς περίμενε· ἀρνήθηκαν ν᾿ ἀνοίξουν τὰ μάτια τους καὶ νὰ δοῦν.
Κάθε μέρα μάθαινε περισσότερα. Ἔμαθε πὼς μία βουτιὰ μποροῦσε νὰ τὸν βοηθήσει ν᾿ ἀνακαλύψει τὰ σπάνια καὶ νόστιμα ψάρια ποὺ κολυμποῦσαν κοπαδιαστὰ δέκα πόδια κάτω ἀπ᾿ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ ὠκεανοῦ: δὲ χρειαζόταν πιὰ ψαρόβαρκες καὶ μπαγιάτικο ψωμὶ γιὰ νὰ ἐπιζήσει. Ἔμαθε νὰ κοιμᾶται στὸν ἀέρα, ἀκολουθώντας νυχτερινὴ πορεία πάνω στὸ θαλασσινὸ ἀγέρι καὶ καλύπτοντας ἑκατὸ μίλια ἀπ᾿ τὸ ἡλιοβασίλεμα ὡς τὰ ξημερώματα. Μὲ τὸν ἴδιο ἐσωτερικό του ἔλεγχο, πετοῦσε μέσ᾿ ἀπὸ βαριὰ θαλασσινὴ ὁμίχλη κι᾿ ἀνέβαινε ἀκόμα πιὸ ψηλὰ στὸν ἀστραφτερὸ καθαρὸ οὐρανό... ἐνῶ τὴν ἴδια ὥρα ὅλοι οἱ ἄλλοι γλάροι στέκονταν στὴ στεριὰ μέσα στὴν καταχνιὰ καὶ τὴ βροχή. Ἔμαθε νὰ πετάει μὲ τοὺς ἀψηλοὺς ἀνέμους βαθιὰ πάνω ἀπ᾿ τὴ στεριά, νὰ βρίσκει ἐκεῖ γιὰ νὰ τραφεῖ νόστιμα ἔντομα.
Ὅ,τι εἶχε κάποτε ἐλπίσει νὰ προσφέρει στὸ Σμῆνος τὸ κέρδιζε τώρα μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του· ἔμαθε νὰ πετάει, καὶ δὲ μετάνοιωσε γιὰ τὸ τίμημα ποὺ χρειάστηκε νὰ πληρώσει. Ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος ἀνακάλυψε πὼς ἡ πλήξη κι᾿ ὁ φόβος κι᾿ ὁ θυμὸς εἶναι ἡ αἰτία ποὺ ἡ ζωὴ ἑνὸς γλάρου εἶναι τόσο σύντομη, κι᾿ ὅταν αὐτὰ χάθηκαν ἀπ᾿ τὴ σκέψη του, ἔζησε μιὰ πραγματικὰ μακριὰ κι᾿ εὐχάριστη ζωή.
Ἔφτασαν τ᾿ ἀπόγευμα, τότε, καὶ βρῆκαν τὸν Ἰωνάθαν νὰ γλιστράει γαλήνιος καὶ μόνος στὸν ἀγαπημένο του οὐρανό. Οἱ δυὸ γλάροι ποὺ φάνηκαν στὰ φτερά του ἦσαν καθάριοι σὰν ἀστροφεγγιὰ καὶ τὸ φεγγοβόλημά τους ἦταν ἁπαλὸ καὶ φιλικὸ στὸν ἀέρα τῆς βαθιᾶς νύχτας. Ὅμως πιὸ ὄμορφη ἀπ᾿ ὅλα ἦταν ἡ δεξιοσύνη μὲ τὴν ὁποία πετοῦσαν, καθὼς οἱ ἄκρες ἀπ᾿ τὶς φτεροῦγες τους κουνοῦσαν σταθερὰ καὶ μὲ ἀκρίβεια λίγους πόντους μόλις ἀπ᾿ τὶς δικές του.
Δίχως νὰ πεῖ λέξη, ὁ Ἰωνάθαν τοὺς ἔβαλε σὲ δοκιμασία, μιὰ δοκιμασία ποὺ κανένας γλάρος δὲν εἶχε περάσει ποτέ. Ἔστριψε τὶς φτεροῦγες του, κι ἀνάκοψε σιγὰ-σιγὰ τὴν ταχύτητα σ᾿ ἕνα μίλι τὴν ὥρα, σχεδὸν ἀκίνητος. Τὰ δυὸ ἀστραφτερὰ πουλιὰ ἀνάκοψαν μαζί του, ὁμαλά, στὴν ἴδια πάντα ἀπόσταση. Ἤξεραν πῶς νὰ πετοῦν ἀργά.
Δίπλωσε τὰ φτερά του, ἔκανε μιὰ τούμπα κι᾿ ἀφέθηκε σὲ μιὰ κατάδυση μ᾿ ἑκατὸν ἑβδομήντα μίλια τὴν ὥρα. Ἔπεσαν μαζί του, ἄσπρες γραμμὲς σ᾿ ἀλάνθαστο σχηματισμό.
Τελικὰ ἔκανε τὴν ἀνάδυση στὴν ἴδια αὐτὴ ταχύτητα καὶ συνέχισε ἴσια πάνω μιὰ μακριὰ ὄρθια πτήση. Κινήθηκαν μαζί του χαμογελώντας.
Συνῆλθε μόλις ἔφτασε σὲ πτήση μὲ σταθερὸ ὕψος καὶ πέρασαν λίγες στιγμὲς πρὶν μιλήσει. «Πολὺ καλά», εἶπε, «ποιοὶ εἴσαστε;».
«Εἴμαστε ἀπ᾿ τὸ Σμῆνος σου, Ἰωνάθαν. Εἴμαστε ἀδέλφια σου». Τὰ λόγια ἦταν ξεκάθαρα καὶ ἤρεμα. «Ἤρθαμε νὰ σὲ πᾶμε ψηλότερα, νὰ σὲ πᾶμε σπίτι».
«Σπίτι δὲν ἔχω. Σμῆνος δὲν ἔχω. Εἶμαι ἕνας Ἀπόβλητος. Καὶ πετοῦμε τώρα στὴν κορφὴ τοῦ Ἀέρα τοῦ Μεγάλου Βουνοῦ. Λιγοστὲς ἑκατοντάδες πόδια ἀκόμα κι᾿ ὕστερα δὲ θὰ μπορῶ νὰ σηκώσω τὸ γέρικο τοῦτο κορμὶ πιὸ ψηλά».
«Κι᾿ ὅμως μπορεῖς, Ἰωνάθαν. Γιατί ἔμαθες. Ἕνα σχολειὸ τελείωσε κι᾿ ἦρθε ἡ ὥρα ν᾿ ἀρχίσει ἕνα ἄλλο».
Καθὼς τὸν εἶχε φωτίσει ὅλη του τὴ ζωή, ἔτσι ἡ κατανόηση ἄστραψε κείνη τὴ στιγμὴ γιὰ τὸν Ἰωνάθαν Γλάρο. Εἶχαν δίκιο. Μποροῦσε νὰ πετάξει πιὸ ψηλά, κι᾿ εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα νὰ πάει σπίτι.
Ἔριξε μιὰ τελευταία ματιὰ στὸν οὐρανό, πέρα στὴ θαυμάσια ἀσημένια χώρα ὅπου τόσα εἶχε μάθει.
«Εἶμαι ἕτοιμος», εἶπε τελικά. Κι᾿ ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος ἀνυψώθηκε μὲ τοὺς δυὸ φωτεροὺς γλάρους γιὰ νὰ χαθεῖ σ᾿ ἕνα τέλειο σκοτεινὸ οὐρανό.




Μέρος Δεύτερο
Ὥστε λοιπὸν αὐτὸς εἶναι ὁ παράδεισος, σκέφτηκε καὶ χαμογέλασε μὲ τὸν ἑαυτό του. Δὲν ἦταν βέβαια πολὺ εὐλαβικὸ τὸ νὰ μελετᾷς τὸν παράδεισο τὴν ὥρα ἀκριβῶς ποὺ πετᾶς γιὰ νὰ τὸν φτάσεις.
Καθὼς ἐρχόταν ἀπ᾿ τὴ Γῆ, πάνω ἀπ᾿ τὰ σύννεφα καὶ σὲ στενὸ σχηματισμὸ μὲ τοὺς δυὸ λαμπεροὺς γλάρους, εἶδε πὼς καὶ τὸ δικό του σῶμα γινόταν φωτερὸ ὅπως τὸ δικό τους. Εἶναι ἀλήθεια πὼς βρισκόταν ἐκεῖ ὁ ἴδιος νέος Ἰωνάθαν Γλάρος, αὐτὸς ποὺ εἶχε πάντα ζήσει πίσω ἀπ᾿ τὰ χρυσαφένια μάτια του· ἡ ἐξωτερική του ὅμως ὄψη εἶχε ἀλλάξει.
Τὸ ἔνιωθε σὰ σῶμα γλάρου, ἀλλὰ πετοῦσε κιόλας πολὺ καλύτερα ἀπ᾿ ὅσο εἶχε ποτὲ πετάξει τὸ παλιό του σῶμα. Γιὰ φαντάσου, σκέφτηκε, μὲ τὴ μισὴ προσπάθεια, θὰ πετύχω διπλάσια ταχύτητα, θὰ διπλασιάσω τὴν ἐπίδοση τῆς καλύτερής μου μέρας στὴ γῆ.
Τὰ φτερά του λαμπύριζαν τώρα μὲ μιὰ φωτεινὴ λευκότητα, καὶ οἱ φτεροῦγες του ἦταν λεῖες καὶ τέλειες λὲς κι ἦταν φύλλα γυαλισμένο ἀσῆμι. Ἄρχισε, ὅλος χαρά, νὰ τὰ γνωρίζει, νὰ βάζει δύναμη στὰ καινούργια του φτερά.
Πετώντας διακόσια πενῆντα μίλια τὴν ὥρα ἔνιωσε πὼς πλησίαζε τὴ μέγιστη ταχύτητα πτήσης σὲ σταθερὸ ὕψος. Στὰ διακόσια ἑβδομῆντα τρία, νόμισε πὼς πετοῦσε ὅσο πιὸ γρήγορα μποροῦσε κι᾿ ἔνιωσε μιὰ λαφριὰ ἀπογοήτευση. Ὑπῆρχε κάποιο ὅριο στὸ τί μποροῦσε τὸ καινούργιο σῶμα, καὶ μολονότι ἦταν πολὺ ἀνώτερο ἀπ᾿ τὴν παλιά του ἐπίδοση πτήσης σταθεροῦ ὕψους, ἦταν καὶ πάλι ἕνα ὅριο, ποὺ θὰ χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια γιὰ νὰ τὸ ξεπεράσει. Στὸν παράδεισο, σκέφτηκε, δὲν ἔπρεπε νὰ ὑπάρχουν ὅρια.
Τὰ σύννεφα ξάνοιξαν, οἱ συνοδοί του φώναξαν, «Χαρούμενες προσγειώσεις, Ἰωνάθαν», καὶ χάθηκαν στὸν οὐρανό.
Πετοῦσε πάνω ἀπὸ μιὰ θάλασσα, πρὸς μιὰ δαντελωτὴ ἀκτή. Ἐλάχιστοι γλάροι ἔκαναν ἀσκήσεις μὲ τὰ ἀνοδικὰ ρεύματα στοὺς ἀπότομους βράχους. Πέρα μακριὰ στὰ βορεινά, στὴν ἄκρη τοῦ ὁρίζοντα, πετοῦσαν μερικοὶ ἀκόμα. Καινούργια θεάματα, καινούργιες σκέψεις, καινούργια ἐρωτήματα. Γιατί τόσοι λίγοι γλάροι; Ὁ παράδεισος θὰ ἔπρεπε νὰ μυρμηγκιάζει γλάρους! Καὶ γιατί εἶμαι, ξαφνικά, τόσο κουρασμένος; Ὑποτίθεται πὼς οἱ γλάροι στὸν παράδεισο δὲν κουράζονται καὶ δὲν κοιμοῦνται ποτέ.
Ποῦ τ᾿ ἄκουσε αὐτό; Ἡ ἀνάμνηση τῆς ζωῆς του στὴ Γῆ ἄρχισε νὰ σβήνει. Ἡ Γῆ ἦταν ἕνας τόπος ὅπου ἔμαθε πολλὰ πράγματα, εἶναι ἀλήθεια, ἀλλὰ οἱ λεπτομέρειες ἄρχιζαν νὰ θολώνουν— θυμόταν κάτι γιὰ τὸν ἀγῶνα γιὰ τὸ φαγητό, πὼς ἦταν Ἀπόκληρος.
Δώδεκα γλάροι ἀπ᾿ τὴν ἀκτή ἦρθαν νὰ τὸν συναντήσουν, δίχως κανένας τους ν᾿ ἀρθρώσει λέξη. Ἔνιωσε μόνο πὼς ἦταν εὐπρόσδεκτος καὶ πὼς ἦταν σὰν στὸ σπίτι του. Ἦταν μιὰ μεγάλη μέρα τῆς ζωῆς του, μιὰ μέρα ποὺ τὸ ξημέρωμά της δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ τὸ θυμηθεῖ.
Γύρισε γιὰ νὰ προσγειωθεῖ στὴν παραλία, χτυπώντας τὰ φτερά του γιὰ νὰ σταματήσει λίγα ἑκατοστὰ στὸν ἀέρα, καὶ νὰ σταθεῖ ὕστερα ἁπαλὰ στὴν ἄμμο. Προσγειώθηκαν κι᾿ οἱ ἄλλοι γλάροι, ἀλλ᾿ οὔτε ἕνας τους δὲν φτερούγισε οὔτε τόσο δά. Πετιόντουσαν στὸν ἄνεμο, μὲ ὀρθάνοιχτές τὶς λαμπρὲς φτεροῦγες τους, κι᾿ ὕστερα μὲ κάποιο τρόπο ἄλλαζαν τὴν κλίση τῶν φτερῶν τους, ὥσπου νὰ σταματήσουν τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ τὰ πόδια τους ἄγγιζαν τὴ γῆ. Ἦταν μιὰ κίνηση μὲ θαυμάσιο ἔλεγχο, ὅμως ὁ Ἰωνάθαν ἦταν τώρα πολὺ κουρασμένος γιὰ νὰ τὴ δοκιμάσει. Ὄρθιος ἐκεῖ στὴν παραλία, πάντα δίχως νὰ λεχθεῖ τὸ παραμικρό, ἀποκοιμήθηκε.
Τὶς μέρες ποὺ ἀκολούθησαν, ὁ Ἰωνάθαν ἀντιλήφθηκε πὼς σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο μποροῦσε νὰ μάθει γιὰ τὸ πέταγμα τόσα, ὅσα εἶχε μάθει στὴν περασμένη τοῦ ζωή. Ἀλλὰ μὲ μιὰ διαφορά. Ὑπῆρχαν ἐδῶ γλάροι ποὺ σκέφτονταν ὅπως ἐκεῖνος. Γιὰ τὸν καθένα τους, τὸ πιὸ σημαντικὸ πρᾶγμα ἦταν νὰ προοδεύσουν καὶ νὰ φτάσουν τὴν τελειότητα σ᾿ ὅ,τι ἀγάπησαν περισσότερο στὴ ζωή, κι᾿ αὐτὸ ἦταν τὸ πέταγμα. Ἦταν ὑπέροχα πουλιὰ ὅλα τους, καὶ πραγματοποιοῦσαν τὶς ἀσκήσεις τους ὧρες ὁλόκληρες καθημερινά, δοκιμάζοντας τὴν πιὸ τολμηρὴ ἀεροναυτική.
Γιὰ πολὺ καιρό, ὁ Ἰωνάθαν ξέχασε τὸν κόσμο ἀπ᾿ ὅπου εἶχε ἔρθει, τὸν τόπο ἐκεῖνο ὅπου οἱ γλάροι στὸ Σμῆνος ζοῦσαν μὲ τὰ μάτια κλειστὰ μπροστὰ στὴ χαρὰ τῆς πτήσης, χρησιμοποιώντας τὰ φτερά τους μόνο σὰ μέσα με σκοπὸ νὰ βρίσκουν τροφὴ καὶ νὰ τσακώνωνται ποιὸς θὰ τὴν ἁρπάξει. Ὅμως ποῦ καὶ ποῦ, γιὰ μιὰ στιγμὴ μόλις, θυμόταν.
Τὸ θυμήθηκε μιὰ φορὰ ποὺ εἶχε βγεῖ μὲ τὸν ἐκπαιδευτή του, καθὼς ξαπόσταιναν στὴν παραλία ὑστερ᾿ ἀπὸ μιὰ σειρὰ περιστροφὲς μὲ διπλωμένα τὰ φτερά.
«Ποῦ εἶναι ὅλος ὁ κόσμος, Σάλλιβαν;» ρώτησε σιωπηλά, ἀπόλυτα ἐξοικειωμένος τώρα μὲ τὴν ἁπλὴ τηλεπάθεια ποὺ χρησιμοποιοῦσαν αὐτοὶ οἱ γλάροι ἀντὶ γιὰ στριγγλιὲς καὶ ρεκάσματα. «Γιατί δὲν εἴμαστε περισσότεροι ἐδῶ; Ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅπου ᾖρθα ὑπῆρχαν...».
...«Χιλιάδες, πολλὲς χιλιάδες γλάροι. Τὸ ξέρω». Ὁ Σάλλιβαν κούνησε τὸ κεφάλι του. «Ἡ μόνη ἀπάντηση ποὺ βρίσκω, Ἰωνάθαν, εἶναι πὼς εἶσαι στ᾿ ἀλήθεια ἀπ᾿ τὰ πουλιὰ ποὺ ξεχωρίζουν, ἕνα στὸ ἑκατομμύριο. Οἱ περισσότεροι ἐρχόμαστε ἐδῶ πάρα πολὺ ἀργά. Περάσαμε ἀπὸ ἕναν κόσμο σὲ ἄλλο ποὺ ἦταν σχεδὸν ἀπαράλλαχτος, ξεχνώντας ἀμέσως ἀπὸ ποῦ εἴχαμε ἔρθει, δίχως νὰ νοιαζόμαστε γιὰ ποῦ πηγαίναμε, ζώντας στιγμὴ τὴ στιγμή. Φαντάστηκες ποτὲ πόσες ζωὲς πρέπει νὰ περάσαμε πρὶν κἂν νὰ διαβλέψουμε πρώτη φορὰ τὴ σκέψη πὼς ἡ ζωὴ προσφέρει πολλὰ περισσότερα ἀπ᾿ τὸ φαγητό, τοὺς τσακωμοὺς ἢ τὴ δύναμη στὸ Σμῆνος; Χίλιες ζωές, Ἴων, δέκα χιλιάδες ζωές! Κι᾿ ὕστερα ἄλλες ἑκατὸ ζωὲς ὥσπου ν᾿ ἀρχίσουμε νὰ μαθαίνουμε πὼς ὑπάρχει κάτι ποὺ λέγεται τελειότητα, κι᾿ ἄλλα ἑκατὸ χρόνια γιὰ νὰ καταλάβουμε πὼς σκοπὸς στὴ ζωή μας εἶναι ν᾿ ἀνακαλύψουμε αὐτὴ τὴν τελειότητα καὶ νὰ τὴν ἀναδείξουμε. Ὁ ἴδιος κανόνας ἰσχύει, φυσικά, καὶ γιὰ μᾶς τώρα: διαλέγουμε τὸν ἑπόμενό μας κόσμο μέσα ἀπὸ τὰ ὅσα μαθαίνουμε σὲ τοῦτον. Ἂν δὲ μάθεις κάτι, τότε ὁ ἑπόμενος θὰ εἶναι ὅμοιος μὲ τοῦτον, μὲ τοὺς ἴδιους φραγμοὺς καὶ τὰ ἴδια ἀσήκωτα βάρη ποὺ θὰ πρέπει νὰ ξεπεράσεις».
Ἅπλωσε τὰ φτερά του καὶ στράφηκε ἀπέναντι στὸν ἄνεμο. «Ἐσὺ ὅμως, Ἴων», εἶπε, «ἔμαθες τόσα πολλὰ μονομιᾶς, ὥστε δὲ χρειάστηκε νὰ περάσεις χίλιες ζωὲς γιὰ νὰ φτάσεις σὲ τούτη».
Σὲ μιὰ στιγμὴ βρέθηκαν πάλι σὲ πτήση, στὶς ἀσκήσεις τους. Οἱ περιστροφὲς σὲ σχηματισμὸ ἦταν δύσκολες, γιατί στὸ ἀντίστροφο μισὸ ὁ Ἰωνάθαν ἔπρεπε νὰ σκέφτεται ἀνάποδα, ἀντιστρέφοντας τὴν κλίση τῶν φτερῶν του σὲ ἀπόλυτα ἁρμονικὴ ἀκρίβεια μὲ τὸν ἐκπαιδευτή του.
«Ἄλλη μιὰ δοκιμή» εἶπε ὁ Σάλλιβαν ξανὰ καὶ ξανά: «Ἄλλη μιὰ δοκιμή». Καὶ τελικὰ «Αὐτὸ εἶναι». Κι᾿ ἄρχισαν ἐξάσκηση στὶς ἐξωτερικὲς περιστροφές.
Ἕνα βράδυ, οἱ γλάροι ποὺ δὲν εἶχαν βραδυνὴ πτήση στέκονταν μαζὶ στὴν ἄμμο βουτηγμένοι στὶς σκέψεις τους. Ὁ Ἰωνάθαν μάζεψε ὅλο του τὸ θάρρος καὶ περπάτησε κοντὰ στὸ Γέροντα γλάρο πού, καθὼς ἔλεγαν, θὰ ἔφευγε σύντομα ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο. «Τσιάνκ» εἶπε, λίγο νευρικά. Ὁ γερογλάρος τὸν κοίταξε μὲ καλοσύνη. «Ναί, γιέ μου;». Ἀντὶ τὰ χρόνια νὰ ἔχουν ἐξασθενήσει τὸ Γέροντα, τοῦ εἶχαν προσδώσει δύναμη· μποροῦσε νὰ παραβγεῖ στὸ πέταγμα κάθε γλάρο στὸ Σμῆνος, κι εἶχε μάθει τεχνικὲς ποὺ οἱ ἄλλοι μόνο σιγὰ-σιγὰ τὶς ἀνακάλυπταν.
«Τσιάνκ, ὁ κόσμος τοῦτος δὲν μπορεῖ νά ῾ναι ὁ παράδεισος, ἔτσι δὲν εἶναι;».
Ὁ Γέροντας χαμογέλασε στὸ φεγγαρόφωτο. «Μαθαίνεις πάλι, Ἰωνάθαν Γλάρε», εἶπε.
«Μὰ τότε τί συμβαίνει ἀπὸ δῶ καὶ πέρα; Ποῦ πηγαίνουμε; Δὲν ὑπάρχει τόπος ποὺ νά ῾ναι παράδεισος;». «Ὄχι, Ἰωνάθαν, δὲν ὑπάρχει τέτοιος τόπος. Ὁ παράδεισος δὲν εἶναι τόπος καὶ δὲν εἶναι χρόνος. Παράδεισος εἶναι τὸ νὰ εἶσαι τέλειος». Ἔμεινε γιὰ λίγο σιωπηλός. «Εἶσαι πολὺ γρήγορος γλάρος, ἔτσι δὲν εἶναι;».
«Ναί... μ᾿ ἀρέσει ἡ ταχύτητα», εἶπε ὁ Ἰωνάθαν ἔκπληκτος ἀλλὰ καὶ περήφανος ποὺ ὁ Γέροντας τὸ εἶχε προσέξει.
«Θ᾿ ἀρχίσεις νὰ πλησιάζεις τὸν παράδεισο, Ἰωνάθαν, τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ πλησιάσεις τὴν τέλεια ταχύτητα. Κι᾿ αὐτὸ δὲν σημαίνει νὰ πετᾶς χίλια μίλια τὴν ὥρα, ἢ ἕνα ἑκατομμύριο, ἢ νὰ πετᾶς μὲ τὴν ταχύτητα τοῦ φωτός. Γιατί ὁ κάθε ἀριθμὸς εἶναι ἕνα ὅριο καὶ ἡ τελειότητα δὲν ἔχει ὅρια. Ἡ τέλεια ταχύτητα, γιέ μου, εἶναι τὸ νὰ βρίσκεσαι ἐκεῖ».
Δίχως καμμιὰ προειδοποίηση ὁ Τσιὰνκ ἐξαφανίστηκε καὶ ξαναφάνηκε σ᾿ ἕνα κλάσμα τῆς στιγμῆς στὴν ἄκρη τοῦ νεροῦ πενῆντα πόδια πιὸ πέρα. Ὕστερα ἐξαφανίστηκε καὶ πάλι καὶ στάθηκε, στὸ ἴδιο χιλιοστό τοῦ δευτερολέπτου, στὸν ὦμο τοῦ Ἰωνάθαν. «Εἶναι πολὺ διασκεδαστικό», εἶπε.
Ὁ Ἰωνάθαν σάστισε. Ξέχασε νὰ ρωτήσει γιὰ τὸν παράδεισο. «Πῶς τὸ καταφέρνεις αὐτό; Πῶς νιώθεις; Πόσο μακριὰ μπορεῖς νὰ πᾶς;».
«Μπορεῖς νὰ πᾶς σ᾿ ὅποιο τόπο καὶ σ᾿ ὅποιο χρόνο θέλεις», εἶπε ὁ Γέροντας. «Ἐγὼ πῆγα σ᾿ ὅποιο τόπο καὶ σ᾿ ὅποιο χρόνο μπόρεσα νὰ σκεφτῶ». Κοίταξε πέρα στὴ θάλασσα. «Εἶναι παράξενο. Οἱ γλάροι ποὺ περιφρονοῦν τὴν τελειότητα γιὰ χάρη τοῦ ταξιδιοῦ πηγαίνουν... πουθενά, μὲ καθυστέρηση. Ὅσοι ἐγκαταλείπουν τὰ ταξίδια γιὰ χάρη τῆς τελειότητας πηγαίνουν παντοῦ, στὴ στιγμή. Θυμήσου, Ἰωνάθαν, ὁ παράδεισος δὲν εἶναι ἕνας τόπος ἢ ἕνας χρόνος, γιατί ὁ τόπος καὶ ὁ χρόνος εἶναι πράγματα δίχως κανένα νόημα. Ὁ παράδεισος εἶναι...».
«Μπορεῖς νὰ μοῦ μάθεις νὰ πετάω ἔτσι;», Ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος ριγοῦσε μὲ τὴ σκέψη πὼς θὰ κατακτοῦσε ἕνα καινούργιο ἄγνωστο.
«Φυσικά, ἂν θέλεις νὰ μάθεις».
«Θέλω. Πότε μποροῦμε ν᾿ ἀρχίσουμε;».
«Θὰ μπορούσαμε ν᾿ ἀρχίσουμε τώρα, ἂν θέλεις».
«Θέλω νὰ μάθω νὰ πετάω ἔτσι», εἶπε ὁ Ἰωνάθαν, κι᾿ ἕνα παράξενο φῶς γυάλισε στὰ μάτια του. «Πές μου τί νὰ κάνω».
Ὁ Τσιὰνκ μίλησε ἀργὰ καὶ παρακολουθοῦσε τὸν νεώτερο γλάρο μὲ ἔντονη προσήλωση. «Γιὰ νὰ πετάξεις μὲ τὴν ταχύτητα τῆς σκέψης, δηλαδὴ ὁπουδήποτε», εἶπε, «πρέπει ν᾿ ἀρχίσεις γνωρίζοντας πὼς ἔχεις κιόλας φτάσει...».
Τὸ κόλπο, σύμφωνα μὲ τὸν Τσιάνκ, ἦταν νὰ πάψει ὁ Ἰωνάθαν νὰ βλέπει τὸν ἑαυτό του φυλακισμένο σ᾿ ἕνα περιορισμένο σῶμα μὲ ἄνοιγμα φτερῶν ἕνα μέτρο καὶ ἐπίδοση ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ προγραμματιστεῖ σὲ διάγραμμα. Τὸ κόλπο ἦταν νὰ ξέρει πὼς ἡ πραγματική του φύση ζοῦσε, μὲ τὴν τελειότητα ἑνὸς ἄγραφου ἀριθμοῦ, παντοῦ καὶ ταυτόχρονα, πέρ᾿ ἀπ᾿ τὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο.
Ὁ Ἰωνάθαν δούλευε ἐντατικά, σκληρά, κάθε μέρα, ἀρχίζοντας πρὶν ἀκόμα βγεῖ ὁ ἥλιος καὶ τελειώνοντας μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Καὶ παρ᾿ ὅλες τὶς προσπάθειές του δὲ μετακινήθηκε οὔτε ἕνα φτερὸ μακριὰ ἀπὸ τὴ θέση του.
«Ξέχνα τὴν πίστη!». Ὁ Τσιὰνκ τοῦ τὸ 'λεγε ξανὰ καὶ ξανά. «Δὲν σοῦ χρειάστηκε πίστη γιὰ νὰ πετάξεις, χρειάστηκε νὰ καταλάβεις τὸ πέταγμα. Τὸ ἴδιο καὶ τώρα... γιὰ ξαναπροσπάθησε...».
Καὶ τότε μιὰ μέρα ὁ Ἰωνάθαν, καθὼς στεκόταν στὴν ἀκτή, μὲ κλειστὰ τὰ μάτια, συγκεντρωμένος, ἀντιλήφθηκε ἀστραπιαῖα γιὰ τί πρᾶγμα τοῦ μιλοῦσε ὁ Τσιάνκ. «Μά, εἶναι ἀλήθεια! Εἶμαι ἕνας τέλειος, ἀπεριόριστος γλάρος!». Ἔνιωσε ἕνα μεγάλο ξάφνιασμα χαρᾶς.
«Αὐτὸ εἶναι!», εἶπε ὁ Τσιάνκ, καὶ ἡ φωνή του σήμαινε νίκη.
Ὁ Ἰωνάθαν ἄνοιξε τὰ μάτια του. Στεκόταν μόνος με τὸ Γέροντα σὲ μιὰ ὁλότελα διαφορετικὴ ἀκτή - μὲ δέντρα ὡς κάτω στὴν ἄκρη τῆς θάλασσας καὶ δυὸ κίτρινους ἥλιους νὰ τριγυρίζουν πάνω ἀπ᾿ τὸ κεφάλι του.
«Ἐπιτέλους, τὸ βρῆκες», εἶπε ὁ Τσιάνκ, «ὁ χειρισμὸς ὅμως πρέπει ἀκόμα νὰ δουλευτεῖ λίγο...».
Ὁ Ἰωνάθαν τὰ ῾χε χαμένα. «Ποῦ βρισκόμαστε;».
Ὁ Γέροντας δὲν εἶχε ἐντυπωσιαστεῖ ἀπ᾿ τὸ παράξενο περιβάλλον καὶ δὲν ἔδωσε σημασία στὴν ἐρώτηση. «Βρισκόμαστε σὲ κάποιο πλανήτη —εἶναι φῶς φανάρι — ποὺ ἔχει πράσινο οὐρανὸ κι ἕνὰ διπλὸ ἀστέρι γιὰ ἥλιο».
Ὁ Ἰωνάθαν ἔβγαλε μιὰ κραυγὴ χαρᾶς, κι᾿ ἦταν ἡ πρώτη του φωνὴ ἀπὸ τότε ποὺ εἶχε ἀφήσει τὴ Γῆ.
«ΓΙΝΕΤΑΙ!»
«Μὰ φυσικά, γίνεται, Ἴων», εἶπε ὁ Τσιάνκ. «Πὰντα γίνεται ὅταν ξέρεις τί κάνεις. Ἂς δοῦμε τώρα τὸ χειρισμό...».
Ὅταν ἐπέστρεψαν, ἦταν πιὰ νύχτα. Οἱ ἄλλοι γλάροι κοίταζαν τὸν Ἰωνάθαν μὲ σεβασμὸ στὰ χρυσαφένια μάτια τους, γιατί τὸν εἶχαν δεῖ νὰ ἐξαφανίζεται ἀπ᾿ τὸ σημεῖο ὅπου ἦταν ριζωμένος τόσην ὥρα.
Δὲν ἄντεξε τὰ συγχαρητήριά τους οὔτε λεπτό. «Ἐγὼ εἶμαι νεοφερμένος ἐδῶ! Τώρα μόλις ἀρχίζω! Ἐγὼ ἔχω νὰ μάθω ἀπὸ σᾶς!».
«Ἔχω κάποιες ἀμφιβολίες γι᾿ αὐτό, Ἴων», εἶπε ὁ Σάλλιβαν, ποὺ στεκόταν πλάι. «Νιώθεις λιγότερο φόβο νὰ μάθεις ἀπ᾿ ὅσους γλάρους εἶδα τὰ τελευταῖα δέκα χιλιάδες χρόνια». Τὸ Σμῆνος ἔμεινε σιωπηλό, καὶ ὁ Ἰωνάθαν κουνήθηκε στὴ θέση του ἀμήχανα. «Μποροῦμε ν᾿ ἀρχίσουμε δουλειὰ μὲ τὸ χρόνο, ἂν θέλεις», εἶπε ὁ Τσιάνκ, «ὥσπου νὰ μπορέσεις νὰ πετάξεις στὸ παρελθὸν καὶ στὸ μέλλον. Καὶ τότε θὰ 'σαι ἕτοιμος ν᾿ ἀρχίσεις τὸ πιὸ δύσκολο, τὸ πιὸ δυνατό, τὸ πιὸ διασκεδαστικὸ ἀπ᾿ ὅλα. Θὰ 'σαι ἕτοιμος ν᾿ ἀρχίσεις νὰ πετᾶς ψηλὰ καὶ νὰ ξέρεις τὸ νόημα τῆς καλοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης».
Πέρασε ἕνας μῆνας, ἢ κάτι ποὺ φάνηκε περίπου σὰ μῆνας, κι᾿ ὁ Ἰωνάθαν ἔμαθε μὲ τρομαχτικὸ ρυθμό. Πάντα μάθαινε γρήγορα ἀπ᾿ τὴν καθημερινὴ ἐμπειρία, καὶ τώρα ὄντας ὁ ξεχωριστὸς μαθητὴς τοῦ ἴδιου τοῦ Γέροντα, ἀφομοίωνε καινούργιες ἰδέες λὲς κι ἦταν ἕνας ἀεροδυναμικὸς φτερωτὸς ὑπολογιστής. Μὰ τότε ᾖρθε ἡ μέρα ποὺ ἐξαφανίστηκε ὁ Τσιάνκ. Μιλοῦσε ἥσυχα μὲ ὅλους, προτρέποντας τοὺς γλάρους νὰ μὴν πάψουν ποτὲ νὰ μαθαίνουν καὶ νὰ ἐξασκοῦνται καὶ νὰ πασχίζουν νὰ καταλάβουν περισσότερα πράγματα γιὰ τὴν τέλεια ἀόρατη ἀρχὴ ὅλης τῆς ζωῆς. Καὶ τότε, καθὼς μιλοῦσε, τὰ φτερά του ἔγιναν ὅλο καὶ πιὸ φωτερὰ καὶ τελικὰ ἔγιναν τόσο λαμπερὰ ποὺ κανένας γλάρος δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ τὸν κοιτάξει.
«Ἰωνάθαν» εἶπε, κι᾿ αὐτὰ ἦταν τὰ τελευταῖα του λόγια «μὴ πάψεις νὰ δουλεύεις πάνω στὴν ἀγάπη».
Ὅταν μπόρεσαν νὰ ξανακοιτάξουν, ὁ Τσιὰνκ εἶχε χαθεῖ.
Καθὼς οἱ μέρες περνοῦσαν, ὁ Ἰωνάθαν πρόσεξε πὼς συχνὰ ἡ σκέψη του πήγαινε πίσω στὴ Γῆ ἀπ᾿ ὅπου εἶχε ἔρθει. Ἂν γνώριζε ὅταν βρισκόταν ἐκεῖ ἕνα δέκατο μόλις, ἕνα ἑκατοστὸ ἔστω, ἀπ᾿ ὅσα γνώριζε ἐδῶ, πόσο περισσότερο νόημα θά ῾χε ἡ ζωή. Στάθηκε στὴν ἄμμο κι᾿ ἄρχισε ν᾿ ἀναρωτιέται μήπως ὑπῆρχε κανένας γλάρος ἐκεῖ κάτω ποὺ ἴσως ἀγωνιζόταν νὰ ξεφύγει ἀπ᾿ τοὺς φραγμούς, νὰ δεῖ τὸ νόημα τῆς πτήσης πέρα ἀπ᾿ τὸν ἁπλὸ τρόπο μετακίνησης γιὰ νὰ βουτήξει ἕνα ξεροκόμματο ἀπὸ μιὰ βάρκα μὲ κουπιά. Ἴσως μάλιστα νὰ ὑπῆρχε κάποιος ποὺ θὰ τὸν εἶχαν κηρύξει Ἀπόβλητο, ἂν εἶχε πεῖ κατάμουτρα στὸ Σμῆνος τὴν ἀλήθεια. Κι᾿ ὅσο ὁ Ἰωνάθαν συνέχιζε νὰ ἀσκεῖται στὰ μαθήματά του καλοσύνης, κι᾿ ὅσο δούλευε γιὰ νὰ μάθει τὴν φύση τῆς ἀγάπης, ὅλο καὶ περισσότερο ἤθελε νὰ γυρίσει πίσω στὴ Γῆ. Γιατί, παρ᾿ ὅλο τὸ μοναχικό του παρελθόν, ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος ἦταν γεννημένος νὰ γίνει ἐκπαιδευτής, κι᾿ ὁ δικός του τρόπος νὰ δείξει τὴν ἀγάπη ἦταν νὰ δίνει κάτι ἀπ᾿ τὴν ἀλήθεια ποὺ εἶχε ἀνακαλύψει σ᾿ ἕνα γλάρο ποὺ ἀναζητοῦσε μόνο νὰ τοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία νὰ δεῖ μόνος του τὴν ἀλήθεια.
Ὁ Σάλλιβαν, μὲ πεῖρα τώρα σὲ πτήσεις μὲ ταχύτητα σκέψης καὶ ποὺ βοηθοῦσε τοὺς ἄλλους νὰ μάθουν, παρέμεινε σκεφτικός.
«Ἴων, ἤσουν Ἀπόβλητος μιὰ φορά. Γιατί πιστεύεις πὼς ἕνας ἀπ᾿ τοὺς γλάρους τοῦ καιροῦ σου θὰ σ᾿ ἀκούσει τώρα; Ξέρεις τὴν παροιμία, κι᾿ εἶναι ἀληθινή: «Βλέπει μακρύτερα κεῖνος ὁ γλάρος ποὺ πετάει ψηλότερα». Οἱ γλάροι ἀπ᾿ ὅπου ἔρχεσαι στέκονται πάνω στὸ χῶμα, καὶ κρώζουν καὶ τσακώνονται μεταξύ τους. Βρίσκονται χίλια μίλια μακριὰ ἀπ᾿ τὸν παράδεισο — καὶ λὲς πὼς θέλεις νὰ τοὺς δείξης τὸν παράδεισο ἀπὸ κεῖ ποὺ στέκονται! Ἴων, δὲν μποροῦν νὰ δοῦν οὔτε τὶς ἄκρες ἀπ᾿ τὶς φτεροῦγες τους! Μεῖνε ῾δῶ. Βοήθησε τοὺς νέους γλάρους ἐδῶ, αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται ἀρκετὰ ψηλὰ γιὰ νὰ καταλάβουν τί ἔχεις νὰ τοὺς πεῖς». Ἔμεινε γιὰ λίγο σιωπηλός, κι ὕστερα εἶπε: «Σκέψου ἂν ὁ Τσιὰνκ εἶχε γυρίσει πίσω στοὺς δικούς του παλιοὺς κόσμους! Ποῦ θὰ βρισκόσουν σήμερα;».
Τὸ τελευταῖο ἐπιχείρημα ἦταν τὸ ἀποφασιστικὸ κι ὁ Σάλλιβαν εἶχε δίκιο. Βλέπει μακρύτερα κεῖνος ὁ γλάρος ποὺ πετάει ψηλότερα.
Ὁ Ἰωνάθαν ἔμεινε καὶ δούλεψε μὲ τὰ καινούργια πουλιὰ ποὺ κατέφθασαν, κι᾿ ἦταν ὅλα πολὺ ἔξυπνα μὲ γρήγορη ἀντίληψη στὰ μαθήματά τους. Ὅμως, ἡ παλιὰ αὐτὴ ἔγνοια τοῦ ξανάρθε καὶ δὲν μποροῦσε νὰ μὴ σκέφτεται πὼς ἴσως ὑπῆρχαν ἕνα-δυὸ γλάροι πίσω στὴ Γῆ ποὺ θὰ μποροῦσαν, κι᾿ αὐτοί, νὰ μάθουν. Πόσα περισσότερα δὲ θὰ ἤξερε τώρα ἂν ὁ Τσιὰνκ εἶχε ἔρθει κοντά του τὴ μέρα ποὺ τὸν κήρυξαν Ἀπόβλητο.
«Σάλλι, πρέπει νὰ γυρίσω πίσω», εἶπε στὸ τέλος. «Οἱ μαθητές σου τὰ καταφέρνουν καλά. Μποροῦν νὰ σὲ βοηθήσουν νὰ προχωρήσεις τοὺς νεοφερμένους».
Ὁ Σάλλιβαν ἀναστέναξε, ἀλλὰ δὲν ἀντιμίλησε. Εἶπε μόνο: «Νομίζω πὼς θὰ μοῦ λείψεις, Ἰωνάθαν».
«Σάλλι, ντροπή!», τοῦ εἶπε ὁ Ἰωνάθαν ἐπιτιμητικά, «μὴν εἶσαι κουτός! Τί προσπαθοῦμε νὰ μάθουμε κάθε μέρα; Ἂν ἡ φιλία μας ἐξαρτᾶται ἀπὸ πράγματα σὰν τὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο, τότε ὅταν τελικὰ ξεπεράσουμε τὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο, θά ῾χουμε κατάστρεψει τὴν ἴδια τὴν ἀδελφοσύνη! Ὅμως ἂν ξεπεράσουμε τὸ χῶρο, δὲ θὰ μᾶς ἀπομένει παρὰ τὸ Ἐδῶ. Ἂν ξεπεράσουμε τὸ χρόνο, δὲ θὰ μᾶς ἀπομένει παρὰ τὸ Τώρα. Καὶ καταμεσῆς στὸ Ἐδῶ, καὶ στὸ Τώρα δὲ νομίζεις πὼς θὰ βλεπόμαστε οἱ δυό μας ποῦ καὶ ποῦ;».
Ὁ Σάλλιβαν Γλάρος γέλασε ἄθελά του. «Τρελὸ πουλί» εἶπε μὲ καλοσύνη. «Ἂν ὑπάρχει κάποιος ποὺ μπορεῖ νὰ δείξει σὲ κάποιον στὴ Γῆ πῶς νὰ βλέπει χίλια μίλια μακριά, αὐτὸς θά ῾ναι ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος». Κοίταξε τὴν ἄμμο. «Γεια χαρά, φίλε μου, Ἴων».
«Γεια χαρά, Σάλλι, θὰ ξανασυναντηθοῦμε». Καὶ μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Ἰωνάθαν κράτησε στὴ σκέψη του μιὰ εἰκόνα ἀπὸ τὰ μεγάλα Σμήνη γλάρων στὴν ἀμμουδιὰ μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς, καὶ ἤξερε μὲ ἀσκημένη ἄνεση πὼς δὲν ἦταν φτερὸ καὶ κόκκαλο ἀλλὰ μιὰ τέλεια ἰδέα τῆς λευτεριᾶς καὶ τῆς πτήσης, ποὺ τίποτα δὲν τὴν περιόριζε.
Ὁ Φλέτσερ Λὺντ Γλάρος ἦταν ἀκόμα ἀρκετὰ νέος, ἀλλὰ ἤξερε κιόλας πὼς σὲ κανένα πουλὶ δὲν εἶχε ποτὲ φερθεῖ τόσο σκληρὰ ἕνα Σμῆνος οὔτε μὲ τόση ἀδικία.
«Δὲ μὲ νοιάζει τί λένε», σκέφτηκε μὲ θυμὸ καὶ ἡ ματιά του ἄναψε καθὼς πέταξε πρὸς τοὺς Πέρα Βράχους. «Τὸ πέταγμα κρύβει τόσα ἄλλα πράγματα ἔξω ἀπὸ τὸ φτερούγισμα ἀπὸ τόπο σὲ τόπο! Ἀκόμα κι ἕνα... ἕνα... κουνούπι τὸ καταφέρνει αὐτό! Ἀρκεῖ μιὰ μικρὴ περιστροφὴ γύρω ἀπ᾿ τὸ Γέροντα, γιὰ χάζι, καὶ νά... γίνομαι Ἀπόβλητος! Εἶναι λοιπὸν τυφλοί; Δὲ σκέφτονται τὴ δόξα μας, ὅταν θὰ μάθουμε πραγματικὰ νὰ πετοῦμε;
»Δὲ μὲ νοιάζει τί λένε. Θὰ τοὺς δείξω ἐγὼ τί σημαίνει πέταγμα! Θὰ γίνω πραγματικὰ Ἀπόβλητος, ἂν ἔτσι τοὺς ἀρέσει. Καὶ θὰ τοὺς κάνω νὰ μετανοιώσουν...».
Ἡ φωνὴ μπῆκε μέσα στὸ ἴδιο του τὸ κεφάλι, καὶ μολονότι ἦταν φωνὴ πολὺ ἁπαλή, τὸν ξάφνιασε τόσο, ποὺ ἔχασε τὴν ἰσορροπία του καὶ σκόνταψε στὸν ἀέρα.
«Μὴ γίνεσαι τόσο σκληρὸς μαζί τους, Φλέτσερ Γλάρε. Ὅταν σὲ διώχνουν οἱ ἄλλοι γλάροι κάνουν κακὸ μόνο στὸν ἑαυτό τους, καὶ κάποια μέρα θὰ τὸ καταλάβουν καὶ κάποια μέρα θὰ δοῦν ὅ,τι βλέπεις ἐσύ. Συγχώρα τους καὶ βοήθα τους νὰ καταλάβουν».
Πλάι του, δυὸ ἑκατοστὰ ἀπ᾿ τὴ δεξιὰ ἄκρη τῆς φτερούγας του πετοῦσε ὁ πιὸ λαμπερὸς ἄσπρος γλάρος στὸν κόσμο, γλιστρώντας δίχως κόπο, δίχως νὰ κουνάει ἕνα φτεράκι του, μὲ ταχύτητα ποὺ ἦταν ἡ ἀνώτατη ἐπίδοση τοῦ Φλέτσερ.
Γιὰ μιὰ στιγμὴ ὁ νεαρὸς γλάρος ἔνιωσε τὸ χάος μέσα του.
«Τί συμβαίνει; Μήπως τρελάθηκα; Μήπως πέθανα; Τί ῾ναι αὐτό;».
Χαμηλὴ καὶ γαλήνια, ἡ φωνὴ συνέχισε μέσα στὴ σκέψη του, γυρεύοντας μίαν ἀπάντηση.
«Φλέτσερ Λὺντ Γλάρε. Θέλεις νὰ πετάξεις;».
«ΝΑΙ, ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΤΑΞΩ!».
«Φλέτσερ Λὺντ Γλάρε, θέλεις τόσο πολὺ νὰ πετάξεις, ὥστε νὰ συγχωρέσεις τὸ Σμῆνος καὶ νὰ μάθεις, καὶ νὰ γυρίσεις πίσω κάποια μέρα καὶ νὰ δουλέψεις γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσεις νὰ μάθουν;».
Ἦταν ἀδύνατο νὰ πεῖς ψέματα σ᾿ αὐτὸ τὸ ὑπέροχο ἄξιο πλάσμα, ὅσο κι ἂν ὁ Φλέτσερ Λὺντ ἦταν ἕνα πολὺ περήφανο καὶ βαθιὰ πληγωμένο πουλί.
«Θέλω», εἶπε ἀπαλά.
«Τότε Φλέτς», τοῦ εἶπε τὸ λαμπερὸ πλάσμα, κι ἡ φωνὴ ἦταν γεμάτη καλοσύνη, «ἂς ἀρχίσουμε μὲ τὴν πτήση σταθεροῦ ὕψους...».


Μέρος Τρίτο
Ὁ Ἰωνάθαν πετοῦσε ἀργὰ σὲ κύκλους πάνω ἀπ᾿ τοὺς Πέρα Βράχους, παρακολουθώντας. Αὐτὸς ὁ κάπως ζόρικος νέος, ὁ Φλέτσερ Γλάρος, ἦταν ἕνας σχεδὸν τέλειος ἱπτάμενος μαθητής. Ἦταν δυνατὸς καὶ λαφρὺς καὶ γρήγορος στὸν ἀέρα, εἶχε ὅμως καὶ κάτι πολὺ πιὸ σημαντικό: τὴν φλογερὴ διάθεση νὰ μάθει νὰ πετάει.
Τούτη τὴ στιγμὴ κατέφθανε ἕνα ἀπροσδιόριστο σταχτὶ σχῆμα πού ῾βγαινε βουίζοντας ἀπὸ μιὰ κατάδυση, καὶ προσπερνοῦσε σὰν ἀστραπὴ τὸν ἐκπαιδευτή του μὲ ταχύτητα ἑκατὸν πενήντα μίλια τὴν ὥρα. Ἔστριψε ἀπότομα πρὸς τὰ πάνω δοκιμάζοντας ἄλλη μιὰ φορὰ τὴν ἀνοδικὴ πτήση μὲ δεκαέξη ἀργὲς περιστροφές, φωνάζοντας τοὺς ἀριθμοὺς δυνατά:
«.. . ὀκτώ.. . ἐννέα... δέκα... κοίτα Ἰωνάθαν χάνω ταχύτητα... ἕντεκα... θέλω ἕνα καλὸ ἀπότομο σταμάτημα σὰν τὸ δικό σου... δώδεκα... νὰ πάρει ἡ ὀργὴ δὲν τὰ καταφέρνω... δεκατρία... αὐτοὶ οἱ τρεῖς τελευταῖοι πόντοι... δίχως... δεκατὲσσερ... ἄαχ!».
Ἡ στροφὴ τοῦ Φλέτσερ δίχως ταχύτητα, στὴν κορφή, γινόταν ἀκόμα χειρότερη ἀπ᾿ τὸ θυμό του καὶ τὴ μανία του γιὰ τὴν ἀποτυχία. Ἔπεσε πισώπλατα, κουτρουβάλησε, τσακίστηκε ἄγρια σὲ μίαν ἀνάποδη περιστροφὴ καὶ ξαναβρῆκε τὸν ἑαυτό του λαχανιασμένος, ἑκατὸ πόδια πιὸ χαμηλὰ ἀπ᾿ τὴ θέση τοῦ ἐκπαιδευτή του.
«Χάνεις τὸν καιρό σου μαζί μου, Ἰωνάθαν. Εἶμαι χαζός! Εἶμαι βλάκας! Δοκιμάζω καὶ ξαναδοκιμάζω, ἀλλὰ δὲν θὰ τὰ καταφέρω ποτέ!».
Ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος τὸν κοίταξε ἀπὸ ψηλὰ καὶ κούνησε τὸ κεφάλι του. «Νά ῾σαι βέβαιος! Δὲ θὰ τὰ καταφέρεις ποτὲ ὅταν κόβεις τόσο ἀπότομα. Ἔχασες σαράντα μίλια στὸ ξεκίνημα, Φλέτς! Πρέπει νὰ πηγαίνεις μαλακά! Σταθερὰ ἀλλὰ μαλακά, μὴ τὸ ξεχνᾷς!».
Ἀφέθηκε νὰ πέσει στὸ ὕψος τοῦ νεώτερου γλάρου. «Ἂς τὸ δοκιμάσουμε τώρα μαζί, σὲ σχηματισμό. Καὶ πρόσεξε τὴ στροφὴ πρὸς τὰ πάνω. Νὰ τὴν ἀρχίσεις μαλακά, μὲ ἄνεση». Σὲ τρεῖς μῆνες ὁ Ἰωνάθαν εἶχε ἄλλους ἕξη μαθητές. Ὅλοι τους Ἀπόβλητοι, ἀλλὰ καὶ γεμάτοι περιέργεια γι᾿ αὐτὴν τὴν παράξενη καινούργια ἰδέα: ἡ πτήση γιὰ τὴ χαρὰ τῆς πτήσης.
Κι ὡστόσο, τοὺς ἦταν πιὸ εὔκολο νὰ ἀσκοῦνται σὲ δύσκολες ἐπιδόσεις παρὰ νὰ καταλαβαίνουν τὸ σκοπὸ ποὺ κρυβόταν πίσω ἀπὸ τὸ πέταγμα. «Ὁ καθένας μας εἶναι, στ᾿ ἀλήθεια, μιὰ ἰδέα τοῦ Μεγάλου Γλάρου, μιὰ ἀπεριόριστη ἰδέα λευτεριᾶς», τοὺς ἔλεγε ὁ Ἰωνάθαν, τ᾿ ἀπογεύματα στὴν παραλία «καὶ ἡ πτήση μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια εἶναι ἕνα βῆμα γιὰ νὰ πλησιάσουμε τὴν ἔκφραση τῆς πραγματικῆς μας φύσης. Κάθε τί ποὺ μᾶς περιορίζει πρέπει νὰ τὸ ἀποβάλουμε. Κι᾿ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ ἀσκήσεις σὲ μεγάλη ταχύτητα, σὲ μικρὴ ταχύτητα, καὶ οἱ ἀκροβασίες...».
... Καὶ τοὺς μαθητές του τοὺς ἔπαιρνε ὁ ὕπνος, ἀποκαμωμένοι καθὼς ἦταν ἀπ᾿ τὶς πτήσεις τῆς μέρας. Ἀγαποῦσαν τὴν ἄσκηση, γιατί εἶχε ταχύτητα καὶ ἀγωνία καὶ γιατί ἔτρεφε τὴν πεῖνα τους γιὰ μάθηση ποὺ φούντωνε στὸ κάθε μάθημα. Οὔτε ἕνας ὅμως, οὔτε κἂν ὁ Φλέτσερ Λὺντ Γλάρος, δὲν ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ πιστέψει πὼς τὸ πέταγμα μὲ τὶς ἰδέες μποροῦσε νὰ εἶναι τόσο πραγματικὸ ὅσο τὸ πέταγμα μὲ τὰ φτερὰ καὶ μὲ τὸν ἄνεμο.
«Ὅλο σας τὸ σῶμα, ἀπὸ τὴν ἄκρη τῆς μιᾶς φτερούγας σας στὴν ἄλλη», τοὺς ἔλεγε ἄλλοτε πάλι ὁ Ἰωνάθαν, «δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἴδια σας ἡ σκέψη, σ᾿ ἕνα σχῆμα ποὺ σᾶς εἶναι ὁρατό. Σπάστε τὰ δεσμὰ τῆς σκέψης σας, καὶ τότε, ταυτόχρονα, θὰ σπάσετε τὰ δεσμὰ τοῦ σώματος σας...». Ὅπως ὅμως κι᾿ ἂν τό ῾λεγε, ἀκουγόταν πάντα σὰν κάτι εὐχάριστα φανταστικό, καὶ τοὺς χρειάζονταν κι᾿ ἄλλα τέτοια γιὰ ν᾿ ἀποκοιμηθοῦν.
Ἕνα μῆνα μόλις ἀργότερα ὁ Ἰωνάθαν εἶπε πὼς εἶχε ἔρθει ἡ στιγμὴ νὰ γυρίσουν στὸ Σμῆνος.
«Δὲν εἴμαστε ἕτοιμοι!» εἶπε ὁ Ἐρρίκος Καλβῖνος Γλάρος. Καὶ δὲν θὰ μᾶς δεχτοῦν! Εἴμαστε Ἀπόβλητοι! Δὲν μποροῦμε νὰ πᾶμε μὲ τὸ ζόρι σ᾿ ἕναν τόπο ὅπου δὲ μᾶς θέλουν, δὲ γίνεται!».
«Εἴμαστε λεύτεροι νὰ πᾶμε ὅπου μᾶς ἀρέσει καὶ νὰ μείνουμε αὐτὸ ποὺ εἴμαστε», ἀπάντησε ὁ Ἰωνάθαν κι᾿ ἀνασηκώθηκε ἀπ᾿ τὴν ἄμμο καὶ στράφηκε ἀνατολικά, πρὸς τὴν πατρικὴ γῆ τοῦ Σμήνους.
Οἱ μαθητὲς στάθηκαν γιὰ λίγο τρομαγμένοι, γιατί ὁ Νόμος τοῦ Σμήνους ὁρίζει πὼς ἕνας Ἀπόβλητος ποτὲ δὲν ἐπιστρέφει. Κι᾿ ὁ Νόμος δὲν παραβιάστηκε οὔτε μιὰ φορὰ σὲ δέκα χιλιάδες χρόνια. Ὁ Νόμος ἔλεγε μεῖνε· ὁ Ἰωνάθαν ἔλεγε πήγαινε· κι᾿ εἶχε κιόλας διασχίσει ἕνα μίλι θάλασσα. Ἂν περίμεναν κι᾿ ἄλλο, θὰ 'φτανε στὸ ἐχθρικὸ Σμῆνος μόνος του.
«Ἀκοῦστε, ἐμεῖς δὲ χρωστᾶμε ὑπακοὴ στὸ Νόμο ἀφοῦ δὲν εἴμαστε πιὰ μέλῃ τοῦ Σμήνους. Ἔτσι δὲν εἶναι;», εἶπε ὁ Φλέτσερ κάπως ἄτολμα. «Κι᾿ ἔπειτα, ἂν γίνει καυγάς, θά ῾μαστε πολὺ πιὸ χρήσιμοι ἐκεῖ παρὰ ἐδῶ».
Κι᾿ ἔτσι πλησίασαν πετώντας ἀπ᾿ τὰ δυτικὰ κεῖνο τὸ πρωινό, οἱ ὀκτὼ σ᾿ ἕνα διπλὸ πρισματικὸ σχηματισμό, μὲ τὶς ἄκρες ἀπ᾿ τὶς φτεροῦγες τους σχεδὸν ν᾿ ἀγγίζουν. Ἔφτασαν πάνω ἀπ᾿ τὴν Ἀκτὴ τοῦ Συμβουλίου τοῦ Σμήνους μὲ ταχύτατα ἑκατὸν τριάντα πέντε μίλια τὴν ὥρα, μὲ τὸν Ἰωνάθαν ἐπικεφαλῆς, τὸν Φλέτσερ νὰ πετάει ἤρεμα στὸ δεξί του φτερό, καὶ τὸν Ἐρρῖκο Καλβῖνο ν ἀγωνίζεται θαρραλέα ἀριστερά του. Ὕστερα ὅλος ὁ σχηματισμὸςἔγειρε ἀργὰ δεξιὰ καθὼς τὸ κάθε πουλὶ ἔκανε ἀνάποδη στροφὴ γιὰ νὰ βρεθοῦν ξανὰ στὸ ἴδιο ὕψος κι᾿ ὁ ἀέρας χτυποῦσε ἀπάνω τους σκληρά.
Οἱ στριγγλιὲς καὶ οἱ κρωγμοὶ τῆς καθημερινῆς ζωῆς στὸ Σμῆνος κόπηκαν ξαφνικά, θαρρεῖς πὼς ὁ σχηματισμὸς ἦταν ἕνα τεράστιο μαχαῖρι, κι᾿ ὀχτὼ χιλιάδες μάτια γλάρων κοίταζαν προσηλωμένα. Τὸ καθένα ἀπ᾿ τὰ ὀκτὼ πουλιά, μὲ τὴ σειρά του στράφηκε ἀπότομα πρὸς τὰ πάνω σὲ ἀκροβατικὴ περιστροφὴ κι ἔκανε ὁλόκληρη βόλτα γιὰ νὰ καταλήξει σχεδὸν ἀκίνητο καὶ νὰ σταθεῖ πάνω στὴν ἄμμο.
Ὕστερα, λὲς κι αὐτὸ συνέβαινε κάθε μέρα, ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος ἄρχισε τὴν κριτική του γιὰ τὴν πτήση.
«Πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα», εἶπε μ᾿ ἕνα δυσαρεστημένο χαμόγελο, «ἀργήσατε ὅλοι κάπως νὰ πάρετε τὴ θέση σας στὸ σχηματισμό...»
Κάτι σὰν ἀστραπὴ διαπέρασε τὸ Σμῆνος. Οἱ γλάροι αὐτοὶ εἶναι Ἀπόβλητοι! Καὶ ξαναγύρισαν!
Κι᾿ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ συμβεῖ! Οἱ προβλέψεις τοῦ Φλέτσερ γιὰ μάχη διαλύθηκαν μέσα στὴ σύγχυση τοῦ Σμήνους.
«Ναί, φυσικά, ἔχεις δίκιο, εἶναι Ἀπόβλητοι», εἶπε ἕνας ἀπ᾿ τοὺς νεώτερους γλάρους, «ὅμως, τί ῾ναι τοῦτο φίλε; Ποῦ μάθανε νὰ πετοῦν ἔτσι;».
Χρειάστηκε σχεδὸν μιὰ ὥρα γιὰ νὰ περάσει ἡ Ἐντολὴ τοῦ Γέροντα σ᾿ ὅλο τὸ Σμῆνος: Ἀγνοεῖστε τους. Ὁ γλάρος ποὺ μιλάει σ᾿ ἕναν Ἀπόβλητο εἶναι κι᾿ αὐτὸς Ἀπόβλητος. Ὁ γλάρος ποὺ κοιτάζει ἕναν Ἀπόβλητο, παραβαίνει τὸ Νόμο τοῦ Σμήνους.
Πλάτες μὲ σταχτιὰ φτερὰ στράφηκαν ἀπὸ κείνη τὴ στιγμὴ ἀπέναντι στὸν Ἰωνάθαν, ἐκεῖνος ὅμως δὲ φάνηκε νὰ τὸ πρόσεξε. Πραγματοποίησε τὶς ἀσκήσεις του ἀκριβῶς πάνω ἀπ᾿ τὴν Ἀκτὴ τοῦ Συμβουλίου καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἄρχισε νὰ πιέζει τοὺς μαθητές του ὡς τὰ ὅρια τῆς ἱκανότητάς τους.
«Μάρτιν Γλάρε!», φώναξε στὴν ἄλλη ἄκρη τ᾿ οὐρανοῦ. «Λὲς πὼς ξέρεις νὰ πετᾶς μὲ χαμηλὴ ταχύτητα. Δὲν ξέρεις τίποτα ἂν δὲν τὸ ἀποδείξεις! ΠΕΤΑ!».
Κι᾿ ἔτσι ὁ μικρὸς Μάρτιν Γουίλλιαμ Γλάρος, καθὼς βρέθηκε ἀπρόσμενα κάτω ἀπὸ τὰ πυρὰ τοῦ ἐκπαιδευτῆ του, ξεπέρασε, ἔκπληκτος τὸν ἑαυτό του κι᾿ ἔγινε ἄσσος στὶς πτήσεις μὲ μικρὴ ταχύτητα. Μὲ τὸ πιὸ ἁπαλὸ ἀγέρι μποροῦσε νὰ κυρτώνει τὰ φτερά του γιὰ ν᾿ ἀνασηκωθεῖ, δίχως τὸ παραμικρὸ φτερούγισμα, ἀπ᾿ τὴν ἄμμο ὡς τὰ σύννεφα καὶ πίσω πάλι.
Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὁ Τσάρλς Ρόλαντ Γλάρος πέταξε ὡς τὸν Ἀέρα τοῦ Μεγάλου Βουνοῦ σὲ ὕψος εἴκοσι τέσσερεις χιλιάδες πόδια, κατέβηκε γαλάζιος ἀπ᾿ τὴν παγερὴ ἀραιὴ ἀτμόσφαιρα, ἔκπληκτος κι᾿ εὐτυχισμένος, ἀποφασισμένος νὰ πετάξει ἀκόμα πιὸ ψηλὰ τὴν ἐπαύριο.
Ὁ Φλέτσερ Γλάρος, ποὺ ἄγαπουσε τὶς ἀκροβασίες ὅσο κανένας ἄλλος, πέτυχε ἐπιτέλους τὴν ἀνοδική του πτήση μὲ δεκαέξη ἀργὲς περιστροφὲς καὶ τὴν ἑπομένη ὁλοκλήρωσε τὴν ἐπίδοσή του μὲ τρεῖς τοῦμπες μὲ τὰ φτερά του ν᾿ ἀστράφτουν κάτασπρες ἡλιαχτίδες πάνω σὲ μίαν ἀμμουδιὰ ὅπου κάμποσα μάτια τὸν κοίταζαν στὰ κλεφτά.
Κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ ὁ Ἰωνάθαν ἦταν ἐκεῖ στὸ πλευρὸ τοῦ κάθε μαθητῆ, γιὰ νὰ τοῦ δείξει, γιὰ νὰ τὸν συμβουλέψει, πιέζοντάς τον περισσότερο, καθοδηγώντας τον. Πετοῦσε μαζί τους διασχίζοντας τὴ νύχτα, τὰ σύννεφα καὶ τὴ θύελλα, καὶ τὸ χαιρόταν, ἐνῶ τὸ Σμῆνος κούρνιαζε στριμωγμένο μίζερα στὴ γῆ.
Ὅταν τέλειωναν τὶς πτήσεις τους οἱ μαθητὲς ξεκουράζονταν στὴν ἄμμο καὶ ταυτόχρονα ἄκουγαν πιὸ προσεχτικὰ τὸν Ἰωνάθαν. Εἶχε κάτι παλαβὲς ἰδέες ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ τὶς καταλάβουν, ἀλλὰ εἶχε κι᾿ ἄλλες σωστὲς ποὺ τὶς καταλάβαιναν.
Σιγὰ-σιγά, μέσα στὴ νύχτα, ἕνας ἄλλος κύκλος σχηματίστηκε γύρω ἀπ᾿ τὸν κύκλο τῶν μαθητῶν — ἕνας κύκλος ἀπὸ περίεργους γλάρους ποὺ ἄκουγαν γιὰ ὦρες στὸ σκοτάδι, μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς δὲ θὰ ἔβλεπαν κανένα καὶ δὲ θὰ τοὺς ἔβλεπε κανεὶς καὶ χάνονταν πρὶν ξημερώσει.
Ἕνα μῆνα μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ ὁ πρῶτος γλάρος τοῦ Σμήνους πέρασε τὴ διαχωριστικὴ γραμμὴ καὶ ζήτησε νὰ μάθει νὰ πετάει. Μ᾿ αὐτή του τὴν ἐνέργεια ὁ Τέρενς Λόουελ Γλάρος ἔγινε πουλὶ καταδικασμένο, ὀνομάστηκε Ἀπόβλητος· κι᾿ ἔγινε ὁ ὄγδοος μαθητὴς τοῦ Ἰωνάθαν.
Τὴν ἑπομένη νύχτα ἔφτασε ἀπὸ τὸ Σμῆνος ὁ Κὲρκ Μάϋναρτ Γλάρος, περπατώντας μπατάλικα στὴν ἄμμο, σέρνοντας τὸ ἀριστερό του φτερό, κι ἔπεσε ἐξαντλημένος στὰ πόδια τοῦ Ἰωνάθαν. «Βοήθησέ με» εἶπε ἀχνά, μιλώντας ὅπως μιλοῦν οἱ ἑτοιμοθάνατοι. «Περισσότερο ἀπὸ κάθε τί ἄλλο στὸν κόσμο θέλω νὰ πετάω...».
«Ἔλα λοιπόν», εἶπε ὁ Ἰωνάθαν. Ἀνέβα μαζί μου μακριὰ ἀπ᾿ τὴ γῆ, καὶ θ᾿ ἀρχίσουμε».
«Μὰ δὲν καταλαβαίνεις. Τὸ φτερό μου. Δὲν μπορῶ νὰ κουνήσω τὸ φτερό μου».
«Μάϋναρτ Γλάρε, εἶσαι λεύτερος νὰ εἶσαι ὁ ἑαυτός σου, ὁ ἀληθινὸς ἐαυτός σου, ἐδῶ καὶ τώρα, καὶ τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ στὸ δρόμο σου. Εἶναι ὁ Νόμος τοῦ Μεγάλου Γλάρου, ὁ Νόμος ποὺ Εἶναι».
«Θέλεις νὰ πεῖς πὼς μπορῶ νὰ πετάξω;».
«Λέω πὼς εἶσαι λεύτερος».
Ἔτσι ἁπλὰ καὶ γρήγορα, ὁ Κὲρκ Μάϋναρτ Γλάρος ἄνοιξε τὰ φτερά του, δίχως κόπο, κι᾿ ἀνασηκώθηκε στὸ μαῦρο ἀέρα τῆς νύχτας. Τὸ Σμῆνος ξύπνησε ξαφνικὰ μὲ τὴ φωνή του, ὅσο πιὸ δυνατὰ μποροῦσε νὰ φωνάξει, ἀπὸ πεντακόσια πόδια ψηλά: «Μπορῶ νὰ πετάξω! Ἀκοῦστε! ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΠΕΤΑΞΩ!». Τὰ ξημερώματα ὡς χίλια πουλιὰ στέκονταν ἔξω ἀπ᾿ τὸν κύκλο τῶν μαθητῶν, κοιτάζοντας περίεργα τὸ Μάϋναρτ. Δὲν τοὺς ἔνοιαζε ἂν θὰ τοὺς ἔβλεπαν ἢ ὄχι, κι᾿ ἄκουγαν, προσπαθώντας νὰ καταλάβουν τὸν Ἰωνάθαν Γλάρο.
Μιλοῦσε γιὰ πολὺ ἁπλὰ πράγματα — πὼς εἶναι σωστὸ γιὰ ἕνα γλάρο νὰ πετάει, πὼς ἡ λευτεριὰ εἶναι ἡ πραγματικὴ φύση τῆς ὕπαρξής του, πὼς ὅ,τι ἐναντιώνεται σ᾿ αὐτὴ τὴ λευτεριὰ πρέπει νὰ τὸ ἀπορρίπτει, κι᾿ ἂν ἀκόμα εἶναι κάθε μορφῆς τύπος, ἢ προκατάληψη ἢ περιορισμός.
«Νὰ τὸ ἀπορρίπτουμε», ἀκούστηκε μιὰ φωνὴ ἀπ᾿ τὸ πλῆθος, «ἀκόμα κι᾿ ἂν εἶναι ὁ Νόμος τοῦ Σμήνους;».
«Ὁ μόνος ἀληθινὸς νόμος εἶναι ὁ νόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴ λευτεριά», εἶπε ὁ Ἰωνάθαν. «Ἄλλος νόμος δὲν ὑπάρχει».
«Καὶ πῶς περιμένεις νὰ πετάξουμε ἐμεῖς ὅπως πετᾶς ἐσύ;», ἀκούστηκε μιὰ ἄλλη φωνή. «Ἐσὺ εἶσαι ξεχωριστὸς καὶ προικισμένος καὶ θεϊκός, πάνω ἀπὸ τ᾿ ἄλλα πουλιά».
«Κοίτα τὸν Φλέτσερ! τὸν Λόουελ! Τὸν Τσάρλς Ρόλαντ! τὸν Τζούντη Λῆ! Μήπως εἶναι κι᾿ αὐτοὶ ξεχωριστοὶ καὶ προικισμένοι καὶ θεϊκοί; Δὲν ἔχουν τίποτα περισσότερο ἀπὸ σᾶς, δὲν ἔχουν τίποτα περισσότερο ἀπὸ μένα. Ἡ μόνη διαφορά, ἡ μόνη βασική, διαφορά, εἶναι πὼς ἄρχισαν νὰ καταλαβαίνουν τί πραγματικὰ εἶναι, κι᾿ ἄρχισαν νὰ ἐξασκοῦνται σ᾿ αὐτό».
Οἱ μαθητές του, ἐκτὸς ἀπ᾿ τὸν Φλέτσερ, κουνήθηκαν ἀμήχανα. Δὲν εἶχαν ἀντιληφθεῖ πὼς αὐτὸ ἔκαναν ὡς τώρα.
Τὸ πλῆθος μεγάλωνε κάθε μέρα, ἐρχόταν νὰ ρωτήσει, νὰ λατρέψει, νὰ χλευάσει.
«Λένε στὸ Σμῆνος πὼς ἂν δὲν εἶσαι Γιὸς τοῦ ἴδιου τοῦ Μεγάλου Γλάρου», εἶπε ὁ Φλέτσερ ἕνα πρωὶ στὸν Ἰωνάθαν ὕστερ᾿ ἀπὸ τὶς ἀσκήσεις σὲ Ἀνώτατες Ταχύτητες, «τότε βρίσκεσαι χίλια χρόνια μπροστὰ ἀπ᾿ τὴν ἐποχή σου».
Ὁ Ἰωνάθαν ἀναστέναξε. Αὐτὸ εἶναι τὸ τίμημα τῆς παρανόησης, σκέφτηκε. Σὲ ἀποκαλοῦν διάβολο ἢ σὲ ἀποκαλοῦν θεό. «Ἐσὺ τί λές, Φλέτσερ; Βρισκόμαστε ἄραγε μπροστὰ ἀπ᾿ τὴν ἐποχή μας;».
Μακριὰ σιωπή. «Νὰ σοῦ πῶ, πτήσεις τέτοιου εἴδους ἦταν πάντοτε διαθέσιμες ἐδῶ γιὰ νὰ τὶς μάθει ὅποιος ἤθελε νὰ τὶς ἀνακαλύψει· αὐτὸ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐποχή μας. Ἴσως βρισκόμαστε πιὸ μπροστὰ ἀπ᾿ τὴ μόδα. Πιὸ μπροστὰ ἀπ᾿ τὸν τρόπο ποὺ πετοῦνε οἱ περισσότεροι γλάροι».
«Αὐτὸ εἶναι σημαντικό», εἶπε ὁ Ἰωνάθαν καὶ κύλησε γιὰ νὰ πετάξει γιὰ λίγο ἀνάποδα. «Αὐτὸ εἶναι πολὺ καλύτερο ἀπ᾿ τὸ νὰ βρισκόμαστε μπροστὰ ἀπ᾿ τὴν ἐποχή μας».
Συνέβηκε μιὰ βδομάδα μόλις ἀργότερα. Ὁ Φλέτσερ δίδασκε τὰ βασικὰ στοιχεῖα τῆς πτήσης μὲ μεγάλη ταχύτητα σὲ μιὰ τάξη ἀπὸ νέους μαθητές. Ἄρχιζε μόλις τὴν ἀνάδυση μιᾶς κάθετης πτήσης ἀπὸ ἑφτὰ χιλιάδες πόδια — μιὰ μακριὰ σταχτιὰ γραμμὴ σὰ βολίδα, λίγους πόντους πάνω ἀπ᾿ τὴν ἀμμουδιὰ — ὅταν ἕνα νεαρὸ πουλὶ στὴν πρώτη του δοκιμὴ γλίστρησε στὴν τροχιά του καλώντας τὴ μητέρα του. Μὲ μόλις ἕνα δέκατο τοῦ δευτερολέπτου στὴ διάθεσή του γιὰ ν᾿ ἀποφύγει τὸ νεαρό, ὁ Φλέτσερ Λὺντ Γλάρος ἔκανε μιὰ κίνηση ἀριστερά, μὲ ταχύτητα πάνω ἀπὸ διακόσια μίλια τὴν ὥρα, κι᾿ ἔπεσε πάνω σ᾿ ἕνα πελώριο γρανιτένιο βράχο.
Εἶχε τὴν αἴσθηση πὼς ὁ βράχος ἦταν μία τεράσπα σκληρὴ πόρτα ποὺ ὁδηγοῦσε σ᾿ ἕναν ἄλλο κόσμο. Ἕνα ξέσπασμα φόβου καὶ ζαλάδας καὶ μαυρίλας, κι᾿ ὕστερα βρέθηκε ἀκυβέρνητος σ᾿ ἕνα παράξενο, πολὺ παράξενο οὐρανό, μιὰ νὰ ξεχνάει, μιὰ νὰ θυμᾶται, καὶ πάλι νὰ ξεχνάει· φοβισμένος καὶ μελαγχολικὸς καὶ λυπημένος... τρομερὰ λυπημένος.
Ἡ φωνὴ τὸν πλησίασε ὅπως τὴν πρώτη μέρα ποὺ συνάντησε τὸν Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρο.
«Τὸ κόλπο, Φλέτσερ, εἶναι νὰ προσπαθοῦμε νὰ ξεπεράσουμε τοὺς περιορισμούς μας μὲ τὴ σειρά, ὑπομονετικά. Ἡ πτήση μέσα ἀπ᾿ τὸ βράχο εἶναι κάτι ποὺ τὸ ἀντιμετωπίζουμε λίγο ἀργότερα στὸ πρόγραμμά μας».
«Ἰωνάθαν!».
«Γνωστὸς καὶ ὡς Γιὸς τοῦ Μεγάλου Γλάρου», ὁ ἐκπαιδευτής τοῦ εἶπε ξερά.
«Ματὶ κάνεις ἐδῶ; Τὰ βράχια! Δὲν εἶμαι... δέν... πέθανα».
« Ὢ! Φλέτς, ἔλα τώρα. Σκέψου. Ἂν μοῦ μιλᾷς αὐτὴ τὴ στιγμή, τότε εἶναι φανερὸ πὼς δὲν πέθανες· ἔτσι δὲν εἶναι; Αὐτὸ ποὺ κατόρθωσες νὰ κάνεις ἦταν ν᾿ ἀλλάξεις κάπως ἀπότομα τὸ ἐπίπεδο τῆς συνείδησής σου. Τώρα θὰ διαλέξεις ἐσύ. Μπορεῖς νὰ παραμείνεις ἐδῶ καὶ νὰ μάθεις σ᾿ αὐτὸ τὸ ἐπίπεδο - ποὺ εἶναι ἀρκετὰ ψηλότερο, ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε, ἀπ᾿ τὸ ἐπίπεδο ποὺ ἄφησες - ἢ μπορεῖς νὰ γυρίσεις πίσω καὶ νὰ ἐξακολουθήσεις νὰ δουλεύεις μὲ τὸ Σμῆνος. Οἱ Γέροντες ἔλπιζαν πὼς θὰ συνέβαινε κάποια καταστροφὴ καὶ ξαφνιάστηκαν ποὺ τοὺς ἐξυπηρέτησες τόσο εὔκολα».
«Θέλω νὰ γυρίσω πίσω στὸ Σμῆνος, φυσικά. Μόλις ἄρχισα μὲ τὴν καινούργια ὁμάδα!».
«Πολὺ καλά, Φλέτσερ. Θυμᾶσαι τί λέγαμε γιὰ τὸ σῶμα μας, ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἴδια ἡ σκέψη...;».
Ὁ Φλέτσερ τίναξε τὸ κεφάλι του κι᾿ ἅπλωσε τὰ φτερά του κι᾿ ἄνοιξε τὰ μάτια του ἐκεῖ στὴ βάση τοῦ βράχου, καταμεσῆς σ᾿ ὅλο τὸ συγκεντρωμένο Σμῆνος. Ἀκούστηκε μία μεγάλη χλαλοὴ ἀπὸ κρωγμοὺς καὶ στριγγλιὲς τοῦ πλήθους μόλις κουνήθηκε.
«Εἶναι ζωντανός! Αὐτὸς ποὺ ἦταν νεκρὸς ζεῖ!»
«Τὸν ἄγγιξε μὲ τὴν ἄκρη τῆς φτερούγας του! Τὸν ἔφερε πίσω στὴ ζωή! Ὁ Γιὸς τοῦ Μεγάλου Γλάρου!».
«Ὄχι! Τὸ ἀρνιέται! Εἶναι ὁ διάβολος! ΔΙΑΒΟΛΟΣ! Ἦρθε νὰ διαλύσει τὸ Σμῆνος!».
Ἦταν τέσσερεις χιλιάδες γλάροι στὸ πλῆθος, φοβισμένοι ἀπ᾿ ὅ,τι εἶχε συμβεῖ καὶ ἡ κραυγὴ «ΔΙΑΒΟΛΟΣ» πέρασε μπροστά τους ὅπως ὁ ἄνεμος στὸ φουρτουνιασμένο ὠκεανό. Μάτια παγερά, ράμφη κοφτερά, πλησίαζαν γιὰ νὰ καταστρέψουν.
«Θὰ αἰσθανόσουν καλύτερα, ἂν φεύγαμε, Φλέτσερ;», ρώτησε ὁ Ἰωνάθαν.
«Μὰ τὴν ἀλήθεια, δὲν θά ῾χα ἀντίρρηση...».
Τὴν ἴδια στιγμὴ βρέθηκαν νὰ στέκωνται μαζὶ μισὸ μίλι μακριά, καὶ τ᾿ ἀστραφτερὰ ράμφη τοῦ ὄχλου ἔκλεισαν τὸ κενό.
«Γιατί ἄραγε», ἀναρωτήθηκε γεμάτος ἀπορία ὁ Ἰωνάθαν, «τὸ πιὸ δύσκολο πρᾶγμα στὸν κόσμο εἶναι νὰ πείσεις ἕνα πουλὶ πὼς εἶναι λεύτερο, καὶ πὼς μπορεῖ νὰ τ᾿ ἀποδείξει μόνο του ἂν ἀσκηθεῖ γιὰ λίγο; Γιατί πρέπει νά ῾ναι τόσο δύσκολο;».
Ὁ Φλέτσερ ἔπαιζε ἀκόμα τὰ μάτια ἀπ᾿ τὴν ξαφνικὴ ἀλλαγὴ τοῦ τοπίου.
«Τί ἔκανες τώρα μόλις; Πῶς φτάσαμ᾿ ἐδῶ;».
«Εἶπες πὼς ἤθελες νὰ ξεφύγεις ἀπ᾿ τὸν ὄχλο, ὄχι;».
«Ναί! ὅμως πῶς κατάφερες...».
«Ὅπως κάθετι ἄλλο, Φλέτσερ. Μὲ τὴν ἄσκηση».
Ὡς τὸ ξημέρωμα τὸ Σμῆνος εἶχε ξεχάσει τὴν παραφροσύνη του, ὄχι ὅμως κι ὁ Φλέτσερ. «Ἰωνάθαν, θυμᾶσαι τί εἶπες πρὶν ἀπὸ καιρό, ν᾿ ἀγαπᾶμε τὸ Σμῆνος τόσο ὥστε νὰ γυρνᾶμε πίσω γιὰ νὰ τὸ βοηθήσουμε νὰ μάθει;»
«Βέβαια».
«Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω πῶς κατορθώνεις ν᾿ ἀγαπᾷς ἕναν ὄχλο ἀπὸ πουλιὰ ποὺ προσπάθησαν πρὶν ἀπὸ λίγο νὰ σὲ σκοτώσουν».
«Ὤ! Φλέτς, δὲν τ᾿ ἀγαπᾷς αὐτό! Δὲν ἀγαπᾶς, φυσικά, τὸ μῖσος καὶ τὴν κακία. Πρέπει ν᾿ ἀσκηθεῖς καὶ νὰ βλέπεις τὸν πραγματικὸ γλάρο, τὴν καλοσύνη μέσα στὸν καθένα τους, καὶ νὰ τοὺς βοηθήσεις νὰ τὴν δοῦν κι οἱ ἴδιοι. Αὐτὸ ἐννοῶ ὅταν λέω ἀγάπη. Εἶναι μεγάλο κέφι, ὅταν βρεῖς τὸ κόλπο γιὰ νὰ τὸ πετύχεις.
»Θυμᾶμαι, λόγου χάρη, ἕνα ἄγριο νέο πουλί, τὸ λέγαν Φλέτσερ Λὺντ Γλάρο. Εἶχε μόλις γίνει ἀπόβλητος, ἕτοιμος νὰ πολεμήσει τὸ Σμῆνος ὡς τὸ θάνατο, ξεκινώντας νὰ χτίσει τὴ δικιά του πικρὴ κόλαση μακριὰ στοὺς Πέρα Βράχους. καὶ νά, σήμερα χτίζει, ἀντίθετα, τὸ δικό του παράδεισο καὶ καθοδηγεῖ ὁλόκληρο τὸ Σμῆνος σ᾿ αὐτὴ τὴν κατεύθυνση».
Ὁ Φλέτσερ στράφηκε στὸν ἐκπαιδευτή του καὶ γιὰ μιὰ στιγμὴ φάνηκε τρόμος στὸ μάτι του. «Ἐγὼ νὰ καθοδηγῶ; Τί θὲς νὰ πεῖς ἐγὼ νὰ καθοδηγῶ; Ἐκπαιδευτὴς εἶσαι ἐσύ. Δὲν θὰ μποροῦσες νὰ φύγεις!».
«Δὲ θὰ μποροῦσα; Δὲ νομίζεις πὼς ἴσως ὑπάρχουν ἄλλα σμήνη, ἄλλοι Φλέτσερ, ποὺ χρειάζονται ἕναν ἐκπαιδευτὴ περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο τοῦτο τὸ Σμῆνος ποὺ βρίσκεται κιόλας στὸ δρόμο του πρὸς τὸ Φῶς;».
«Ἐγώ; Μὰ Ἴων, ἐγὼ εἶμαι ἕνας κοινὸς γλάρος καὶ σὺ εἶσαι...».
«... ὁ μόνος Γιὸς τοῦ Μεγάλου Γλάρου, ὑποθέτω;». Ὁ Ἰωνάθαν ἀναστέναξε καὶ κοίταξε πέρα στὴ θάλασσα. «Δὲ μὲ χρειάζεσαι ἄλλο πιά. Χρειάζεται νὰ ἐξακολουθεῖς ν᾿ ἀποκαλύπτεις τὸν ἑαυτό σου, λίγο παραπάνω κάθε μέρα, ἐκεῖνον τὸν ἀληθινό, τὸν ἀπεριόριστο Φλέτσερ Γλάρο. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ ἐκπαιδευτής σου. Πρέπει νὰ τὸν καταλαβαίνεις καὶ ν᾿ ἀσκεῖσαι μ᾿ αὐτόν».
Μιὰ στιγμὴ ἀργότερα τὸ σῶμα τοῦ Ἰωνάθαν κυμάτιζε στὸν ἀέρα, ἀσπρογυάλιζε κι ἄρχισε νὰ γίνεται διάφανο. «Μὴν τοὺς ἀφήσεις νὰ διαδίδουν κουτὲς φῆμες γιὰ μένα, ἢ νὰ μὲ κάνουν θεό, Σύμφωνοι Φλέτς; Εἶμαι γλάρος. Μ᾿ ἀρέσει νὰ πετάω, Ἴσως...».
«ΙΩΝΑΘΑΝ!»,
«Καημένε Φλέτς. Μὴ πιστεύεις ὅ,τι λένε τὰ μάτια σου. Δείχνουν μόνο τοὺς περιορισμούς. Νὰ κοιτάζεις τὴν κατανόησή σου, ν᾿ ἀνακαλύπτεις ὅ,τι γνωρίζεις ἤδη, καὶ θὰ δεῖς πῶς πρέπει νὰ πετᾶς».
Τὸ ἀσπρογυάλισμα σταμάτησε. Ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος εἶχε ἐξαφανιστεῖ στὸν ἀέρα.
Ὕστερα ἀπὸ λίγο, ὁ Φλέτσερ Γλάρος σύρθηκε στὸν οὐρανὸ καὶ στάθηκε ἀπέναντι σὲ μιὰ ἐντελῶς καινούργια ὁμάδα μαθητές, ποὺ ἀνυπομονοῦσαν γιὰ τὸ πρῶτο τους μάθημα.
«Πρώτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα», εἶπε βαριά, «πρέπει νὰ καταλάβετε πὼς ἕνας γλάρος εἶναι μία ἀπεριόριστη ἰδέα τῆς λευτεριᾶς, ἕνα ὁμοίωμα τοῦ Μεγάλου Γλάρου κι ὅλο σας τὸ σῶμα, ἀπ᾿ τὴν ἄκρη τῆς μιᾶς φτερούγας σας στὴν ἄλλη, δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἴδια σας ἡ σκέψη».
Οἱ νεαροὶ γλάροι τὸν κοίταξαν εἰρωνικά. Τί μας λέει, σκέφτηκαν, αὐτὸ δὲν εἶναι κανόνας ἀκροβασίας.
Ὁ Φλέτσερ ἀναστέναξε καὶ ξανάρχισε. «Χμ! Ἄ!,.. πολὺ καλά», εἶπε καὶ τοὺς κοίταξε μὲ αὐστηρὸ μάτι. «Ἂς ἀρχίσουμε μὲ πτήσεις σταθεροῦ ὕψους». Καὶ καθὼς τό ῾λεγε, κατάλαβε μονομιᾶς πὼς ὁ φίλος του μὲ ἀπόλυτη εἰλικρίνεια δὲν ἦταν πιὸ θεϊκὸς ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Φλέτσερ.
«Δίχως περιορισμούς, Ἰωνάθαν;» σκέφτηκε. «Τότε λοιπὸν δὲν ἀπέχει πολὺ ὁ καιρὸς ὅταν θὰ φανερωθῶ μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸν ἀέρα στὴ δικιά σου παραλία, νὰ σοῦ δείξω ἕνα δυὸ πράγματα γιὰ τὶς πτήσεις».
Καὶ μολονότι προσπάθησε νὰ φανεῖ αὐστηρὸς στοὺς μαθητές του, ὁ Φλέτσερ Γλάρος τοὺς εἶδε ξαφνικὰ ὅλους ὅπως πραγματικὰ ἦταν, γιὰ μιὰ μόνο στιγμή, κι ὄχι μόνο του ἄρεσε ἀλλὰ ἀγαποῦσε αὐτὸ ποὺ εἶδε. «Δίχως περιορισμούς, Ἰωνάθαν;» σκέφτηκε καὶ χαμογέλασε. Τὸ δικό του κυνήγι τῆς μάθησης εἶχε ἀρχίσει.

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

ειδική αφιέρωση

«Αργοπεθαίνει όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας, επαναλαμβάνοντας κάθε ημέρα τις ίδιες διαδρομές, όποιος δεν αλλάζει περπατησιά, όποιος δεν διακινδυνεύει και δεν αλλάζει χρώμα στα ρούχα του, όποιος δεν μιλά σε όποιον δεν γνωρίζει

.Αργοπεθαίνει όποιος αποφεύγει ένα πάθος, όποιος προτιμά το μαύρο από το άσπρο και τα διαλυτικά σημεία στο "ι" αντί ενός συνόλου συγκινήσεων που κάνουν να λάμπουν τα μάτια, που μετατρέπουν ένα χασμουρητό σε ένα χαμόγελο, που κάνουν την καρδιά να κτυπά στο λάθος και στα συναισθήματα.

Αργοπεθαίνει όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι, όποιος δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του, όποιος δεν διακινδυνεύει την βεβαιότητα για την αβεβαιότητα για να κυνηγήσει ένα όνειρο, όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του να αποφύγει τις εχέφρονες συμβουλές.

Αργοπεθαίνει όποιος δεν ταξιδεύει, όποιος δεν διαβάζει, οποιος δεν ακούει μουσική, όποιος δεν βρίσκει σαγήνη στον εαυτό του.

Αργοπεθαίνει όποιος καταστρέφει τον έρωτά του, όποιος δεν επιτρέπει να τον βοηθήσουν, όποιος περνάει τις ημέρες του παραπονούμενος για τη τύχη του ή για την ασταμάτητη βροχή.

Αργοπεθαίνει όποιος εγκαταλείπει μια ιδέα του πριν την αρχίσει, όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει.

Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις, όταν θυμόμαστε πάντοτε ότι για να είσαι ζωντανός χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό γεγονός της αναπνοής».

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

καλημερα





μ άρεσε, αντανακλούσε και μια συνολική αποτίμηση, τηρουμένων των αναλογιών.

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2010

ματαίωση

.......Μετά πολλήν ώραν σιωπής, καθ' ην ησθανόμην τον παππούν θριαμβεύοντα επί της απειρίας μου, ύψωσα εκ νέου τους οφθαλμούς προς αυτόν:


"Πολλά ταξείδια θα έκαμες εις την ζωήν σου!" τω είπον. Και επρόφερα τας λέξεις μετά θαυμασμού, πολλής μετέχοντος της κολακείας.


Ο παππούς εξαφνίσθη. Προφανώς η ερώτησις τω ήλθεν απροσδόκητος. Επί τινας στιγμάς με ητένισεν ως άνθρωπος σιγηλά διαμαρτυρόμενος κατά τινος συκοφαντίας. Είτα, "Εγώ;" είπεν, "Εγώ ταξείδια; Η γιαγιά σου, η Χατζίδενα!"


Εν τη προφορά των λέξεων τούτων υπεννοείτο ολόκληρος ιστορία. Επειδή όμως εγώ δεν έδειξα ότι εκαταλάμβανα την σημασίαν αυτής, ο παππούς προσέθηκε την ιστορίαν χαμηλή τη φωνή!


"Μια φορά -τότε δεν ήτον ακόμη Χατζίδενα- ψυχή μου, της λέγω, ετάχθηκα να πάγω στην Σαρακηνού, στο πανηγύρι."


"Να πας βέβαια, να πας", λέγ' αυτή. "Ε; Τι σε θέλω δωπέρα; Τι σε θέλω! Να κάθεσαι να με φυλάγης;" Και χαμηλώσας έτι μάλλον την φωνήν "Ο τέτοιος και τέτοιος και τέτοιος" προσέθηκεν ο γέρων εκφραστικώς. "Πολύ καλά" εξακολούθησεν έπειτα. "Ξυρίζουμαι, στολίζουμαι, σελώνω τ' άλογο, βάλλω το σταυρό μου να καβαλικέψω - Να σου την και παρουσιάζεται." Και χαμηλώσας την φωνήν ούτως ώστε μόλις ν' ακούεται ο παππούς,


"Μωρέ που να πάθης, που να δείξης, πού θα πας;" είπε, μιμούμενος της γιαγιάς τα σχήματα. "Ε; πού θα πας;"


"Στην Παναγία, ψυχή μου, στην Σαρακηνού."


"Μωρέ θ' αφήσεις την αγελάδα να πας στην Παναγία; Μωρέ τέτοιε, και τέτοιε και τέτοιε, το πανηγύρι το συλλογέσαι, και την αγελάδα, την γκαστρωμένη την αγελάδα, δεν την συλλογέσαι; Που είναι στην εβδομάδα της, δεν την συλλογέσαι;


Τώρα, θέλω να της συντύχω", είπεν ο παππούς αναλαβών την στάσιν του, "μα που δεν σ' αφήνει νάρθης στην αράδα; Σαν είδα που δεν τα βγάζω στο κεφάλι:


Καλό, ψυχή μου, της λέγω. Εγώ - 'Εβασκέστισα'.


Αμ ο κόσμος; ο κόσμος τι θα πη! Που έκαμες ετοιμασίας κ' αγόρασες τα κεριά και το λάδι και το θυμίαμα! Και τ' άλογο; τ' άλογο τι θα πη που το καλίβωσες και το σέλωσες; Τ' άλογο θέλει δρόμο!" Είπεν ο παππούς κλείσας προς εμέ εκφραστικώς τον οφθαλμόν και περιμένων να τον εννοήσω. Και περιμένων εις μάτην.


"Δεν καταλαμβάνεις;" ανεφώνησεν επί τέλους, "ο καυγάς ήταν για το πάπλωμα! Την εσήκωσα, ψυχή μου, την εκάθισα πάνω στ' άλογο, και την έστειλα στο πανηγύρι με τον αδελφό της."


"Κ' εσύ, παππού;"


"Εγώ, ψυχή μου, εφύλαγα μέσ' στο σταύλο να γεννήσ' η αγελάδα. Και άφησε συ που δεν εγέννησε το γδάρμα", προσέθηκεν έπειτα, ωσάν να έπταιε το ζώον διά την αποτυχίαν, "μόνο μου εσήκωσε 'τ' ογούρι', από τα ταξείδια, και όσαις φοραίς εκίνησ' από τότε για ταξείδι, ψυχή μου, βρέθηκεν εμπόδιο μέσ' στο δρόμο μου!"


"Πώς, παππού;"


"Αι!" είπεν εκείνος, αμηχανών, πώς να συνδυάση τα οδοιπορικά του ατυχήματα με τον καθυστερήσαντα τοκετόν της αγελάδος. "Αυτό κι εγώ δεν το ξέρω. Μα, σαν είναι μέσα ναικατωμένη η γιαγιά σου, η Χατζίδενα, πάνε συ πλεια ναύρης λογαριασμό! Πώς σου το κατάφερνε, ψυχή μου, πώς σου το μαστόρευε - είναι να χάσης τον νου σου! Όσαις φοραίς ετοιμάχθηκα να ταξειδεύσω - Πότ' εγεννούσε κάνα πράμμα, πότε ξεπετούσε το μελίσσι, πότ' αρρωστούσε κανένας, πότε ήρχονταν 'μουσαφίρης' - Θαρρείς που τα είχε παραγγελμένα, ψυχή μου, ίσα ίσα την ώρα που έκαμνα τον σταυρό μου να καβαλικέψω!"


Τόσα χρόνια πανδρεμένος, εγώ έκαμνα ταις ετοιμασίαις κ' εκείνη πήγαινε στο ταξείδι! Έτσι στο Ραιδεστό. έτσι στην Συληβριά. έτσι στην Μήδεια. έτσι παντού. Ένα ταξείδι, ψυχή μου, αυτό το μελετούσα στα κρυφά, το φύλαγα για λόγου μου. Καιρούς και χρόνους εμάζευα τα 'μαδιά' και τα έκρυβα όπου κι όπως ειμπορούσα. Σαν εμάζωξα πενήντα χιλιάδες γρόσια, το βάλλω μια μέρα στο 'κέφι', και φωνάζω την γιαγιά σου - Όταν το είχα στο κέφι δεν την εγιώρταζα πολύ πολύ. - Της λέγω λοιπόν, ψυχή μου, έτσι δα μ' απόφασι:


"Χρουσή! Εβάλθηκα να πάγω σε ταξείδι, κύτταξε μην είναι κανένα πράμμα ετοιμόγεννο, ή άρρωστο, ή χρειαζούμενο, και κύτταξε μην έμβη κανένας 'μουσαφίρης' στο σπίτι γιατί, διες, του σπάζω τα πόδια του!" Και ο παππούς έκαμεν ως εάν εθαύμαζε τον εαυτόν του πώς τα εκατάφερεν. "Σε ήθελα, είπεν είτα προς εμέ, να την διης πώς τα εχρειάσθηκε! Τσιμουδιά δεν έβγαλε! Κ' εγώ αυτό ήθελα. Στέλνω, ψυχή μου, στον πνευματικό κι έρχεται κ' εξομολογούμαι. φωνάζω την γιαγιά σου μπροστά του και της γράφω όλον τον βιον επάνω της. Φωνάζω τους χωριανούς και παίρνω συγχώρεσι από τον καθένα, γιατί διες, ψυχή μου, το ταξείδι είναι το μακρύτερο ταξείδι του κόσμου, κ' εμείς έχουμε ζωή και θάνατο!


Την άλλη την ημέρα τραβώ το άλογο και κάμνω το σταυρό μου να καβαλικέψω. Η γιαγιά σου -τότε δεν ήταν ακόμη Χατζίδενα- έσκυψεν από την θύραν να με διη. εγώ το είχα 'τσατισμένο'. κύτταξε! Μια να μ' έβγαζε τίποτε στην μέση, τώπαιρνεν η ευχή! Η γιαγιά σου το ήξευρε. δεν είπε λόγο. Κ' εγώ αυτό ήθελα. Σαν έκαμα τον σταυρό μου να καβαλικέψω.


'Έλα, Χρουσή,' της είπα 'έχουμε ζωή και θάνατο! Συχώρα με και Θεός σχωρέσοι σε!' Εκεί, ψυχή μου, την παίρνουν τα κλάματα", είπεν ο παππούς τεταραγμένος, ως εάν συνέβαινε το πράγμα ταύτην την στιγμήν ενώπιόν του. Και προσπαθών όσον το επ' αυτώ να παραστήση την μεγάλην της συζύγου θλίψιν:


"Αχ! που να μην έσωνα! Που να μην τη έδειχνα!" Είπεν ο παππούς μιξοκλαίων. "Η άτυχη, η κακόμοιρη, η αρίζικη! Που θα χάσω το ταίρι μου! τον νοικοκύρη μου! τον αφέντη μου!"


Και εκπεπληγμένος εκ των κοσμητικών τούτων του επιθέτων ο παππούς: "Αυτό, ψυχή μου", είπε, "δεν το επερίμενα. Όλος ο κόσμος να χαλούσε - το είχα τσατισμένο. Μα σαν είδα την γιαγιά σου, την γυναίκα μου, να κλαίη, εκόπησαν τα ύπατά μου! Πώς να την αφήσω να πάγω στην άκρηα του κόσμου;


'Είμαι ταμμένος στον 'Aγιον Τάφο', της λέγω, ψυχή μου, 'πώς να κάμω τώρα; Σαν δεν πάγω θα κριματισθούμεν.'


'Σαν είσαι συ ταμμένος, νοικοκύρη μου, ανδρόγυνο δεν είμασθε; ένα πράμα είμασθε. Είτε συ επήγες, είτ' εγώ, το ίδιο πράμμα κάνει.'


Τα δάκρυα στα μάτια της!" είπεν ο παππούς, αλλάξας τον τόνον της φωνής του, "τι να πω; Την αναβιβάζω , ψυχή μου, στ' άλογο, και την στέλνω στον 'Aγιο Τάφο με τον αδερφό της.


Από τότε και να πάγη", είπεν ο παππούς κροτών τας παλάμας, ως εάν τας εξεσκόνιζεν, "από τότε και να πάγη δεν εδοκίμασα να ταξειδεύσω."


"Και τον κόσμο που εγύρισες, παππού, τα μεγάλα ταξείδια που έκαμες, θα τα έκαμες λοιπόν πριν πάρης την γιαγιά; ορίστε;"


Ο παππούς ανέλαβε πάλι το εργόχειρόν του. θλιβερόν μειδίαμα εκάθητο επί των χειλέων του.


"Πριν με δώσουν στην γιαγιά σου την Χατζίδενα", είπε ταπεινώσας τους οφθαλμούς, "δεν ήμουν αγόρι!"


"Αμ' τι, παππού; κορίτσι ήσουνα;"


"Πες πως ήμουνα κορίτσι, ψυχή μου", είπεν ο παππούς με το θλιβερόν του μειδίαμα, "αφού κ' εγώ το θαρρούσα πως ήμουνα, κι ο κόσμος το επίστευεν."


Αι λέξεις μοι ενεποίησαν παράξενον εντύπωσιν. Ο παππούς εκράτει εις τας χείρας του γυναικείον εργόχειρον. και μ' όλον το λεβέντικόν του ανάστημα - το επιμελώς εξουρισμένον πρόσωπον, ο φιλαρέσκως επί των οριών του άνω χείλους ψαλιδισμένος μύσταξ, η όλη της μορφής του έκφρασις μοι εφάνη την στιγμήν εκείνην ενέχουσα πολύ το θηλυπρεπές και γυναικείον.


"Ναι, ναι, ψυχή μου", είπεν ο παππούς αναστενάξας και γενόμενος αίφνης σύννους. "Εσείς ζήτε σε χρυσούς καιρούς τώρα, σε χρυσούς καιρούς! Ταξειδεύτε σ' ό,τι ώρα θέλετε, σ' όποια χώρα θέλετε. Και το κάτω κάτω, ψυχή μου, ξέρετε τι είστε. Εμείς εζούσαμεν σε βίσεκτους καιρούς, δυστυχισμένους χρόνους! Οι μάναις μας εγονάτιζαν μπρος σταις εικόναις, ψυχή μου, και έκλαιαν στην Παναγία ή να τους δώση κορίτσι, ή να σκοτώση το παιδί, που είχανε στα σπλάγχνα τους, διά να μη γεννηθή αγόρι."


"Γιατί, παππού;"


"Γιατί κάθε λίγο και πολύ", είπεν ο παππούς ολονέν σκυθρωπότερος, "έβγαινε, ψυχή μου, το Γιανιτσαριό - κάτι μεγάλοι και φοβεροί Τουρκαλάδες, με τ' αψηλά τα 'καβούκια', με τα κόκκινα καβάδια, κ' εγύριζαν αρματομένοι στα χωριά, με τον 'ιμάμην' εμπρός με τον 'τσελάτη' καταπόδι, κ' εμάζωναν τα ευμορφότερα χριστιανόπαιδα, ψυχή μου, και τα τούρκευαν."


"Γιατί, παππού;"


"Για να τα κάμουν Γιανιτσάρους", είπεν ο γέρων αγανακτών. "Για να τα κάμουν σαν το εαυτό τους. να έρχωνται πίσω στην χώρα, σαν μεγαλώσουν και ξεχάσουν που είναι Ρωμηόπουλα, να σφάζουν τους ίδιους των γονείς, που τα γέννησαν, και ν' ατιμάζουν ταις ίδιαις των αδελφαίς, που βύζαξαν από ένα γάλα!

Ανάθεμα την ώρα

την πρώτην Απριλιά,


που βγήκε το Ιζάμι


και μάζωξε παιδιά!"



Εστέναξεν απαγγείλας ο παππούς και απέμαξε τα δάκρυά του.


"Γι' αυτό", εξακολούθησε έπειτα, "όταν εγεννήθηκα εγώ, ψυχή μου, και μ' εβάφτισαν, με έβγαλαν 'Γεωργιά'. που θαπη, μου έδωκαν θηλυκόν όνομα, καθώς έβγαζαν τότε Κωνσταντινιά και Θανασία και Δημήτρω - όλα αρσενικά παιδιά, ψυχή μου, με θηλυκόν όνομα- Και μαζί με το όνομα, μ' εφόρεσαν και κοριτσίστικα ρούχα.


Όσα χρονάκια πέρασαν, ψυχή μου, τόσαις φοραίς από την θύραν του σπιτιού μας δεν εβγήκα, σαν καψοκόριτσο που θάρρευα να είμαι. Σαν έγεινα καμμιά δεκαριά χρονώ, με πιάνει μιαν ημέρα - Θεός σχωρέσ' τονα- ο κύρης μου, με καθίζει στο σκαμνί, με κόφτει ταις μεγάλαις μου πλεξούδαις, μου βγάζει τα φουστανέλια και:


'Διες εδώ', με λέγει, 'Γεωργιά, από σήμερα και να πάγη είσαι 'Γεώργης', είσαι αγόρι. από αύριο και να πάγη είσαι άνδρας, ο άνδρας της Χρουσής, που παίζετε κάθε μέρα ταις κούκλαις και τα πεντόβολα.'


Αυτό ήταν όλο κι όλο, που με είπε, και μ' εφόρεσε τ' αγορίστικα ρούχα.


Την άλλη μέρα, ψυχή μου, ήλθαν τα βιολιά και τα λαγούτα, και μ' επήραν στην εκκλησιά, και μ' εστεφάνωσαν με την γιαγιά σου."


"Πώς, παππού; Έτσι μικρός που ήσουνα;"


"Ναι, ψυχή μου", είπεν ο παππούς συναπορών και αυτός. "Ακόμα δεν έμαθα πώς να δένω το καινούριο μου καβάδι, και μ' έδωσαν και γυναίκα για να κυβερνήσω! Μα", είπεν είτα συνωφρυωμένος, "έπρεπε να γένη. Περισσότερον καιρό δεν μπορούσαν να με κρύψουν. και το φερμάνι έλεγε, πως μόνον τους ανύπανδρους να παίρνουν οι Γιανίτσαροι. Μ' επάνδρεψαν λοιπόν 'εν πομπή και παρατάξει', και έτσι, ψυχή μου, αντί να με πάρη κανένας Γιανίτσαρος - μ' επήρεν η γιαγιά σου."


"Και που θα πη λοιπόν, παππού, εσύ δεν έκαμες μητ' ένα ταξείδι στην ζωήν σου! Μήτε, πριν πανδρευθής, δεν εταξείδευσες;"


Ο παππούς επί τινάς στιγμάς εφάνη αμηχανών, πώς πρέπει ν' απαντήση. Έπειτα χαμηλώσας αιδημόνως το βλέμμα:


"Τι να σε πω, ψυχή μου", είπε. "Πριν πανδρευθώ έκαμα ένα ταξείδι, μα -τι τα θέλεις- έμεινε κι αυτό στην μέση. Έμειν' ατελείωτο..."


"Πώς, παππού; Πότε;"


Ο γέρων παρήτησε το εργόχειρόν του χαμαί, και τείνας το βλέμμα προς τον ορίζοντα, εφαίνετο ενασχολών σιγηλά τους οφθαλμούς του με την θέαν της προ ημών εκτεινομένης χωριογραφίας.


Ο ουρανός ήτον ανέφελος. ο ήλιος χαμηλά εις τον ορίζοντα. Και το υψηλόν της θέσεως, εφ' ης ευρισκόμεθα, παρείχεν εις τον θεατήν λίαν αχανές και όμως λίαν ευπερίληπτον πανόραμα.


Περί τα κράσπεδα της ακροπόλεως, αμέσως υπό τα βλέμματά μας, έκειντο κατά συγκεχυμένας ομάδας αι οικίαι της πολίχνης, εν ταις αυλαίς των οποίων έβλεπε τις άνδρας, γυναίκας, παιδία, ενασχολουμένους να εισαγάγωσι τα φθινοπωρινά αυτών προϊόντα εις τας αποθήκας. Αμέσως περί την πόλιν εφαίνοντο οι λαχανόκηποι με τα γηραλέα, τα φυλλοροούντα δένδρα περί τους λελυμένους φραγμούς των. και τους τελευταίους τρυγητάς, φορτώνοντας τα όψιμα λαχανικά επί των αμαξών των. αυτού πλησίον εκάπνιζον καιόμενα τα άχρηστα απομεινάρια των ερήμων πλέον αλωνίων. Παρέκει ήρχοντο εκτεινόμενοι ημικυκλικώς εις μεγίστην ακτίνα οι καρποφορώτατοι της χώρας αγροί, εν οις όμως δεν εσείοντο πλέον βαρείς των δημητριακών οι στάχυς, ως επιφάνεια ξανθής κυμαινομένης θαλάσσας, αλλ' έβοσκον ελευθέρως, δαπανώντα και την τελευταίαν χλωράν βοτάνην τα βραδέως προς την πόλιν επιστρέφοντα ποίμνια και αι αγέλαι. Εις το απώτατον του ορίζοντος βάθος έκλειον, ως υψηλόν περιθώριον, την αχανή ταύτην εικόνα οι αμπελώνες του τόπου, έρημοι και ούτοι μετά τον τρυγητόν κ' εγκαταλελειμμένοι. Η λαμπρά ποικιλία των τελευταίων φθινοπωρινών χρωμάτων, οι κατά συχνά διαστήματα διαυλακούντες την χώραν ποταμίσκοι, τα παρά τας όχθας αυτών γραφικώς εγειρόμενα συμπλέγματα δένδρων και οικοδομών, οι κατά τόπους ως μέγιστα κωνοειδή χώματα υψούμενοι των Οδρυσών τύμβοι όχι μόνον διέκοπτον την συνήθη των επιπέδων χωριογραφιών μονοτονίαν, αλλά και παρείχον εις την απέραντον εκείνην εικόνα έκτακτον, θαυμασίαν ενότητα και ποικιλίαν.


Και όμως προ του τεπνοτάτου τούτου θεάματος - το ενθυμούμαι ακόμη- μυστική τις ανησυχία, θλιβερόν τι προαίσθημα συνείχε την καρδιάν μου. Ενόμιζες, ότι η ζωή, η άλλοτε τόσον σφριγωδώς επί της χώρας ταύτης επανθήσασα, υπεχώρει τώρα βραδέως, αλλά σταθερώς προς τους ενδοτάτους μυχούς της φύσεως. η δ' επί της όψεως αυτής εναπομένουσα λαμπρότης δεν ήτον ει μη το τελευταίον, το ύστατον μειδίαμα επί των χειλέων του θανατιώντος.


Ο παππούς, αφ' ου εφ' ικανήν ώραν ενησχολήθη με το θέαμα τούτο σιωπηλός και αφηρημένος, εστήριξε το βλέμμα επί ενός των απωτέρων κωνοειδών χωμάτων εις το βάθος του ορίζοντος και δείξας διά του δακτύλου:


"Την βλέπεις, ψυχή μου", είπεν "εκείνην την 'τούμβα';"


"Ποιαν, παππού;"


"Να, εκείνην την αψηλότερη από όλαις ταις άλλαις, που φαίνεται εκεί που τελειώνει της γης το πρόσωπο."


"Την βλέπω. εγγίζει τον ουρανό με την κορφή της, παππού."


"''Aι χακ'!" είπεν ο παππούς, ευχαριστημένος εκ της απαντήσεως. "Ο ουρανός ακουμβά πάνου της. Δεν ακουμβά;"


"Ναι, παππού! Η γης τελειώνει αυτού πέρα και αρχίζει ο ουρανός."


"'Aι χακ!" Ανεφώνησεν ο γέρων έτι μάλλον ευχαριστημένος. Είτα προσηλώσας επ' εμού υπερήφανον βλέμμα - "Ως εκεί πέρα", είπε, "μ' εβάσταξε να ταξειδέψω!"


Και επρόφερε τας λέξεις με ύφος τόσον εναβρυντικόν, ώστε δεν ηννόησα ευθύς εάν του παππού του εβάσταξε να ταξειδεύση μέχρι του ουρανού, ή μέχρι της 'τούμβας', εφ' ης εφαίνετο ο ουρανός στηριζόμενος.


Ο παππούς εξηκολούθησεν.


"Η 'τούμβα' φαίνεται από το παράθυρό μας. από μικρό παιδί την έβλεπα και το είχα ένα 'μεράκι' - μια μεγάλη επιθυμία- να ήτανε βολετό να πήγαινα εκεί κάτω, ν' αναίβω στην κορφή της 'τούμβας', να μβω εις τα ουράνια. Μα έλα που ήμουν κορίτσι! Πώς να βγω μέσα στους δρόμους;


Σαν μ' έκοψεν ο κύρης μου τα μαλλιά και μ' έβαλε καβάδι, και μ' έκαμεν, έτσι διά μιας αγόρι -εκείνοι εψαλίδιζαν χαρτιά και έπλεκαν του γάμου τα στεφάνια, εγώ, μια κλωθογυρνώ την άκρην άκρη, και βγαίνω στην αυλή. Το ταξείδι είχα στο νου μου, και μόνο το ταξείδι."


Μετά τινά σιωπήν, καθ' ην ο παππούς εφαίνετο συγκεντρών τας αναμνήσεις του:


"Έξω από τ' ορνιθαριό", είπεν, "ήτον ένα ξύλο στημένο, με κάτι ξυλάκια σταυρωτά πάνω σ' αυτό καρφωμένα, για να πατούν οι όρνιθες ν' αναιβαίνουν σταις φωλιαίς των. Το είχα από μιας αρχής στο μάτι. Θα τ' ακουμβήσω στο γυαλί του ουρανού, έλεγα με το νου μου, σαν σκάλα, θ' αναίβω, θα τρυπήσω μια τρύπα - θαμβώ μέσα. Έτσι, ψυχή μου, σου παίρνω το ξύλο στον ώμο, και, σαν με διουν, ας με γράψουν!


Βγαίνω από την αυλή, στρίβω δεξιά και -δρόμο! Ο κόσμος που μ' έβλεπε, πού να με γνωρίση πως ήμουν η Γεωργιά η θυγατέρα του Σύρμα! Ήταν σαν να ήρθα πρώτη φορά στον κόσμο.


Ως και η Χρουσή, η γιαγιά σου, που με είδεν έτσι με το καβάδι, μ' έβαλε μπροστά με ταις πέτραις. Όχι τάχα πως μ' εγνώρισεν. μα έτσι τα κατάτρεχεν από μιας αρχής τ' αγόρια. Εγώ -δρόμο. Από τέτοιο ταξείδι, ποιος μπορεί να μ' εμποδίση; Βγαίνω στους κήπους. μβαίνω στα χωράφια. περνώ τον ποταμό. τα μάτια καρφωμένα στην 'τούμβα', και -δρόμο. Πάγω ένα μίλι, πάγω δύο. Μα -τι θαρρείς, ψυχή μου; Η 'τούμβα', όσο προχωρώ, τραβιέται μακρότερα! Ο ουρανός, όσο κοντεύω, σηκώνετ' αψηλότερα! Α! αυτό, ψυχή μου, μ' έκοψε τα γόνατα! Κουρασμένος ήμουν από πολύ προτήτερα, μα δεν μ' αποφάνηκε, παρά σαν είδα πως η άκρα του ουρανού επήγαινεν όλον εν μακρύτερ' από την 'τούμβαν', που ελογάριαζα να εύρω. Τότε μου εκόπηκε το 'χαβέσι', και έννοιωσα, πως είμαι κουρασμένος, πως πεινώ, πως το ξύλο που σηκόνω βαραίνει σαν μολύβι, πως άρχησε να βραδυάζη και -τι τα θέλεις, ψυχή μου;- τότες εγύρισα πίσω κι αφήκα το ταξείδι ατελείωτο!


Γιατί, διες", επρόσθεσεν είτ' αμέσως ο γέρων, "εσυλλογίσθηκα κοντά στ' άλλα και τον κύρη μου. Αυτός - Θεός σχωρέσ' τονε- δεν έμοιαζε την γιαγιά σου, την Χατζίδενα."


"Πώς, παππού;"


"Χμ!" είπεν εκείνος, εκφραστικώς μειδιάσας. "Η γιαγιά σου, ψυχή μου, μπουμπουνίζει, μα δεν βρέχει. Ο κύρης μου έβρεχε, μα δεν εμπουμπούνιζε! Γι' αυτό, ψυχή μου, εγύρισα πίσω. - Ήταν 'το μόνο ταξείδι της ζωής μου', επρόσθεσεν είτα σύννους ο γέρων, μα - έμειν' ατελείωτο."


"Και τα πράγματα, που είδες παππού, και ξεύρης;" ηρώτησα εγώ τότε εν μεγίστη απορία. - "Στην χώρα που ψήν' ο ήλιος το ψωμί εκεί κοντά που ζουν οι Σκυλοκέφαλοι, πότε επήγες, παππού;"


"Ω!" είπεν εκείνος τότε. "Αυτού, ψυχή μου, δεν επήγα. με τ' αφηγήθηκε η γιαγιά μου, όταν μ' εμάθαινε να πλέκω."


"Και στης θάλασσας τον αφαλό, παππού, που βγαίνει η Φώκια και πιάνει τα καράβια, και τα ρωτά για τον Αλέξανδρο τον βασιλέα; Κ' εκεί δεν επήγες;"


"Όχι, ψυχή μου! Κι αυτό με τ' αφηγήθηκ' η γιαγιά μου."


"Και στο σπήλαιο, παππού, που είν' η Μάγισσα, που μαρμαρώνει τους ανθρώπους, κ' εκεί δεν επήγες;"


"Όχι, ψυχή μου! Η γιαγιά μου, με τ' αφηγήθηκε, η γιαγιά μου."


Απερίγραπτος είναι η αύξουσα έντασις της απογοητεύσεώς μου ανά πάσα αυτού απόκρισιν. Όλη λοιπόν η μεγάλη εκείνη ιδέα μου περί των ταξειδίων του παππού, όλη μου η προς αυτόν υπόληψις κ' εμπιστοσύνη διά την κοσμογνωσίαν και πολυπειρίαν του περιωρίζετο έξαφνα εις τας διηγήσεις, δηλαδή τα παραμύθια, τα οποία ήκουσεν από την μάμμην του, καθ' όν χρόνον είχε την αφέλειαν να πιστεύη ο πτωχός και το ότι ήτο θηλυκού και ουχί αρσενικού γένους! Απελπισία και αγανάκτησις κατείχε την καρδίαν μου.


"Και ταις βασιλοπούλαις, παππού, και αυταίς λοιπόν δεν ταις είδες με τα μάτια σου; και δεν έφαγες και δεν εκουβέντιασες μαζί των;"


"Ποιαις βασιλοπούλαις, ψυχή μου;"


"Να! Αυταίς που ερωτεύονται με τα ραφτόπουλα, και αρρωστούν από την αγάπη, και στέλνουν τον πατέρα τους, τον βασιλέα με την κορώνα, να πάγη να παρακαλέση τον γαμβρόν; Δεν θυμάσαι, που με τώλεγες; Δεν θυμάσαι την Χρυσόμαλλη Νεράιδα και τα λευκονδυμένα νεραϊδόπουλα, που τραγουδούν, παππού, και γελούν και χορατεύουν, και ράφτουν τα νυφιάτικα, χωρίς ραφή και ράμμα;"


"Αχ! ψυχή μου!" είπεν ο γέρων τότε λυπημένος. "Αυτό το άκουσα από τη γιαγιά μου, όταν μ' εμάθαινε να κεντώ και να ράφτω! Μα θαρρώ, ψυχή μου, πως μήτ' εκείνη δεν το είδε με τα μάτια της!"


Τούτο διέλυσε και την ελαχίστην μου πλάνην!... Εις το χαρέμιον της Βαλιδέ-Σουλτάνας, όπισθεν του στρογγύλου ερμαρίου εν τω τοίχω, δεν μ' επερίμενε λοιπόν η βασιλοπούλα! Και δεν ήτον αυτή που μ' έδιδε τα μοσχομυρισμένα εκείνα γλυκίσματα, αλλά τις οίδε τι πιναρός, ρικνοπρόσωπος, πλατύστομος γερο-Αράπης! Είχον δίκαιον οι συμμαθηταί μου!


Αλλά λοιπόν αι κακουχίαι και τα βάσανα, όσα υπέστην, και όσα έμελλον να υποστώ, με την γλυκείαν ελπίδα, να επιστρέψω ποτέ εις το χωρίον με μίαν βασιλοπούλαν εις το πλευρόν μου, επήγαινεν εις τα χαμένα; επήγαν διά τίποτε; Καλά, παππού! Αν με διής και συ ποτέ να ξαναπιάσω βελόνι, πες πως είμαι θηλυκός και δεν το ξεύρω!


Και τον ενδιάθετον τούτον λόγον ητοιμαζόμην να προφέρω, ελέγχων συγχρόνως τον παππούν, διότι έγεινεν αιτία να υπάγω εις την Πόλιν να κακουχηθώ επί ματαίω. Αλλ' ότε, υψώσας τους οφθαλμούς, είδον τον παππού με το ονειροπολούν αυτού βλέμμα διαρκώς προσηλωμένον μακράν επί της κορυφής του κωνοειδούς εκείνου χώματος, από του οποίου ήλπισέ ποτε να εισέλθη εις τα ουράνια, δεν ηξεύρω ποία μυστηριώδης δύναμις εδέσμευσε την φωνήν επί της γλώσσης μου.


Ο ήλιος είχε κατέλθει πολύ χαμηλότερα προς την δύσιν. Πάσα ύπαρξις, πάσα εκδήλωσις ζωής απεσύρετο σιγαλά και βραδέως προς τα ενδοτέρω της πόλεως.


Η έκφρασις της χωριογραφίας μοι εφάνη τώρα μελαγχολικοτέρα, θλιβερωτέρα. Η καρδία μου εταράχθη εκ νέου. Μεταξύ της φυσιογνωμίας της σκηνής και της εκφράσεως του ωχρού και μαραμένου του παππού προσώπου, όπως εφωτίζετο υπό των τελευταίων του ηλίου ακτίνων, υπήρχε τόση ομοιότης, τόση στενή συγγένεια!...


Ο καϋμένος ο παππούς! Εσκέφθην προς εμαυτόν, επάλευε κ' ενίκησεν τον άγγελον χωρίς της βοηθείας μου, αλλά εξαντλήθη και αδυνάτησε τόσο πολύ, που, αν ξανακυλήση έτσι καθώς είναι κανείς δεν τον γλυτώνει.


"'Aρχισε να κάμνη κρύο, ψυχή μου", είπεν ο γέρων έξαφνα. "Έλα να πάμε."


Τω έτεινα σιωπηλώς την χείρα και υποστηρίζων αυτόν όσον ηδυνάμην, τον συνώδευσα εις την οικίαν του.


Την νύκτα εκείνην τω όντι πολύ ψύχος. Τη δε πρωία της επιούσης παχεία πάχνη έκειτο λευκάζουσα επί των μεμαραμένων φύλλων των καλυπτόντων το έδαφος του κήπου μας. Μόλις αφυπνίσθην και έδραμον εις την οικίαν του αγαπητού μου παππού. Αλλ' οποία διαφορά από της χθες μέχρι σήμερον! Πλήθος συγγενών και οικείων συνωστίζοντο σοβαροί και άφωνοι εις την αυλήν, εις το κατώγειον εις την 'σάλαν' της γιαγιάς, εν τω μέσω της οποίας έκειτο μακρύς ο παππούς - Εφαίνετο πως δεν εξύπνησεν ακόμη.


Βαθεία ειρήνη εβασίλευεν επί της μορφής του. Μία υπερκόσμιος αίγλη, εν είδει μειδιάματος βαθμηδόν αποσβεννυμένου έπαιζε με τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.


Η γιαγιά με τας χείρας θηλυκωμένας περί τα γόνατά της, με το απελπισμένον της βλέμμα απλανές, επί της όψεως του παππού, εκάθητο ωχρά, βωβή, ακίνητος ως απολιθωμένη παρά τον πλευρόν του. Η ταλαίπωρος! Τι δεν θα έδιδεν όπως τον εμποδίση από τούτο το ταξείδιον! Διότι το μειδίαμα του παππού ήτον η λάμψις, ην έσυρεν οπίσω της η προς ουρανόν αποδημούσα ψυχή του.


Διότι ο καϋμένος ο παππούς συνεπλήρωνε αληθώς τώρα 'το μόνον της ζωής του ταξείδιον'!


απόσπασμα απο "το μόνον της ζωής μου ταξείδιον"

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

Σημεία αναφοράς.....Καλημέρα



η Δανία του Νότου με τις άθλιες οικονομικές πρακτικές που ακολούθησε,ελληναράδικα 30 χρόνια τώρα, κινδυνεύει όχι μόνο οικονομικά,αλλά πολιτικά, κοινωνικά και θεσμικά...


Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

για μια φουχτα ευ





Σαν το παράπονο στη φράση: Εδώ και τώρα
Σαν το σπασμένο φαρμακείο στις δύο η ώρα
Σαν το καμένο το γήπεδο, σαν το αμόκ της μηχανής σου
μέσα απ' τις βιτρίνας τα θρύψαλα ακούω τη ψυχή σου

Κι όπως σ' ένα τοπίο μυστικό, αντικριστά στο κήτος
έτσι μια ευλογία που αγνοώ, με κρατάει στο δικό σου το μήκος

Μου 'στειλαν μηνύματα οι βιαστικοί σου οι νάνοι
απ' το παραλήρημα της χώρας σου που αυξάνει
Τρεις και μισή ξημερώματα, σαν διαδήλωση που πήζει
μαύρο γυαλί δίχως πρόσωπο και ξαφνικά ραγίζει

Και στου σκοτωμένου το σφυγμό, στο φλας του ασθενοφόρου
καθρεφτίζει κάτι απ' την ηχώ του Θεού στο βυθό του Εωσφόρου

Οι ρυθμοί μου λύσσαξαν μα δεν κρατούν τον ήχο
της μοναξιάς σου όταν κλαις και χτυπάς τον τοίχο
Μες της αυγής το μισόφωτο σβήνω μίλια γραμμένης ύλης
να βρεις τη σελίδα κατάλευκη να μπεις και ν' ανατείλεις

Μ' ένα παρανάλωμα παντού, στη Θεϊκή σου αλήθεια
σαν φωτογραφία ενός παιδιού που μου λέει: Αναγνώστη βοήθεια

Θύρα επτά και Θύρα κάτω απ' τις ερπύστριες
Όλα διαβήκαν απ' τις γλώσσες τις στραγγαλίστριες
Κι όμως εγώ σ' αφουγκράστηκα σαν λεξούλα ενός αγνώστου
κι όχι σαν μέρος του λόγου τους και του δικού τους πόστου

Για να σ' αγκαλιάσω με καημό και τόσο να σε νιώσω
Όσο είναι τοπίο μυστικό τούτο εδώ που ποθώ ν' αποδώσω

Αιτή

Είπαν να γράψω για την ..Αιτή.
Γράφεται το αυτονόητο, το αποτρόπαιο; Γράφεται ο πόνος εκείνος που σχίζει και κατασπαράζει τα σωθικά,τις ζωές ως όντα, τις ψυχές ως φιλοσοφικά όντα,η φρίκη γράφεται με λέξεις όταν καμια σύμπτωση κακή κι αναγκαιότητα δεν σε πέρασαν απ το καμίνι της;
Και μήπως αποτελεί επίφαση και άλλοθι και ψευδαίσθηση η ιδεα πως κάτι είπα κι εγώ γι αυτό το δράμα που με συγκλόνισε;;;
Πόσο με συγκλόνισε,τόσο που έγινα έστω και λίγο καλύτερος; -όχι
Ποσο;
Που έστειλα γάζες και αντιβιοτικά μ ενα κλικ;
Λες;
Πόσο. Που χωρίς να είμαι στο φονικό σεισμό μπορώ να καταβαραθρώνω, συνανθρώπους και συνειδήσεις και τιμές και υπολήψεις στα πλαίσια του ισχυροτέρου;

Πόσο που ανοίγω ρήγματα να εξολοθρεύσω, αλλά λυπάμαι πολύ βαθιά.....!!!!!
Ε, όχι λοιπόν. Ο άνθρωπος είναι μια ολοτητα, είναι ίδιος και το υλικό του, η ποιότητά του, τα πανί της ύφανσης είναι ίδιο πάντα.Συγκλονίζεται επειδή πρέπει να συγκλονισθεί, φριττει επειδή οφείλει να φρίκιά όταν είναι μακριά, ανώδυνα και πραγματικά αδύνατον να του επιφέρουν προσωπική βλάβη. Για τα ίδια πράγματα σε διαφορετικές πιθανόν εφαρμογές της ζωής, επιχαίρει, μισεί, προξενεί βλάβες ανερυθρίαστα και δολίως με στοχο το μικρό ή μεγάλο συμφέρον.
Δεν μπορώ λοιπόν να είμαι τόσο θρηνητική και οργισμένη για την Αιτη, δεν μπορούμε.
Ας είμαστε σιωπηλοί, ένοχοι και ντροπιασμένοι, αν θεωρούμε ότι ένα μερίδιο ευθύνης αναλογεί σε όλους μας. Κι όχι βέβαια για την φυσική αναπότρεπτη καταστροφή. αλλά για την επιστημονική διατύπωση, ότι αν δεν ήταν τόσο φτωχοί, ο σεισμός αυτός θα ήταν πολυ λιγότερο βιβλικός....

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2010

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

οι ....αιωνες για τον χρόνο.

Ό,τι είναι παρελθόν, είναι πρόλογος

Δεν υπάρχει παρόν. Υπάρχει μόνο το άμεσο μέλλον και το πρόσφατο παρελθόν.

Όποιος βιάζεται δείχνει ότι αυτό με το οποίο ασχολείται είναι πολύ μεγάλο για τα μέτρα του.

Η έγνοια της μετριότητας είναι πως θα σκοτώσει το χρόνο. Ο ιδιοφυής προσπαθεί να εκμεταλλευτεί κάθε δευτερόλεπτο.



Απ τες Eννιά

Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθισα εδώ. Κάθουμουν χωρίς να διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.

Το είδωλον του νέου σώματός μου,
απ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμισε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή τι τολμηρή ηδονή!
Κ'; επίσης μ'; έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.

Το είδωλον του νέου σώματός μου
ήλθε και μ'; έφερε και τα λυπητερά·
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.

Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984


Ο χρόνος είναι η αμαρτία της αιωνιότητας


Άργησα τόσο την πορεία μου στον κόσμο, που ήρθε το σούρουπο κι' έχασα τον δρόμο μου για πάντα.


Καλή βδομάδα!

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2010

μυθολογία



...Θα επέστρεφε.Πού; Σ εκείνη τη μυθική παραλία που ποτέ δεν υπήρξε; Σ εκείνο το ψέμα του λατρεμένου κοριτσιού, σ εκείνη τη φαντασίωση μιας συνάντησης δίπλα στη θάλασσα, που την είχε επινοήσει εκείνη για να τον κάνει να νιώσει καθαρός,αθώος, βέβαιος για την αγάπη;


τουτον τον μηνα....




εξαιρετικά αφιερωμένο

το ...Δηθεν

οι "χαλασμενες" ψυχοσυνθέσεις που παλινδρομούν και φλερτάρουν με όλα είναι η αποθέωση του δήθεν,η απεικόνιση της αξιακής αποφλοίωσης και του χαμαιλεοντισμού, η αναπαράσταση του καιροσκοπισμού και της καθ οιονδήποτε τρόπο εκμετάλλευσης καταστάσεων, πραγμάτων και βεβαίως ανθρώπων και ανθρωπίνων καταστάσεων. το χειρότερο είδος κοινωνικής μερίδας, εκείνο που δεν έχει συγκεκριμένη ταυτότητα, αλλά την διαμορφώνει αναλόγως των αναγκών καιτων συνθηκών με την μόνιμη προσδοκία να μπορεί να "παίξει", κερδίζοντας σε όλα τα παιχνίδια, αφού μη δηλώνοντας ταυτότητα δεν του απαγορεύεται η είσοδος ....

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010




Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010

Ο δρομος αυτος δεν τελειώνει.....




.....Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή
δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ
ψίθυροι σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια σαν
την ανάμνηση της φωνή σου λέγοντας "ευτυχία"

Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών
κάτω απ' τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλειστά πηγάδια
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες που μου ξεφεύγουν
εκεί που τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ο άνθρωπος
που βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής

Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό που σ' αγγίζει
στάλες βαριές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου
μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή
βρίσκοντας ένα κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτερά του
δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα

Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους που έφυγαν εκείνους
που χάθηκαν μέσα στον ύπνο τους σε πελαγίσιους τάφους
όσο ζητάς τα σώματα που αγάπησες να σκύψουν
κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί
που στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη
και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε η καρδιά σου
ο δρόμος δεν έχει αλλαγή, κράτησα τη ζωή μου

Το χιόνι
και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων