Απόδειξη πως ακόμα και ανεπαρκή, παιδιάστικα στ' αλήθεια,
μέτρα μπορούν να επαρκέσουν για την προστασία μας:
Για να φυλαχτεί απ' τις Σειρήνες, ο Οδυσσέας βούλωσε τ' αφτιά του με κερί κι έβαλε να τον αλυσοδέσουν στο κατάρτι. Βέβαια, όλοι οι ταξιδιώτες θα μπορούσαν να είχαν κάνει κάτι τέτοιο απ' την αρχή (εκτός από 'κείνους που οι Σειρήνες γοήτευαν κι από μακριά ακόμα), μα ήταν σ' όλους γνωστό πως αυτό δεν ήταν δυνατό να βοηθήσει. Το τραγούδι των Σειρήνων τα διαπερνούσε όλα, ακόμα και το κερί, και το πάθος εκείνων που γοήτευαν μπορούσε να σπάσει άλλα, σκληρότερα απ' αλυσίδες και κατάρτια. Αλλά ο Οδυσσέας δεν το σκέφτηκε αυτό, αν και ίσως να το 'χε ακουστά. Εμπιστεύτηκε απόλυτα σε μια χούφτα
κερί και σε μια αρμαθιά αλυσίδες και με απλοϊκή ικανοποίηση
για τα επινοήματά του έβαλε πλώρη για τις Σειρήνες.
Οι Σειρήνες, όμως, έχουν ένα όπλο τρομερότερο κι απ' το τραγούδι, τη σιωπή τους. Αν και δεν έχει συμβεί ποτέ, θα μπορούσε ίσως να 'ναι πιθανό κάποιος να γλίτωσε απ' το τραγούδι τους,
απ' τη σιωπή τους, όμως, είναι αδύνατο. Απέναντι σ' αυτό που αισθάνεται κανείς, σαν τις υποτάσσει με τις ίδιες του τις δυνάμεις και στην περηφάνια, που σαν αποτέλεσμα σαρώνει τα πάντα μαζί της, καμιά αντίσταση του κόσμου τούτου δεν είναι δυνατή.
Στην πραγματικότητα, όταν έφτασε ο Οδυσσέας, αυτές οι μεγάλες τραγουδίστριες δεν τραγούδησαν, είτε γιατί πίστεψαν πως με τέτοιο αντίπαλο μονάχα η σιωπή μπορούσε κάτι ν' αποφέρει είτε επειδή η έκφραση ευδαιμονίας στο πρόσωπο του Οδυσσέα, που τίποτα δε σκεφτόταν άλλο απ' το κερί και τις αλυσίδες, τις έκανε να λησμονήσουν το τραγούδι.
Ο Οδυσσέας πάντως -αν μπορεί κανείς να το πει αυτό- δεν άκουσε τη σιωπή τους. Πίστεψε πως τραγουδούσαν και πως αυτός μονάχα εμποδιζόταν να τις ακούσει, γιατί μια φευγαλέα
στιγμή είδε τις κινήσεις των λαιμών τους, τις βαθιές ανάσες, τα δακρυσμένα μάτια τους, τα μισάνοιχτα χείλη, μα νόμισε πως ήταν από τις άριες που ηχούσαν ολόγυρά του δίχως ν' ακούγονται. Ομως όλα αυτά γρήγορα γλίστρησαν από το βλέμμα του που ήταν καρφωμένο μακριά, οι Σειρήνες εξαφανίστηκαν ολότελα απ' την αντίληψή του και την ίδια τη στιγμή που βρισκόταν κοντύτερα σ' αυτές, εκείνες δεν υπήρχαν πια γι' αυτόν.
Ομως αυτές, πιο σαγηνευτικές από κάθε άλλη φορά, τεντώνονταν και λυγίζονταν, άφηναν τα φρικιαστικά μαλλιά τους ν' ανεμίζουν λεύτερα στ' αγέρι, γαντζώνονταν με τα νύχια τους στα βράχια. Δεν ήθελαν πια να γοητέψουν, το μόνο που ήθελαν ήταν να μπορούν να βλέπουν , όσο γινόταν περισσότερο, τις ανταύγειες π' ακτινοβολούσαν τα μεγάλα μάτια του Οδυσσέα.
Φ.Κάφκα
Πριν από 6 ημέρες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου