Πριν από 6 ημέρες
Κυριακή 29 Απριλίου 2012
Ηρθε λοιπον η ωρα της αποφασης, της επιλογης δια της ψηφου.Σε μια χωρα κατακερματισμενη κι αδυναμη. απο εναν λαο τιμωρημενο για τις θυμικες του εξαρσεις και την αβασανιστη ευκολία του να συμπεριφερεται ως ηθοποιος επαρχιακου θιασου. αλλοτε ψευτολαμπερος κι αλλοτε γκριζος παντα δε μιζερος. Απαιδευτος, ακοπιαστος και ανετοιμος απο παντα να βλεπει. Να βλεπει κι οχι να κοιτα, να σκεφτεται κι οχι να φοβαται, να Ειναι κι οχι να Υπαρχει. Να χαϊδεύεται και να πιστευει στο ανυπαρκτο θαυμα του Μοναδικου και Εξαιρεμενου απο τον μοχθο και τον ιδρωτα της κατακτησης. Η παλια γενια που τοξερε λογω σκληρων συνθηκών, αποσυρθηκε και εν πολλοις απαξιωθηκε ο τροπος της, αφου φανταξαν τα faux . faux στη σκεψη, στα συναισθήματα, ψευδο-εργασια, ψευδες βιοτικο επιπεδο, στολιδια και ιδανικα μετρουμενα σε τετραγωνικα, σε επιδοματα, σε γνωριμίες. αυτη ηταν η εποχη για τους πολλους. Του επιχειρειν χωρις κανενα κεφαλαιο. του επιχειρειν με την ευγενικη συνδρομη των εκλεγμενων αρχοντων και των καθε ειδους παραρτηματων τους.Το επιχειρειν ομως στη ζωη και στο θαυμα της θελει βασανο. και κοπο. και υποβαθρο και παιδεμο. κι αγωνα.
επιτηδειως οι ωφελουμενοι αποκοιμισαν τους καθεξιν ρεποντες στην φυγοπονια. μεγιστοι φυγοπονοι κι αυτοι,και εδειξαν τις λεωφορους της ταχυτητας αντι της ατραπου του αγωνιζεσθαι. Αλλωστε τις ειχαν διατρεξει με τον ιδιο τροπο, με οδηγους καποιους "πε-φωτισμενους" ηγετες και το παραμυθι, κοντεψε να γινει γενεα ολοκληρη. Σχεδον πενηντα χρονια αρκεσαν να απο-πολιτισμικοποιηθει η ελληνικη κοινωνια, να χασει καθε επαφη με την "ισχυρη" της παραδοση, να γαλουχηθει στο Νάυλον. οι φωτεινες εξαιρεσεις, θεωρηθηκαν εμμανεις και stranger και ελιτιστες και και... Εγινε εξαιρεση, να μην αγνοεις τις ριζες, το σημειο εκκινησης, το συμπληρωματικο της υπαρξης σου, η γνωση και πεποιθηση πως θα κοπιαζεις για να εξασφαλιζεις τον επιουσιο αρτο και τον επιουσιο μυθο του περασματος σου.κι εφτανε ως την απομονωση...
αυτος λοιπον ο λαος που δεν δημιουργησε Τιποτα στην πλειοψηφια του, που αρκεστηκε στις σειρηνες των επιτηδειων περι το Τιποτα, τιμωρειται σημερα. Και παλι επι δικαιων και αδικων ο πελεκυς. Και παλι εξαιρουνται οι ηθικοι αυτουργοι. Διοτι στην χειροτερη περιπτωση θα "χασουν" μια εδρα. Αφου ομως εχουν δια πραξεων ή παραλειψεων στην καλυτερη, συρει μια αμορφη κι απαιδευτη μαζα στον σχηματισμο ψευδους αντιληψης του κοσμου. Κι αυτοι δεν θα τιμωρηθουν. Θα εισπραξουν και ηδη εισπραττουν μια απαξιωση, λογω ανεχειας, αλλα δεν θα συγκινηθηκαν. κι αυτο γιατι αν ειχαν εγκαταστημενες δομες κι υποδοχες αρετης, δεν θα ησαν αυτοι που συνειδητα ή εστω με ενδεχομενο δολο παρεσυραν και καταστρεψαν μια ολοκληρη πατριδα. και οχι σκετα χωρα, γιατι πατριδα ειναι κι αυτη η ψυχη που χει μια γεωγραφικη ενοτητα, που την διαφοροποιει στο χαρτη. σε μια πατριδα λοιπον τοσο ευσυνοπτη αυτοι καταφεραν να σκορπισουν ενα δυσαναλογο αμαρτημα.
ουδεις αμοιρος των ευθυνών του αλλα κατα τη συμμετοχη και την θεση του.
να επιλεξουμε λοιπον. Να αναδειξουμε. Να αντιστρεψουμε τα πραγματα.
Να αποσυρθουμε, θα ελεγα. Ο,τι χαλασαμε, χαλασαμε. Να ζητησουμε συγγνωμη, να τιμωρησουμε, να περιθωριοποιησουμε, να πεταξουμε απ τη ζωη μας ο,τι δεν ειναι πραγματικο. Και Ειναι Πολλα τα Ψευδη και Οι Ψευτες. Και ειναι Ελαχιστα οσα μας Χρειαζονται. Ενα το εξης: σκουπιδια για τους Ιταμους και Μοχθος για τη Δημιουργια.
Καλο βολι, λοιπον.
Τρίτη 3 Απριλίου 2012
Ανεπίστροφον – διαδρομές - Book Press
Ανεπίστροφον – διαδρομές - Book Press
Του Γιώργου Χ. Θεοχάρη
Συμβαίνει κάποτε στη ζωή και στην Τέχνη να διασταυρώνεσαι απροσδόκητα με το πολύτιμο. Τότε στερεώνεται η βεβαιότητά σου πως τα τιμαλφή φέρουν εκ γενετής την χάρι της δωρεάς, υπήρξαν για να προσφερθούν, δημιουργήθηκαν για να τιμήσουν την ύπαρξη. Το τιμαλφές δώρημα της Γιάννας Λάμπρου προσφέρθηκε στην ανάγνωση διακριτικά, όπως ταιριάζει στα πολύτιμα, αλλά στο πρώτο ξεφύλλισμα καταυγάζεται η ψυχή του αναγνώστη απ’ τις εκλάμψεις του κειμένου.
Πρόκειται για ένα δοκίμιο φιλοσοφικού λυρισμού, στους αρμούς του οποίου ενυπάρχει και το στερεώνει η ποίηση. Λόγος αποφθεγματικός, λόγος θεατρικός σχεδόν ως μονόπρακτο, λόγος κινηματογραφικός ως σεκάνς του Βιμ Βέντερς, λόγος επεξεργασμένα δικανικός, κείμενα εσωτερικού μονολόγου, δοκίμια μελέτης των ανθρωπίνων σχέσεων.
Στο πρώτο κείμενο, συνεπώς και στο βιβλίο, προτάσσεται το τετράστιχο: Γυρεύοντας τις αιτίες της αλμύρας / Στο περιγιάλι των χρόνων που εξαγοράσαμε / Ακρωτηριάσαμε μετά από μέρες άκαρπες / Την πιο γαλάζια πελαγίσια αλήθεια μας. Διαβάζοντάς το αντιλαμβάνομαι ότι η συγγραφέας μάς προτρέπει να μη ψάχνουμε τις αιτίες απ’ τις οποίες εκπηγάζουν οι αρχέγονες αξίες της ζωής. Να γευτούμε το θαύμα της λειτουργίας των συναισθημάτων, χωρίς αυτιστικά ερωτηματικά, όσο διαρκεί το δώρο της έμβιας παρουσίας μας, το διάστημα της οποίας εξαγοράσαμε με τον θάνατό μας.
Το πρώτο κείμενο είναι μία συνομιλία δύο ανθρώπων που κάποτε ερωτεύτηκε ο ένας τον άλλο και τώρα βρίσκονται στο δρόμο του χωρισμού και πολύ μακριά από την εποχή της νεότητας, έχοντας ζήσει μια ρυθμισμένη, ασάλευτη, χωρίς απροσδόκητα, ήσυχη και για τούτο αδιάφορη ζωή. Γι’ αυτόν το χωρισμό προσπαθούν να συζητήσουν πολιτισμένα. Είναι Σεπτέμβρης 1995. Σκηνικός χώρος η Βενετία. Ο γονδολιέρης τραγουδά το Dance me to the end of love, του Leonard Cohen. Για τους ήρωες του κειμένου είναι το τέλος του έρωτα, βρίσκεται στην κορύφωσή του ένας αγάπης αγώνας άγονος. Εκείνη του προσάπτει με βεβαιότητα την ύπαρξη ερωμένης. Εκείνος αντιτείνει πως δεν υπήρξε ερωμένη, αλλά ο ίδιος έζησε μία ζωή φαντασιακού εραστή, έχοντας από πάντα δραπετεύσει από τη σχέση τους. Φανταζόταν ότι ήταν με μια γυναίκα ικανή να τον σαγηνεύει χωρίς δεσποτισμό και ίντριγκες, ώστε αυτός να παραμένει αήττητος αλλά παραδομένος. Ό,τι επιθυμούσε δεν το βρήκε σ’ αυτήν. Την αισθανόταν ως ξένη. Το όνομά της είναι Ξένια. Η συγγραφέας παίζει συχνά το παιχνίδι με την αμφισημία και την πολυσημία των λέξεων. Έτσι κι εδώ: Ξένη από την αποξένωση που εμπνέει σ’ εκείνον ή Ξένια από τη φιλοξενία που του προσφέρει και ξενοδοχεί το αλλοπρόσαλλο των συναισθημάτων του;
Να πώς εκείνος περιγράφει το φασματικό ιδανικό του, το φάσμα του πόθου του:
-Κι όταν ήμαστε μόνο οι δυο μας, υποκρινόσουν;
-Δεν ήμαστε ποτέ οι δυο μας, Ξένια. Και στις ιδιαίτερες στιγμές μας δεν σου εκχωρούσα τίποτα δικό μου. Η φίλη μου η πεφιλημένη, της ζωής μου η αγαπημένη, ήταν πάντα εκεί. Ευρηματική και διεκδικητική σαν τελευταία φορά πριν το μεγάλο ταξίδι. Εκρηκτική σαν άνοιξη, γόνιμη σαν την πράσινη γη, απέραντη σαν θάλασσα, ανεξερεύνητη σαν δάσος πυκνό, μαγική σαν σκοπός από σαξόφωνο, αειπάρθενη και πανερωτική, αποκλειστική και διασπασμένη. Ανένδοτη σαν επανάσταση, απείραχτη σαν ιδανικό, ρομαντική σαν αχλύ ονείρου και γήινη σαν τραύμα από φλόγα. Με αγκαλιά από μέλι. Και πάντα δίπλα ένα καράβι με τη μηχανή του αναμμένη. Έτοιμο να ξανοιχτεί. Ένα λεπτό μαζί της ήταν αιωνιότητα κι αθανασία, είκοσι χρόνια μαζί σου δεν έφτιαξαν όλα μαζί ένα αφρισμένο κύμα, ένα ρίγος.
Οι ήρωες τυραννιούνται από την οδύνη της αγάπης. Οι συναισθηματικές τους καταβολές έρχονται από περιοχές ψυχικού αναλφαβητισμού. Εκείνος, ως οντολογική φιγούρα και ως νοητική λειτουργία, προσομοιάζει με ήρωα φιλμ νουάρ. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται ένας διάλογος δικανικός: Όταν εκείνη τον ρωτά γιατί αφού του ήταν αδιάφορη τη ζήλευε, εκείνος απαντά πως αφού γι’ αυτόν ήταν ασήμαντη και ταπεινή δεν θα μπορούσε να δεχτεί να είναι σημαντική για κάποιον άλλο, προφανώς γιατί κάτι τέτοιο θα αποκάλυπτε πλευρές της δικής του ελλειμματικότητας. Όταν εκείνος της επισημαίνει πως ποτέ δεν επέτρεψε ν’ ανοίξουν μαζί τα φτερά τους, εκείνη του αντιτείνει:
Νόμιζα πως το να θέλω να οπισθοδρομούμε παθητικά, δεν σε πείραζε. Είχα επίτηδες, αλλά σχεδόν ενστικτωδώς, συγχύσει την ελλειμματική μου στάση προς την επίγνωση, την ανικανότητά μου να φτιάξω μια τόση δα χαρά, μια τόση λύπη, μια τόση απελπισία, με την αυθεντικότητα. Αδύναμη να χειριστώ στερεότυπα, μετέτρεπα την αποδοχή τους σε δήθεν γνησιότητα. Αλλά κι εσύ μήπως τα είχες γκρεμίσει; Μέσα από μια ανάγκη, μια εικόνα, μια αποτυχία με αναζήτησες, να φύγεις ήθελες, όχι να ‘ρθεις. Όμως ο έρωτας είναι να θες να ‘ρθεις, όχι να θες να φύγεις από κάπου. Αυτό είναι σαν την αναστολή. Εντός του χρόνου της να μη διαπράξεις άλλο αδίκημα.
…και πάει έτσι ο διάλογος μέχρι τέλους, δίχως ο αναγνώστης να μπορεί να αθωώσει ή να δικάσει κάποιον. Μονάχα ως συγγραφέας ο νομικός έχει την ευχέρεια να χαράζει την υπερασπιστική γραμμή και των δύο αντιδίκων, να απαγγέλει το κατηγορητήριο και ταυτόχρονα να επιχειρηματολογεί αντικρούοντάς το, και κάποτε να ανεβαίνει και στην έδρα. Η επιστημονική σκευή, η νομική γνώση, της Γιάννας Λάμπρου πλουτίζει το κείμενο έτσι κι αλλιώς.
Η παρουσία του αρχετυπικού ζεύγους –άντρας γυναίκα- διατρέχει και τροφοδοτεί τη δράση σε όλα τα κείμενα του βιβλίου. Είτε πρόκειται για τους ίδιους ήρωες, από κείμενο σε κείμενο, είτε για διαφορετικούς, ίδια είναι τα πάθη που κατατρώνε τα σπλάχνα τους, ίδιες και οι σταθερές αξίες που μπορούν να τους ανυψώσουν στο θαύμα.
Ένας άντρας μονολογεί παρουσία μιας γυναίκας. Εκείνη περιγράφεται ως αποκλεισμένη, ως αυτοέγκλειστη, πιο σωστά, στη φυλακή της συναισθηματικής της αυτάρκειας. Κι εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε επιλογές ρυθμισμένης ζωής. Κάθε τι στον καιρό του, κι αν υπάρχει ο καιρός γι’ αυτό. Κι ο έρωτας ακόμη ως Ανάγκη, όταν και αν προκύψει αυτή η ανάγκη. Εκείνος ακριβώς στην απέναντι όχθη Η συμβατική ζωή, γι’ αυτόν, είναι θάνατος. Ζωή είναι το πάθος. Επιζητά την ταύτιση, την εισχώρηση στον αγαπημένο Άλλο. Επιζητά τη Μέθεξη. Ξέρει το διακύβευμα. Γνωρίζει τους κινδύνους που υποκρύπτονται, ξέρει όμως πόσο άξιο είναι το τίμημα. Η συγγραφέας, με παρένθετους στίχους, το δίνει έξοχα, με μιαν αρμονική παρήχηση του ρο: Ρόδο, ρίγος, ροή, ράπισμα, ρήμαγμα… Έρωτας.
Εκείνος, στον απολογισμό της ζωής του, αντιλαμβάνεται ότι όσο κι αν επιθυμούσε τη Μέθεξη ποτέ δεν τόλμησε όσο χρειαζόταν, κι αναρωτιέται:
πώς έγινε και μέτρησα σχεδόν πενήντα χρόνια χωρίς ποτέ να ενωθούν οι αισθήσεις και τα συναισθήματά μου, χωρίς ποτέ συνεπαρμένος από μια ελάχιστη προσωπική μου αμαρτία να ταξιδέψω τινάζοντας τον φόβο του θανάτου και του μάταιου; Χωρίς να συνωμοτήσω με την πολυτέλεια της αγίας Επιθυμίας, κρατώντας την ψυχή στα χέρια μου και τα χέρια στην ψυχή μου. Χωρίς να μείνω άφωνος από χαρά, από λύπη, από αγωνία, από μια ματιά-μαχαίρι, μια μυρωδιά, ένα στίχο, έναν ξεσηκωμό που θα διέλυε όλον εκείνο τον απίστευτα γελοίο περίγυρο. Χωρίς να ταξιδέψω σε μια κοινωνία της ου-τοπίας και του ονείρου, της ισότητας και της επανάστασης.
Δύο γυναίκες συνομιλούν. Η Κλαίρη εκθέτει στη Θαλλώ το αξιακό της σύστημα για τη ζωή και τις απόψεις της για τις ανθρώπινες σχέσεις. Μιλάει για την εμπειρία της με τον Βάνια. Τον Άγγελο που αυτοϋποβιβάστηκε σε Βαγγέλη, ούτε καν σε Ευάγγελο, από τον οποίο επέτρεψε να γοητευθεί ενώ εκείνος δεν άξιζε ενός τέτοιου δωρήματος. Κι ίσως εκείνη λειτούργησε έτσι εξ’ αιτίας του έντονου χαρακτηριστικού της, της ενσυναίσθησης. Τους διανοητικής ικανότητας της εμβίωσης. Του να θέλεις και να μπορείς να ζεις έν τινι. Να μπαίνεις στη θέση του Άλλου και να επιδράς στους όρους δημιουργίας των διαπροσωπικών σχέσεων. Γιατί, διαβάζουμε στο κείμενο, αν κοινωνήσεις τους καημούς, αν μεταλάβεις τη βαθιά εκείνη ψυχική δίψα κάποιου ανθρώπου ή κάποιας πατρίδας, γίνεται για πάντα κομμάτι σου, το κουβαλάς σαν μέλος σου και το προσέχεις όσο και εσένα! Υπάρχει όμως πάντα το ρίσκο της αγνωμοσύνης, όπου, ενώ εσύ δίνεις την ψυχή σου σού τη γυρίζουν σακατεμένη.
Ο Βάνια είναι κι αυτός άτολμος στο καινούριο. Νόμισε εύκολη την πορεία προς την αγάπη. Δεν υποψιαζόταν πώς είναι να χαρίζεσαι και να χαρίζεις αυτό που δεν σου περισσεύει. Ο Βάνια δεν παραδόθηκε στη σαγήνη και στο πάθος. Ήταν ένας εξ’ αρχής νικημένος από πεποίθηση. Ο Βάνια εμφανίζεται στο προσκήνιο και η συνομιλία γίνεται ανάμεσα σ’ αυτόν και την Κλαίρη. Ο αξιακός κανόνας εκείνης για τη ζωή είναι: ν’ αγαπάς, να ερωτεύεσαι, να είσαι ελεύθερος, να συμπάσχεις με τους ποιητές και τους βασανισμένους, να υπερασπίζεσαι την αλήθεια και την αθωότητα. Ν’ αγαπάς κάποιον χωρίς να τον χρειάζεσαι. Ο Βάνια παραμένει ένας ακρωτηριασμένος συναισθηματικά άνθρωπος, ένας συντετριμμένος της καθημερινότητας. Η Κλαίρη επιχειρεί να τον υπερασπιστεί αποκαλύπτοντας τις πηγές της μετριότητάς του. Του λέει ότι κάποτε στη ζωή του ο καθείς οφείλει ένα τουλάχιστον «απεταξάμην».
Ο άνθρωπος που στεγνώνει από επιθυμία και διάθεση, περνά στην καθολική παραίτηση, ακυρώνει τη ζωή του. Αν, παρ’ ελπίδα, επιχειρήσει να μπει σε μια διαδικασία ανάτασης ηθικής, επειδή ακριβώς είχε προθύμως συναινέσει στην πτώση του, οι αρνητικές αξίες με τους οποίες συνοδοιπόρησε στην πορεία της πτώσης, θα κονιορτοποιήσουν τις όποιες ανορθωτικές του προσδοκίες, τόσο κυνικά, χωρίς αιδώ, μας λέει η συγγραφέας, τόσο χυδαία, όσο η ανηθικότητα του φόνου που, αν δηλωθεί εκουσίως, εκλαμβάνεται ως ειλικρίνεια του δράστη.
Εν τέλει η Κλαίρη, διερχόμενη μέσα από την εμπειρία της συναναστροφής με το ανήθικο, το ευτελές και το άσχημο, αποφασίζει πως είναι μάταιο να βγάζει τα συναισθήματά της στην αγορά, αφού εκεί χάνουν την ανταλλακτική τους αξία, επειδή όλο και μειώνεται η προσφορά ψυχικών παραγώγων αγάπης και, παράλληλα, όλο και αυξάνεται ο αριθμός των πάγκων που στήνουν οι αργυραμοιβοί, οι κιβδηλοποιοί, οι αγύρτες.
Μια ώριμη γυναίκα και ένας νεαρός άνδρας βρίσκονται γυμνοί στο κρεβάτι. Η γυναίκα επιθυμεί τον νέο, και, ταυτόχρονα, τύπτεται γιατί τον εγκλωβίζει στη μοναδικότητα αυτής της επιλογής –εξυπακούεται ότι κι εκείνος την επιθυμεί- την ώρα που η φυσική τάξη επιτάσσει να είναι συναισθηματικά ελεύθερος και να σπουδάζει τις μεθόδους ωρίμανσής του, όπως έκανε κι εκείνη στην ηλικία του.
Ο νέος της αντιτείνει: Εγώ, όμως, δεν σκέφτομαι όπως εσείς κοιτώντας προς τα πίσω με τωρινά μάτια. Ίσως επειδή δεν έχω παρελθόν. Εγώ… μ’ αρέσει αυτό που ζω μαζί σου και μου αρκεί.
Ναι, του λέει εκείνη, αλλά κάποτε θα λυπηθείτε για όλα αυτά.
Θα λυπηθώ, απαντά ο νέος, όταν γίνω τόσο κανονικός που να μην προλαβαίνω να ζω, αλλά να καταστρέφω με την… έμπειρη σκέψη ό,τι συμβαίνει πριν το αγγίξω. Νομίζω πως δεν είναι η γνώση ο μόνος δρόμος που μας οδηγεί στην αφή των πραγμάτων.
Ουσιαστικά εδώ η Γιάννα Λάμπρου προσεγγίζει το μέγα θέμα της συνάφειας και της σύγκρουσης του πρωτογενούς με το δευτερογενές, ως απότοκο της ηλικιακής απόστασης, στο επίπεδο τους συναισθηματικής εμπειρίας, από τις εκβολές της οποίας τροφοδοτούνται οι συμπεριφορές των ανθρώπων και νοηματοδοτούνται οι σχέσεις τους. Γιατί η πρωτογενής προσέγγιση της υλικής (σωματικής) και της πνευματικής (ψυχικής) υπόστασης του Άλλου διαθέτει το πλεονέκτημα και την υπεροχή της ακατέργαστης ορμητικότητας, τη στιλπνότητα της αλήθειας, και την παρθενικότητα της ειλικρίνειας, ενώ η δευτερογενής είναι πιθανό να στενάζει κάτω από φορτία εγκατεστημένων στερεοτύπων, και να είναι δύσκαμπτη από σκουριές καχυποψίας, αμφιβολίας, υστεροβουλίας, κλπ.
Σε κάποιο σημείο του κειμένου η ώριμη κυρία προβάλλει το συναισθηματικό της στίγμα ως εξής:
Αν μοιράσω τη ζωή μου σε τέσσερις εποχές, τώρα θα είναι αυτή που διασχίζω με λαμπυριστούς τροχούς ποδηλάτου έναν κάμπο με κίτρινα στάχυα.
Εκπληκτικά η Γιάννα Λάμπρου έχει εδώ συγκεράσει τρεις μορφές υψηλής Τέχνης, τρία έργα Τέχνης και τρεις δημιουργούς: τη Μουσική, με τις Τέσσερις εποχές, του Αντόνιο Βιβάλντι, την Ποίηση, με τους στίχους Η Ποίηση είναι ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου, του Ανδρέα Εμπειρίκου, και τη Ζωγραφική, με τα Σταροχώραφα του Βικέντιου Βαν Γκογκ.
Δύο, κατά πάσα πιθανότητα, εραστές από την φοιτητική τους νεότητα, που παρέμειναν φίλοι, συναντιούνται τριάντα χρόνια αργότερα. Η συνάντησή τους χαρακτηρίζεται από την ευγένεια που αποτυπώνεται εσαεί στην ψυχή των εραστών από ενσυναίσθηση. Η κεντρική προβληματική αφορά στη φθορά που επιφέρει ο Χρόνος.
Μία μνημονική επιστροφή της αφηγήτριας παρατίθεται στη συνέχεια, που εδώ, βάσιμα, από την εξέταση των πραγματολογικών αναφορών, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ταυτίζεται με τη συγγραφέα, στον γενέθλιο τόπο. Οι προβολές της μνήμης σκηνοθετούνται από το βλέμμα της αφηγήτριας που θέλει να ταξιδεύει στη ζωή πρώτη θέση και ποτέ ως λαθρεπιβάτης, και που θέλει να παραχωρεί αυτή τη θέση μόνο στον πρωτογενή ανθρώπινο μόχθο και στον γενναίο ανθρώπινο πόνο, που την κάνουν άνθρωπο.
Προβάλλονται πλευρές του επαρχιακού βίου από τον ελληνικό χώρο των πρώτων μετεμφυλιακών δεκαετιών και αναπτύσσεται προβληματισμός για τις συνιστώσες που επέδρασαν στη διαμόρφωση του μεταπολεμικού έλληνα.
Μετά το διάλειμμα, στην οθόνη, η μνημονική επιστροφή μεταφέρεται στους χώρους της φοιτητικής ζωής και στους φίλους εκείνης της εποχής.
Καθώς πέφτουν οι τίτλοι του τέλους αντιλαμβανόμαστε πως επρόκειτο για μια νέκυια της νεότητας, για μιαν ανάμνηση των τρόπων και των λόγων των φίλων εκείνης της ανεπίστρεπτης περιόδου, που τώρα έχουν χαθεί, αφού η ακοίμητη κλειδούχος παραμονεύει. Η κήρα μέλαινα, η ομηρική διατύπωση για το μαύρο αίμα του θανάτου που ακυρώνει την ύπαρξη.
Και στο επόμενο κείμενο ανακαλείται μνημονικά η νεότητα, και ο έρωτας και η ελευθερία των επιλογών και η αυτοδιάθεση του ανθρώπου. Αφορμή η γαμήλια ετοιμασία της ένωσης δύο ανθρώπων από συνοικέσιο, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, στην επαρχία. Περιγράφοντας η αφηγήτρια τα φρεσκοπλυμένα προικώα ασπρόρουχα της πρώτης νύχτας του γάμου, επισημαίνει:
Κατέφθανε με δώρα η πεθερά να χαρεί τη χαρά της ξένης που θα έφερνε απογόνους στην οικογένεια. Κεντημένα μαξιλάρια κι αντί βαμβάκι, γεμισμένα με κλαδιά φτέρης για την πρώτη νύχτα του γάμου.
Ο ψυχικός πολιτισμός των εξευγενισμένων κυράδων, που υπήρχαν πάντα και σ’ όλες τις συνθήκες, διαισθανόταν ότι κάτι πιο ευγενές χρειαζόταν να διαχωρίσει αυτή τη νύχτα από τις ίδιες άλλες που θα έρχονταν μια ολόκληρη ζωή. Μια ζωή χρέους και καθήκοντος.
Στο ίδιο κείμενο ενυπάρχουν μνήμες της παιδικής ηλικίας και της παιδικής αθωότητας όταν σκιρτά, πρώτη φορά, η ψυχή διαισθητικά στο μέγα δώρο του έρωτα, στην εκρηκτική ανθοφορία του σώματος.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με μικρής έκτασης κείμενα στα οποία αποτυπώνεται η τελετουργία της μητρότητας. Η σύλληψη, η κύηση, η γέννηση. Η γυναίκα δικαιούται τα σπουδαία γιατί η μήτρα της αντιμάχεται το Χρόνο, πολεμώντας το Θάνατο με σπέρματα Αθανασίας. Η αφηγήτρια παραθέτει τον πίνακα των αξιών της και επισημαίνει, ανακαλώντας τους στίχους του Ελύτη από το έργο του «Εκ του πλησίον», ότι δεν φτάνει σαν κλωνάρι λέξης ν’ αδημονείς για Μάιο, δεν φτάνει δηλαδή να θέλεις κάτι πολύ, χρειάζεται και να αποκωδικοποιείς με τον νου ό,τι η καρδιά νοιώθει.
Εντέλει το ζεύγος άνδρας-γυναίκα δικαιώνει, κατά μόνας, τη βαθύτερη ουσία της υπόστασής του. Χωρίζει. Εκείνος επιστρέφει στη σύζυγό του και στη θαλπωρή της οικιακής ακινησίας. Προηγουμένως έχει εκλιπαρήσει τη γυναίκα να του ζητήσει να μείνει. Εκείνη, σταθερή στις υπερήφανες επιλογές της, αρνείται να υποτάξει τον έρωτα σε οποιαδήποτε εντολή, παράκληση, ελεημοσύνη ή ζητιανιά.
Ποιος κερδίζει, ποιος χάνει στο παιχνίδι των σχέσεων; Κανένας! Ο καθείς και οι πληγές του.
Ας μου επιτραπεί, πριν τελειώσω, η διατύπωση μιας υπόθεσης: στη συνομιλία της Κλαίρης με τον Βάνια κάποια στιγμή εκείνη του προτείνει να υποθέσουν πως βρίσκονται στο Νόραγκραντ. Έχοντας σαν δεδομένο το ότι η Γιάννα Λάμπρου στο εξαιρετικά ενδιαφέρον ιστολόγιό της υπογράφει ως Noramiri, σκέπτομαι πως, όντως, η δράση στο βιβλίο εξελίσσεται στο Νόραγκραντ. Στην επικράτεια της Νόρα, που έχει τα χαρακτηριστικά της Νόρα Χέλμερ, του Ίψεν, η οποία ανακαλύπτει πως, πέρα από τον ανώδυνο ρόλο της ξέγνοιαστης, νεαρής συζύγου του δικηγόρου Τρόβαλντ, είναι αναγκασμένη να συμβιβαστεί με τη σκληρότητα και την υποκρισία της αστικής κοινωνίας. Από κει θα επαναστατήσει, θα χτυπήσει τη γροθιά της στο σπασμένο γυαλί της κοινωνικής σαθρότητας και θ’ αλλάξει ριζικά τρόπο σκέψης και ζωής.
Καθώς μελετούσα το βιβλίο ερχόταν επίμονα στον νου μου ο στίχος του Δ. Ι. Αντωνίου πιάνουν στη γη μας λίγο τόπο τα πολύτιμα, από το ποίημα «Οι κακοί έμποροι». Η Γιάννα Λάμπρου, σε κάθε γραμμή του κειμένου, πασχίζει να μας ανοίξει τα μάτια της ψυχής ώστε να δούμε αυτόν τον λίγο τόπο.
Κι επειδή το πιο σίγουρο Ανεπίστροφον είναι ο Χρόνος, το βιβλίο της Γιάννας Λάμπρου ηχεί ως ένα σήμαντρο αφύπνισης που μας καλεί να τολμήσουμε να ζήσουμε. Όσο είναι καιρός.
Του Γιώργου Χ. Θεοχάρη
Συμβαίνει κάποτε στη ζωή και στην Τέχνη να διασταυρώνεσαι απροσδόκητα με το πολύτιμο. Τότε στερεώνεται η βεβαιότητά σου πως τα τιμαλφή φέρουν εκ γενετής την χάρι της δωρεάς, υπήρξαν για να προσφερθούν, δημιουργήθηκαν για να τιμήσουν την ύπαρξη. Το τιμαλφές δώρημα της Γιάννας Λάμπρου προσφέρθηκε στην ανάγνωση διακριτικά, όπως ταιριάζει στα πολύτιμα, αλλά στο πρώτο ξεφύλλισμα καταυγάζεται η ψυχή του αναγνώστη απ’ τις εκλάμψεις του κειμένου.
Πρόκειται για ένα δοκίμιο φιλοσοφικού λυρισμού, στους αρμούς του οποίου ενυπάρχει και το στερεώνει η ποίηση. Λόγος αποφθεγματικός, λόγος θεατρικός σχεδόν ως μονόπρακτο, λόγος κινηματογραφικός ως σεκάνς του Βιμ Βέντερς, λόγος επεξεργασμένα δικανικός, κείμενα εσωτερικού μονολόγου, δοκίμια μελέτης των ανθρωπίνων σχέσεων.
Στο πρώτο κείμενο, συνεπώς και στο βιβλίο, προτάσσεται το τετράστιχο: Γυρεύοντας τις αιτίες της αλμύρας / Στο περιγιάλι των χρόνων που εξαγοράσαμε / Ακρωτηριάσαμε μετά από μέρες άκαρπες / Την πιο γαλάζια πελαγίσια αλήθεια μας. Διαβάζοντάς το αντιλαμβάνομαι ότι η συγγραφέας μάς προτρέπει να μη ψάχνουμε τις αιτίες απ’ τις οποίες εκπηγάζουν οι αρχέγονες αξίες της ζωής. Να γευτούμε το θαύμα της λειτουργίας των συναισθημάτων, χωρίς αυτιστικά ερωτηματικά, όσο διαρκεί το δώρο της έμβιας παρουσίας μας, το διάστημα της οποίας εξαγοράσαμε με τον θάνατό μας.
Το πρώτο κείμενο είναι μία συνομιλία δύο ανθρώπων που κάποτε ερωτεύτηκε ο ένας τον άλλο και τώρα βρίσκονται στο δρόμο του χωρισμού και πολύ μακριά από την εποχή της νεότητας, έχοντας ζήσει μια ρυθμισμένη, ασάλευτη, χωρίς απροσδόκητα, ήσυχη και για τούτο αδιάφορη ζωή. Γι’ αυτόν το χωρισμό προσπαθούν να συζητήσουν πολιτισμένα. Είναι Σεπτέμβρης 1995. Σκηνικός χώρος η Βενετία. Ο γονδολιέρης τραγουδά το Dance me to the end of love, του Leonard Cohen. Για τους ήρωες του κειμένου είναι το τέλος του έρωτα, βρίσκεται στην κορύφωσή του ένας αγάπης αγώνας άγονος. Εκείνη του προσάπτει με βεβαιότητα την ύπαρξη ερωμένης. Εκείνος αντιτείνει πως δεν υπήρξε ερωμένη, αλλά ο ίδιος έζησε μία ζωή φαντασιακού εραστή, έχοντας από πάντα δραπετεύσει από τη σχέση τους. Φανταζόταν ότι ήταν με μια γυναίκα ικανή να τον σαγηνεύει χωρίς δεσποτισμό και ίντριγκες, ώστε αυτός να παραμένει αήττητος αλλά παραδομένος. Ό,τι επιθυμούσε δεν το βρήκε σ’ αυτήν. Την αισθανόταν ως ξένη. Το όνομά της είναι Ξένια. Η συγγραφέας παίζει συχνά το παιχνίδι με την αμφισημία και την πολυσημία των λέξεων. Έτσι κι εδώ: Ξένη από την αποξένωση που εμπνέει σ’ εκείνον ή Ξένια από τη φιλοξενία που του προσφέρει και ξενοδοχεί το αλλοπρόσαλλο των συναισθημάτων του;
Να πώς εκείνος περιγράφει το φασματικό ιδανικό του, το φάσμα του πόθου του:
-Κι όταν ήμαστε μόνο οι δυο μας, υποκρινόσουν;
-Δεν ήμαστε ποτέ οι δυο μας, Ξένια. Και στις ιδιαίτερες στιγμές μας δεν σου εκχωρούσα τίποτα δικό μου. Η φίλη μου η πεφιλημένη, της ζωής μου η αγαπημένη, ήταν πάντα εκεί. Ευρηματική και διεκδικητική σαν τελευταία φορά πριν το μεγάλο ταξίδι. Εκρηκτική σαν άνοιξη, γόνιμη σαν την πράσινη γη, απέραντη σαν θάλασσα, ανεξερεύνητη σαν δάσος πυκνό, μαγική σαν σκοπός από σαξόφωνο, αειπάρθενη και πανερωτική, αποκλειστική και διασπασμένη. Ανένδοτη σαν επανάσταση, απείραχτη σαν ιδανικό, ρομαντική σαν αχλύ ονείρου και γήινη σαν τραύμα από φλόγα. Με αγκαλιά από μέλι. Και πάντα δίπλα ένα καράβι με τη μηχανή του αναμμένη. Έτοιμο να ξανοιχτεί. Ένα λεπτό μαζί της ήταν αιωνιότητα κι αθανασία, είκοσι χρόνια μαζί σου δεν έφτιαξαν όλα μαζί ένα αφρισμένο κύμα, ένα ρίγος.
Οι ήρωες τυραννιούνται από την οδύνη της αγάπης. Οι συναισθηματικές τους καταβολές έρχονται από περιοχές ψυχικού αναλφαβητισμού. Εκείνος, ως οντολογική φιγούρα και ως νοητική λειτουργία, προσομοιάζει με ήρωα φιλμ νουάρ. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται ένας διάλογος δικανικός: Όταν εκείνη τον ρωτά γιατί αφού του ήταν αδιάφορη τη ζήλευε, εκείνος απαντά πως αφού γι’ αυτόν ήταν ασήμαντη και ταπεινή δεν θα μπορούσε να δεχτεί να είναι σημαντική για κάποιον άλλο, προφανώς γιατί κάτι τέτοιο θα αποκάλυπτε πλευρές της δικής του ελλειμματικότητας. Όταν εκείνος της επισημαίνει πως ποτέ δεν επέτρεψε ν’ ανοίξουν μαζί τα φτερά τους, εκείνη του αντιτείνει:
Νόμιζα πως το να θέλω να οπισθοδρομούμε παθητικά, δεν σε πείραζε. Είχα επίτηδες, αλλά σχεδόν ενστικτωδώς, συγχύσει την ελλειμματική μου στάση προς την επίγνωση, την ανικανότητά μου να φτιάξω μια τόση δα χαρά, μια τόση λύπη, μια τόση απελπισία, με την αυθεντικότητα. Αδύναμη να χειριστώ στερεότυπα, μετέτρεπα την αποδοχή τους σε δήθεν γνησιότητα. Αλλά κι εσύ μήπως τα είχες γκρεμίσει; Μέσα από μια ανάγκη, μια εικόνα, μια αποτυχία με αναζήτησες, να φύγεις ήθελες, όχι να ‘ρθεις. Όμως ο έρωτας είναι να θες να ‘ρθεις, όχι να θες να φύγεις από κάπου. Αυτό είναι σαν την αναστολή. Εντός του χρόνου της να μη διαπράξεις άλλο αδίκημα.
…και πάει έτσι ο διάλογος μέχρι τέλους, δίχως ο αναγνώστης να μπορεί να αθωώσει ή να δικάσει κάποιον. Μονάχα ως συγγραφέας ο νομικός έχει την ευχέρεια να χαράζει την υπερασπιστική γραμμή και των δύο αντιδίκων, να απαγγέλει το κατηγορητήριο και ταυτόχρονα να επιχειρηματολογεί αντικρούοντάς το, και κάποτε να ανεβαίνει και στην έδρα. Η επιστημονική σκευή, η νομική γνώση, της Γιάννας Λάμπρου πλουτίζει το κείμενο έτσι κι αλλιώς.
Η παρουσία του αρχετυπικού ζεύγους –άντρας γυναίκα- διατρέχει και τροφοδοτεί τη δράση σε όλα τα κείμενα του βιβλίου. Είτε πρόκειται για τους ίδιους ήρωες, από κείμενο σε κείμενο, είτε για διαφορετικούς, ίδια είναι τα πάθη που κατατρώνε τα σπλάχνα τους, ίδιες και οι σταθερές αξίες που μπορούν να τους ανυψώσουν στο θαύμα.
Ένας άντρας μονολογεί παρουσία μιας γυναίκας. Εκείνη περιγράφεται ως αποκλεισμένη, ως αυτοέγκλειστη, πιο σωστά, στη φυλακή της συναισθηματικής της αυτάρκειας. Κι εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε επιλογές ρυθμισμένης ζωής. Κάθε τι στον καιρό του, κι αν υπάρχει ο καιρός γι’ αυτό. Κι ο έρωτας ακόμη ως Ανάγκη, όταν και αν προκύψει αυτή η ανάγκη. Εκείνος ακριβώς στην απέναντι όχθη Η συμβατική ζωή, γι’ αυτόν, είναι θάνατος. Ζωή είναι το πάθος. Επιζητά την ταύτιση, την εισχώρηση στον αγαπημένο Άλλο. Επιζητά τη Μέθεξη. Ξέρει το διακύβευμα. Γνωρίζει τους κινδύνους που υποκρύπτονται, ξέρει όμως πόσο άξιο είναι το τίμημα. Η συγγραφέας, με παρένθετους στίχους, το δίνει έξοχα, με μιαν αρμονική παρήχηση του ρο: Ρόδο, ρίγος, ροή, ράπισμα, ρήμαγμα… Έρωτας.
Εκείνος, στον απολογισμό της ζωής του, αντιλαμβάνεται ότι όσο κι αν επιθυμούσε τη Μέθεξη ποτέ δεν τόλμησε όσο χρειαζόταν, κι αναρωτιέται:
πώς έγινε και μέτρησα σχεδόν πενήντα χρόνια χωρίς ποτέ να ενωθούν οι αισθήσεις και τα συναισθήματά μου, χωρίς ποτέ συνεπαρμένος από μια ελάχιστη προσωπική μου αμαρτία να ταξιδέψω τινάζοντας τον φόβο του θανάτου και του μάταιου; Χωρίς να συνωμοτήσω με την πολυτέλεια της αγίας Επιθυμίας, κρατώντας την ψυχή στα χέρια μου και τα χέρια στην ψυχή μου. Χωρίς να μείνω άφωνος από χαρά, από λύπη, από αγωνία, από μια ματιά-μαχαίρι, μια μυρωδιά, ένα στίχο, έναν ξεσηκωμό που θα διέλυε όλον εκείνο τον απίστευτα γελοίο περίγυρο. Χωρίς να ταξιδέψω σε μια κοινωνία της ου-τοπίας και του ονείρου, της ισότητας και της επανάστασης.
Δύο γυναίκες συνομιλούν. Η Κλαίρη εκθέτει στη Θαλλώ το αξιακό της σύστημα για τη ζωή και τις απόψεις της για τις ανθρώπινες σχέσεις. Μιλάει για την εμπειρία της με τον Βάνια. Τον Άγγελο που αυτοϋποβιβάστηκε σε Βαγγέλη, ούτε καν σε Ευάγγελο, από τον οποίο επέτρεψε να γοητευθεί ενώ εκείνος δεν άξιζε ενός τέτοιου δωρήματος. Κι ίσως εκείνη λειτούργησε έτσι εξ’ αιτίας του έντονου χαρακτηριστικού της, της ενσυναίσθησης. Τους διανοητικής ικανότητας της εμβίωσης. Του να θέλεις και να μπορείς να ζεις έν τινι. Να μπαίνεις στη θέση του Άλλου και να επιδράς στους όρους δημιουργίας των διαπροσωπικών σχέσεων. Γιατί, διαβάζουμε στο κείμενο, αν κοινωνήσεις τους καημούς, αν μεταλάβεις τη βαθιά εκείνη ψυχική δίψα κάποιου ανθρώπου ή κάποιας πατρίδας, γίνεται για πάντα κομμάτι σου, το κουβαλάς σαν μέλος σου και το προσέχεις όσο και εσένα! Υπάρχει όμως πάντα το ρίσκο της αγνωμοσύνης, όπου, ενώ εσύ δίνεις την ψυχή σου σού τη γυρίζουν σακατεμένη.
Ο Βάνια είναι κι αυτός άτολμος στο καινούριο. Νόμισε εύκολη την πορεία προς την αγάπη. Δεν υποψιαζόταν πώς είναι να χαρίζεσαι και να χαρίζεις αυτό που δεν σου περισσεύει. Ο Βάνια δεν παραδόθηκε στη σαγήνη και στο πάθος. Ήταν ένας εξ’ αρχής νικημένος από πεποίθηση. Ο Βάνια εμφανίζεται στο προσκήνιο και η συνομιλία γίνεται ανάμεσα σ’ αυτόν και την Κλαίρη. Ο αξιακός κανόνας εκείνης για τη ζωή είναι: ν’ αγαπάς, να ερωτεύεσαι, να είσαι ελεύθερος, να συμπάσχεις με τους ποιητές και τους βασανισμένους, να υπερασπίζεσαι την αλήθεια και την αθωότητα. Ν’ αγαπάς κάποιον χωρίς να τον χρειάζεσαι. Ο Βάνια παραμένει ένας ακρωτηριασμένος συναισθηματικά άνθρωπος, ένας συντετριμμένος της καθημερινότητας. Η Κλαίρη επιχειρεί να τον υπερασπιστεί αποκαλύπτοντας τις πηγές της μετριότητάς του. Του λέει ότι κάποτε στη ζωή του ο καθείς οφείλει ένα τουλάχιστον «απεταξάμην».
Ο άνθρωπος που στεγνώνει από επιθυμία και διάθεση, περνά στην καθολική παραίτηση, ακυρώνει τη ζωή του. Αν, παρ’ ελπίδα, επιχειρήσει να μπει σε μια διαδικασία ανάτασης ηθικής, επειδή ακριβώς είχε προθύμως συναινέσει στην πτώση του, οι αρνητικές αξίες με τους οποίες συνοδοιπόρησε στην πορεία της πτώσης, θα κονιορτοποιήσουν τις όποιες ανορθωτικές του προσδοκίες, τόσο κυνικά, χωρίς αιδώ, μας λέει η συγγραφέας, τόσο χυδαία, όσο η ανηθικότητα του φόνου που, αν δηλωθεί εκουσίως, εκλαμβάνεται ως ειλικρίνεια του δράστη.
Εν τέλει η Κλαίρη, διερχόμενη μέσα από την εμπειρία της συναναστροφής με το ανήθικο, το ευτελές και το άσχημο, αποφασίζει πως είναι μάταιο να βγάζει τα συναισθήματά της στην αγορά, αφού εκεί χάνουν την ανταλλακτική τους αξία, επειδή όλο και μειώνεται η προσφορά ψυχικών παραγώγων αγάπης και, παράλληλα, όλο και αυξάνεται ο αριθμός των πάγκων που στήνουν οι αργυραμοιβοί, οι κιβδηλοποιοί, οι αγύρτες.
Μια ώριμη γυναίκα και ένας νεαρός άνδρας βρίσκονται γυμνοί στο κρεβάτι. Η γυναίκα επιθυμεί τον νέο, και, ταυτόχρονα, τύπτεται γιατί τον εγκλωβίζει στη μοναδικότητα αυτής της επιλογής –εξυπακούεται ότι κι εκείνος την επιθυμεί- την ώρα που η φυσική τάξη επιτάσσει να είναι συναισθηματικά ελεύθερος και να σπουδάζει τις μεθόδους ωρίμανσής του, όπως έκανε κι εκείνη στην ηλικία του.
Ο νέος της αντιτείνει: Εγώ, όμως, δεν σκέφτομαι όπως εσείς κοιτώντας προς τα πίσω με τωρινά μάτια. Ίσως επειδή δεν έχω παρελθόν. Εγώ… μ’ αρέσει αυτό που ζω μαζί σου και μου αρκεί.
Ναι, του λέει εκείνη, αλλά κάποτε θα λυπηθείτε για όλα αυτά.
Θα λυπηθώ, απαντά ο νέος, όταν γίνω τόσο κανονικός που να μην προλαβαίνω να ζω, αλλά να καταστρέφω με την… έμπειρη σκέψη ό,τι συμβαίνει πριν το αγγίξω. Νομίζω πως δεν είναι η γνώση ο μόνος δρόμος που μας οδηγεί στην αφή των πραγμάτων.
Ουσιαστικά εδώ η Γιάννα Λάμπρου προσεγγίζει το μέγα θέμα της συνάφειας και της σύγκρουσης του πρωτογενούς με το δευτερογενές, ως απότοκο της ηλικιακής απόστασης, στο επίπεδο τους συναισθηματικής εμπειρίας, από τις εκβολές της οποίας τροφοδοτούνται οι συμπεριφορές των ανθρώπων και νοηματοδοτούνται οι σχέσεις τους. Γιατί η πρωτογενής προσέγγιση της υλικής (σωματικής) και της πνευματικής (ψυχικής) υπόστασης του Άλλου διαθέτει το πλεονέκτημα και την υπεροχή της ακατέργαστης ορμητικότητας, τη στιλπνότητα της αλήθειας, και την παρθενικότητα της ειλικρίνειας, ενώ η δευτερογενής είναι πιθανό να στενάζει κάτω από φορτία εγκατεστημένων στερεοτύπων, και να είναι δύσκαμπτη από σκουριές καχυποψίας, αμφιβολίας, υστεροβουλίας, κλπ.
Σε κάποιο σημείο του κειμένου η ώριμη κυρία προβάλλει το συναισθηματικό της στίγμα ως εξής:
Αν μοιράσω τη ζωή μου σε τέσσερις εποχές, τώρα θα είναι αυτή που διασχίζω με λαμπυριστούς τροχούς ποδηλάτου έναν κάμπο με κίτρινα στάχυα.
Εκπληκτικά η Γιάννα Λάμπρου έχει εδώ συγκεράσει τρεις μορφές υψηλής Τέχνης, τρία έργα Τέχνης και τρεις δημιουργούς: τη Μουσική, με τις Τέσσερις εποχές, του Αντόνιο Βιβάλντι, την Ποίηση, με τους στίχους Η Ποίηση είναι ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου, του Ανδρέα Εμπειρίκου, και τη Ζωγραφική, με τα Σταροχώραφα του Βικέντιου Βαν Γκογκ.
Δύο, κατά πάσα πιθανότητα, εραστές από την φοιτητική τους νεότητα, που παρέμειναν φίλοι, συναντιούνται τριάντα χρόνια αργότερα. Η συνάντησή τους χαρακτηρίζεται από την ευγένεια που αποτυπώνεται εσαεί στην ψυχή των εραστών από ενσυναίσθηση. Η κεντρική προβληματική αφορά στη φθορά που επιφέρει ο Χρόνος.
Μία μνημονική επιστροφή της αφηγήτριας παρατίθεται στη συνέχεια, που εδώ, βάσιμα, από την εξέταση των πραγματολογικών αναφορών, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ταυτίζεται με τη συγγραφέα, στον γενέθλιο τόπο. Οι προβολές της μνήμης σκηνοθετούνται από το βλέμμα της αφηγήτριας που θέλει να ταξιδεύει στη ζωή πρώτη θέση και ποτέ ως λαθρεπιβάτης, και που θέλει να παραχωρεί αυτή τη θέση μόνο στον πρωτογενή ανθρώπινο μόχθο και στον γενναίο ανθρώπινο πόνο, που την κάνουν άνθρωπο.
Προβάλλονται πλευρές του επαρχιακού βίου από τον ελληνικό χώρο των πρώτων μετεμφυλιακών δεκαετιών και αναπτύσσεται προβληματισμός για τις συνιστώσες που επέδρασαν στη διαμόρφωση του μεταπολεμικού έλληνα.
Μετά το διάλειμμα, στην οθόνη, η μνημονική επιστροφή μεταφέρεται στους χώρους της φοιτητικής ζωής και στους φίλους εκείνης της εποχής.
Καθώς πέφτουν οι τίτλοι του τέλους αντιλαμβανόμαστε πως επρόκειτο για μια νέκυια της νεότητας, για μιαν ανάμνηση των τρόπων και των λόγων των φίλων εκείνης της ανεπίστρεπτης περιόδου, που τώρα έχουν χαθεί, αφού η ακοίμητη κλειδούχος παραμονεύει. Η κήρα μέλαινα, η ομηρική διατύπωση για το μαύρο αίμα του θανάτου που ακυρώνει την ύπαρξη.
Και στο επόμενο κείμενο ανακαλείται μνημονικά η νεότητα, και ο έρωτας και η ελευθερία των επιλογών και η αυτοδιάθεση του ανθρώπου. Αφορμή η γαμήλια ετοιμασία της ένωσης δύο ανθρώπων από συνοικέσιο, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, στην επαρχία. Περιγράφοντας η αφηγήτρια τα φρεσκοπλυμένα προικώα ασπρόρουχα της πρώτης νύχτας του γάμου, επισημαίνει:
Κατέφθανε με δώρα η πεθερά να χαρεί τη χαρά της ξένης που θα έφερνε απογόνους στην οικογένεια. Κεντημένα μαξιλάρια κι αντί βαμβάκι, γεμισμένα με κλαδιά φτέρης για την πρώτη νύχτα του γάμου.
Ο ψυχικός πολιτισμός των εξευγενισμένων κυράδων, που υπήρχαν πάντα και σ’ όλες τις συνθήκες, διαισθανόταν ότι κάτι πιο ευγενές χρειαζόταν να διαχωρίσει αυτή τη νύχτα από τις ίδιες άλλες που θα έρχονταν μια ολόκληρη ζωή. Μια ζωή χρέους και καθήκοντος.
Στο ίδιο κείμενο ενυπάρχουν μνήμες της παιδικής ηλικίας και της παιδικής αθωότητας όταν σκιρτά, πρώτη φορά, η ψυχή διαισθητικά στο μέγα δώρο του έρωτα, στην εκρηκτική ανθοφορία του σώματος.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με μικρής έκτασης κείμενα στα οποία αποτυπώνεται η τελετουργία της μητρότητας. Η σύλληψη, η κύηση, η γέννηση. Η γυναίκα δικαιούται τα σπουδαία γιατί η μήτρα της αντιμάχεται το Χρόνο, πολεμώντας το Θάνατο με σπέρματα Αθανασίας. Η αφηγήτρια παραθέτει τον πίνακα των αξιών της και επισημαίνει, ανακαλώντας τους στίχους του Ελύτη από το έργο του «Εκ του πλησίον», ότι δεν φτάνει σαν κλωνάρι λέξης ν’ αδημονείς για Μάιο, δεν φτάνει δηλαδή να θέλεις κάτι πολύ, χρειάζεται και να αποκωδικοποιείς με τον νου ό,τι η καρδιά νοιώθει.
Εντέλει το ζεύγος άνδρας-γυναίκα δικαιώνει, κατά μόνας, τη βαθύτερη ουσία της υπόστασής του. Χωρίζει. Εκείνος επιστρέφει στη σύζυγό του και στη θαλπωρή της οικιακής ακινησίας. Προηγουμένως έχει εκλιπαρήσει τη γυναίκα να του ζητήσει να μείνει. Εκείνη, σταθερή στις υπερήφανες επιλογές της, αρνείται να υποτάξει τον έρωτα σε οποιαδήποτε εντολή, παράκληση, ελεημοσύνη ή ζητιανιά.
Ποιος κερδίζει, ποιος χάνει στο παιχνίδι των σχέσεων; Κανένας! Ο καθείς και οι πληγές του.
Ας μου επιτραπεί, πριν τελειώσω, η διατύπωση μιας υπόθεσης: στη συνομιλία της Κλαίρης με τον Βάνια κάποια στιγμή εκείνη του προτείνει να υποθέσουν πως βρίσκονται στο Νόραγκραντ. Έχοντας σαν δεδομένο το ότι η Γιάννα Λάμπρου στο εξαιρετικά ενδιαφέρον ιστολόγιό της υπογράφει ως Noramiri, σκέπτομαι πως, όντως, η δράση στο βιβλίο εξελίσσεται στο Νόραγκραντ. Στην επικράτεια της Νόρα, που έχει τα χαρακτηριστικά της Νόρα Χέλμερ, του Ίψεν, η οποία ανακαλύπτει πως, πέρα από τον ανώδυνο ρόλο της ξέγνοιαστης, νεαρής συζύγου του δικηγόρου Τρόβαλντ, είναι αναγκασμένη να συμβιβαστεί με τη σκληρότητα και την υποκρισία της αστικής κοινωνίας. Από κει θα επαναστατήσει, θα χτυπήσει τη γροθιά της στο σπασμένο γυαλί της κοινωνικής σαθρότητας και θ’ αλλάξει ριζικά τρόπο σκέψης και ζωής.
Καθώς μελετούσα το βιβλίο ερχόταν επίμονα στον νου μου ο στίχος του Δ. Ι. Αντωνίου πιάνουν στη γη μας λίγο τόπο τα πολύτιμα, από το ποίημα «Οι κακοί έμποροι». Η Γιάννα Λάμπρου, σε κάθε γραμμή του κειμένου, πασχίζει να μας ανοίξει τα μάτια της ψυχής ώστε να δούμε αυτόν τον λίγο τόπο.
Κι επειδή το πιο σίγουρο Ανεπίστροφον είναι ο Χρόνος, το βιβλίο της Γιάννας Λάμπρου ηχεί ως ένα σήμαντρο αφύπνισης που μας καλεί να τολμήσουμε να ζήσουμε. Όσο είναι καιρός.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)