Πριν από 7 ώρες
Σάββατο 30 Απριλίου 2011
για τον φιλο μου...
29/4/11Το γόνιμο πένθος
ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΚΥΠΑΡΙΣΣΗ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΧΑΡΗΣ, Από μνήμης, ποιήματα, εκδόσεις Μελάνι, σελ. 68
Από τα "πιστεύω" του Γιώργου Θεοχάρη, για το τι είναι η ποίηση για κείνον, κρατώ τη φράση "ποίηση είναι η αγαπητική εισχώρησή μας στον Άλλον - Εγώ και κυρίως στον Άλλον - απέναντί μας...", για να καταλήξω, με όσα λάθη καταλήγει κανείς, να πω πως όλο το σχεδόν του έργο, από το Πτωχόν μετάλλευμα ως το Από μνήμης, εμφορείται κυρίως από το δεύτερο μέρος της φράσης "Κυρίως στον Άλλον - απέναντί μας".
Η ευαισθησία τού να μπορείς να μπεις στα παπούτσια του άλλου είναι αυτή καθ' αυτή γεγονός ποιητικό. Να σταθείς, να ντύσεις την ελπίδα. Τα περισσότερα, αν όχι όλα του τα ποιήματα, είναι αφιερωμένα σε δικούς, φίλους, συναδέλφους, και ανθρώπους που συναποτελούν την προσωπική του μυθολογία στην «προσπάθειά του να αγαπήσει διαφορετικά», όπως ο ίδιος λέει, «τους ανθρώπους, τη ζωή και τα πράγματα» προτείνοντας έτσι μια στοχαστική αλλά και ιδιόθυμη ανάγνωση της σύγχρονης Ιστορίας. Βασική του ύλη η ζωή των απλών ανθρώπων και η καθημερινή τους γενναιότητα, ώστε να αντιμετωπίσουν ευσταθώντας σ’ έναν τέτοιον αγώνα, αφού ζωή και ποίηση για τον ποιητή είναι αλληλένδετες.
Νιώθω πως τα βιβλία του Θεοχάρη είναι σπίτια που γράφει για να συγκατοικήσει μαζί τους. Οι μικρές του ιστορίες που η Ιστορία με κεφαλαίο το (Ι) τις αγνοεί ή τις παραγράφει, συνιστούν το ιερό του μνημοφυλάκιο, με πικρά, θλιμμένα υλικά μιας μνήμης που βασανίζεται, ωστόσο φτερουγίζει, φωτίζοντας τα φαινομενικώς λησμονημένα. Η λιτή, δομική παράθεση της αφήγησης χωρίς τεχνικές και τεχνάσματα και η σπάνια εντιμότητα συγκροτούν ένα εξαιρετικό ποιητικό σώμα.
Στις Προσομοιώσεις, από τους τίτλους των ποιημάτων, που με δική μου δευτερογενή προσομοίωση αποτελούν σπαράγματα σπασμένων κτερισματικών αγγείων στον χρόνο, γράφει: "Όπως σε κάποια χωριά, ακόμη, πριν βάλουν τον πεθαμένο στο μνήμα, σκύβει το βαφτιστήρι του και του λύνει τα χέρια". Τι να σημαίνει άραγε για την Ιστορία τούτο το έθος; Αυτή η μικρή σημερινή λεπτομέρεια στο πέρασμα-πέταγμα του νεκρού με λυμένα τα χέρια, που όλα σβήνουν και χάνονται: αξιακοί και αγαπητικοί άξονες της ζωής που διασώζονται, όσο διασώζονται, από την επίμονη ματιά του ποιητή που άφθαρτη θεάται τον κόσμο στις λεπτομέρειές του. Πώς άραγε τις θεάται ο ομόρριζος με το ρήμα θεός;
Συλλογιέμαι φορές-φορές πως η ποίηση αναδύεται, εκπηγάζει κάποτε, από το απροσδόκητο της τροπής σε σχέση με τον παρόντα τρόπο ζωής και της νοοτροπίας μας γι' αυτή. Επομένως, ο δύσκολος, ο απελπισμένος κάποτε αγώνας του ποιητή μέσα από τις μεταπτώσεις, τις ωσμώσεις και το χάος να συντηρήσει αυτό που είναι η ψυχή, η αόρατη κλωστή, να βρει περάσματα ώστε να προσεγγίσει, να αποφλοιώσει, να προσδιορίσει με λόγο τελικά το ουσιαστικό, είναι δρόμος θολός. Κι εκεί, μεταξύ έκρηξης και παραίτησης, παράγεται ο στίχος και τον κρατάς απ' το μικρό του δαχτυλάκι. Δείτε εκεί που ματώνει η μνήμη την εκπληκτική αποστασιοποιημένη κατάληξη του ποιήματος Γενικό νοσοκομείο Λεβαδείας, όπου ο Θεοχάρης στην τσακισμένη, στην οιωνεί συνομιλία με τον άρρωστο πατέρα του στα όσα από ψυχής εξομολογείται, τη σπαρακτική αποστροφή: "...Και τι είδους σχιζοφρένεια είναι να σκέπτομαι, καθώς ψυχορραγείς, ότι η μνήμη της πορείας σου προς τον θάνατο μπορεί να γίνει καλό φαΐ για τον Μινόταυρο της Τέχνης μου, καλό φαΐ για τον Μινόταυρο της ματαιοδοξίας μου, πατέρα". Η συγκλονιστική αντίθεση, σχεδόν τεχνοκρατική, με τη μελαγχολία των προηγηθέντων στίχων στο αίνιγμα της ζωής υψώνει το ποίημα σε εκθέτη άκρως δραματικό. Ή αλλού: "... την άλλη φορά εκείνη η γυναίκα άλλων καιρών, που είχε περιβολάκι στην αυλή της, με μαρούλια και πράσα και βυσσινιές και κλήματα, ανεβασμένη στον υδατόπυργο με την παλιά σκουριά στις κολόνες του, πέταξε στον ουρανό ακολουθώντας την παρδαλή της κατσίκα και παρ' όλ' αυτά βέβαια, ο χρόνος συνεχίζει να ρέει ακάθεκτα, καταποντίζοντας σε βυθό αφανείας και λήθης τις αυταπάτες μας".
Η επίμονη αφή του με τα γεγονότα, η απέριττη στιχουργική, η ηθική των εννοιών με βαθιά αισθήματα και ακριβή γλωσσική ευεξία συναποτελούν τον αυθεντικό φορέα της ποίησής του με χαρακτηριστική ειλικρίνεια. Ειλικρίνεια που στις μέρες μας είναι είδος εν ανεπαρκεία και όπως λέει ο Σπονεχάουερ για τις δικές του μέρες: «οι μόνοι ειλικρινείς είναι οι εχθροί μας.»
Στην εποποιία της απώλειας, μ' έναν καταιγιστικό αλγόριθμο που χαρακτηρίζει όλο του το βιβλίο, έρχεται ένας λόγος παρηγορητικός να μετουσιώσει τη θνητότητα σε ποιητικό νόστο, να θρέψει την επιστροφή. Γράφει σαν να γράφει το κακό στην άμμο να ξεχαστεί και σκάβει το καλό πάνω στην πέτρα, μη και σβηστεί στο κύμα.
Παρά τη θλίψη, την πίκρα της θεματικής του, υπάρχει πάντοτε ένα γλυκό εσωτερικό φως στις εικόνες του· στα οικεία φαντάσματα που τον κατοικούν και τα κατοικεί στη σαρκοφάγο του χρόνου. Η συνήθως ελεγειακή μνήμη του δεν καταλήγει σε λυγμό αλλά σε λυρική εγκράτεια και λογισμό.
Άλλωστε, από την προμετωπίδα του βιβλίου, "Από τα όρια της σιγής/ φέρνω την ψίχα της ψυχής/ τη μνήμη", ξεδιαλύνει τις προθέσεις του να διατηρήσει ζωντανά τα γεγονότα μιας αυθεντικής εποχής κοινωνικού κυρίως προσανατολισμού. Θέματα που χτίζει με ταπεινά υλικά που ανασύρει από τα λαϊκά κοιτάσματα και τα προβάλλει με ποιητικό σθένος στο "τώρα", ώστε να διασωθούν ο τόπος και οι άνθρωποι, πιστεύοντας στη διαχρονική τους αξία. Ξετυλίγει το κουβάρι και στη φωνή του ανοίγονται τυφλά παράθυρα και πόρτες σε ακατοίκητα σπίτια.
Ο βιωματικός και ο βιολογικός κάποτε φόρτος των οδυνηρών εμπειριών του, ο στοχασμός του σε σχέση με τα πολιτικά και ιδεολογικά συμφραζόμενα της περιόδου είναι απολύτως καθαρός. Η μνήμη λοιπόν ως α-λήθεια αποτελεί το ποιητικό όχημα του συναισθήματος μιας κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας που μπορεί και με απλή παράθεση των νεκρών, όπως στα ποιήματα της σφαγής του Διστόμου, να διατρέξει ήσυχα τον άφατο πόνο· σαν να φυσάει ένα απαλό αεράκι αγάπης πάνω απ' τα μνήματα σ' αυτή την αιφνίδια αντιστροφή της τάξης της ζωής που φέρνει τα πάνω κάτω: Η λιτή σύλληψη του τραγικού που γράφει αδρά τη νεοελληνική μοίρα, την έντρομη ισορροπία.
Στον ασήμαντο, στον σχεδόν στιγμιαίο χρόνο της ανθρώπινης ζωής σε σχέση με τα τεράστια χρονικά μεγέθη του σύμπαντος, ο νους και η φαντασία μας στην προσπάθειά τους να τα διασχίσουν οδηγούνται με μιας στο άλμα και στην ποιητική αλκή. Εκεί που το σπάραγμα της μνήμης ολοκληρώνει το υποκείμενο της απώλειας και το απογειώνει δραματοποιώντας το εκθετικά: "Ξύπνησα και κατάλαβα πως είχα ονειρευτεί/ ζωντανό τον πατέρα μου// Πράγματι./ Στη ρίζα της πορτοκαλιάς βρήκα το αποτύπωμα/ των παπουτσιών του,/ κι ως την αυλόπορτα φλούδες από πορτοκάλι/ που πρέπει να καθάριζε φεύγοντας".
Σκέπτομαι πολλές φορές πως η τέχνη, η ποίηση, δεν είναι του κόσμου τούτου αλλά για τον κόσμο τούτο που φυσικά δεν τον αλλάζει, δημιουργεί ωστόσο μέσα από τη συγκίνηση μια σχέση προωθητική αναπτύσσοντας έναν ορίζοντα, διότι ο κόσμος δεν είναι μόνον ένα σωρευτικό ασυνεχές αλλά κι ένα αφανέρωτο συνεχές, που η κάθε φορά διαπίστωσή του μας φλογίζει.
Διάβασα το βιβλίο με τη σειρά κι ύστερα ανακατωμένα να δω τι αλλάζει δίχως τη σειρά του. Και στις δυο αναγνώσεις βρήκα τη βιογραφία της φτώχειας, της ανάγκης, τον πόνο τον αβάσταχτο της απώλειας και κυρίως τη γονιμότητα της απελπισίας νιώθοντας ομόρριζος και ομόθυμος στα της ποίησης και ζωής. Δεν ανήκω στους κριτικούς και στους αναλυτές, άλλωστε δεν το κατορθώνω, αλλά σ' αυτούς που δεν τεμαχίζουν, δεν αποδομούν την ομορφιά για να της κάνουν νεκροψία. Να νιώθω προσπαθώ, να συγκινούμαι· και ο Θεοχάρης το κάνει με περίσσεια αυτό, ας μου καρφώνει κάποτε το μαχαίρι στο πλευρό και με λυγίζει, όπως: Πού η αφετηρία;/ Πού ο τερματισμός;// Πασχίζω να μη γίνω αιώνιο τώρα// Νυχτώνει, ξημερώνει/ νυχτώνει, ξημερώνει/ νυχτώνει...
Ο Πάνος Κυπαρίσσης είναι ποιητής
ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΚΥΠΑΡΙΣΣΗ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΧΑΡΗΣ, Από μνήμης, ποιήματα, εκδόσεις Μελάνι, σελ. 68
Από τα "πιστεύω" του Γιώργου Θεοχάρη, για το τι είναι η ποίηση για κείνον, κρατώ τη φράση "ποίηση είναι η αγαπητική εισχώρησή μας στον Άλλον - Εγώ και κυρίως στον Άλλον - απέναντί μας...", για να καταλήξω, με όσα λάθη καταλήγει κανείς, να πω πως όλο το σχεδόν του έργο, από το Πτωχόν μετάλλευμα ως το Από μνήμης, εμφορείται κυρίως από το δεύτερο μέρος της φράσης "Κυρίως στον Άλλον - απέναντί μας".
Η ευαισθησία τού να μπορείς να μπεις στα παπούτσια του άλλου είναι αυτή καθ' αυτή γεγονός ποιητικό. Να σταθείς, να ντύσεις την ελπίδα. Τα περισσότερα, αν όχι όλα του τα ποιήματα, είναι αφιερωμένα σε δικούς, φίλους, συναδέλφους, και ανθρώπους που συναποτελούν την προσωπική του μυθολογία στην «προσπάθειά του να αγαπήσει διαφορετικά», όπως ο ίδιος λέει, «τους ανθρώπους, τη ζωή και τα πράγματα» προτείνοντας έτσι μια στοχαστική αλλά και ιδιόθυμη ανάγνωση της σύγχρονης Ιστορίας. Βασική του ύλη η ζωή των απλών ανθρώπων και η καθημερινή τους γενναιότητα, ώστε να αντιμετωπίσουν ευσταθώντας σ’ έναν τέτοιον αγώνα, αφού ζωή και ποίηση για τον ποιητή είναι αλληλένδετες.
Νιώθω πως τα βιβλία του Θεοχάρη είναι σπίτια που γράφει για να συγκατοικήσει μαζί τους. Οι μικρές του ιστορίες που η Ιστορία με κεφαλαίο το (Ι) τις αγνοεί ή τις παραγράφει, συνιστούν το ιερό του μνημοφυλάκιο, με πικρά, θλιμμένα υλικά μιας μνήμης που βασανίζεται, ωστόσο φτερουγίζει, φωτίζοντας τα φαινομενικώς λησμονημένα. Η λιτή, δομική παράθεση της αφήγησης χωρίς τεχνικές και τεχνάσματα και η σπάνια εντιμότητα συγκροτούν ένα εξαιρετικό ποιητικό σώμα.
Στις Προσομοιώσεις, από τους τίτλους των ποιημάτων, που με δική μου δευτερογενή προσομοίωση αποτελούν σπαράγματα σπασμένων κτερισματικών αγγείων στον χρόνο, γράφει: "Όπως σε κάποια χωριά, ακόμη, πριν βάλουν τον πεθαμένο στο μνήμα, σκύβει το βαφτιστήρι του και του λύνει τα χέρια". Τι να σημαίνει άραγε για την Ιστορία τούτο το έθος; Αυτή η μικρή σημερινή λεπτομέρεια στο πέρασμα-πέταγμα του νεκρού με λυμένα τα χέρια, που όλα σβήνουν και χάνονται: αξιακοί και αγαπητικοί άξονες της ζωής που διασώζονται, όσο διασώζονται, από την επίμονη ματιά του ποιητή που άφθαρτη θεάται τον κόσμο στις λεπτομέρειές του. Πώς άραγε τις θεάται ο ομόρριζος με το ρήμα θεός;
Συλλογιέμαι φορές-φορές πως η ποίηση αναδύεται, εκπηγάζει κάποτε, από το απροσδόκητο της τροπής σε σχέση με τον παρόντα τρόπο ζωής και της νοοτροπίας μας γι' αυτή. Επομένως, ο δύσκολος, ο απελπισμένος κάποτε αγώνας του ποιητή μέσα από τις μεταπτώσεις, τις ωσμώσεις και το χάος να συντηρήσει αυτό που είναι η ψυχή, η αόρατη κλωστή, να βρει περάσματα ώστε να προσεγγίσει, να αποφλοιώσει, να προσδιορίσει με λόγο τελικά το ουσιαστικό, είναι δρόμος θολός. Κι εκεί, μεταξύ έκρηξης και παραίτησης, παράγεται ο στίχος και τον κρατάς απ' το μικρό του δαχτυλάκι. Δείτε εκεί που ματώνει η μνήμη την εκπληκτική αποστασιοποιημένη κατάληξη του ποιήματος Γενικό νοσοκομείο Λεβαδείας, όπου ο Θεοχάρης στην τσακισμένη, στην οιωνεί συνομιλία με τον άρρωστο πατέρα του στα όσα από ψυχής εξομολογείται, τη σπαρακτική αποστροφή: "...Και τι είδους σχιζοφρένεια είναι να σκέπτομαι, καθώς ψυχορραγείς, ότι η μνήμη της πορείας σου προς τον θάνατο μπορεί να γίνει καλό φαΐ για τον Μινόταυρο της Τέχνης μου, καλό φαΐ για τον Μινόταυρο της ματαιοδοξίας μου, πατέρα". Η συγκλονιστική αντίθεση, σχεδόν τεχνοκρατική, με τη μελαγχολία των προηγηθέντων στίχων στο αίνιγμα της ζωής υψώνει το ποίημα σε εκθέτη άκρως δραματικό. Ή αλλού: "... την άλλη φορά εκείνη η γυναίκα άλλων καιρών, που είχε περιβολάκι στην αυλή της, με μαρούλια και πράσα και βυσσινιές και κλήματα, ανεβασμένη στον υδατόπυργο με την παλιά σκουριά στις κολόνες του, πέταξε στον ουρανό ακολουθώντας την παρδαλή της κατσίκα και παρ' όλ' αυτά βέβαια, ο χρόνος συνεχίζει να ρέει ακάθεκτα, καταποντίζοντας σε βυθό αφανείας και λήθης τις αυταπάτες μας".
Η επίμονη αφή του με τα γεγονότα, η απέριττη στιχουργική, η ηθική των εννοιών με βαθιά αισθήματα και ακριβή γλωσσική ευεξία συναποτελούν τον αυθεντικό φορέα της ποίησής του με χαρακτηριστική ειλικρίνεια. Ειλικρίνεια που στις μέρες μας είναι είδος εν ανεπαρκεία και όπως λέει ο Σπονεχάουερ για τις δικές του μέρες: «οι μόνοι ειλικρινείς είναι οι εχθροί μας.»
Στην εποποιία της απώλειας, μ' έναν καταιγιστικό αλγόριθμο που χαρακτηρίζει όλο του το βιβλίο, έρχεται ένας λόγος παρηγορητικός να μετουσιώσει τη θνητότητα σε ποιητικό νόστο, να θρέψει την επιστροφή. Γράφει σαν να γράφει το κακό στην άμμο να ξεχαστεί και σκάβει το καλό πάνω στην πέτρα, μη και σβηστεί στο κύμα.
Παρά τη θλίψη, την πίκρα της θεματικής του, υπάρχει πάντοτε ένα γλυκό εσωτερικό φως στις εικόνες του· στα οικεία φαντάσματα που τον κατοικούν και τα κατοικεί στη σαρκοφάγο του χρόνου. Η συνήθως ελεγειακή μνήμη του δεν καταλήγει σε λυγμό αλλά σε λυρική εγκράτεια και λογισμό.
Άλλωστε, από την προμετωπίδα του βιβλίου, "Από τα όρια της σιγής/ φέρνω την ψίχα της ψυχής/ τη μνήμη", ξεδιαλύνει τις προθέσεις του να διατηρήσει ζωντανά τα γεγονότα μιας αυθεντικής εποχής κοινωνικού κυρίως προσανατολισμού. Θέματα που χτίζει με ταπεινά υλικά που ανασύρει από τα λαϊκά κοιτάσματα και τα προβάλλει με ποιητικό σθένος στο "τώρα", ώστε να διασωθούν ο τόπος και οι άνθρωποι, πιστεύοντας στη διαχρονική τους αξία. Ξετυλίγει το κουβάρι και στη φωνή του ανοίγονται τυφλά παράθυρα και πόρτες σε ακατοίκητα σπίτια.
Ο βιωματικός και ο βιολογικός κάποτε φόρτος των οδυνηρών εμπειριών του, ο στοχασμός του σε σχέση με τα πολιτικά και ιδεολογικά συμφραζόμενα της περιόδου είναι απολύτως καθαρός. Η μνήμη λοιπόν ως α-λήθεια αποτελεί το ποιητικό όχημα του συναισθήματος μιας κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας που μπορεί και με απλή παράθεση των νεκρών, όπως στα ποιήματα της σφαγής του Διστόμου, να διατρέξει ήσυχα τον άφατο πόνο· σαν να φυσάει ένα απαλό αεράκι αγάπης πάνω απ' τα μνήματα σ' αυτή την αιφνίδια αντιστροφή της τάξης της ζωής που φέρνει τα πάνω κάτω: Η λιτή σύλληψη του τραγικού που γράφει αδρά τη νεοελληνική μοίρα, την έντρομη ισορροπία.
Στον ασήμαντο, στον σχεδόν στιγμιαίο χρόνο της ανθρώπινης ζωής σε σχέση με τα τεράστια χρονικά μεγέθη του σύμπαντος, ο νους και η φαντασία μας στην προσπάθειά τους να τα διασχίσουν οδηγούνται με μιας στο άλμα και στην ποιητική αλκή. Εκεί που το σπάραγμα της μνήμης ολοκληρώνει το υποκείμενο της απώλειας και το απογειώνει δραματοποιώντας το εκθετικά: "Ξύπνησα και κατάλαβα πως είχα ονειρευτεί/ ζωντανό τον πατέρα μου// Πράγματι./ Στη ρίζα της πορτοκαλιάς βρήκα το αποτύπωμα/ των παπουτσιών του,/ κι ως την αυλόπορτα φλούδες από πορτοκάλι/ που πρέπει να καθάριζε φεύγοντας".
Σκέπτομαι πολλές φορές πως η τέχνη, η ποίηση, δεν είναι του κόσμου τούτου αλλά για τον κόσμο τούτο που φυσικά δεν τον αλλάζει, δημιουργεί ωστόσο μέσα από τη συγκίνηση μια σχέση προωθητική αναπτύσσοντας έναν ορίζοντα, διότι ο κόσμος δεν είναι μόνον ένα σωρευτικό ασυνεχές αλλά κι ένα αφανέρωτο συνεχές, που η κάθε φορά διαπίστωσή του μας φλογίζει.
Διάβασα το βιβλίο με τη σειρά κι ύστερα ανακατωμένα να δω τι αλλάζει δίχως τη σειρά του. Και στις δυο αναγνώσεις βρήκα τη βιογραφία της φτώχειας, της ανάγκης, τον πόνο τον αβάσταχτο της απώλειας και κυρίως τη γονιμότητα της απελπισίας νιώθοντας ομόρριζος και ομόθυμος στα της ποίησης και ζωής. Δεν ανήκω στους κριτικούς και στους αναλυτές, άλλωστε δεν το κατορθώνω, αλλά σ' αυτούς που δεν τεμαχίζουν, δεν αποδομούν την ομορφιά για να της κάνουν νεκροψία. Να νιώθω προσπαθώ, να συγκινούμαι· και ο Θεοχάρης το κάνει με περίσσεια αυτό, ας μου καρφώνει κάποτε το μαχαίρι στο πλευρό και με λυγίζει, όπως: Πού η αφετηρία;/ Πού ο τερματισμός;// Πασχίζω να μη γίνω αιώνιο τώρα// Νυχτώνει, ξημερώνει/ νυχτώνει, ξημερώνει/ νυχτώνει...
Ο Πάνος Κυπαρίσσης είναι ποιητής
Ζωή πως με παράδωσες μ' ένα φιλί στους δήμιους.
Προδοσία
Ζωή πως με παράδωσες μ' ένα φιλί στους δήμιους.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Οι δήμιοι σου, καλόγνωμοι, θάνατο δεν προστάζουν.
Είνε κι' αυτοί απ' τους τίμιους σου και τους ευγενικούς!
Χαμόγελο τα χείλη τους και γλυκό λόγο στάζουν
κ' έχουν κι' αγάπη και σκοπούς ωραίους και ιπποτικούς.
Ω, εμένα το αίμα μου έλειψεν απ' τη φριχτή αγωνία,
στον ξέσαρκό μου τράχηλο να σέρνεται η θηλιά
και να μη σφίγγη. Ω, ευγενική των δημίων μου μανία,
έχω μέσα στα στήθη μου σπασμένη την καρδιά.
Έχω σπασμένη την καρδιά. Μ' έχει η ζωή προδώσει
και μου ζητάνε να γελάσω αθώα και τρυφερά
και νάναι μεσ' στα μάτια μου χαρά και λάμψη τόση,
που να γενή στα ευγενικά σας όνειρα φτερά.
Εγώ πρέπει απ' τη λίγη μου σταγόνα να σας θρέψω
του αίματος, που φαρμάκωσε κι' αυτή μεσ' στην καρδιά.
Τα φάσματα των πόθων μου λουλούδια να σας δρέψω
και να δεχτώ σα μιαν αυγή την τελευταία βραδιά.
Κι' αν η σπασμένη μου καρδιά τρίξη στο σαρκασμό μου,
κι' αν αντί δάκρι στάξουνε τα μάτια μου φωτιά,
θα μου ραβδίσετε το χυδαίο κι' άπρεπο στοχασμό μου
ευγενικά στυλώνοντας την βλοσυρή ματιά.
Όμως η βαριά μοίρα μου δεν είναι ο θάνατός μου.
Μεσ' στην καρδιά βόσκουνε πληγές από φωτιά.
Ποιος από σας, ανύποπτα, τίμιος θα γίνη εχθρός μου
στον ξέσαρκό μου τράχηλο να σφίξη τη θηλιά!
Ζωή πως με παράδωσες μ' ένα φιλί στους δήμιους.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Οι δήμιοι σου, καλόγνωμοι, θάνατο δεν προστάζουν.
Είνε κι' αυτοί απ' τους τίμιους σου και τους ευγενικούς!
Χαμόγελο τα χείλη τους και γλυκό λόγο στάζουν
κ' έχουν κι' αγάπη και σκοπούς ωραίους και ιπποτικούς.
Ω, εμένα το αίμα μου έλειψεν απ' τη φριχτή αγωνία,
στον ξέσαρκό μου τράχηλο να σέρνεται η θηλιά
και να μη σφίγγη. Ω, ευγενική των δημίων μου μανία,
έχω μέσα στα στήθη μου σπασμένη την καρδιά.
Έχω σπασμένη την καρδιά. Μ' έχει η ζωή προδώσει
και μου ζητάνε να γελάσω αθώα και τρυφερά
και νάναι μεσ' στα μάτια μου χαρά και λάμψη τόση,
που να γενή στα ευγενικά σας όνειρα φτερά.
Εγώ πρέπει απ' τη λίγη μου σταγόνα να σας θρέψω
του αίματος, που φαρμάκωσε κι' αυτή μεσ' στην καρδιά.
Τα φάσματα των πόθων μου λουλούδια να σας δρέψω
και να δεχτώ σα μιαν αυγή την τελευταία βραδιά.
Κι' αν η σπασμένη μου καρδιά τρίξη στο σαρκασμό μου,
κι' αν αντί δάκρι στάξουνε τα μάτια μου φωτιά,
θα μου ραβδίσετε το χυδαίο κι' άπρεπο στοχασμό μου
ευγενικά στυλώνοντας την βλοσυρή ματιά.
Όμως η βαριά μοίρα μου δεν είναι ο θάνατός μου.
Μεσ' στην καρδιά βόσκουνε πληγές από φωτιά.
Ποιος από σας, ανύποπτα, τίμιος θα γίνη εχθρός μου
στον ξέσαρκό μου τράχηλο να σφίξη τη θηλιά!
Τρίτη 26 Απριλίου 2011
Το πείραμα με το βιολιστή στο μετρό (Washington Post) - Greek Subs
το σημαντικο το νιθουμε,το ξερουμε ή μας το λενε;;
Δευτέρα 25 Απριλίου 2011
δεν ειναι αυγη να σηκωθω.....
σαν σαλπαρει ο νους καμια τρικυμια δεν τον σταματα.
σαν ξεσηκωθει η ψυχη στις μυρωδιες, στα χρωματα, στις μουσικες,
στη γλυκυτητα, στο ενιαιο της υπαρξης, στην ολοτητα της ζωης...
κανενα κελι δεν την χωρα και καποια ακτινα θα βρει να ιππευσει, να ενωθει με το νου και να πραγματωσει το ανεπαναληπτο του θαυματος, την πανηγυρικη ιεροτελεστια της υπαρξης της.
γιατι η προχειροτητα και το ασημαντο δεν ταιριαζουν.
Κυριακή 24 Απριλίου 2011
Έρχομαι κι εσύ κοιμάσαι
ξυπνα που να ζεις και νασαι,φουντωτη μου λεμονια.
Λιβισιανη μου περδικα, στα νυχια σου μπερδευτηκα.
της καρδιας μου τα κλειδακια, παρε τα και ανοιξε
εχει μεσα γκιουλμπαξεδες,εμπα και σεργιανισε
ελα και μην την βαρεθεις τη στρατα ναρθεις να με βρεις...
α-θανατοι,λιτοι,ουσιαστικοι,περιεκτικοι στιχοι.
Σάββατο 23 Απριλίου 2011
"Εικόν' αχειροποίητη" - ερμηνεύει η Μαρία Κώτη
καλη ανασταση, γλυκια πασχαλια!!!
ας ζησουμε ο,τι μας αναλογει κι ας ειμαστε παροντες στη ζωη μας και κυριως στη μνημη και στα αγαπημενα και τα α-διαπραγματευτα! χους ει και εις χουν απελευσει..
Χρονια πολλα,δυνατα,ορθια,δυνατα.
Παρασκευή 22 Απριλίου 2011
τέλειωνε η προσφορά της προσπάθειας,...
Πριν την Ανάσταση
Ίσως να ήταν περί το μεσονύχτι,
πριν ή μετά, δεν ξέρω, ξύπνησα
στο σκοτάδι όμως, θαρρείς,
δεν ανοίγουν τα μάτια.
Τι ώρα πηγαίναμε στην εκκλησία τότε;
Κάποτε δεν κοιμόμασταν, περιμένοντας,
ή μας έπιανε ύπνος ελαφρύς
και ξυπνούσαμε καλοδιάθετοι,
με τις πρώτες καμπάνες.
Χρόνια τώρα, δεν πηγαίνω στην εκκλησία.
Χάνεται μέσα μου η σημασία της,
ώσπου πια καθόλου... Είναι δυνατόν,
τίποτα να μην απομένει
απ' την εύχαρη του ανθρώπου ηλικία;
Πόσο είχα παρακαλέσει, ώσπου έπαψα.
Ανάσταση περίμενα απ' τις φτωχές μου
αισθήσεις, του σώματος. Αν όχι τίποτ' άλλο,
τώρα, που δεν πιστεύω, γνωρίζω
την αμαρτία μου.
Πόσο ήταν ωραία, τότε...
Στεκόμασταν στον αυλόγυρο,
γεμάτον κόσμο ελεύθερο. Γελούσαν,
μιλούσαν οι άνθρωποι.
Η ορθοδοξία
αφήνει ακέριο το πνεύμα της προσφοράς.
Ελεύθερα να προσέλθω σε σένα, Κύριε.
Οι άνθρωποι φαίνονταν ξεκούραστοι,
την γιορτή περιμένοντας, το αύριο
νάρθει της χαρούμενης μέρας,
έλαμπε το βλέμμα, το πρόσωπο.
Με πνίγει τούτο το σκοτάδι.
Δεν θέλω ν' ανάψω το μέτριο φως.
Θα μου στερήσει τα ενθύμια που βλέπω,
τα πράγματα ορίζοντας γύρω μου.
Πώς περιμέναμε την Ανάσταση!
Δίχως αμφιβολία έρχονταν η Λαμπρή,
«Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί».
Άνοιγαν οι πύλες, η πομπή προχωρούσε
με ψαλμούς κι' εξαπτέρυγα, άστραφταν
τα πολύτιμα, άναβαν μυριάδες τα κεριά
των χριστιανών, φλόγες πίστης,
σημείο χαράς.
Μιαν μικρήν εικόνα της Ανάστασης
είχε η ενορία μας. Σπρωχνόμασταν
για ν' ασπαστούμε, οχλαγωγή. Γελούσαν
χαρούμενοι οι πιστοί, στα χέρια
κόκκιν' αυγά, άναβαν βεγγαλικά
κι' οι μεγαλείτεροι σαν τα παιδιά.
«Ουκ έστιν ώδε αλλ' ηγέρθη».
Μένω ξαπλωμένος, δεν ανάβω το φως,
δεν περιμένω τίποτα.
Δεν πάω με τους άλλους να μοιραστώ
την πλάνη της χαράς.
Χαρά δεν υπάρχει;
Υπάρχει πάντα η ανάσταση,
όχι ορισμένη και πιθανή,
υπάρχει απίθανη περίλαμπρη δόξα,
η φωτεινή έκσταση, δεν μπορούν
δίχως αυτήν οι άνθρωποι,
που περιμένουν σε νηστεία και προσευχή.
«Ουκ έστιν ώδε αλλ' ηγέρθη».
Ακόμα δεν ήρθε η ώρα, φαίνεται.
Δεν ακούω τους χαρμόσυνους ήχους.
Πόσο ακόμα και τότε, σαν η καταστροφή
της άρνησης, η αμφιβολία είχεν αρχίσει,
με συγκινούσε βαθειά η χαρά
πάνδημη του κόσμου συμμετοχή, στην γιορτή.
«Χριστός ανέστη». Ύμνος κι' οι κρότοι
των όπλων κι' όλες οι καμπάνες μαζύ,
σ' όλην την πόλη κι' οι άνθρωποι
όλοι μαζύ είχαν την ίδια χαρά,
τέλειωνε η προσφορά της προσπάθειας,
τους πένθους, της συλλοής.
Κοιτάζω το παρελθόν.
Δεν σ' αρνιέμαι, Κύριε, της αγάπης,
της ανάστασης ένδοξης του ανθρώπου.
Πολλή με σκεπάζει αμαρτία της γνώσης,
όμως θα περιμένω μιαν αρχή της αγάπης
ξανά, που δίνεται παρηγοριά
της θλιμμένης επίμονης σκέψης.
Αρχή, χαραυγή,
«ήν δε όρθρου βαθέος...»
Να πιστέψουμε στην ημέρα της ζωής.
Ελπίδες, αναμνήσεις δεν αρκούν
οι κόποι. Η σκέψη θολώνει
το κόκκινο της θυσίας αίμα.
Πρέπει το σώμα να σηκωθεί,
να πάει με τους άλλους μαζύ, να χαρεί
την γιορτή, την απλή χαρά,
να δεχτεί την πλούσια συμμετοχή,
να παραδεχτεί τη χαρά προσιτή.
Ανάσταση να χαρεί, λευτεριά
ύστερ' απ' το πλήθος του πόνου,
πίστη, την αγάπη του ανθρώπου.
Από τη συλλογή Της μοναξιάς και της έπαρσης (1951
Ίσως να ήταν περί το μεσονύχτι,
πριν ή μετά, δεν ξέρω, ξύπνησα
στο σκοτάδι όμως, θαρρείς,
δεν ανοίγουν τα μάτια.
Τι ώρα πηγαίναμε στην εκκλησία τότε;
Κάποτε δεν κοιμόμασταν, περιμένοντας,
ή μας έπιανε ύπνος ελαφρύς
και ξυπνούσαμε καλοδιάθετοι,
με τις πρώτες καμπάνες.
Χρόνια τώρα, δεν πηγαίνω στην εκκλησία.
Χάνεται μέσα μου η σημασία της,
ώσπου πια καθόλου... Είναι δυνατόν,
τίποτα να μην απομένει
απ' την εύχαρη του ανθρώπου ηλικία;
Πόσο είχα παρακαλέσει, ώσπου έπαψα.
Ανάσταση περίμενα απ' τις φτωχές μου
αισθήσεις, του σώματος. Αν όχι τίποτ' άλλο,
τώρα, που δεν πιστεύω, γνωρίζω
την αμαρτία μου.
Πόσο ήταν ωραία, τότε...
Στεκόμασταν στον αυλόγυρο,
γεμάτον κόσμο ελεύθερο. Γελούσαν,
μιλούσαν οι άνθρωποι.
Η ορθοδοξία
αφήνει ακέριο το πνεύμα της προσφοράς.
Ελεύθερα να προσέλθω σε σένα, Κύριε.
Οι άνθρωποι φαίνονταν ξεκούραστοι,
την γιορτή περιμένοντας, το αύριο
νάρθει της χαρούμενης μέρας,
έλαμπε το βλέμμα, το πρόσωπο.
Με πνίγει τούτο το σκοτάδι.
Δεν θέλω ν' ανάψω το μέτριο φως.
Θα μου στερήσει τα ενθύμια που βλέπω,
τα πράγματα ορίζοντας γύρω μου.
Πώς περιμέναμε την Ανάσταση!
Δίχως αμφιβολία έρχονταν η Λαμπρή,
«Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί».
Άνοιγαν οι πύλες, η πομπή προχωρούσε
με ψαλμούς κι' εξαπτέρυγα, άστραφταν
τα πολύτιμα, άναβαν μυριάδες τα κεριά
των χριστιανών, φλόγες πίστης,
σημείο χαράς.
Μιαν μικρήν εικόνα της Ανάστασης
είχε η ενορία μας. Σπρωχνόμασταν
για ν' ασπαστούμε, οχλαγωγή. Γελούσαν
χαρούμενοι οι πιστοί, στα χέρια
κόκκιν' αυγά, άναβαν βεγγαλικά
κι' οι μεγαλείτεροι σαν τα παιδιά.
«Ουκ έστιν ώδε αλλ' ηγέρθη».
Μένω ξαπλωμένος, δεν ανάβω το φως,
δεν περιμένω τίποτα.
Δεν πάω με τους άλλους να μοιραστώ
την πλάνη της χαράς.
Χαρά δεν υπάρχει;
Υπάρχει πάντα η ανάσταση,
όχι ορισμένη και πιθανή,
υπάρχει απίθανη περίλαμπρη δόξα,
η φωτεινή έκσταση, δεν μπορούν
δίχως αυτήν οι άνθρωποι,
που περιμένουν σε νηστεία και προσευχή.
«Ουκ έστιν ώδε αλλ' ηγέρθη».
Ακόμα δεν ήρθε η ώρα, φαίνεται.
Δεν ακούω τους χαρμόσυνους ήχους.
Πόσο ακόμα και τότε, σαν η καταστροφή
της άρνησης, η αμφιβολία είχεν αρχίσει,
με συγκινούσε βαθειά η χαρά
πάνδημη του κόσμου συμμετοχή, στην γιορτή.
«Χριστός ανέστη». Ύμνος κι' οι κρότοι
των όπλων κι' όλες οι καμπάνες μαζύ,
σ' όλην την πόλη κι' οι άνθρωποι
όλοι μαζύ είχαν την ίδια χαρά,
τέλειωνε η προσφορά της προσπάθειας,
τους πένθους, της συλλοής.
Κοιτάζω το παρελθόν.
Δεν σ' αρνιέμαι, Κύριε, της αγάπης,
της ανάστασης ένδοξης του ανθρώπου.
Πολλή με σκεπάζει αμαρτία της γνώσης,
όμως θα περιμένω μιαν αρχή της αγάπης
ξανά, που δίνεται παρηγοριά
της θλιμμένης επίμονης σκέψης.
Αρχή, χαραυγή,
«ήν δε όρθρου βαθέος...»
Να πιστέψουμε στην ημέρα της ζωής.
Ελπίδες, αναμνήσεις δεν αρκούν
οι κόποι. Η σκέψη θολώνει
το κόκκινο της θυσίας αίμα.
Πρέπει το σώμα να σηκωθεί,
να πάει με τους άλλους μαζύ, να χαρεί
την γιορτή, την απλή χαρά,
να δεχτεί την πλούσια συμμετοχή,
να παραδεχτεί τη χαρά προσιτή.
Ανάσταση να χαρεί, λευτεριά
ύστερ' απ' το πλήθος του πόνου,
πίστη, την αγάπη του ανθρώπου.
Από τη συλλογή Της μοναξιάς και της έπαρσης (1951
Στο ταξίδι που σε πάει (Palamas)
μπορουμε να υποκλιθουμε στο πενθος του εσταυρωμενου; μπορουμε να συγκλονιστουμε απο τον θρηνο της Παναγιας; ακομα και με σταση συναισθηματων, αισθηματων και προσεγγισεων; ακομα και πτωχευμενοι και παρακμιακοι καννιβαλλιζοντες;
οχι, λοιον. μονο αν μαθαμε να θυσιαζουμε εαυτον για αλλον. και δεν το μαθαμε. μαθαμε να κατασπαραζουμε ή να υπονομευουμε. μαθαμε να χτυπαμε ή να κατατρωμε αθεατα. αν ζουσαμε τοτε ίσως μας εξεδιωκε εκ του ναου κι ισως η παρθενος δεν μας αποδεχοταν ως συμπαραστατες στο πενθος της. διοτι αν δεν εχεις υπερασπιστει και θυσιαστει ποτε σου για τιποτε που να ξεφευγει από τα ορια της αυλης σου και της τσεπης σου, δεν σε αφορα, κανενα Παθος και κανενα Πενθος. Καλο Πασχα!
Τετάρτη 20 Απριλίου 2011
Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.
Πώς οι δρόμοι εβωδάνε με βάγια στρωμένοι,
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρο μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο και πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.
Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε τα μίση καιρό τήνε θρέφαν
κι αν η μάβρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,
να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!
Α! πώς είχα σα μάνα κ’ εγώ λαχταρήσει
(είταν όνειρο κ’ έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ’ άλλα σου αδέλφια να σ’ είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργ’ από μίση!
Ενα κόκκινο σπίτι σ’ αβλή με πηγάδι…
και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι…
νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδυ,
το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.
Κι αμ’ ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι,
με τα ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι,
(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι
ν’ ανασαίνει βαθιά τ’ όλο κέρδον αγέρι.
Κι αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει
τον καλό σου τον ήσκιο, Πατέρα κι Αφέντη,
η ακριβή σου να βγάνει νερό να σου χύσει,
ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν’ αρχίσει.
Κι ο κατόχρονος θάνατος θα φτανε μέλι
και πολλή φύτρα θα φηνες τέκνα κι αγγόνια
καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι,
τ’ αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.
Κατεβάζω στα μάτια τη μάβρην ομπόλια,
για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει…
Ξεφαντώνουν τ’ αηδόνια στα γύρο περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.
Φέβγεις πάνου στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου,
Ανοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Καθώς, κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα:
τρέχουν αίμα τ’ αστήθια, που βύζαξες γάλα.
Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας να μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ήξεραν ακόμα ούτε ποιο τ’ όνομά σου!
Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη…
Δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη
κι όσο η γήλιος να πέσει και νάρθει το δείλι,
το σταβρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ’ οι φίλοι.
Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε: “Ποιος ο Χριστός;” τι πες “Να με”!
Αχ! δεν ξέρει, τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!
Kώστας Βάρναλης Το Φώς που καίει
Τρίτη 19 Απριλίου 2011
Δευτέρα 18 Απριλίου 2011
Η ασθένεια είναι μια σύγκρουση μεταξύ της προσωπικότητας και της ψυχής. "Bach.
Πολλές φορές ...
Το κρυολόγημα "στάζει" όταν ο οργανισμός δεν κλαίει.
Ο πονόλαιμος «φράζει», όταν δεν μπορεί να επικοινωνήσει τις αγωνίες.
Το στομάχι καίει όταν ο θυμός δεν μπορεί να βγει.
Ο διαβήτης εισβάλει όταν η μοναξιά πονάει.
Το σώμα παχαίνει όταν η δυσαρέσκεια πιέζει.
Ο πονοκέφαλος καταθλίβει όταν αυξάνουν οι αμφιβολίες.
Η καρδιά χαλαρώνει όταν το νόημα της ζωής φαίνεται να τελειώνει.
Οι αλλεργίες συμβαίνουν όταν η τελειομανία είναι ανυπόφορη.
Τα νύχια σπάνε όταν απειλούνται οι άμυνες.
Το στήθος σφίγγει όταν η υπερηφάνεια σκλαβώνει.
Η πίεση αυξάνεται όταν ο φόβος φυλακίζει.
Οι νευρώσεις παραλύουν όταν το εσωτερικό παιδί τυραννάει.
Ο πυρετός θερμαίνει όταν οι άμυνες εκρήγνουν τα όρια της ανοσίας.
Τα γόνατα πονούν όταν η υπερηφάνεια σου δεν .
Ο καρκίνος σκοτώνει εάν δεν συγχωρείς ή / και έχεις κουραστεί να «ζουν».
Και οι σιωπηλοί σου πόνοι; Πώς μιλάνε στο σώμα σου;
Η ασθένεια δεν είναι κακό, θα σου πει ότι έχεις πάρει λάθος δρόμο.......
απο http://www.managaia.gr/forum/16
Πολλές φορές ...
Το κρυολόγημα "στάζει" όταν ο οργανισμός δεν κλαίει.
Ο πονόλαιμος «φράζει», όταν δεν μπορεί να επικοινωνήσει τις αγωνίες.
Το στομάχι καίει όταν ο θυμός δεν μπορεί να βγει.
Ο διαβήτης εισβάλει όταν η μοναξιά πονάει.
Το σώμα παχαίνει όταν η δυσαρέσκεια πιέζει.
Ο πονοκέφαλος καταθλίβει όταν αυξάνουν οι αμφιβολίες.
Η καρδιά χαλαρώνει όταν το νόημα της ζωής φαίνεται να τελειώνει.
Οι αλλεργίες συμβαίνουν όταν η τελειομανία είναι ανυπόφορη.
Τα νύχια σπάνε όταν απειλούνται οι άμυνες.
Το στήθος σφίγγει όταν η υπερηφάνεια σκλαβώνει.
Η πίεση αυξάνεται όταν ο φόβος φυλακίζει.
Οι νευρώσεις παραλύουν όταν το εσωτερικό παιδί τυραννάει.
Ο πυρετός θερμαίνει όταν οι άμυνες εκρήγνουν τα όρια της ανοσίας.
Τα γόνατα πονούν όταν η υπερηφάνεια σου δεν .
Ο καρκίνος σκοτώνει εάν δεν συγχωρείς ή / και έχεις κουραστεί να «ζουν».
Και οι σιωπηλοί σου πόνοι; Πώς μιλάνε στο σώμα σου;
Η ασθένεια δεν είναι κακό, θα σου πει ότι έχεις πάρει λάθος δρόμο.......
απο http://www.managaia.gr/forum/16
Κυριακή 17 Απριλίου 2011
Σάββατο 16 Απριλίου 2011
ΤΟ ΒΗΜΑ - Αποθεώθηκε η Πλισέτσκαγια στο Μέγαρο Μουσικής - πολιτισμός
ΤΟ ΒΗΜΑ - Αποθεώθηκε η Πλισέτσκαγια στο Μέγαρο Μουσικής - πολιτισμός
ή τοχεις ή δεν γινεσαι με τιποτα! στα 86 της χρονια. η μοναδικη πλιτσεσκαγια!
ή τοχεις ή δεν γινεσαι με τιποτα! στα 86 της χρονια. η μοναδικη πλιτσεσκαγια!
Παρασκευή 15 Απριλίου 2011
A BORD DE L' 'ASPASIA' - Ξέμπαρκοι
...κι εγω που μονο την υγρη εκταση αγαπησα, λεω πως εσενα θα μπορουσα να αγαπησω
Πέμπτη 14 Απριλίου 2011
Δευτέρα 11 Απριλίου 2011
Dogville Conclusion - Nicole Kidman (SPOILERS)
δεν χρειαζονται παντα λογια.και κυριως οταν μεγαλουργει ο υφερπων φασισμος.
Savina Yannatou - Το Γιασεμί
γιατι τιποτα δεν ειναι κανενος. κι αν πρεπει ναναι, ειναι οποιου τοχει μερακι του...
Κυριακή 10 Απριλίου 2011
हेल्लो!
λεω, πως η πραγματική ζωή βρίσκεται μακριά απόλα αυτά τα κέρδη και τις υπόγειες σκουληκοτρυπες για να επι-βιώνεις λαθρα και κατα κανόνα παρασιτικά και εις βάρος αλλων. λέω ακόμα πως είναι πανέμορφη αυτή η ώρα για να τη χαρίσω στις ασημαντότητες. λέω ακόμα πως όσο ζήσει κανείς ας τιμήσει το θαύμα που του κληροδοτήθηκε. με μια δόση μελαγχολίας πάντα, ναι. γιατί αυτό ακριβώς με κάνει αισιόδοξη.
Πέμπτη 7 Απριλίου 2011
Τετάρτη 6 Απριλίου 2011
Edith Piaf - Non, Je ne regrette rien
καταμεσις του αόρατου, αναποφασιστου πληθους με την αποκρουστικη οψη της ομοιοτητας που δεν αφηνει περιθωρια για εξατομικευσεις και ιδιωτικες συλλογες λιθων, αστερων ή και απλων μορφασμων ζωντων κυτταρων, επισυνέβη η συξευξη του δυνατου με το α-δύνατο. a priori καταδικασμενη στην διαζευξη την εκ γενετης κι εξ ορισμου.
Δευτέρα 4 Απριλίου 2011
η σιωπη των σειρηνων
Απόδειξη πως ακόμα και ανεπαρκή, παιδιάστικα στ' αλήθεια,
μέτρα μπορούν να επαρκέσουν για την προστασία μας:
Για να φυλαχτεί απ' τις Σειρήνες, ο Οδυσσέας βούλωσε τ' αφτιά του με κερί κι έβαλε να τον αλυσοδέσουν στο κατάρτι. Βέβαια, όλοι οι ταξιδιώτες θα μπορούσαν να είχαν κάνει κάτι τέτοιο απ' την αρχή (εκτός από 'κείνους που οι Σειρήνες γοήτευαν κι από μακριά ακόμα), μα ήταν σ' όλους γνωστό πως αυτό δεν ήταν δυνατό να βοηθήσει. Το τραγούδι των Σειρήνων τα διαπερνούσε όλα, ακόμα και το κερί, και το πάθος εκείνων που γοήτευαν μπορούσε να σπάσει άλλα, σκληρότερα απ' αλυσίδες και κατάρτια. Αλλά ο Οδυσσέας δεν το σκέφτηκε αυτό, αν και ίσως να το 'χε ακουστά. Εμπιστεύτηκε απόλυτα σε μια χούφτα
κερί και σε μια αρμαθιά αλυσίδες και με απλοϊκή ικανοποίηση
για τα επινοήματά του έβαλε πλώρη για τις Σειρήνες.
Οι Σειρήνες, όμως, έχουν ένα όπλο τρομερότερο κι απ' το τραγούδι, τη σιωπή τους. Αν και δεν έχει συμβεί ποτέ, θα μπορούσε ίσως να 'ναι πιθανό κάποιος να γλίτωσε απ' το τραγούδι τους,
απ' τη σιωπή τους, όμως, είναι αδύνατο. Απέναντι σ' αυτό που αισθάνεται κανείς, σαν τις υποτάσσει με τις ίδιες του τις δυνάμεις και στην περηφάνια, που σαν αποτέλεσμα σαρώνει τα πάντα μαζί της, καμιά αντίσταση του κόσμου τούτου δεν είναι δυνατή.
Στην πραγματικότητα, όταν έφτασε ο Οδυσσέας, αυτές οι μεγάλες τραγουδίστριες δεν τραγούδησαν, είτε γιατί πίστεψαν πως με τέτοιο αντίπαλο μονάχα η σιωπή μπορούσε κάτι ν' αποφέρει είτε επειδή η έκφραση ευδαιμονίας στο πρόσωπο του Οδυσσέα, που τίποτα δε σκεφτόταν άλλο απ' το κερί και τις αλυσίδες, τις έκανε να λησμονήσουν το τραγούδι.
Ο Οδυσσέας πάντως -αν μπορεί κανείς να το πει αυτό- δεν άκουσε τη σιωπή τους. Πίστεψε πως τραγουδούσαν και πως αυτός μονάχα εμποδιζόταν να τις ακούσει, γιατί μια φευγαλέα
στιγμή είδε τις κινήσεις των λαιμών τους, τις βαθιές ανάσες, τα δακρυσμένα μάτια τους, τα μισάνοιχτα χείλη, μα νόμισε πως ήταν από τις άριες που ηχούσαν ολόγυρά του δίχως ν' ακούγονται. Ομως όλα αυτά γρήγορα γλίστρησαν από το βλέμμα του που ήταν καρφωμένο μακριά, οι Σειρήνες εξαφανίστηκαν ολότελα απ' την αντίληψή του και την ίδια τη στιγμή που βρισκόταν κοντύτερα σ' αυτές, εκείνες δεν υπήρχαν πια γι' αυτόν.
Ομως αυτές, πιο σαγηνευτικές από κάθε άλλη φορά, τεντώνονταν και λυγίζονταν, άφηναν τα φρικιαστικά μαλλιά τους ν' ανεμίζουν λεύτερα στ' αγέρι, γαντζώνονταν με τα νύχια τους στα βράχια. Δεν ήθελαν πια να γοητέψουν, το μόνο που ήθελαν ήταν να μπορούν να βλέπουν , όσο γινόταν περισσότερο, τις ανταύγειες π' ακτινοβολούσαν τα μεγάλα μάτια του Οδυσσέα.
Φ.Κάφκα
μέτρα μπορούν να επαρκέσουν για την προστασία μας:
Για να φυλαχτεί απ' τις Σειρήνες, ο Οδυσσέας βούλωσε τ' αφτιά του με κερί κι έβαλε να τον αλυσοδέσουν στο κατάρτι. Βέβαια, όλοι οι ταξιδιώτες θα μπορούσαν να είχαν κάνει κάτι τέτοιο απ' την αρχή (εκτός από 'κείνους που οι Σειρήνες γοήτευαν κι από μακριά ακόμα), μα ήταν σ' όλους γνωστό πως αυτό δεν ήταν δυνατό να βοηθήσει. Το τραγούδι των Σειρήνων τα διαπερνούσε όλα, ακόμα και το κερί, και το πάθος εκείνων που γοήτευαν μπορούσε να σπάσει άλλα, σκληρότερα απ' αλυσίδες και κατάρτια. Αλλά ο Οδυσσέας δεν το σκέφτηκε αυτό, αν και ίσως να το 'χε ακουστά. Εμπιστεύτηκε απόλυτα σε μια χούφτα
κερί και σε μια αρμαθιά αλυσίδες και με απλοϊκή ικανοποίηση
για τα επινοήματά του έβαλε πλώρη για τις Σειρήνες.
Οι Σειρήνες, όμως, έχουν ένα όπλο τρομερότερο κι απ' το τραγούδι, τη σιωπή τους. Αν και δεν έχει συμβεί ποτέ, θα μπορούσε ίσως να 'ναι πιθανό κάποιος να γλίτωσε απ' το τραγούδι τους,
απ' τη σιωπή τους, όμως, είναι αδύνατο. Απέναντι σ' αυτό που αισθάνεται κανείς, σαν τις υποτάσσει με τις ίδιες του τις δυνάμεις και στην περηφάνια, που σαν αποτέλεσμα σαρώνει τα πάντα μαζί της, καμιά αντίσταση του κόσμου τούτου δεν είναι δυνατή.
Στην πραγματικότητα, όταν έφτασε ο Οδυσσέας, αυτές οι μεγάλες τραγουδίστριες δεν τραγούδησαν, είτε γιατί πίστεψαν πως με τέτοιο αντίπαλο μονάχα η σιωπή μπορούσε κάτι ν' αποφέρει είτε επειδή η έκφραση ευδαιμονίας στο πρόσωπο του Οδυσσέα, που τίποτα δε σκεφτόταν άλλο απ' το κερί και τις αλυσίδες, τις έκανε να λησμονήσουν το τραγούδι.
Ο Οδυσσέας πάντως -αν μπορεί κανείς να το πει αυτό- δεν άκουσε τη σιωπή τους. Πίστεψε πως τραγουδούσαν και πως αυτός μονάχα εμποδιζόταν να τις ακούσει, γιατί μια φευγαλέα
στιγμή είδε τις κινήσεις των λαιμών τους, τις βαθιές ανάσες, τα δακρυσμένα μάτια τους, τα μισάνοιχτα χείλη, μα νόμισε πως ήταν από τις άριες που ηχούσαν ολόγυρά του δίχως ν' ακούγονται. Ομως όλα αυτά γρήγορα γλίστρησαν από το βλέμμα του που ήταν καρφωμένο μακριά, οι Σειρήνες εξαφανίστηκαν ολότελα απ' την αντίληψή του και την ίδια τη στιγμή που βρισκόταν κοντύτερα σ' αυτές, εκείνες δεν υπήρχαν πια γι' αυτόν.
Ομως αυτές, πιο σαγηνευτικές από κάθε άλλη φορά, τεντώνονταν και λυγίζονταν, άφηναν τα φρικιαστικά μαλλιά τους ν' ανεμίζουν λεύτερα στ' αγέρι, γαντζώνονταν με τα νύχια τους στα βράχια. Δεν ήθελαν πια να γοητέψουν, το μόνο που ήθελαν ήταν να μπορούν να βλέπουν , όσο γινόταν περισσότερο, τις ανταύγειες π' ακτινοβολούσαν τα μεγάλα μάτια του Οδυσσέα.
Φ.Κάφκα
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)