Πριν από 6 ημέρες
Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011
Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011
χρονια πολλα!
...Γύρισα τα μάτια. * δάκρυα γιομάτα
κατά το παραθύρι
Και κοιτώντας έξω * καταχιονισμένα
τα δέντρα των κοιλάδων
Αδελφοί μου, είπα * ως κι αυτά μια μέρα
κι αυτά θα τ' ατιμάσουν
Προσωπιδοφόροι * μες στον άλλον αιώνα
τις θηλιές ετοιμάζουν
Δάγκωσα τη μέρα * και δεν έσταξε ούτε
σταγόνα πράσινο αίμα
Φώναξα στις πύλες * κι η φωνή μου πήρε
τη θλίψη των φονιάδων
Μες στης γης το κέντρο * φάνηκε ο πυρήνας
που όλο σκοτεινιάζει
Κι η αχτίδα του ήλιου * γίνηκε, ιδέστε
ο μίτος του Θανάτου!
Ω πικρές γυναίκες * με το μαύρο ρούχο
παρθένες και μητέρες
Που σιμά στη βρύση * δίνατε να πιούνε
στ' αηδόνια των αγγέλων
Έλαχε να δώσει * και σ' εσάς ο Χάρος
τη φούχτα του γεμάτη
Μέσ' απ' τα πηγάδια * τις κραυγές τραβάτε
αδικοσκοτωμένων
Τόσο δεν αγγίζουν * η φωτιά με το άχτι
που πένεται ο λαός μου
Του Θεού το στάρι * στα ψηλά καμιόνια
το φόρτωσαν και πάει
Μες στην έρμη κι άδεια * πολιτεία μένει
το χέρι που μονάχα
Με μπογιά θα γράψει * στους μεγάλους τοίχους
ΨΩΜΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Φύσηξεν η νύχτα * σβήσανε τα σπίτια
κι είναι αργά στην ψυχή μου
Δεν ακούει κανένας * όπου κι αν χτυπήσω
η μνήμη με σκοτώνει
Αδελφοί μου, λέει * μαύρες ώρες φτάνουν
ο καιρός θα δείξει
Των ανθρώπων έχουν * οι χαρές μιάνει
τα σπλάχνα των τεράτων
Γύρισα τα μάτια * δάκρυα γιομάτα
κατά το παραθύρι
Φώναξα στις πύλες * κι η φωνή μου πήρε
τη θλίψη των φονιάδων
Μες στης γης το κέντρο * φάνηκε ο πυρήνας
που όλο σκοτεινιάζει
Κι η αχτίδα του ήλιου * γίνηκε, ιδέστε
ο μίτος του Θανάτου!...
Το αιτημα ιδιο. ..ψωμι, ελευθερια.
Κι οι προσωπιδοφοροι ..παντου.
κι η μερα διχως αιμα, διχως σχεδον αναπνοη.
ΟΜΩΣ,
...ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΝΑ ΧΑΘΟΥΝ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ.
ΓΙ ΑΥΤΑ ΟΙ ΕΞΟΡΙΕΣ ΔΟΥΛΕΥΟΥΝ..
κατά το παραθύρι
Και κοιτώντας έξω * καταχιονισμένα
τα δέντρα των κοιλάδων
Αδελφοί μου, είπα * ως κι αυτά μια μέρα
κι αυτά θα τ' ατιμάσουν
Προσωπιδοφόροι * μες στον άλλον αιώνα
τις θηλιές ετοιμάζουν
Δάγκωσα τη μέρα * και δεν έσταξε ούτε
σταγόνα πράσινο αίμα
Φώναξα στις πύλες * κι η φωνή μου πήρε
τη θλίψη των φονιάδων
Μες στης γης το κέντρο * φάνηκε ο πυρήνας
που όλο σκοτεινιάζει
Κι η αχτίδα του ήλιου * γίνηκε, ιδέστε
ο μίτος του Θανάτου!
Ω πικρές γυναίκες * με το μαύρο ρούχο
παρθένες και μητέρες
Που σιμά στη βρύση * δίνατε να πιούνε
στ' αηδόνια των αγγέλων
Έλαχε να δώσει * και σ' εσάς ο Χάρος
τη φούχτα του γεμάτη
Μέσ' απ' τα πηγάδια * τις κραυγές τραβάτε
αδικοσκοτωμένων
Τόσο δεν αγγίζουν * η φωτιά με το άχτι
που πένεται ο λαός μου
Του Θεού το στάρι * στα ψηλά καμιόνια
το φόρτωσαν και πάει
Μες στην έρμη κι άδεια * πολιτεία μένει
το χέρι που μονάχα
Με μπογιά θα γράψει * στους μεγάλους τοίχους
ΨΩΜΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Φύσηξεν η νύχτα * σβήσανε τα σπίτια
κι είναι αργά στην ψυχή μου
Δεν ακούει κανένας * όπου κι αν χτυπήσω
η μνήμη με σκοτώνει
Αδελφοί μου, λέει * μαύρες ώρες φτάνουν
ο καιρός θα δείξει
Των ανθρώπων έχουν * οι χαρές μιάνει
τα σπλάχνα των τεράτων
Γύρισα τα μάτια * δάκρυα γιομάτα
κατά το παραθύρι
Φώναξα στις πύλες * κι η φωνή μου πήρε
τη θλίψη των φονιάδων
Μες στης γης το κέντρο * φάνηκε ο πυρήνας
που όλο σκοτεινιάζει
Κι η αχτίδα του ήλιου * γίνηκε, ιδέστε
ο μίτος του Θανάτου!...
Το αιτημα ιδιο. ..ψωμι, ελευθερια.
Κι οι προσωπιδοφοροι ..παντου.
κι η μερα διχως αιμα, διχως σχεδον αναπνοη.
ΟΜΩΣ,
...ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΝΑ ΧΑΘΟΥΝ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ.
ΓΙ ΑΥΤΑ ΟΙ ΕΞΟΡΙΕΣ ΔΟΥΛΕΥΟΥΝ..
Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011
Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011
"Eὐμενὴς ὁ Τροφώνιος καὶ ἵλεως δέξεται".
Το περιοδικό ΒΟΙΩΤΙΑ διοργανώνει στις 28 Οκτωβρίου 2011 εσπερίδα για το Τροφώνιο Μαντείο στη Λιβαδειά με τίτλο
"Eὐμενὴς ὁ Τροφώνιος καὶ ἵλεως δέξεται".
Θα μιλήσουν:
Ο Θεόδωρος Σπυρόπουλος, Επίτιμος Εφορος Αρχαιοτήτων, Επίκουρος Καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Ερευνητής Πανεπιστημίου Μονάχου με θέμα:
«Μαντική και νεκρομαντεία στην ελληνική αρχαιότητα. Τροφώνιο Μαντείο και Ιερά Αλση στη Βοιωτία».
Ο Αρχιμανδρίτης Δοσίθεος Καστόρης με θέμα: «Η έννοια της προφητείας στα όρια της βιβλικής παράδοσης»
Ο δικηγόρος και συγγραφεύς Σπυρίδων Φλώρος με θέμα: «Το Λεβαδειακό Ιερό και ο Ομηρος»
Ο ερευνητής Ευστάθιος Βαλλάς με θέμα: «Περί της τοποθεσίας του Μαντείου του Τροφωνίου»
Θα συντονίσει ο εκδότης του περιοδικού ΒΟΙΩΤΙΑ και πρόεδρος του Συλλόγου Οι Φίλοι του ΞΕΝΙΑ Λιβαδειάς Δημήτρης Λάμπρου.
Συνδιοργανωτές στην εσπερίδα για το Τροφώνιο Μαντείο είναι ο Σύλλογος Οι Φίλοι του ΞΕΝΙΑ Λιβαδειάς και ο Σύλλογος "Η Σκεπαστή Βρύση" Αγίας Παρασκευής.
Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στην αίθουσα του Επιμελητηρίου Βοιωτίας στις 28 Οκτωβρίου 2011 και ώρα 19:30.
"Eὐμενὴς ὁ Τροφώνιος καὶ ἵλεως δέξεται".
Θα μιλήσουν:
Ο Θεόδωρος Σπυρόπουλος, Επίτιμος Εφορος Αρχαιοτήτων, Επίκουρος Καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Ερευνητής Πανεπιστημίου Μονάχου με θέμα:
«Μαντική και νεκρομαντεία στην ελληνική αρχαιότητα. Τροφώνιο Μαντείο και Ιερά Αλση στη Βοιωτία».
Ο Αρχιμανδρίτης Δοσίθεος Καστόρης με θέμα: «Η έννοια της προφητείας στα όρια της βιβλικής παράδοσης»
Ο δικηγόρος και συγγραφεύς Σπυρίδων Φλώρος με θέμα: «Το Λεβαδειακό Ιερό και ο Ομηρος»
Ο ερευνητής Ευστάθιος Βαλλάς με θέμα: «Περί της τοποθεσίας του Μαντείου του Τροφωνίου»
Θα συντονίσει ο εκδότης του περιοδικού ΒΟΙΩΤΙΑ και πρόεδρος του Συλλόγου Οι Φίλοι του ΞΕΝΙΑ Λιβαδειάς Δημήτρης Λάμπρου.
Συνδιοργανωτές στην εσπερίδα για το Τροφώνιο Μαντείο είναι ο Σύλλογος Οι Φίλοι του ΞΕΝΙΑ Λιβαδειάς και ο Σύλλογος "Η Σκεπαστή Βρύση" Αγίας Παρασκευής.
Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στην αίθουσα του Επιμελητηρίου Βοιωτίας στις 28 Οκτωβρίου 2011 και ώρα 19:30.
Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011
νεκρος...
χαθηκε ενας ανθρωπος, διαδηλωτης।
η απωλεια δεν ειναι αυταξια, ειναι συσχετιστικο ιδεομανες κομματικο συμβαν και εξηγειται, και καπηλευεται αναλογως της οπτικης।
τι να πολεμησεις τελικα, σ αυτην την δηλητηριασμενη ατμοσφαιρα;
και γιατι;
πώς να αισθανθεις συλλογικα, μ όλη αυτη την ελλειψη ιεραρχησης, τον εξευτελισμο και τον εγκατεστημενο φασισμο;
δεν ξερω, δεν απαντω λεγανε και το γελουσα।
ωστοσο μονο αφωνη και οργισμενη μπορω να ειμαι।
η απωλεια δεν ειναι αυταξια, ειναι συσχετιστικο ιδεομανες κομματικο συμβαν και εξηγειται, και καπηλευεται αναλογως της οπτικης।
τι να πολεμησεις τελικα, σ αυτην την δηλητηριασμενη ατμοσφαιρα;
και γιατι;
πώς να αισθανθεις συλλογικα, μ όλη αυτη την ελλειψη ιεραρχησης, τον εξευτελισμο και τον εγκατεστημενο φασισμο;
δεν ξερω, δεν απαντω λεγανε και το γελουσα।
ωστοσο μονο αφωνη και οργισμενη μπορω να ειμαι।
Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011
υστερογραφο...στον φιλο
Υ.Γ
Μην πλανηθείς ότι κι αν πουν, κι ότι υποσχέσεις κι αν σου δώσουν μην πιστέψεις
Τα ίδια που ταξαν το ’74, αλλιώς τα είχαν πει και το ’50 κι’ ακόμη πιό παλιά, πάλι σε κοροΐδέψανε
Τράβα μπροστά, μα μην χαρίζεις τούτη την πατρίδα, στους οκνηρούς και επιτήδειους
που την ιδιοποιήθηκαν
Μην πλανηθείς ότι κι αν πουν, κι ότι υποσχέσεις κι αν σου δώσουν μην πιστέψεις
Τα ίδια που ταξαν το ’74, αλλιώς τα είχαν πει και το ’50 κι’ ακόμη πιό παλιά, πάλι σε κοροΐδέψανε
Τράβα μπροστά, μα μην χαρίζεις τούτη την πατρίδα, στους οκνηρούς και επιτήδειους
που την ιδιοποιήθηκαν
Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011
Γραμμα σ εναν φιλο.
Ελεγα λοιπον, να μην γυρισεις πισω. Τίποτα δεν ειναι όπως το αφησες.
κυριαρχη ματια η απαθεια, κι υστερα η απογνωση.
κυριαρχη ανταπαντηση: -χαλια.
δρομοι βρωμικοι, εγκαταλειμενοι, στο ελεος του χρονου και των σκουπιδιών.
σχολεια καλλικρατικα, καταργημενα, συγχωνευμενα κι οι μαθητες της υπαιθρου χωρας στις μεταφορικες εταιρειες, χωρις τους φυσικους τους δασκαλους.
νοσοκομεια επισης σε συγχωνευση, οχι βεβαια τοση που να καταργηθουν ολοι οι προεδροι κι οι διοικητες..., αλλα τετοια που να ..καταργηθούν ! οι ασθενείς.
οχι, οι εκκλησιές, καλα κρατουν, αλλα δεν θυμαμαι να σε εκαιγε το θεμα.
αναβρασμος παντου, αλλα οχι συλλογικη συνειδηση, οχι κοινο μορφωμα. πληγη της ελληνικης κοινωνίας, ελεγες.
ναι, οι συνδικαλιστες, βεβαια, μαχονται. ναι για την τιμη της καρεκλας, της συννομης της εξουσιας...
Ναι απεναντι, στα εκτροφεια τους..
ναι, οι περισσοτεροι λενε: αντε να περασει η κριση, να ξαναγινουν ολα οπως πριν...
εκει λοιπον, κουφαινεσαι. εκει θες να γελασεις, να κλαψεις, να κραυγασεις, να φανει ωχρος μπροστα σου ο Μουνκ.
Ακου, φιλε: Ειναι δυσκολο πραγμα η κατανοηση της αντιστροφης του ρευματος.
Ειναι δυσκολο να πιστεψεις τις ανατροπες που ηταν βεβαιοτητες μισον σχεδον αιωνα.
Αλλα οφειλεις να το πιστεψεις.
οφειλεις να εισαι ετοιμος.
όπως ώφειλες να γνωριζεις οτι το μη χρηστο θα οδηγουσε στο α-χρηστο.
οπως ώφειλες να γνωριζεις οτι το λαθρα ζην θα οδηγουσε στο να εισαι ενα ακομα μεγεθος για εφεδρεια ή για 560 ε.
όπως ώφειλες να γνωριζεις οτι πρεπει να μαθαινεις απο τα λαθη σου. αλλιως τα ξανακανεις και τα πληρωνεις ακριβα.
εχω πολλα να σου γραψω, ακομα πιο πολλα να σου πω με χιλιους αλλους τροπους. θα σου ελεγα λοιπον, μεινε εκει και προκοψε, και ζησε, και φτιαξε τα ονειρά σου, γιατι εκει μπορει να εχεις ονειρα
γιατι εκει, μπορεις να συναντας αξιοπιστους ανθρωπους.
γιατι εκει δεν σε βαραινει το προπατορικο αμαρτημα που λεγεται μεταπολιτευτικη ελλαδα με τους ψευδεπιγραφους αρλεκινους της.
σε φιλω.
κυριαρχη ματια η απαθεια, κι υστερα η απογνωση.
κυριαρχη ανταπαντηση: -χαλια.
δρομοι βρωμικοι, εγκαταλειμενοι, στο ελεος του χρονου και των σκουπιδιών.
σχολεια καλλικρατικα, καταργημενα, συγχωνευμενα κι οι μαθητες της υπαιθρου χωρας στις μεταφορικες εταιρειες, χωρις τους φυσικους τους δασκαλους.
νοσοκομεια επισης σε συγχωνευση, οχι βεβαια τοση που να καταργηθουν ολοι οι προεδροι κι οι διοικητες..., αλλα τετοια που να ..καταργηθούν ! οι ασθενείς.
οχι, οι εκκλησιές, καλα κρατουν, αλλα δεν θυμαμαι να σε εκαιγε το θεμα.
αναβρασμος παντου, αλλα οχι συλλογικη συνειδηση, οχι κοινο μορφωμα. πληγη της ελληνικης κοινωνίας, ελεγες.
ναι, οι συνδικαλιστες, βεβαια, μαχονται. ναι για την τιμη της καρεκλας, της συννομης της εξουσιας...
Ναι απεναντι, στα εκτροφεια τους..
ναι, οι περισσοτεροι λενε: αντε να περασει η κριση, να ξαναγινουν ολα οπως πριν...
εκει λοιπον, κουφαινεσαι. εκει θες να γελασεις, να κλαψεις, να κραυγασεις, να φανει ωχρος μπροστα σου ο Μουνκ.
Ακου, φιλε: Ειναι δυσκολο πραγμα η κατανοηση της αντιστροφης του ρευματος.
Ειναι δυσκολο να πιστεψεις τις ανατροπες που ηταν βεβαιοτητες μισον σχεδον αιωνα.
Αλλα οφειλεις να το πιστεψεις.
οφειλεις να εισαι ετοιμος.
όπως ώφειλες να γνωριζεις οτι το μη χρηστο θα οδηγουσε στο α-χρηστο.
οπως ώφειλες να γνωριζεις οτι το λαθρα ζην θα οδηγουσε στο να εισαι ενα ακομα μεγεθος για εφεδρεια ή για 560 ε.
όπως ώφειλες να γνωριζεις οτι πρεπει να μαθαινεις απο τα λαθη σου. αλλιως τα ξανακανεις και τα πληρωνεις ακριβα.
εχω πολλα να σου γραψω, ακομα πιο πολλα να σου πω με χιλιους αλλους τροπους. θα σου ελεγα λοιπον, μεινε εκει και προκοψε, και ζησε, και φτιαξε τα ονειρά σου, γιατι εκει μπορει να εχεις ονειρα
γιατι εκει, μπορεις να συναντας αξιοπιστους ανθρωπους.
γιατι εκει δεν σε βαραινει το προπατορικο αμαρτημα που λεγεται μεταπολιτευτικη ελλαδα με τους ψευδεπιγραφους αρλεκινους της.
σε φιλω.
και γυρισε καπακι η ζωη...
Μαλαματένια λόγια
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι
τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχθές
τ' αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι
σου μάθαινε το αύριο και το χθες
μα εγώ περνούσα τη στερνή την πύλη
με του καιρού δεμένος τις κλωστές
Τ' αηδόνια σε χτηκιάσανε στην Τροία
που στράγγιξες χαμένα μια γενιά
καλύτερα να σ' έλεγαν Μαρία
και να 'σουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά
κι όχι να ζεις μ' αυτή την κομπανία
και να μην ξέρεις τ' άστρο του φονιά
Γυρίσανε πολλοί σημαδεμένοι
απ' του καιρού την άγρια πληρωμή
στο μεσοστράτι τέσσερις ανέμοι
τους πήραν για σεργιάνι μια στιγμή
και βρήκανε τη φλόγα που δεν τρέμει
και το μαράζι δίχως αφορμή
Και σαν τους άλλους χάθηκαν κι εκείνοι
τους βρήκαν να γαβγίζουν στα μισά
κι απ' το παλιό μαρτύριο να 'χει μείνει
ένα σκυλί τη νύχτα που διψά
γυναίκες στη γωνιά μ' ασετυλίνη
παραμιλούν στην ακροθαλασσιά
Και στ' ανοιχτά του κόσμου τα καμιόνια
θα ξεφορτώνουν στην Καισαριανή
πώς έγινε με τούτο τον αιώνα
και γύρισε καπάκι η ζωή
πώς το 'φεραν η μοίρα και τα χρόνια
να μην ακούσεις έναν ποιητή
Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι
ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά
ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη
και στις μυρτιές του ʼδη σεργιανά
μαλαματένια λόγια στο χορτάρι
ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά
Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες
και ξημερώνοντας μέρα κακή[Παρασκευή]
τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες
με πήραν και με βάλαν σε κλουβί
και στα υπόγεια ζάρια τους αιώνες
παιχνίδι παίζουν οι αργυραμοιβοί
Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια
κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής
περνούσα τα δικά σου δικαστήρια
αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις
να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια
και σαν κακούργο να με τιμωρείς
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι
τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχθές
τ' αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι
σου μάθαινε το αύριο και το χθες
μα εγώ περνούσα τη στερνή την πύλη
με του καιρού δεμένος τις κλωστές
Τ' αηδόνια σε χτηκιάσανε στην Τροία
που στράγγιξες χαμένα μια γενιά
καλύτερα να σ' έλεγαν Μαρία
και να 'σουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά
κι όχι να ζεις μ' αυτή την κομπανία
και να μην ξέρεις τ' άστρο του φονιά
Γυρίσανε πολλοί σημαδεμένοι
απ' του καιρού την άγρια πληρωμή
στο μεσοστράτι τέσσερις ανέμοι
τους πήραν για σεργιάνι μια στιγμή
και βρήκανε τη φλόγα που δεν τρέμει
και το μαράζι δίχως αφορμή
Και σαν τους άλλους χάθηκαν κι εκείνοι
τους βρήκαν να γαβγίζουν στα μισά
κι απ' το παλιό μαρτύριο να 'χει μείνει
ένα σκυλί τη νύχτα που διψά
γυναίκες στη γωνιά μ' ασετυλίνη
παραμιλούν στην ακροθαλασσιά
Και στ' ανοιχτά του κόσμου τα καμιόνια
θα ξεφορτώνουν στην Καισαριανή
πώς έγινε με τούτο τον αιώνα
και γύρισε καπάκι η ζωή
πώς το 'φεραν η μοίρα και τα χρόνια
να μην ακούσεις έναν ποιητή
Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι
ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά
ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη
και στις μυρτιές του ʼδη σεργιανά
μαλαματένια λόγια στο χορτάρι
ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά
Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες
και ξημερώνοντας μέρα κακή[Παρασκευή]
τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες
με πήραν και με βάλαν σε κλουβί
και στα υπόγεια ζάρια τους αιώνες
παιχνίδι παίζουν οι αργυραμοιβοί
Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια
κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής
περνούσα τα δικά σου δικαστήρια
αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις
να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια
και σαν κακούργο να με τιμωρείς
Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011
ντροπη!
Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011
Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011
για οσα ξεχασαμε
.....Σήμερα, έκαμα μια συγκινητικήν ανακάλυψι. Βρήκα τα πρώτα κυκλάμινα. Και δεν ήταν, να πης, λίγα. Έγιναν ένα σωστό μάτσο. Τάβαλα μέσα σ' ένα κόκκινο μικρό κανάτι και τάχω κοντά μου. Είναι το ευγενικό αγριολούλουδο του φθινοπώρου. Τα βρήκα ξαφνικά, ψάχνοντας μέσα σε μια λαγκαδιά για καρύδια. Σαν ωριμάσουν τα καρύδια, ανοίγει από μοναχό του το πράσινο καρυδότσουφλο. Σκάει σταυρωτά και πέφτει από ψηλά το καρύδι, σαν μέσα από τη χοντρή φασκιά ενός κάλυκα. Κι έτσι, που η λαγκαδιά είναι γιομάτη μέντες και φτέρη και φύλλα πεσμένα, που σαπίζουν πάνω στο χώμα, τα καρύδια κρύβονται και ψάχνεις να τα βρης.
Σε μια απόμερη γωνίτσα, κάτω από μια τούφα πουρναρόκλαδα, τα βρήκα, μια μεγάλη παρέα κυκλάμινα. Τα πρώτα φετεινά μας κυκλάμινα. Η φρέσκη μοσκοβολιά τους είναι απ' τα πιο ακριβά χαρίσματα τούτης της εποχής. Εδώ στη Συκαμινιά, τα κυκλάμινα τα λένε ακόμα «καντινούλες», που θα πει χανουμάκια. Έτσι τα παρωμοίασαν οι κάτοικοι του χωριού, γιατί τους θυμίζουν τις χανουμίτσες, που αντάμωναν τα παλιά τα χρόνια στα σοκάκια του χωριού και τις έβλεπαν να σταματούν μονομιάς παραπέρα και να σκύβουν το κεφαλάκι τους κατ' από το γιασμάκι, ταπεινές και ντροπαλές, να μην τις ιδή ανθρώπου μάτι στο πρόσωπο.
Έτσι κρύβουνται και τα σεμνά κυκλάμινα στις υγρές γωνίτσες. Έτσι κρύβονται παράμερα και μυρίζουν μυστικά ανάμεσα στα κεντημένα του φύλλα οι «καντινούλες» της Συκαμινιάς. Σε λίγες μέρες σαν κάνη ακόμα μια-δυο βροχές, θα πλουμίσουν με το μωβ κέντημά τους δασωμένους λόφους ως κάτω στην ακρογιαλιά. Θα πλημμυρίσουν τον κόσμο. Θα βγούνε παρέες-παρέες μέσα στους χωραφόδρομους, μέσα στα λιοχτήματα, φουντωμένες σύρριζα στις «ποδόμες», όπως λέγονται εδώ οι μακρυές ξερολιθιές, που είναι μέσα στα κατηφορικά χωράφια, για να συγκρατήσουν το χώμα στα λιόδεντρα.
Οι Συκαμινιωτοπούλες τις αγαπούνε πολύ τις «καντινούλες». Και σαν αρχίσουν να ραβδίζουν τις ελιές, τα χωράφια γιομίζουν τραγούδια και κοπέλλες με τα σαλβάρια, «μαζώχτρες» δροσερές, με το καλαμένιο καλάθι στο μπράτσο, κάνουν μεγάλα δεμάτια, για να πάνε το βράδυ στις φτωχικές τους κάμαρες. Κάνουν ακόμα όμορφα μάτσα από φρεσκοκομμένα κυκλάμινα και τα προσφέρουν στην Παναγιά, μαζί με τις μυστικές προσευχές τους, που είναι κι αυτές ντροπαλές και σκεπασμένες στ' απόσκια της καρδιάς τους. Έτσι μπήκε το φθινόπωρο με ένα στεφάνι από κυκλάμινα στο κεφάλι.
Αυτό είναι ένα μεγάλο γεγονός, όπως είναι όλα τα σπουδαία και σημαντικά πράγματα που γίνονται στην εξοχή και στη θάλασσα τις τέσσερις εποχές της χρονιάς. Στην πολιτεία δεν παίρνουμε είδησι. Εκεί η ζωή ξεφεύγει ανούσια απ' τον ημεροδείχτη, που φυλλοροεί αδιάκοπα, με ανόητη ομοιομορφία, τα τετράγωνα χαρτάκια των ημερών του.
Εδώ, όμως, όλα έχουν τόση σπουδαιότητα. Όλες τις μέρες, όλες τις ώρες γίνονται πράγματα σοβαρά και συγκινητικά. Γυρίζεις μέσα στα χωράφια, σκαλώνεις στις ρεμματιές, που βρυάζουν τα μοσκόχορτα, φορτωμένα από πολύχρωμα έντομα και μικροσκοπικές πεταλουδίτσες, μικρές σαν πανσέδες. Εκεί μέσα, βασιλεύουν τα αρχαία πλατάνια και οι δροσερές καρυδιές. Οι γαλιές πηδάνε από δέντρο σε δέντρο τρομαγμένες. Τινάζονται πάνωθέ σου και μόλις βλέπεις ανάερα το φουσκωτό θύσανο της ουράς τους να χαϊδεύει τον αέρα. Αγαπούν ξεχωριστά τα μύγδαλα αυτές οι λιχούδες.
Προχτές οι χωριανοί είχαν πανηγύρι στις καρδιές, Έρριξε μια γερή, μια καλή βροχή όλη τη νύχτα. Φέτος είναι καλή η χρονιά, δόξα να' χη ο Θεός! Ο ελιώνας είναι ένα καμάρι να γυρίζης κάτω από τα δέντρα. Χόντρυναν οι ελιές, ψύχωσαν, άρχισαν κιόλας να κοκκινίζουν. Και περίμεναν ένα νερό πως και πως. Έβρεξε λοιπόν πάνω στα δέντρα, έβρεξε χαρμόσυνα. Άνοιξαν οι ουρανοί πάνω στη ζεστή γη και χύθηκε ποτάμι η ευλογία του Θεού. Αν κρατήση ως το τέλος ο καρπός, οι αγρότες θα ξεχρεώσουν πια φέτος και θα φάνε, λέω, μια φέτα μερωμένο ψσωμί.
Είδα έναν απλόν άνθρωπο να στέκεται στη μέση του δρόμου, μέσα στη βροχή. Είχε το πρόσωπό του σηκωμένο προς τον ουρανό και το νερό του Θεού έπεφτε πάνω στα μάγουλά του τα' αργασμένα από το λιοπύρι.
-Έ, μπάρμπα, του φώναξα, θα γίνης μουσκίδι!
Εγύρισε σιγά-σιγά το κεφάλι του και με κοίταξε ήσυχα. Τότες είδα πως χαμογελούσε φιλικά προς τον ουρανό.
Εσήκωσε το χέρι του και μούδειξε ψηλα. Είπε:
-Είδες; Βρέχει.
Χαμογελούσε ακόμα και εγώ μόλις κατάλαβα τη σπουδαία είδησι.
Πήγα και ξάπλωσα μια ζεστή μέρα κάτω από τις φυλλωσσιές ενός «ποτιζάμενου». Ένα χωράφι με όλα τα φρούτα της εποχής. Τα σταφύλια κρέμονται σκαλωμένα τετράψηλα πάνω στις λαμπαδωτές λεύκες. Οι ρωδιές. Πρέπει να δήτε τις ρωδιές. Είναι από τα πιο όμορφα πλάσματα της ελληνικής εξοχής. Η κλάδωσί τους είναι λεπτή, η φυλλωσσιά τους έχει τόσο άφθονο το πράσινο φως, που γεμίζει τρυφεράδα το τοπίο τα λουλούδια τους είναι εξαίσια σύνθεσι ενός ειδικού κόκκινου με το τρυφερό πράσινο της ρωδιάς. Τώρα τα λυγερά κλωνιά τους λυγάνε απ' τον καρπό.
Τα ρώδια κρέμονται χοντρά, στρογγυλά, τσιτωμένα απ' τις σφιχτές «ρωδοπαππούδες», που ζουλιούνται αλύπητα στριμωγμένες μέσα στον ίδιο κορσέ. Το ντόπιο παραμάντεμα έτσι ορίζει το ρώδι: «χίλιοι μύριοι καλογέροι σ' ένα ράσο τυλιγμένοι». Μερικά ρώδια σκάνουν απ' το ασυγκράτητο σφρίγος τους. Σκάνουν ψηλά σαν ειρηνικές χειροβομβίδες και σε ραντίζουν με τους τριανταφυλλιούς σπόρους τους, που αστράφτουν στον ήλιο. Σαν να σου ρίχνουν κατακέφαλα μια φούχτα ρουμπίνια. Είναι μερικές, που έχουν ωριμασμένους καρπούς και την κορφή τους στολισμένη ακόμα με μερικά από τα απ' τα θαυμαστά λουλούδια τους.
Μοιάζουν με κοπελλιές, που φορούνε στ' αφτί γαρύφαλλο κνικάτο. Κοντά τους οι κυδωνιές σκύβουν ως κάτω τα ελαστικά κλωνάρια τους. Είναι δέντρα βεργάτα, χαριτωμένα, με τη φυλλωσσιά τους θαμπή και σκούρα- Αμ' πώς να μην σκύψουν; Οι καρποί τους κρέμονται ογκώδεις, σκεπασμένοι από κιτρινωπό χνούδι. Το παραμερίζεις με το δάχτυλο και γυαλίζει από κάτω το τσιτωμένο φλούδι. Είναι κάτι νέα κυδωνίτσες τόσο φορτωμένες, που απορείς, πως το σηκώνουνε τόσο πράγμα.
Όλα τα δέντρα έτσι έσκυβαν μέσα σε τούτο το χωράφι. Ωρίμαζαν υπομονετικά τα μεγάλα φρούτα τους, εστέκονταν φορτωμένα απ' τ' αγαθά τους, εστέκονταν σκυφτά κι περιμέναν νάρθουν οι άνθρωποι, να τα ξαλαφρώσουν απ' το βάρος της δημιουργίας τους. Είναι η χαρά του «δίνειν». Μα υπάρχει πιο μεγάλη ευτυχία απ' αυτή; Αν δεν υπήρχαν οι τρυγητές, όλη η δημιουργία, η κάθε δημιουργία θα γινότανε δυστυχία πάνω στη γη.
Ξάπλωσα αποσταμένος γλυκά πάνω σε νιοθέριστη φτέρη. Μύριζε δυνατά. Πάνω στις απλωμένες ρίγανες. Παρέκει, εστέγνωναν τα σύκα. Μέσα απ' τους αγριόβατους, που τα βατόμουρά τους μαύριζαν πια και κανένας άλλος απ' τα πουλιά δεν τα καταδέχεται, έβγαιναν ξαφνικοί, βιαστικοί κελαηδισμοί. Το νερό έτρεχε μές' απ' το χορταριασμένο αυλάκι και τραγουδούσε. Είχα κλεισμένα τα μάτια και άκουγα συγκινημένος. Ένας μαλακός δούπος με ξάφνισε κοντά μου. Πλάϊ στον αγκώνα μου. Ανοίγω τα μάτια. Είναι ένα ροδάκινο μεγάλο σαν τη γροθιά μου. Μου τόρριξε τούτη η σγουρή ροδακινίτσα που γέρνει από πάνω μου.
Το παίρνω και λέω δυνατά «ευχαριστώ»- Ζουλιέται στα δάχτυλά μου σαν κερένιο. Χαϊδεύω το δέρμα του, που είναι λεπτότατο σαν ατζαλένιο, που είναι χνουδάτο και διάφανο. Σ' ένα μέρος είναι πληγωμένο απ' το πέσιμο και στάζει ο γλυκός χυμός του μέσα στη φούχτα μου.
Χώνω τα δόντια μου βαθιά στη σάρκα του και σηκώνω τα μάτια μου και χαμογελώ στη σγουρή ροδακινίτσα. Έτσι χαμογελούσε προς τον ουρανό κείνος ο απλός άνθρωπος, που στεκόταν μέσα στη βροχή και τη λουζόταν ευτυχισμένος.
Πετώ το κοκκινωπό κουκούτσι, κι αυτό κυλάει και κρύβεται κάπου. Ξέρω. Του χρόνου σ' αυτό το μέρος θα τεντώνη με λαχτάρα τα φύτρα της μια νέα ροδακινίτσα.
Σε μια απόμερη γωνίτσα, κάτω από μια τούφα πουρναρόκλαδα, τα βρήκα, μια μεγάλη παρέα κυκλάμινα. Τα πρώτα φετεινά μας κυκλάμινα. Η φρέσκη μοσκοβολιά τους είναι απ' τα πιο ακριβά χαρίσματα τούτης της εποχής. Εδώ στη Συκαμινιά, τα κυκλάμινα τα λένε ακόμα «καντινούλες», που θα πει χανουμάκια. Έτσι τα παρωμοίασαν οι κάτοικοι του χωριού, γιατί τους θυμίζουν τις χανουμίτσες, που αντάμωναν τα παλιά τα χρόνια στα σοκάκια του χωριού και τις έβλεπαν να σταματούν μονομιάς παραπέρα και να σκύβουν το κεφαλάκι τους κατ' από το γιασμάκι, ταπεινές και ντροπαλές, να μην τις ιδή ανθρώπου μάτι στο πρόσωπο.
Έτσι κρύβουνται και τα σεμνά κυκλάμινα στις υγρές γωνίτσες. Έτσι κρύβονται παράμερα και μυρίζουν μυστικά ανάμεσα στα κεντημένα του φύλλα οι «καντινούλες» της Συκαμινιάς. Σε λίγες μέρες σαν κάνη ακόμα μια-δυο βροχές, θα πλουμίσουν με το μωβ κέντημά τους δασωμένους λόφους ως κάτω στην ακρογιαλιά. Θα πλημμυρίσουν τον κόσμο. Θα βγούνε παρέες-παρέες μέσα στους χωραφόδρομους, μέσα στα λιοχτήματα, φουντωμένες σύρριζα στις «ποδόμες», όπως λέγονται εδώ οι μακρυές ξερολιθιές, που είναι μέσα στα κατηφορικά χωράφια, για να συγκρατήσουν το χώμα στα λιόδεντρα.
Οι Συκαμινιωτοπούλες τις αγαπούνε πολύ τις «καντινούλες». Και σαν αρχίσουν να ραβδίζουν τις ελιές, τα χωράφια γιομίζουν τραγούδια και κοπέλλες με τα σαλβάρια, «μαζώχτρες» δροσερές, με το καλαμένιο καλάθι στο μπράτσο, κάνουν μεγάλα δεμάτια, για να πάνε το βράδυ στις φτωχικές τους κάμαρες. Κάνουν ακόμα όμορφα μάτσα από φρεσκοκομμένα κυκλάμινα και τα προσφέρουν στην Παναγιά, μαζί με τις μυστικές προσευχές τους, που είναι κι αυτές ντροπαλές και σκεπασμένες στ' απόσκια της καρδιάς τους. Έτσι μπήκε το φθινόπωρο με ένα στεφάνι από κυκλάμινα στο κεφάλι.
Αυτό είναι ένα μεγάλο γεγονός, όπως είναι όλα τα σπουδαία και σημαντικά πράγματα που γίνονται στην εξοχή και στη θάλασσα τις τέσσερις εποχές της χρονιάς. Στην πολιτεία δεν παίρνουμε είδησι. Εκεί η ζωή ξεφεύγει ανούσια απ' τον ημεροδείχτη, που φυλλοροεί αδιάκοπα, με ανόητη ομοιομορφία, τα τετράγωνα χαρτάκια των ημερών του.
Εδώ, όμως, όλα έχουν τόση σπουδαιότητα. Όλες τις μέρες, όλες τις ώρες γίνονται πράγματα σοβαρά και συγκινητικά. Γυρίζεις μέσα στα χωράφια, σκαλώνεις στις ρεμματιές, που βρυάζουν τα μοσκόχορτα, φορτωμένα από πολύχρωμα έντομα και μικροσκοπικές πεταλουδίτσες, μικρές σαν πανσέδες. Εκεί μέσα, βασιλεύουν τα αρχαία πλατάνια και οι δροσερές καρυδιές. Οι γαλιές πηδάνε από δέντρο σε δέντρο τρομαγμένες. Τινάζονται πάνωθέ σου και μόλις βλέπεις ανάερα το φουσκωτό θύσανο της ουράς τους να χαϊδεύει τον αέρα. Αγαπούν ξεχωριστά τα μύγδαλα αυτές οι λιχούδες.
Προχτές οι χωριανοί είχαν πανηγύρι στις καρδιές, Έρριξε μια γερή, μια καλή βροχή όλη τη νύχτα. Φέτος είναι καλή η χρονιά, δόξα να' χη ο Θεός! Ο ελιώνας είναι ένα καμάρι να γυρίζης κάτω από τα δέντρα. Χόντρυναν οι ελιές, ψύχωσαν, άρχισαν κιόλας να κοκκινίζουν. Και περίμεναν ένα νερό πως και πως. Έβρεξε λοιπόν πάνω στα δέντρα, έβρεξε χαρμόσυνα. Άνοιξαν οι ουρανοί πάνω στη ζεστή γη και χύθηκε ποτάμι η ευλογία του Θεού. Αν κρατήση ως το τέλος ο καρπός, οι αγρότες θα ξεχρεώσουν πια φέτος και θα φάνε, λέω, μια φέτα μερωμένο ψσωμί.
Είδα έναν απλόν άνθρωπο να στέκεται στη μέση του δρόμου, μέσα στη βροχή. Είχε το πρόσωπό του σηκωμένο προς τον ουρανό και το νερό του Θεού έπεφτε πάνω στα μάγουλά του τα' αργασμένα από το λιοπύρι.
-Έ, μπάρμπα, του φώναξα, θα γίνης μουσκίδι!
Εγύρισε σιγά-σιγά το κεφάλι του και με κοίταξε ήσυχα. Τότες είδα πως χαμογελούσε φιλικά προς τον ουρανό.
Εσήκωσε το χέρι του και μούδειξε ψηλα. Είπε:
-Είδες; Βρέχει.
Χαμογελούσε ακόμα και εγώ μόλις κατάλαβα τη σπουδαία είδησι.
Πήγα και ξάπλωσα μια ζεστή μέρα κάτω από τις φυλλωσσιές ενός «ποτιζάμενου». Ένα χωράφι με όλα τα φρούτα της εποχής. Τα σταφύλια κρέμονται σκαλωμένα τετράψηλα πάνω στις λαμπαδωτές λεύκες. Οι ρωδιές. Πρέπει να δήτε τις ρωδιές. Είναι από τα πιο όμορφα πλάσματα της ελληνικής εξοχής. Η κλάδωσί τους είναι λεπτή, η φυλλωσσιά τους έχει τόσο άφθονο το πράσινο φως, που γεμίζει τρυφεράδα το τοπίο τα λουλούδια τους είναι εξαίσια σύνθεσι ενός ειδικού κόκκινου με το τρυφερό πράσινο της ρωδιάς. Τώρα τα λυγερά κλωνιά τους λυγάνε απ' τον καρπό.
Τα ρώδια κρέμονται χοντρά, στρογγυλά, τσιτωμένα απ' τις σφιχτές «ρωδοπαππούδες», που ζουλιούνται αλύπητα στριμωγμένες μέσα στον ίδιο κορσέ. Το ντόπιο παραμάντεμα έτσι ορίζει το ρώδι: «χίλιοι μύριοι καλογέροι σ' ένα ράσο τυλιγμένοι». Μερικά ρώδια σκάνουν απ' το ασυγκράτητο σφρίγος τους. Σκάνουν ψηλά σαν ειρηνικές χειροβομβίδες και σε ραντίζουν με τους τριανταφυλλιούς σπόρους τους, που αστράφτουν στον ήλιο. Σαν να σου ρίχνουν κατακέφαλα μια φούχτα ρουμπίνια. Είναι μερικές, που έχουν ωριμασμένους καρπούς και την κορφή τους στολισμένη ακόμα με μερικά από τα απ' τα θαυμαστά λουλούδια τους.
Μοιάζουν με κοπελλιές, που φορούνε στ' αφτί γαρύφαλλο κνικάτο. Κοντά τους οι κυδωνιές σκύβουν ως κάτω τα ελαστικά κλωνάρια τους. Είναι δέντρα βεργάτα, χαριτωμένα, με τη φυλλωσσιά τους θαμπή και σκούρα- Αμ' πώς να μην σκύψουν; Οι καρποί τους κρέμονται ογκώδεις, σκεπασμένοι από κιτρινωπό χνούδι. Το παραμερίζεις με το δάχτυλο και γυαλίζει από κάτω το τσιτωμένο φλούδι. Είναι κάτι νέα κυδωνίτσες τόσο φορτωμένες, που απορείς, πως το σηκώνουνε τόσο πράγμα.
Όλα τα δέντρα έτσι έσκυβαν μέσα σε τούτο το χωράφι. Ωρίμαζαν υπομονετικά τα μεγάλα φρούτα τους, εστέκονταν φορτωμένα απ' τ' αγαθά τους, εστέκονταν σκυφτά κι περιμέναν νάρθουν οι άνθρωποι, να τα ξαλαφρώσουν απ' το βάρος της δημιουργίας τους. Είναι η χαρά του «δίνειν». Μα υπάρχει πιο μεγάλη ευτυχία απ' αυτή; Αν δεν υπήρχαν οι τρυγητές, όλη η δημιουργία, η κάθε δημιουργία θα γινότανε δυστυχία πάνω στη γη.
Ξάπλωσα αποσταμένος γλυκά πάνω σε νιοθέριστη φτέρη. Μύριζε δυνατά. Πάνω στις απλωμένες ρίγανες. Παρέκει, εστέγνωναν τα σύκα. Μέσα απ' τους αγριόβατους, που τα βατόμουρά τους μαύριζαν πια και κανένας άλλος απ' τα πουλιά δεν τα καταδέχεται, έβγαιναν ξαφνικοί, βιαστικοί κελαηδισμοί. Το νερό έτρεχε μές' απ' το χορταριασμένο αυλάκι και τραγουδούσε. Είχα κλεισμένα τα μάτια και άκουγα συγκινημένος. Ένας μαλακός δούπος με ξάφνισε κοντά μου. Πλάϊ στον αγκώνα μου. Ανοίγω τα μάτια. Είναι ένα ροδάκινο μεγάλο σαν τη γροθιά μου. Μου τόρριξε τούτη η σγουρή ροδακινίτσα που γέρνει από πάνω μου.
Το παίρνω και λέω δυνατά «ευχαριστώ»- Ζουλιέται στα δάχτυλά μου σαν κερένιο. Χαϊδεύω το δέρμα του, που είναι λεπτότατο σαν ατζαλένιο, που είναι χνουδάτο και διάφανο. Σ' ένα μέρος είναι πληγωμένο απ' το πέσιμο και στάζει ο γλυκός χυμός του μέσα στη φούχτα μου.
Χώνω τα δόντια μου βαθιά στη σάρκα του και σηκώνω τα μάτια μου και χαμογελώ στη σγουρή ροδακινίτσα. Έτσι χαμογελούσε προς τον ουρανό κείνος ο απλός άνθρωπος, που στεκόταν μέσα στη βροχή και τη λουζόταν ευτυχισμένος.
Πετώ το κοκκινωπό κουκούτσι, κι αυτό κυλάει και κρύβεται κάπου. Ξέρω. Του χρόνου σ' αυτό το μέρος θα τεντώνη με λαχτάρα τα φύτρα της μια νέα ροδακινίτσα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)