Τις επόμενες μέρες θα γίνει στη Λιβαδειά η παρουσίαση του βιβλίου “Φιμωμένος Θυμός” της Γιάννας Λάμπρου. Ας δούμε την προσέγγιση της Διώνης Δημητριάδου.
Γράφει η Διώνη Δημητριάδου
Είναι η συμβατικά δομημένη κοινωνία με τις απαγορεύσεις της, τις επιταγές της (δυσανάλογες των επιθυμιών του μέσου ανθρώπου), τις πιέσεις της μέχρι ασφυκτικού αποκλεισμού που συνθλίβει το άτομο ή μήπως η προσωπική ιστορία του καθενός με τις ευθύνες που συμμαζεύει στο διάβα της, που οδηγεί τον άνθρωπο σε εσωτερική σύγκρουση, καταστροφική εντέλει; Με δεδομένο ότι δύσκολα μπορεί να διαχωριστεί ο ιδιωτικός χώρος της αυτοσυνειδησίας από τον δημόσιο χώρο της κοινής έκθεσης, δύσκολα ομοίως μπορεί και να απαντηθεί το παραπάνω θεμελιακό οπωσδήποτε ερώτημα.
Στο πεζογράφημά της η Γιάννα Λάμπρου επιχειρεί με έναν καταιγιστικό τρόπο γραφής, που δεν σε αφήνει να ανασάνεις μέχρι να ολοκληρώσεις την ανάγνωση, όχι μόνο να προσεγγίσει το δισυπόστατο αυτής της πορείας αλλά και να προτείνει εμμέσως ένα είδος υπέρβασης του αδιεξόδου που δημιουργείται αναπόφευκτα.
Ο χώρος, απολύτως “καφκικός”, μια «ανθρώπινη γεωγραφία σε κάθετη κατανομή», μορφές και δομές κυριαρχίας που ανεβαίνουν σε έξι ορόφους, μια απίστευτη περιγραφή ιεραρχίας, σαν να λέμε από τα πιο ταπεινά κρουστά ως τον απόλυτο κυρίαρχο μαέστρο. Στα κατώτερα δώματα μια σωρεία απλών ανθρώπων-εργαλείων, με μόνη αρμοδιότητα την εξυπηρέτηση του κοινού μέσα σε μια ατμόσφαιρα «τυφλής εχθρότητας» με όλο το συνακόλουθο «μαράζι του στερημένου και το μίσος της ρίζας», που τρέφουν όσοι γνωρίζουν πως δεν ελπίζουν σε καμιά ανθοφορία του κορμού τους. Ανεβαίνοντας την κλίμακα οι «εκτός συναγωνισμού επιλεγμένοι» -κυνηγοί αυτοί- πρωταγωνιστές όπου μπορούν και όσο τους επιτρέπεται από τον “σκηνοθέτη” που καθορίζει ρόλους και συμπεριφορές. Φυσικά ευτυχισμένοι στα μάτια του πλήθους που αποκλεισμένο τους κοιτάζει.
Στο πεζογράφημά της η Γιάννα Λάμπρου επιχειρεί με έναν καταιγιστικό τρόπο γραφής, που δεν σε αφήνει να ανασάνεις μέχρι να ολοκληρώσεις την ανάγνωση, όχι μόνο να προσεγγίσει το δισυπόστατο αυτής της πορείας αλλά και να προτείνει εμμέσως ένα είδος υπέρβασης του αδιεξόδου που δημιουργείται αναπόφευκτα.
Ο χώρος, απολύτως “καφκικός”, μια «ανθρώπινη γεωγραφία σε κάθετη κατανομή», μορφές και δομές κυριαρχίας που ανεβαίνουν σε έξι ορόφους, μια απίστευτη περιγραφή ιεραρχίας, σαν να λέμε από τα πιο ταπεινά κρουστά ως τον απόλυτο κυρίαρχο μαέστρο. Στα κατώτερα δώματα μια σωρεία απλών ανθρώπων-εργαλείων, με μόνη αρμοδιότητα την εξυπηρέτηση του κοινού μέσα σε μια ατμόσφαιρα «τυφλής εχθρότητας» με όλο το συνακόλουθο «μαράζι του στερημένου και το μίσος της ρίζας», που τρέφουν όσοι γνωρίζουν πως δεν ελπίζουν σε καμιά ανθοφορία του κορμού τους. Ανεβαίνοντας την κλίμακα οι «εκτός συναγωνισμού επιλεγμένοι» -κυνηγοί αυτοί- πρωταγωνιστές όπου μπορούν και όσο τους επιτρέπεται από τον “σκηνοθέτη” που καθορίζει ρόλους και συμπεριφορές. Φυσικά ευτυχισμένοι στα μάτια του πλήθους που αποκλεισμένο τους κοιτάζει.
Μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό, ο ήρωας Νικήτας, απλός μηχανικός, με όνειρο φυγής. Αλλά πώς; Στην υπηρεσία κι αυτός του «αιμοβόρου καπιταλιστή» Ντηλ, «κυνική επιδερμίδα-φύλακας κωφάλαλου σώματος με μυρωδιά ληγμένης κονσέρβας» και του Ασίστοντηλ. Γυναικείες παρουσίες η στερημένη «ανύμφευτη της διαιώνισης, ανέστια της τρυφερότητας» Ερωλύπη, με σημαίνοντα ρόλο στη διοίκηση, η «δολίως όμορφη» Ρέα, να ισορροπεί ανάμεσα στην εύνοια του αφεντικού της και στην εχθρότητα που κρύβει γι’ αυτόν μέσα της. Ο απαραίτητος συνδικαλιστής “Τσε”, «μιλούσε για δικαιώματα εργαζομένων και εκμετάλλευση της πλουτοκρατίας, για –ισμούς και άλλες απαρχαιωμένες και δοκιμασμένες ενεχυριάσεις του ανθρώπου…Αυτοί οι θεωρητικοί…αμείλικτοι ανθρωπιστές είχαν ποτέ αγαπηθεί;».
Στην προσωπική ζωή του Νικήτα «πολλά ληγμένα κεφάλαια» γιατί τουλάχιστον αυτό το έχει καταλάβει: «στις χίλιες χειραψίες η μία τσακίζει. Στα εκατό βλέμματα ένα πυρπολεί. Στις χίλιες κινήσεις μία χαϊδεύει. Και μία τιμωρεί». Αυτή η μία τόσο διακριτή στη ζωή του δεν υπάρχει πια, η Μιρέλλα του, που πια μόνο με τη σκέψη επικοινωνεί μαζί της. Υπάρχει, όμως, ο Μύρωνας, ο φίλος. Από αυτούς που «όντας πυρπολημένοι δεν καταδέχτηκαν να φορέσουν τη στολή της λύπης, αλλά με δυνατά σαν κεραυνούς άλογα επέτρεψαν να καλπάζει ο νους, να ξεγελά τους δαίμονες στους γκρίζους καιρούς της αμφισημίας των απωλειών, των ενστίκτων». Ο Μύρωνας με τη δική του Έλσα κι αυτός, «το κουβάρι-Έλσα».
Ο Νικήτας και ο Μύρωνας, σε μια βραδιά αμοιβαίων εκμυστηρεύσεων, με τα απαραίτητα λόγια που η μακρόχρονη φιλία τους αφήνει να ειπωθούν, θα ξαναπερπατήσουν στον προσωπικό του δρόμο ο καθένας, σε απόπειρα ερμηνείας της φωτιάς που τους καίει και τους δύο, σε μια ανίχνευση λυτρωτικής οδού. Αυτό που ενδόμυχα ψάχνουν είναι περισσότερο μια επαναστατική πρόταση που θα τους απεγκλωβίσει από τον παραλογισμό της συμβατικής συνύπαρξης μέσα σε κόσμο που τους απανθρωποποιεί όλο και περισσότερο. «Παλιό, επαναστατικό. Ερωτικό. Τέλος πάντων, το ίδιο δεν είναι; -Ναι, ό,τι περιπολεί στον ουρανό τρελαμένο για φως, ό,τι δεν καταδικάζει τον άνθρωπο σε απερήμωση, ώσπου εξαντλημένος να ομογενοποιηθεί, ναι, είναι Επανάσταση».
Έτσι, μέσα από τον προσωπικό δρόμο του ο καθένας, ερμηνεύοντας την ιδιωτική του ιστορία σωστά, θα οδηγηθεί στη λύτρωση. Γιατί, αυτό που ευφυώς μας λέει εδώ η συγγραφέας είναι ότι αν δεν αναμετρηθεί ατομικά ο καθένας με τις δικές του προσωπικές συντεταγμένες, αυτές που όρισαν τη ζωή του, δεν θα μπορέσει να επεκτείνει λυτρωτικά τον εαυτό του στον κοινό χώρο των συγκρούσεων και των συμφερόντων, δεν θα κατορθώσει να εισηγηθεί την επανάσταση, την αλλαγή των όρων ζωής. Θα είναι καταδικασμένος να συμπλέει, στην καλύτερη για την ανέλιξή του εκδοχή, με τους κάθε φορά ισχυρότερους ή να υποτάσσεται πάντα με τους όρους των άλλων σε μια επίπεδη ζωή, που όμως δεν θα μπορεί να υπερβεί ούτε κατ’ ελάχιστο την παράλογη διαστρωμάτωσή της.
Αυτή η προσωπική επανάσταση είναι που θα οδηγήσει τα πράγματα στη φυσιολογική τους θέση. Ο Νικήτας μπορεί να αφεθεί να αγκαλιάσει «φιγούρες που δεν πείραξαν τα φαντάσματα» μακριά από αυτούς που δεν τον ενώνει τίποτα κηρύσσοντας με τη στάση του την έν-σταση, την αντί-σταση, τη διά-σταση.
Ο «φιμωμένος θυμός», μια ολιγοσέλιδη πεζή γραφή για τον θυμό που εσωκλείεται στον καθένα “ζωντανό” ακόμη άνθρωπο. Με μια γλώσσα που αντιμάχεται κατά μέτωπο την πεζότητα, με περιγραφές που στοχεύουν ίσα κατ’ ευθείαν στο κέντρο των προσώπων δείχνοντας πως η συγγραφέας όχι μόνο ξέρει να δομεί τον λόγο της μέσα στα πλαίσια της ουσιαστικής συντομίας αλλά και γνωρίζει καλά τη λειτουργία των λέξεων, χρησιμοποιώντας πότε την κυριολεκτική και πότε τη μεταφορική τους σημασία. Απρόσμενοι συνδυασμοί συχνά αποδίδουν ορθότερα την ουσία των εννοιών, επίθετα που δίπλα στα ουσιαστικά καταξιώνουν ακριβώς τον χαρακτήρα τους, υπογραμμίζοντας αλλά και οριοθετώντας την ουσία των ονομάτων. Και μόνο στην επιλογή των ονομάτων των προσώπων να μείνουμε, θα δούμε πως σημαίνουν κάτι περισσότερο από την επιφανειακή τους δήλωση. Η γλώσσα εδώ δεν είναι διακοσμητική. Είναι καίρια στη χρήση της με σαφή επίγνωση του ρόλου της, δεν είναι απλώς ένας κώδικας επικοινωνίας· είναι ερμηνεία ταυτόχρονα αυτής της επικοινωνίας, μια υποβοήθηση της κατανόησης καταστάσεων που υποκρύπτονται και αναζητούν το λογικό νήμα που τις συνδέει.
«Ανιχνευτής του εξαίρετου», όπως ο ήρωάς της, η συγγραφέας εδώ με τις λέξεις της και τη σημασία τους, με τα νοήματα που ανιχνεύει πίσω από τα φαινόμενα, μας προτείνει ακριβώς αυτό: την εξαίρεση στον κανόνα. Την αντίσταση στη στάση ζωής που κοινώς επιχειρείται., όσο κι α αυτό συνιστά μια δύσκολη υπέρβαση. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε απαισιόδοξο και «μαύρο» το “καφκικό” τοπίο του βιβλίου της; Από κάποια οπτική οπωσδήποτε. Αλλά ας θυμηθούμε πως και ο Κάφκα υποδείκνυε τις ανοιχτές πόρτες, για όποιον φυσικά είχε τα μάτια να τις δει ανοιχτές και όχι θεόκλειστες, όπως φαινόντουσαν. Θέμα επιλογής; Όπως και κάθε τι άλλο, άλλωστε.
«Ανιχνευτής του εξαίρετου», όπως ο ήρωάς της, η συγγραφέας εδώ με τις λέξεις της και τη σημασία τους, με τα νοήματα που ανιχνεύει πίσω από τα φαινόμενα, μας προτείνει ακριβώς αυτό: την εξαίρεση στον κανόνα. Την αντίσταση στη στάση ζωής που κοινώς επιχειρείται., όσο κι α αυτό συνιστά μια δύσκολη υπέρβαση. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε απαισιόδοξο και «μαύρο» το “καφκικό” τοπίο του βιβλίου της; Από κάποια οπτική οπωσδήποτε. Αλλά ας θυμηθούμε πως και ο Κάφκα υποδείκνυε τις ανοιχτές πόρτες, για όποιον φυσικά είχε τα μάτια να τις δει ανοιχτές και όχι θεόκλειστες, όπως φαινόντουσαν. Θέμα επιλογής; Όπως και κάθε τι άλλο, άλλωστε.