Χωρίς τίτλο (I)
Ἀπὸ τὴ συλλογὴ «ἐκ περάτων», ἔκδ. ὕψιλον/βιβλία. Ἀθῆναι χ.χ.
Ι
Οἱ μέρες μου ὅλες λάθος μετρημένες
σὲ τσακισμένα δάχτυλα καὶ καταφαγωμένα
καθὼς χυμοῦσε πάντα πάνω μου τὸ λυσσασμένο τίποτε τῆς ζωῆς
Δὲν ἔχω χρόνο πιὰ
μὲ ἐγκαταλείπουν
οἱ πράξεις καὶ τὰ λόγια
Ὅλα ἔχουν τώρα τὴν εὐπρέπεια αὐτῶν ποὺ ἀποσύρονται
τὰ χέρια τῶν ἀγαπημένων μας ψάχνοντας γιὰ ἄλλες χειροπέδες
κι ἡ ἄμπωτη ἀπ' τὰ σπασμένα κρύσταλλα τοῦ ἔρωτα
κι ὁ δήμιος ποὺ τελειώνει τὴ δουλειά του καὶ κάνει τὸ σταυρό του
καὶ γυρνάει κι αὐτὸς στὸ σπιτικό του
ὅλα ἔχουν τὴν εὐπρέπεια αὐτῶν ποὺ ἀποσύρονται
καὶ μόνο ἡ φωνὴ μίας γυναίκας νὰ τρέμει καὶ νὰ τρίζει σὰ σπασμένη σκάλα
«... τὸ βράδυ μὴν ἀργήσεις...»
ποιὸ βράδυ, θεέ μου, τί νὰ μὴν ἀργήσω
μέσα σ' αὐτὸ τὸ ἀβυσσαλέο παθητικὸ τοῦ χρόνου
Πῶς τὸν καιρὸν ἐν ἀτοπήμασιν ἐβιότευσα ρεμβόμενος...
Μαρτύρια πάνω στὰ μαρτύρια
καὶ κρίματα πάνω στὰ κρίματα
χρεωκόπος τοῦ καιροῦ ἀσύγγνωστος
καὶ φτάνει τώρα ξαφνικὰ τὸ μήνυμα ὁ Ἀγώνιος πεθαίνει...
Νὰ τὸν προφτάσω πρέπει, ἀνάγκη πᾶσα
τώρα, σ' αὐτὸ τὸ τώρα ποὺ δὲν εἶναι χρόνος πιὰ
ἀραιώνει ἀραιώνει τὸ παρὸν τριγύρω μου κι ὁ Ἀγώνιος πεθαίνει
νὰ τὸν προφτάσω κι ἂς μὴ τὸν προφταίνω πιὰ
νὰ ξεκινήσω ἀμέσως... ἀπὸ ποῦ γιὰ ποῦ
σὲ μία κατάκοπη ἀκαταστασία σωριασμένα ὅλα τὰ τοῦ βίου μου
-ἔτσι τὰ βρίσκει ὅταν ἔρχεται τὸ μήνυμα
ἔτσι ὅπως πρὶν ἀπὸ μετοίκηση μὲς σ' ἔξαλλα δωμάτια
σκόρπια χρειώδη καὶ ἄχρηστα εὐτελῆ καὶ τιμαλφῆ ἐνθύμια καὶ φυλαχτὰ
φτωχὲς παρηγοριὲς τῆς καθημερινῆς ἁφῆς καὶ τῆς χαμοζωῆς μας
ἀπελπισία τοῦ τί νὰ πάρεις τί ν' ἀφήσεις
ἀπελπισία του νὰ σὲ νοιάζει ἀκόμη τί νὰ πάρεις τί ν' ἀφήσεις...-
σὲ μιὰ κατάκοπη ἀκαταστασία σωριασμένα ὅλα τὰ τοῦ βίου μου
σ' αὐτὸ τὸ τώρα ποὺ δὲν εἶναι χρόνος πιὰ
ἀραιώνει ἀραιώνει τὸ παρὸν τριγύρω μου
κι εἶμαι στὸ πουθενὰ
καὶ μόνο ἡ φωνὴ μιᾶς γυναίκας νὰ τρέμει καὶ νὰ τρίζει σὰ σπασμένη σκάλα
«... τὸ βράδυ μὴν ἀργήσεις...»
Χωρίς τίτλο (VIII)
Ἀπὸ τὴ συλλογὴ «ἐκ περάτων», ἔκδ. ὕψιλον/βιβλία. Ἀθῆναι χ.χ.
VIII
Οἰωνὸς πετόμενος ἔστη ἐν μεσουρανήματι
ἀσάλευτος
κι οὔτε κατὰ τὴ δύση πάει ὅπου τραβᾶν σμήνη οἱ ἀποδημοῦντες
οὔτε πρὸς τὴν ἀνατολὴ τὸν σπρώχνουνε ἀπόγειοι στεναγμοὶ
Ἐρήμωσαν ἄξαφνα οἱ δρόμοι ποὺ τὸ βλέμμα τῶν ἀπελπισμένων
χάραξε στὸν ἀέρα
καὶ τὰ περάματα τῶν κεκμηκότων
κι ὁ ἴσκιος μου τινάζεται νὰ φύγει ἀπ' τὸ κορμί μου πρὸς τὰ πάνω
ξεγλωσσίζοντας
σὰ φλόγα λύχνου ποὺ τοῦ σώνεται τὸ λάδι
Προαίσθημα κακῶν μελλούμενων...
Πάντα νὰ τὰ ἀποτρέψω πάσχιζα ἔστω τὴν τελευταία ὥρα
ἀλλά, νά, τώρα βλέπω δὲν ὑπήρχανε ποτὲ μελλούμενα• μόνο τετελεσμένα
κι οὔτε ὥρα τελευταῖα μὰ μετατελευταία
ὅλη ἡ ζωή μου ἐκπρόθεσμη
προαίσθημα πάντα ὅσων εἶχαν πιὰ συντελεσθεῖ
ἔδρασε λάθρα ὁ χρόνος σὰν τὸ μόνο πεπρωμένο
πλήρωμα καὶ συντέλεια
Τὸ τέλος εἶχε ἐπέλθει ἀπὸ καιρὸ
τὸ τέλος εἶχε ἐπέλθει ἀπ' τὴν ἀρχὴ
πέρασε πάνω μου καὶ μ' ἄφησε σ' αὔτη τὴ μετατελευταία ὥρα
-μαύρη ὥρα δίχως ἔκβαση-
νὰ σπαρταράω ψυχόφυρτος
Χωρίς τίτλο (X)
Ἀπὸ τὴ συλλογὴ «ἐκ περάτων», ἔκδ. ὕψιλον/βιβλία. Ἀθῆναι χ.χ.
Χ
Λόγια ἐκ περάτων συνάχτηκαν
γιὰ τὸν Ἀγώvιο ποὺ πεθαίνει
φτεροκοποῦν ἀπάνω κάτω στὸ τρεμάμενο τὸ ἑσπέρας
θέλουν νὰ τὸν σηκώσουν στὰ φτερὰ τους ἕνα γῦρο νὰ τὸν πᾶν
Λυκαβηττὸς Πευκάκια Στρέφη Τουρκοβούνια
μὰ αὐτὸς πεθαίνει ἀπών
ματαιωμένος καὶ ἀπών
Λυκαβηττὸς Πευκάκια Στρέφη Τουρκοβούνια - ἐδῶ παίζαμε ἄλλοτε
ἐδῶ ζήσαμε
μέρες τῆς παιδικῆς ἀγριότητας
Ἐδῶ... ἄλλοτε... Ὅμως τὸ ἐδῶ μὲ ἐντὸς του τὸ ἄλλοτε δὲν εἶναι πιὰ ἐδῶ
καὶ τὸ ἄλλοτε μὲ ἐντὸς του τὸ ἐδῶ δὲν εἶναι πιὰ ἄλλοτε
... παιχνίδια βάρβαρα θανάσιμα «φρούρια» μὲ κοτρῶνες στὶς ἀλάνες
«συμμορίες» πετροπόλεμοι ἢ ξεθάβοντας χειροβομβίδες
σκουριασμένες στὰ δασάκια
μέρες τῆς παιδικῆς ἀγριότητας - ἀργότερα
μπήκαμε στὸ παιχνίδι τῶν μεγάλων σὲ ἄχαρη ἐποχὴ
ἄρχιζε νὰ τσακίζει ἡ Ἐπανάσταση νὰ φτιασιδώνεται ν' ἀλλάζει εὔκολα ὀνόματα
λέγανε τώρα «θύματα» τοὺς μάρτυρες
καὶ τῶν πληγῶν τὸ χάος «εἰρήνη»
στὸ ἰδανικὸ ὑπεισέρχονταν τὸ τερατῶδες ὑπαρκτὸ
καὶ μόνο ποῦ καὶ ποῦ καμιὰ προκήρυξη διαμαρτυρίες ἠμιπαράνομα
ἔντυπα ἔρανοι γιὰ τοὺς ἐξορίστους ψιλοπράματα
καὶ σὲ ὦρες ἀθυμίας πειραζόμασταν πόσα χρονάκια φυλακὴ μποροῦν
νὰ μᾶς κοστίσουν ὅλα αὐτὰ
καὶ τότε αὐτὸς σηκώθηκε «λοιπόν, μονάχα αὐτό; δὲν παίζουμε τὴ ζωή μας;»
κι οἱ ἄλλοι γύρισαν ἀλλοῦ τὸ πρόσωπο
κι ἀπόμεινε χλωμὸς καὶ διάφανος ἔξαλλος μὲς στὸν ἴδιο του τὸν τρόμο
τρεκλίζοντας καὶ σάμπως νὰ πνιγόταν
γιατί ἔνιωσε ὅτι φριχτὴ ἡ βλαστήμια ποὺ ξεστόμισε
ὅτι πατοῦσε πάνω σὲ ἄλλων ζωὲς καὶ πεπρωμένα
καὶ πὼς κανένας πιὰ μπαγκιέρης δὲν ὑπῆρχε νὰ δεχτεῖ τὴ ζωή του
καὶ τότε ἦταν ποὺ ζήτησε νὰ γίνει ἡ Κρίση ἐπιτέλους νὰ τελειώνουμε
ἀλλὰ κανεὶς δὲν τοῦ ἀναγνώριζε τὸ ἔγκλημα
... κι αὐτὴ τόσο ὄμορφη τόσο ἄδικα ὄμορφη
τὰ μάτια μου νὰ σέρνει μὲς στὸν κουρνιαχτὸ τῶν δρόμων
κι ἀτέλειωτες ἀγρυπνίες κι ἡ σκιά μου πέρα δώθε σὰν ἐκκρεμὲς
πίσω ἀπὸ τὰ παράθυρα
χτυπῶ τὴν πόρτα μου… κανεὶς δὲν εἶμαι
ἀπῶν ματαιωμένος καὶ ἀπῶν
ἄδειος - κερὶ μολύβι καὶ χαρτὶ
λιώνει καὶ τὸ μολύβι σὰν κερὶ καὶ τὸ χαρτὶ ἀποσαθρώνεται
τὸ κατατρῶνε ὀξειδώσεις σχιζομύκητες ἀνόβια
κι ἀναρωτιέμαι ἦταν ἀνάγκη ἔτσι νὰ εἰπωθεῖ ἡ ζωή μας
λέξεις καὶ συλλαβὲς ἀλληλοσπαραγμένες
στίχοι μὲ κατακλεῖδες ποὺ ἠχοῦν σὰν λαιμητόμοι
... παιχνίδια βάρβαρα θανάσιμα στὸν κουρνιαχτὸ τοῦ κόσμου
κι ἡ σκιά μου πέρα δῶθε σὰν ἐκκρεμὲς πίσω ἀπὸ τὰ παράθυρα
χτυπῶ τὴν πόρτα μου... κανεὶς δὲν εἶμαι
τίποτε δὲ σημαίνω τίποτε δὲν ἔχω νόημα
καὶ δὲν τελειώνει αὐτὸ καὶ δὲν τελειώνει
κωπηλατῶ γιὰ τὰ παλιὰ κι εἶναι ἡ φωνή μου τρύπια
μπαίνουν νερὰ τ' ἀδειάζω μπαίνουνε ξανὰ
σῶσον μέ, Σκότος, φύλαξον τοῦ βίου μου τὰ κρύφια
καὶ κάνε νὰ τελειώσει τοῦτος ὁ βραχνὰς
ξανάρχεται καὶ φεύγει καὶ ξανάρχεται -ἐδῶ ζήσαμε... τί λόγος...
τὸ «ζήσαμε» ματαιώνει τὸ «ἐδῶ» καὶ τὸ «ἐδῶ» τὸ «ζήσαμε»
κανεὶς δὲν εἶμαι πουθενὰ δὲν εἶμαι
ἦταν ἀνάγκη ἔτσι νὰ εἰπωθεῖ ἡ ζωή μας
ξανάρχεται καὶ φεύγει καὶ ξανάρχεται
καὶ δὲν τελειώνει αὐτὸ καὶ δὲν τελειώνει
δὲν ἔχει νόημα τὸ νὰ τελειώσει
τέλος εἶναι τὸ ματαιωμένο τέλος
καθένας μας πεθαίνει ἀπῶν
Αγριομυρίκη εν τη ερήμω
επικατάρατος εν γη αλμυρά...
Έτσι το θέλησα και μη ρωτάς
Κι αν τώρα θλίβομαι είναι που σ' αφήνω
στους πέντε δρόμους δίχως να 'χω πει
για σένα όσα σου άξιζαν και δίχως
να σε δοξάσει ένας μου στίχος
Τόσο βαθιά τόσο πολύ
σε σώπασα μεσ' στη ζωή μου
Δεν ήτανε για να φανερωθεί
ούτε με ουράνια λόγια να ειπωθεί
αυτό το μυστικό που ήσουν κι ήμουν
Σε όσους με ποιήματα τα αισθήματα μετρούν
τι θα 'χεις από μένα να τους δείξεις;
Μια τέτοια αγάπη... δίχως αποδείξεις...
Και ποιος αυτός ο Βέρνερ Λέιο θα ρωτούν
Με τι καρδιά με τι πνοή είχα πάρει
τη ζωή... Μα δεν την άλλαξα• ούτε εσύ
Γι' αυτό λοιπόν «χαμένη υπόθεση»
ο ποιητής Βύρωνας Λεοντάρης.
Πριν από 6 ημέρες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου