μακρια στο βαθος του φαραγγιου ακούγονταν τα γαυγισματα των αδεσποτων. το νερο αδεσποτο κι αυτο στη ρεματια μ εναν ηχο, που αναλογα με τα δικα σου χρωματα, τον εβρισκες λυπητερο ή οργισμενο. πάντως διχως χαρα.
κι αναλογιζεσαι.
πώς μπηκαν, πώς ορμησαν ολα τουτα κι ολοι τουτοι στη ζωή σου; πώς αλώθηκε ο χωρος σου, οι στιγμες σου, οι αξιες σου; πώς επιτεθηκαν αλλοτε ως κτηνη, αλλοτε ως σκουληκια στην καθημερινότητά σου..
οι σκυλοι ακομα γαύγιζαν κι η σελήνη δεν ειχε καμια μυθικη διασταση. ενα αστερι απο πετρα.
πώς καταφεραν να σε συρουν στον εφιαλτη των εφιαλτων. να σερνεσαι, ενω, ειχες αγγιξει τους οριζοντες. να ξοδευεσαι στο τιποτα, ενω ειχες σπαταληθει στο ακριβο και το ακριβες.
μηδενα προ του τελους λοιπον. Σιωπηλη ας ειναι η ελαχιστη στιγμη που μου ανηκει. που δεν μετρω, που δεν πονω, που δεν φοβαμαι, που δεν λυπαμαι, που δεν υπολογιζω, που δεν παρατηρω την Αν-Αιδεια, την Α-μαθεια, την Ιδιο-Τελεια, την Α-πατη, την Εξ-απατηση, την Εκμεταλλευση, το Πεταμενο Ακορντεον.
Και το παραπονό του.
Πριν από 6 ημέρες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου